❌
Τετάρτη, 01 Οκτωβρίου 2025

Άγιος Ανανίας ο Απόστολος, Όσιος Ρωμανός ο Μελωδός, Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ, Όσιος Ιωάννης ο ψάλτης ο καλούμενος Κουκουζέλης, Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γοργοεπηκόου
Ἀνανίου ἀποστόλου, Ῥωμανοῦ τοῦ μελῳδοῦ (ϛ΄ αἰ.). Ἰωάννου ὁσίου τοῦ Κουκουζέλους. Τῆς τιμίας σκέπης τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Θ´ 10 - 18


10 Ἦν δέ τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι Ἁνανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· Ἁνανία. ὁ δὲ εἶπεν· Ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε. 11 ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· Ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ Ἰούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται, 12 καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι Ἁνανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ. 13 ἀπεκρίθη δὲ Ἁνανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν Ἱερουσαλήμ· 14 καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου. 15 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· Πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ· 16 ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν. 17 Ἀπῆλθε δὲ Ἁνανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, Ἰησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος ἁγίου. 18 καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Θ´ 10 - 18


10 Ὑπῆρχε δὲ εἰς τὴν Δαμασκὸν κάποιος μαθητής, ποὺ ἐλέγετο Ἀνανίας. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος δι’ ὁράματος: Ἀνανία. Αὐτὸς δὲ εἶπεν· Ἰδού, εἶμαι ἐδῶ, Κύριε, ἕτοιμος νὰ ἐκτελέσω τὰς διαταγάς σου. 11 Ὁ Κύριος δὲ εἶπε τότε πρὸς αὐτόν· Σήκω καὶ πήγαινε εἰς τὴν στενωπόν, ποὺ λέγεται Εὐθεῖα καὶ ζήτησε εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ἰούδα κάποιον, ποὺ ὀνομάζεται Σαῦλος, καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴν Ταρσόν. Αἱ διαθέσεις τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἶναι εὐλαβεῖς, διότι ἰδοὺ κατὰ τὴν στιγμὴν αὐτὴν προσεύχεται. 12 Καὶ εἶδεν εἰς ὅραμα, ποὺ τοῦ παρουσίασα ἐγώ, ἄνθρωπον ὀνομαζόμενον Ἀνανίαν, ὁ ὁποῖος ἐμβῆκεν εἰς τὸ δωμάτιόν του καὶ ἔθεσεν ἐπ’ αὐτοῦ τὴν χεῖρα διὰ να τὸν θεραπεύσῃ ἀπὸ τὴν τύφλωσιν καὶ δυνηθῇ οὕτω να ξαναϊδῇ. 13 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἀνανίας· Κύριε, ἔχω ἀκούσει ἀπὸ πολλοὺς διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, πόσα κακὰ ἔκαμεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τοὺς ἁγιασμένους ἀπὸ τὴν χάριν σου καὶ ἀφιερωμένους εἰς σὲ πιστούς. 14 Καὶ ἐδῶ ποὺ ἦλθεν, ἔχει ἐξουσίαν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ δέσῃ ὅλους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται εὐλαβῶς καὶ μετὰ πίστεως τὸ ὄνομά σου. 15 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· Πήγαινε χωρὶς κανένα φόβον ἢ δισταγμόν, διότι οὗτος εἶναι ὅργανόν μου ἐκλεκτόν. Τὸν ἐξέλεξα δὲ ἐγώ, διὰ νὰ βαστάσῃ καὶ διαδώσῃ τὸ περὶ τοῦ ὀνόματός μου καὶ τοῦ εὐαγγελίου μου κήρυγμα, μεταφέρων τοῦτο διὰ τῶν περιοδειῶν του ἐνώπιον ἐθνικῶν καὶ βασιλέων καὶ τῶν σημερινῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ. 16 Πήγαινε σὺ πρὸς συνάντησίν του μὲ τὴν πεποίθησιν, ὅτι δὲν θὰ συναντήσῃς ἄρνησιν ἢ ἀπροθυμίαν εἰς αὐτόν. Διότι ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ μεταστρέψω τὸν Σαῦλον καὶ θὰ τοῦ δείξω, τί ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς πρέπει νὰ πάθῃ διὰ τὸ ὄνομά μου αὐτός, ποὺ ἕως χθὲς μὲ κατεδίωκεν. 17 Ἐπῆγε δὲ ὁ Ἀνανίας καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι, ὅπου ἔμενεν ὁ Σαῦλος καὶ ἀφοῦ ἔθεσεν ἐπ’ αὐτοῦ τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, μὲ ἔστειλεν ὁ Κύριος, ποὺ σοῦ ἐνεφανίσθη εἰς τὸν δρόμον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐβάδιζες διὰ νὰ ἔλθῃς ἐδῶ. Καὶ μὲ ἔστειλε διὰ νὰ ἀποκτήσῃς πάλιν τὸ φῶς σου καὶ διὰ νὰ γεμίσῃ τὸ ἐσωτερικόν σου μὲ Πνεῦμα Ἅγιον. 18 Καὶ ἀμέσως ἔπεσαν ἀπὸ τὰ μάτια του σὰν λέπια καὶ ξαναεῖδε καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ἐβαπτίσθη. Καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα ἔλαβε τροφὴν καὶ ἐδυνάμωσεν ἀπὸ τὴν ἑξάντλησιν, ποὺ τοῦ εἶχε φέρει ὁ βαθὺς κλονισμός, τὸν ὁποῖον ἠσθάνθη ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ Κυρίου, καὶ ἡ νηστεία τῶν τριῶν ἡμερῶν, κατὰ τὰς ὁποίας οὔτε ἔφαγεν οὔτε ἔπιε τίποτε.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Θ´ 10 - 18


10 Υπήρχε δε εις την Δαμασκόν ένας μαθητής, ονόματι Ανανίας, και με όραμα είπε προς αυτόν ο Κυριος· “Ανανία”. Εκείνος δε είπε· “ιδού, εδώ είμαι, Κυριε”. 11 Ο δε Κυριος είπε τότε προς αυτόν· “σήκω και πήγαινε εις την οδόν, που λέγεται ευθεία, και ζήτησε στο σπίτι του Ιούδα κάποιον, που ονομάζεται Σαύλος και κατάγεται από την Ταρσόν. Διότι, ιδού, κατά την ώραν αυτήν προσεύχεται και ζητεί την βοήθειάν μου. 12 Είδε και αυτός εις όραμα ένα άνθρωπον, ονόματι Ανανίαν, ο οποίος εισήλθε στο σπίτι και έθεσε επάνω εις αυτόν το χέρι, δια να τον θεραπεύση από την τύφλωσιν και ξαναϊδή έτσι το φως”. 13 Απήντησε δε ο Ανανίας· “Κυριε, έχω ακούσει από πολλούς δια τον άνθρωπον αυτόν, δια τα τόσα και τόσα κακά, που έκαμε στους αγίους οπαδούς σου, οι οποίοι μενουν εις την Ιερουσαλήμ 14 Και εδώ εις την Δαμασκόν έχει εξουσίαν από τους αρχιερείς να δέση όλους, όσοι επικαλούνται το όνομά σου”. 15 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πήγαινε και μη φοβείσαι. Διότι αυτός είναι όργανον της ιδικής μου εκλογής, δια να βαστάση και κηρύξη το όνομά μου εμπρός εις εθνικούς και εις βασιλείς και στους απογόνους του Ισραήλ. 16 Διότι εγώ ο ίδιος θα του δείξω από τώρα, όσα πρέπει να πάθη δια το όνομά μου” 17 Επήγε πράγματι ο Ανανίας· εισήλθε εις την οικίαν και αφού έθεσε επάνω εις αυτόν τα χέρια του, είπε· “Σαούλ, αδελφέ, ο Κυριος Ιησούς, ο οποίος σου παρουσιάσθηκε στον δρόμον, που ήρχεσο· με έστειλε, να αποκτήσης και πάλιν το φως και να γεμίσης από Αγιον Πνεύμα”. 18 Και αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, απέκτησε το φως του, εσηκώθηκε και εβαπτίσθηκε αμέσως. Και κατόπιν έφαγε τροφήν και απέκτησεν πάλιν τας δυνάμστου, τας σωματικάς και τας πνευματικάς.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 33 - 39


33 Οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· Διατί οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου νηστεύουσι πυκνὰ καὶ δεήσεις ποιοῦνται, ὁμοίως καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων, οἱ δὲ σοὶ ἐσθίουσι καὶ πίνουσιν; 34 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· Μὴ δύνασθε τοὺς υἱοὺς τοῦ νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ’ αὐτῶν ἐστι, ποιῆσαι νηστεῦειν; 35 ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, καὶ ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. 36 Ἔλεγε δὲ καὶ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς ὅτι Οὐδεὶς ἐπίβλημα ἱματίου καινοῦ ἐπιβάλλει ἐπὶ ἱμάτιον παλαιόν· εἰ δὲ μήγε, καὶ τὸ καινὸν σχίσει καὶ τῷ παλαιῷ οὐ συμφωνεῖ τὸ ἐπίβλημα τὸ ἀπὸ τοῦ καινοῦ. 37 καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, ῥήξει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ αὐτὸς ἐκχυθήσεται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται· 38 ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται. 39 καὶ οὐδεὶς πιὼν παλαιὸν εὐθέως θέλει νέον· λέγει γάρ· ὁ παλαιὸς χρηστότερός ἐστιν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 33 - 39


33 Αὐτοὶ δέ, ἀφοῦ μὲ τὴν ἀπάντησιν αὐτὴν ἀπεστομώθησαν, ἔστρεψαν τὴν συζήτησιν εἰς ἄλλο ζήτημα καὶ τοῦ εἶπαν· Διατὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου νηστεύουν συχνὰ καὶ κάνουν προσευχάς, καὶ οἱ μαθηταὶ τῶν Φαρισαίων κάνουν τὸ ἴδιο, οἱ δικοί σου δὲ μαθηταὶ τρώγουν καὶ πίνουν; 34 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Μήπως ἠμπορεῖτε εἰς τοὺς προσκαλεσμένους εἰς γάμον φίλους τοῦ γαμβροῦ, ἐφ’ ὅσον χρόνον ὁ γαμβρὸς εἶναι μαζί των καὶ ἐορτάζουν τὴν χαρὰν τοῦ γάμου του, νὰ τοὺς ἐπιβάλετε νὰ νηστεύουν; Ἔτσι καὶ οἱ μαθηταί μου. Ἐφ’ ὅσον ἐγὼ ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας εἶμαι μαζί των, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πενθοῦν καὶ νὰ νηστεύουν. 35 Θὰ ἔλθουν ὅμως ἡμέραι καὶ τότε, ὅταν θὰ πάρουν ἀπὸ αὐτοὺς τὸν Νυμφίον, θὰ νηστεύσουν καὶ θὰ πενθήσουν καὶ θὰ κακοπαθήσουν κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας. 36 Τοὺς ἔλεγε δὲ καὶ ἓν ἀλληγορικὸν παράδειγμα, διὰ νὰ τοὺς ἐξηγήσῃ μὲ αὐτὸ καὶ νὰ τοὺς παραστήσῃ ζωηρότερον τὴν ἀλήθειαν αὐτήν. Τοὺς ἔλεγε δηλαδή, ὅτι κανεὶς δὲν βάζει εἰς παλαιὸν ροῦχον ἐμβάλωμα ἀπὸ ροῦχον καινούργιον· εἰ δ’ ἄλλως καὶ τὸ καινούργιον ροῦχον θὰ τὸ σχίσῃ ἀνωφελῶς καὶ θὰ τὸ ἀχρηστεύσῃ, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ παλαιὸν ροῦχον δὲν ταιριάζει τὸ ἐμβάλωμα, ποὺ ἐκόπη ἀπὸ τὸ καινούργιον ὕφασμα. Ἔτσι καὶ ἡ νέα μου διδασκαλία δὲν εἶναι ὠφέλιμον νὰ προσκολληθῇ εἰς ἐξωτερικοὺς τύπους, ποὺ ἐπάληωσαν. Διότι καὶ αὐτὴ θὰ ἀχρηστευθῇ, ἀλλὰ καὶ ἀταίριαστον μίγμα θὰ προέλθῃ. 37 Καὶ κανένας δὲν βάζει μοῦστον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς, ποὺ δὲν ἀντέχουν εἰς τὴν βράσιν τοῦ μούστου. Ἐὰν ὅμως γελασθῇ καὶ κάμῃ κάτι τέτοιο, τότε ὁ μοῦστος θὰ σπάσῃ τοὺς ἀσκούς, καὶ ἔτσι καὶ αὐτὸς θὰ χυθῇ ἔξω καὶ οἱ ἀσκοῖ θὰ χαθοῦν. 38 Ἀλλὰ πρέπει νὰ βάζουν τὸν μοῦστον εἰς ἀσκοὺς καινούργιους καὶ τότε καὶ ὁ μοῦστος καὶ οἱ ἀσκοὶ διατηροῦνται. Ἔτσι καὶ τώρα οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ μαθηταί των εἶναι ἀσκοὶ παλαιοί, ποὺ δὲν ἠμποροῦν νὰ βαστάσουν τὴν νέαν διδασκαλίαν μου, τὴν ὁποίαν θὰ παραλάβουν οἱ μαθηταί μου, ποὺ ὁμοιάζουν μὲ νέους ἀσκούς. 39 Καὶ ὅταν κανεὶς πίῃ παλαιὸν οἶνον, δὲν θέλει ἀμέσως νὰ πίῃ νέον. Διότι λέγει· ὁ παλαιὸς οἶνος εἶναι καλύτερος. Ἔτσι καὶ ὁ συνηθισμένος εἰς τὴν παλαιότητα τοῦ νόμου δὲν ἀρέσκεται εἰς τὸ νέον πνεῦμα καὶ εἰς τὴν νέαν λατρείαν τοῦ εὐαγγελίου, διότι νομίζει, ὅτι αἱ τελεταὶ τῆς παλαιᾶς λατρείας εἶναι καλύτεροι. Βαθμηδὸν καὶ κατ’ ὀλίγον θὰ συνηθίσῃ οὗτος τὸ νέον πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 33 - 39


33 Τοτε εκείνοι απηύθηναν άλλην ερώτησιν εις αυτόν· “διατί οι μαθηταί του Ιωάννου νηστεύουν συχνά και προσεύχονται, όπως επίσης και οι μαθηταί των Φαρισαίων, οι δε ιδικοί σου μαθηταί και τρώγουν και πίνουν;” 34 Αυτός δε τους είπε· “μήπως ημπορείτε να επιβάλετε νηστείαν στους φίλους του νυμφίου, τους προσκεκλημένους στον γάμον, καθ' ον χρόνον ο νυμφίος είναι μαζή των; (Εις την χαράν δεν νηστεύουν οι άνθρωποι. Εφ' όσον δε εγώ ο νυμφίος της Εκκλησίας είμαι τώρα μαζή με τους μαθητάς μου δεν είναι νοητόν να πενθούν και να νηστεύουν). 35 Θα έλθουν όμως ημέραι, όταν θα αποσπάσουν βιαίως εκ μέσου αυτών τον νυμφίον και τότε κατά τας ημέρας εκείνας θα νηστεύσουν και θα πενθήσουν”. (Εννοούσε την σταύρωσίν του, η οποία θα εγέμιζε από βαρύ πένθος και ισχυράν θλίψιν τους μαθητάς όπως και τας άλλας θλίψεις, τας οποίας κατόπιν θα εδοκίμαζαν αυτοί). 36 Ελεγε δε προς αυτούς και μίαν παραβολήν, ότι “κανείς δεν βάζει μπάλωμα καινούργιο εις ρούχο παλαιόν, εάν όμως και κάμη κάτι τέτοιο και το καινούργιο ύφασμα θα το σχίση ανωφελώς, δια να βγάλη το μπάλωμα, αλλά και προς το παλαιόν ένδυμα δεν θα ταιριάζη το καινούργιο μπάλωμα. 37 Και κανένας δεν βάζει μούστον εις παλαιούς ασκούς. Εάν όμως και το κάμη, τότε ο μούστος επάνω εις την βράσιν του θα σπάση τους ασκούς, οπότε και αυτός θα χυθή και οι ασκοί θα χαθούν. 38 Αλλά πρέπει να βάζουν τον νέον οίνον εις νέους ασκούς. (Οι Φαρισαίοι και οι μαθηταί των είναι τα φθαρμένα ενδύματα, είναι οι παλαιοί ασκοί, έχουν παλαιάν νοοτροπίαν και απηρχαιωμένους τρόπους λατρείας και ζωής και δεν ημπορούν να δεχθούν την νέαν διδασκαλίαν. Οι μαθηταί μου, αγνοί, νέοι άνθρωποι, θα την δεχθούν ευχαρίστως). 39 Και κανείς, αφού πίη παλαιόν οίνον, δεν θέλει αμέσως τον νέον. Διότι λέγει· ο παλαιός είναι καλύτερος. (Ετσι και οι συνιθισμένοι στους απηρχαιωμένους τύπους του παλαιού Νομου, δεν ημπορούν να ευχαριστηθούν στο νέον πνεύμα της ιδικής μου διδασκαλίας)”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα