❌
Παρασκευή, 03 Οκτωβρίου 2025

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Αγία Δάμαρις η Αθηναία
Διονυσίου ἀρεοπαγίτου ἱερομάρτυρος, ἐπισκόπου καὶ πολιούχου Ἀθηνῶν (†96). Ῥουστικοῦ, ᾿Ελευθερίου καὶ Δαμάριδος (α΄ αἰ.) μαρτύρων τῶν Ἀθηναίων.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ´ 16 - 34


16 Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν. 17 διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας. 18 τινὲς δὲ καὶ τῶν Ἐπικουρείων καὶ Στωϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· Τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· Ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς. 19 ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἄρειον Πάγον ἤγαγον, λέγοντες· Δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; 20 ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι. 21 Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι ἢ ἀκούειν καινότερον. 22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ· 23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, Ἀγνώστῳ θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. 24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ 25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα· 26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, 27 ζητεῖν τὸν Κύριον εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. 28 Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ’ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασιν· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. 29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. 30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, 31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 32 Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. 33 καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. 34 τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ´ 16 - 34


16 Ἐνῷ δὲ ὁ Παῦλος ἐπερίμενε τοὺς δύο αὐτοὺς συνεργάτας του εἰς τὰς Ἀθήνας, ἠρεθίζετο τὸ πνεῦμα του καὶ ἐξωργίζετο μέσα του, ἐπειδὴ ἔβλεπεν, ὅτι ἡ πόλις ἦτο γεμάτη ἀπὸ εἴδωλα. 17 Ἐν σχέσει λοιπὸν πρὸς τὴν εἰδωλολατρείαν αὐτὴν τῶν Ἀθηναίων, ἡ ὁποία ἐκίνει τὴν ἀγανάκτησίν του, συνδιελέγετο ὁ Παῦλος ἐν μὲν τῇ συναγωγῇ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ πρὸς τοὺς σεβομένους τὸν ἀληθινὸν Θεὸν προσηλύτους, ἐν δὲ τῇ ἀγορᾷ κάθε ἡμέραν πρὸς ἐκείνους, τοὺς ὁποίους συνήντα ἐκεῖ τυχαίως. 18 Μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων συνεζήτουν μαζί του καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἐπικουρείους καὶ τοὺς Στοϊκοὺς φιλοσόφους. Καὶ ἄλλοι μὲν ἔλεγον· Σὰν τί να θέλῃ ὁ φλύαρος αὐτὸς να μᾶς εἴπῃ; Ἄλλοι δὲ ἔλεγον· Φαίνεται νὰ εἶναι κῆρυξ ξένων θεοτήτων, ποὺ μᾶς εἶναι ἄγνωστοι. Ἔλεγον δὲ τοῦτο, διότι ὁ Παῦλος ἐκήρυττε τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν. 19 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπιασαν ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ὠδήγησαν εἰς τὸν Ἄρειον Πάγον καὶ τοῦ εἶπαν· Μποροῦμε νὰ μάθωμεν, ποία εἶναι ἡ νέα αὐτὴ διδασκαλία, ποὺ διδάσκεται ἀπὸ σέ; 20 Διότι κάποια παράδοξα καὶ πρωτάκουστα διδάγματα φέρεις μὲ τὴν διδασκαλίαν σου μέσα εἰς τὰς ἀκοάς μας. Θέλομεν λοιπὸν νὰ μάθωμεν, σὰν τί μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτά, ποὺ διδάσκεις. 21 Τὸ ἔκαμαν δὲ αὐτὸ ὅχι ἀπὸ πραγματικὸν θρησκευτικὸν ἐνδιαφέρον, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν συνηθισμένην τους περιέργειαν, διότι ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ μονίμως διαμένοντες ἐν Ἀθήναις ξένοι δὲν εἶχαν καιρὸν διὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ διὰ νὰ λέγουν καὶ νὰ ἀκούουν κάτι νεώτερον. 22 Ἀφοῦ δὲ ἐστάθη ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου εἶπεν· Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, σὰν πιὸ εὐλαβέστερους καθ’ ὅλα καὶ πιὸ θρήσκους ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους σᾶς βλέπω. 23 Καὶ λέγω τοῦτο, διότι διαβαίνων τοὺς δρόμους τῆς πόλεως σας καὶ ἐξετάζων προσεκτικὰ ἐκεῖνα, ποὺ λατρεύετε, εὗρον καὶ ἕνα βωμόν, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε τεθῇ ἡ ἐπιγράφή: Ἀφιεροῦται ὁ βωμὸς αὐτὸς εἰς τὸν ἄγνωστον Θεόν. Ἐκεῖνον λοιπὸν τὸν Θεόν, ποὺ λατρεύετε, χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζετε, αὐτὸν ἐγὼ σᾶς κηρύττω. 24 Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὸν κόσμον καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς τὸν κόσμον, αὐτὸς μὴ ἑξαρτώμενος ἀπὸ κανένα ἄλλον, ἀλλ’ ὑπάρχων ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ἀπόλυτος Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, δὲν κατοικεῖ εἰς ναούς, ποὺ κατασκευάζονται ἀπὸ χεῖρας ἀνθρώπων, ὅπως εἶναι καὶ οἱ μαρμάρινοι αὐτοὶ ναοί, τοὺς ὁποίους κατεσκεύασαν οἱ καλλιτέχναι σας. 25 Οὔτε ὑπηρετεῖται ἀπὸ χεῖρας ἀνθρώπων, σὰν νὰ ἐστερεῖτο καὶ νὰ εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ κάτι. Ὄχι δὲν ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε, ἀφοῦ αὐτὸς δίδει εἰς ὅλα τὰ ζῶντα δημιουργήματά του ζωὴν καὶ ἀναπνοὴν καὶ ὅλα ὅσα πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς των τοὺς χρειάζονται. 26 Καὶ ἐποίησεν ἀπὸ ἓν αἷμα καὶ ἀπὸ τὸ αὐτὸ πρωτόπλαστον ζεῦγος ὅλα τὰ ἔθνη τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ κατοικοῦν εἰς ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς. Καὶ αὐτὸς ὥρισε διὰ καθένα ἀπὸ τὰ ἔθνη αὐτὰ χρόνους ἐκ προτέρου προσδιορισμένους ὑπὸ τῆς προνοίας του διὰ τὴν ἐμφάνισιν καὶ ἑξαφάνισιν αὐτῶν, καθὼς καὶ τὰ σύνορα τῆς κατοικίας των. 27 Ὁ σπουδαιότερος δὲ σκοπός, διὰ τὸν ὁποῖον ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ ἔθνη, εἶναι νὰ ζητοῦν ταῦτα τὸν Κύριον, ἐὰν θὰ κατώρθωναν ψηλαφητὰ διὰ τῆς σκέψεως νὰ τὸν εὕρουν, καίτοι αὐτὸς ὑπάρχει ὅχι μακράν, ἀλλὰ πολὺ πλησίον πρὸς ἕνα ἕκαστον ἀπὸ ἡμᾶς. 28 Καὶ εἶναι πολὺ πλησίον μας, διότι μέσα εἰς αὐτὸν ὡς εἰς πνευματικήν τινα ἀτμόσφαιραν ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ὑπάρχομεν, καθὼς καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς σας ποιητὰς ἔχουν εἴπει· Διότι αὐτοῦ εἴμεθα καὶ γενηά. Καὶ εἴμεθα γενηά του, ὅχι διότι ἐβγήκαμεν ἀπὸ τὴν οὐσίαν του καὶ εἴμεθα ὅλοι ἕνα μὲ τὸν Θεόν, ὅπως τὸ ἐνόει ὁ ποιητής σας Ἄρατος, ἀλλὰ διότι μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα του καὶ μᾶς ἠγάπησεν ὡς οἰκείους του. 29 Ἀφοῦ λοιπὸν εἴμεθα γένος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλάβομεν παρ’ αὐτοῦ ζῶσαν καὶ πνευματικὴν φύσιν, δὲν πρέπει νὰ νομίζωμεν, ὅτι ἡ θεότης εἶναι ὁμοία πρὸς τὰ ἄψυχα καὶ τὰ νεκρά, πρὸς χρυσὸν δηλαδὴ ἢ ἄργυρον ἢ μάρμαρον, ποὺ ἔχουν χαραχθῇ καὶ πελεκηθῆ ὑπὸ τῆς γλυπτικῆς τέχνης καὶ τῆς καλλιτεχνικῆς φαντασίας καὶ ἐπινοήσεως ἀνθρώπου εἰς μαρμάρινα ἢ ἀργυρὰ ἢ χρυσὰ ἀγάλματα καὶ εἴδωλα. 30 Ὄχι· ἐπὶ τόσους δὲ χρόνους, ποὺ οἱ ἄνθρωποι λατρεύουν τὰ ἄψυχα αὐτὰ εἴδωλα, ἀγνοοῦν καὶ ἐξευτελίζουν τὸν δημιουργόν τους καὶ ἀσεβοῦν πρὸς αὐτόν. Τώρα λοιπὸν τοὺς μακροὺς αὐτοὺς χρόνους, κατὰ τοὺς ὁποίους καὶ σεῖς καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη εἴχατε ἄγνοιαν τοῦ ἀληθοῦς δημιουργοῦ σας, παρέβλεψεν ἐν τῇ μακροθυμίᾳ του ὁ Θεὸς καὶ παραγγέλλει εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατοικοῦν εἰς κάθε τόπον, νὰ μετανοοῦν καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ εἴδωλα καὶ τὴν εἰδωλολατρικὴν ζωὴν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν. 31 Πρέπει δὲ ὅλοι νὰ μετανοήσουν, διότι ὥρισεν ὁ Θεὸς ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ κρίνῃ τὴν οἰκουμένην μὲ δικαιοσύνην, δι’ ἀνδρὸς τὸν ὁποῖον ὥρισε κριτήν. Ὅτι δὲ αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ κριτὴς ὅλων μας, ἔδωκε βεβαίαν περὶ τούτου ἀπόδειξιν ὁ Θεὸς ἀναστήσας τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐκ νεκρῶν. 32 Ἀλλ’ ὅταν ἤκουσαν ἀνάστασιν νεκρῶν, ἄλλοι μὲν τὸν περιγελοῦσαν· ἄλλοι δὲ εἶπον· Θὰ σὲ ἀκούσωμεν καὶ πάλιν περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ. 33 Καὶ ἔτσι ὁ Παῦλος ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ μέσον τοῦ Ἀρείου Πάγου, ποὺ τὸν εἶχαν ἐκεῖνοι περικυκλώσει διὰ να τὸν ἀκούσουν. 34 Μερικοὶ ὅμως ἄνθρωποι συνεδέθησαν καὶ προσεκολλήθησαν μετ’ ἐμπιστοσύνης καὶ εὐλαβείας εἰς αὐτὸν καὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸ κήρυγμά του. Ἦσαν δὲ μεταξὺ τούτων καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ κάποια γυναῖκα, ποὺ ἐλέγετο Δάμαρις καὶ μερικοὶ ἄλλοι μαζὶ μὲ αὐτούς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ´ 16 - 34


16 Ενώ δε ο Παύλος επερίμενε αυτούς εις τας Αθήνας, εξερεθίζετο το πνεύμα του, διότι έβλεπε την πόλιν να είναι γεμάτη είδωλα. 17 Συζητούσε λοιπόν επί του θέματος αυτού εις την συναγωγήν με τους Ιουδαίους και με τους προσηλύτους Ελληνας, που εσέβοντο τον Θεόν, και με όσους συναντούσε κάθε ημέραν εις την αγοράν. 18 Μερικοί δε από τους Επικουρείους και τους Στωϊκούς φιλοσόφους συζητούσαν με αυτόν. Και μερικοί άλλοι έλεγαν· “τι θέλει να μας πη αυτός ο διαδοσίας;” Αλλοι δε έλεγαν· “φαίνεται ότι κηρύττει ξένας και αγνώστους θεότητας”. Αυτό δε το έλεγαν, διότι ο Παύλος εκύρυττε εις αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν. 19 Και αφού τον επήραν, τον έφεραν στον Αρειον Παγον και του είπαν· “ημπορούμεν να μάθωμεν ποιά είναι αυτή η νέα διδασκαλία, την οποίαν κηρύττεις; 20 Διότι εκαταλάβαμε, ότι κάτι παράδοξα πράγματα βάζεις εις τα αυτιά μας· θέλομεν να μάθωμεν, τι τάχα είναι αυτά”. 21 Εζήτησαν δε να μάθουν, διότι οι Αθηναίοι και όλοι οι ξένοι, που έμεναν εις τας Αθήνας, δια τίποτε άλλο δεν είχαν καιρόν, παρά μόνον δια να λέγουν και να ακούουν νεώτερα. 22 Αφού εστάθηκε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Παγου είπε· “άνδρες Αθηναίοι, εγώ σας θεωρώ ως τους περισσότερον θρήσκους από τους άλλους ανθρώπους. 23 Διότι, καθώς επερνούσα τους δρόμους της πόλεώς σας και έβλεπα με προσοχήν τα ιερά, που σέβεσθε, ευρήκα και ένα βωμόν, στον οποίον ήτο χαραγμένη η επιγραφή· Εις τον άγνωστον Θεόν. Αυτόν λοιπόν τον οποίον σέβεσθε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ κηρύττω εις σας. 24 Ο Θεός, ο οποίος έκαμε τον κόσμον και όλα όσα υπάρχουν εις αυτόν, αυτός υπάρχει απόλυτος κύριος του ουρανού και της γης και δεν κατοικεί εις ναούς, που τους κατασκευάζουν τα χέρια των ανθρώπων. 25 Ούτε και υπηρετείται από τα χέρια ανθρώπων, σαν να έχη ανάγκην από κάτι. Δεν έχει ανάγκην από τίποτε, εξ αντιθέτου δε δίδει εις όλα ζωήν και αναπνοήν και όλα όσα τους χρειάζονται δια την συντήρησίν των. 26 Αυτός έκαμε από ένα αίμα όλα τα έθνη των ανθρώπων, να κατοικούν στο πρόσωπον της γης και ώρισε δια τον καθένα από αυτά προσδιωρισμένους καιρούς εμφανίσεως και ζωής, όπως επίσης και τα σύνορα της κατοικίας των. 27 Τους ενεφύτευσε δε τον πόθον να αναζητούν πάντοτε τον Κυριον, μήπως και θα κατώρθωναν να τον ψηλαφήσουν και να τον εύρουν, αν και αυτός υπάρχη πολύ κοντά στον καθένα από ημάς. 28 Διότι μέσα εις την θείαν αυτού παρουσίαν και αγαθότητα ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν, όπως και μερικοί από τους ποιητάς σας έχουν πει. Διότι είμεθα ιδικόν του γένος, πλασθέντες από αυτόν κατ' εικόνα αυτού και καθ' ομοίωσιν. 29 Εφ' οσον λοιπόν είμεθα γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι η θεότης είναι ομοία με χρυσόν η με άργυρον η με μάρμαρον, με αγάλματα δηλαδή που έχουν χαραχθή με τέχνην και σύμφωνα με τας καλλιτεχνικάς επινοήσστου ανθρώπου. 30 Τωρα λοιπόν ο Θεός, μακρόθυμος καθώς είναι, αφήκε τους χρόνους αυτούς της αγνοίας και ειδωλολατρίας των ανθρώπων και παραγγέλει εις όλους τους ανθρώπους πανταχού της γης να μετανοήσουν. 31 Διότι ώρισεν ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη όλην την οικουμένην με δικαιοσύνην δια μέσου ενός ανδρός, τον οποίον ο ίδιος ώρισε κριτήν και τον επρόβαλε εις όλους με αδιαφιλονίκητον απόδειξιν και κύρος, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών”. 32 Οταν όμως ήκουσαν δι' ανάστασιν νεκρών, άλλοι μεν τον ενέπαιζαν, άλλοι δε του είπαν· “θα σε ακούσωμεν και πάλιν δια το ζήτημα αυτό”. 33 Ετσι δε, αφού είπε και ήκουσε αυτά ο Παύλος, ανεχώρησε από τον Αρειον Παγον εκ μέσου αυτών. 34 Μερικοί όμως άνθρωποι προσκολλήθηκαν εις αυτόν και τον ηκολούθησαν με εμπιστοσύνην και επίστευσαν στο κήρυγμά του. Μεταξύ δε αυτών ήτο και ο Διονύσιος ο Αεροπαγίτης και κάποια γυναίκα, ονόματι Δαμαρις, και μερικοί άλλοι μαζή με αυτούς.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΓ´ 44 - 54


44 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θησαυρῷ κεκρυμμένῳ ἐν τῷ ἀγρῷ, ὃν εὑρὼν ἄνθρωπος ἔκρυψε, καὶ ἀπὸ τῆς χαρᾶς αὐτοῦ ὑπάγει καὶ πάντα ὅσα ἔχει πωλεῖ καὶ ἀγοράζει τὸν ἀγρὸν ἐκεῖνον. 45 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας· 46 ὃς εὑρὼν ἕνα πολύτιμον μαργαρίτην ἀπελθὼν πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασεν αὐτόν. 47 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σαγήνῃ βληθείσῃ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐκ παντὸς γένους συναγαγούσῃ· 48 ἣν, ὅτε ἐπληρώθη, ἀναβιβάσαντες αὐτὴν ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν καὶ καθίσαντες συνέλεξαν τὰ καλὰ εἰς ἀγγεῖα, τὰ δὲ σαπρὰ ἔξω ἔβαλον. 49 οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος. ἐξελεύσονται οἱ ἄγγελοι καὶ ἀφοριοῦσι τοὺς πονηροὺς ἐκ μέσου τῶν δικαίων 50 καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 51 Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Συνήκατε ταῦτα πάντα; λέγουσιν αὐτῷ, Ναί Κύριε. 52 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τοῦτο πᾶς γραμματεὺς μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ ὅστις ἐκβάλλει ἐκ τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιά. 53 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τὰς παραβολὰς ταύτας, μετῆρεν ἐκεῖθεν. 54 καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν πατρίδα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν, ὥστε ἐκπλήττεσθαι αὐτοὺς καὶ λέγειν· Πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη καὶ αἱ δυνάμεις;

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΓ´ 44 - 54


44 Πάλιν ἡ πολύτιμος διδασκαλία καὶ τὰ ἀνεκτίμητα ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ὁμοιάζουν πρὸς θησαυρὸν κρυμμένον καὶ χωμένον εἰς τὸ χωράφι, τὸν ὁποῖον, σὰν ηὗρε κάποιος ἄνθρωπος, τὸν ἔκρυψεν εἰς τὸ αὐτὸ χωράφι καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλην του χαρὰν πηγαίνει καὶ πωλεῖ ὅλα ὅσα ἔχει καὶ ἀγοράζει τὸ χωράφι ἐκεῖνο.Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐξετίμησε τὸν πλοῦτον τῆς θείας διδασκαλίας καὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς ἐπουρανίου βασιλείας.Ἀπαρνεῖται καὶ περιφρονεῖ καὶ πετᾷ ὅλα τὰ ἐπίγεια διὰ νὰ κατακτήσῃ τὰ ἐπουράνια. 45 Πάλιν εἶναι ὁμοία ἡ ἀνυπολόγιστος ἀξία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πρὸς ἄνθρωπον ἔμπορον, ποὺ ζητεῖ νὰ ἀγοράσῃ καλὰ καὶ πολύτιμα μαργαριτάρια. 46 Αὐτὸς ὅταν ηὗρεν ἔνα σπάνιον καὶ μεγάλης ἀξίας μαργαριτάρι, ἔτρεξε καὶ ἐπώλησεν ὅλα ὅσα εἶχε καὶ τὸ ἠγόρασε.Ἔτσι καὶ ὁ καλὸς καὶ ἀφωσιωμένος Χριστιανός.Σὰν καλὸς ἔμπορος θυσιάζει μὲ προθυμίαν τὴν ματαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς, διὰ νὰ κατακτήσῃ τὴν αἰωνιότητα τῆς μελλούσης βασιλείας. 47 Πάλιν εἶναι ὁμοία ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρὸς δίκτυον, τὸ ὁποῖον ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τὸ ὁποῖον ἐμάζευσεν ἀπὸ κάθε γένος ψαριῶν.(Ἔτσι καὶ μὲ τὸ δίκτυον τοῦ θείου κηρύγματος ἑλκύονται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πάσης προαιρέσεως καὶ προελεύσεως ἄνθρωποι). 48 Τὸ δίκτυον αὐτό, ὅταν ἐγέμισε, τὸ ἔσυραν καὶ τὸ ἀνέβασαν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς θαλάσσης εἰς τὴν ἀμμουδιὰν τῆς παραλίας καὶ ἀφοῦ ἐκάθισαν, ἐμάζευσαν τὰ καλὰ ψάρια μέσα εἰς ἀγγεῖα, τὰ δὲ ἀκατάλληλα καὶ ἐπιβλαβῆ διὰ φαγητὸν τὰ ἐπέταξαν ἔξω. 49 Ἔτσι θὰ γίνῃ καὶ εἰς τὴν συντέλειαν τοῦ κόσμου.Θὰ βγοῦν οἱ ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ θὰ χωρίσουν τοὺς πονηροὺς καὶ θὰ τοὺς πάρουν ἀπὸ τὸ μέσον τῶν δικαίων, μὲ τοὺς ὁποίους τώρα εἶναι ἀνακατεμένοι. 50 Καὶ θὰ τοὺς ρίψουν εἰς τὸ ἀναμμένο καμίνι τῆς αἰωνίου κολάσεως.Ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ κλαυθμὸς καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. 51 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Τὰ ἐκαταλάβατε ὅλα αὐτά; Λέγουν εἰς αὐτόν· Ναί, Κύριε. 52 Ὁ δὲ Κύριος τοὺς εἶπε· Καλὰ λοιπόν.Ἀφοῦ ἐνοιώσατε τὰς παραβολὰς αὐτάς, σᾶς λέγω, ὅτι κάθε ἐντριβὴς εἰς τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, ποὺ ἐδιδάχθη συγχρόνως καὶ τὰς ἀληθείας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὁμοιάζει πρὸς ἄνθρωπον νοικοκύρην, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ θησαυροφυλάκιόν του βγάζει καινούργια καὶ παλαιά.Ἔτσι καὶ αὐτός, ὅταν θὰ διδάσκῃ, θὰ χρησιμοποιῇ κατὰ τὰς παρουσιαζομένας ἀνάγκας γνώσεις ἀπὸ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ ἀπὸ τὴν νέαν διδασκαλίαν μου. 53 Καὶ συνέβη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε τὰς παραβολὰς αὐτὰς ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ. 54 Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα τοῦ Ναζαρέτ, ἐδίδασκε τοὺς κατοίκους της εἰς τὴν συναγωγήν των μὲ τόσην σοφίαν καὶ δύναμιν, ὥστε νὰ ἐκπλήττωνται αὐτοὶ καὶ νὰ λέγουν· Ἀπὸ ποῦ ἦλθεν εἰς τοῦτον αὐτὴ ἡ σοφία καὶ τὰ θαύματα;

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΓ´ 44 - 54


44 Παλιν ομοιάζει η Βασιλεία των ουρανών με ανεκτίμητον θησαυρόν, κρυμμένον εις ένα χωράφι, τον οποίον ευρήκε κάποιος άνθρωπος και τον απέκρυψε εις αυτό το χωράφι, και από την μεγάλην χαράν του πηγαίνει και πωλεί όλα όσα έχει και αγοράζει εκείνον τον αγρόν. (Αξίζει να απαρνηθή κανείς όλα τα υλικά αγαθά δια να κερδήση τους θησαυρούς της βασιλείας των ουρανών). 45 Είναι πάλιν ομοία η βασιλεία των ουρανών με έμπορον, ο όποιος ζητεί να αγοράση πολύτιμα μαργαριτάρια. 46 Αυτός, όταν εύρηκε ένα μαργαριτάρι μεγάλης αξίας, επήγε αμέσως και επώλησε όλα όσα είχε και το αγόρασε. (Ετσι και ο πιστός, σαν καλός έμπορος που ξέρει το συμφέρον του, θυσιάζει με προθυμίαν τα υλικά αγαθά της παρούσης ζωής, δια να κερδήση την βασιλείαν του Θεού). 47 Παλιν η βασιλεία του Θεού είναι ομοία με δίκτυον, που ερίφθηκε εις την θάλασσαν και περιέκλεισε ψάρια από κάθε είδος. 48 Οταν δε εγέμισε, το ανέβασαν οι ψαράδες από το βάθος εις την παραλίαν και αφού εκάθισαν, εμάζευσαν τα καλά ψάρια εις αγγεία, τα δε ακατάλληλα και επιβλαβή δια φάγητον τα επέταξαν έξω. 49 Ετσι θα γίνη και εις την συντέλειαν του αιώνος· θα εξέλθουν οι άγγελοι από τον ουρανόν, δια να συγκεντρώσουν όλους τους ανθρώπους. Και θα ξεχωρίσουν τους πονηρούς, οι οποίοι τώρα είναι ανακατεμένοι με τους δικαίους. 50 Και θα τους ρίψουν εις την κάμινον του ασβέστου πυρός, δηλαδή εις την αιωνίαν κόλασιν· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των οδόντων”. 51 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “τα ενοήσατε όλα αυτά;” Εκείνοι του λέγουν· “ναι, Κυριε”. 52 Ο δε Κυριος τους είπε· “δια τούτο και εγώ σας λέγω· Καθένας που εδιδάχθη και έμαθε τας αληθείας της βασιλείας των ουρανών, είναι όμοιος με πλούσιον νοικοκύρην, ο όποιος βγάζει από τους θησαυρούς αυτού καινούργια και παλαιά. (Ετσι και αυτός θα χρησιμοποιή, δια τον ευατόν του και τους άλλους, πολυτίμους γνώσεις από την Παλαιάν Διαθήκην και από τους θησαυρούς της νέας αυτής διδασκαλίας μου)”. 53 Και όταν ετελείωσεν ο Ιησούς την διδασκαλίαν αυτών των παραβολών, έφυγεν από εκεί. 54 Και αφού ήλθεν εις την πατρίδα του, εδίδασκε τους Ναζαρηνούς εις την συναγωγήν των με τόσην σοφίαν, ώστε να εκπλήσσωνται αυτοί και να λέγουν· “από που υπάρχει εις αυτόν αυτή η σοφία και αυτά τα θαύματα;

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα