❌
Πέμπτη, 18 Σεπτεμβρίου 2025

Όσιος Ευμένιος ο θαυματουργός, επίσκοπος Γορτύνης, Αγία Αριάδνη, Όσιος Ρωμύλος της Ραβάνιτσας
Εὐμενίου ἐπισκόπου Γορτύνης Κρήτης (ζ΄ αἰ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 23 - 29


23 Πρὸ δὲ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκλεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. 24 ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· 25 ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. 26 πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· 27 ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. 28 οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 29 εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 1 - 5


1 Λέγω δέ, ἐφ’ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, 2 ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. 3 οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· 4 ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, 5 ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 23 - 29


23 Προτοῦ δὲ νὰ ἔλθῃ ἡ νέα αὐτὴ κατάστασις, εἰς τὴν ὁποίαν ἰσχύει πλέον ἡ πίστις, ἐφυλαττόμεθα ἀπὸ τὸν νόμον κλεισμένοι καλὰ σὰν εἰς κάποιον φρούριον διὰ νὰ καταφύγωμεν εἰς τὴν πίστιν, ἡ ὁποία ἔμελλεν ἐν καιρῷ νὰ ἀποκαλυφθῇ. 24 Ὥστε ὁ μωσαϊκὸς νόμος ἔγινε παιδαγωγός μας, ὁ ὁποῖος μᾶς προπαρεσκεύαζεν εἰς τὸ νὰ ποθήσωμεν καὶ γνωρίσωμεν τὸν Χριστόν, διὰ νὰ λάβωμεν τὴν δικαίωσιν ἐκ τῆς πρὸς αὐτὸν πίστεως. 25 Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ νέα κατάστασις, εἰς τὴν ὁποίαν ἰσχύει ἡ πίστις, δὲν εἴμεθα πλέον κάτω ἀπὸ τὴν παιδαγωγίαν τοῦ νόμου. 26 Διότι ὅλοι διὰ μέσου τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγίνατε καὶ εἶσθε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ ἐνήλικες, ὥριμοι καὶ χειραφετημένοι. 27 Εἶσθε δὲ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, διότι ὅσοι ἐβαπτίσθητε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πιστεύοντες εἰς αὐτὸν ὡς σωτῆρα, ἐνεδύθητε τὸν Χριστὸν καὶ ἠνώθητε μετ’ αὐτοῦ. 28 Δὲν ὑπάρχουν πλέον διαφοραὶ ἐθνικότητος καὶ κοινωνικῆς τάξεως καὶ φύλου. Δὲν ὑπάρχει πλέον διαφορὰ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνος, δὲν ὑπάρχει διάκρισις δούλου καὶ ἐλευθέρου· δὲν ὑπάρχει ἄρσεν καὶ θῆλυ. Διότι ὅλοι σεῖς ἐγίνατε εἷς νέος ἄνθρωπος διὰ τῆς ἑνώσεώς σας μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 29 Ἐὰν δὲ σεῖς, οἱ ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοί, ἀνήκετε εἰς τὸν Χριστόν, ἄρα διὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ εὐλογημένος ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, εἶσθε καὶ σεῖς ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελίαν εἶσθε κληρονόμοι τῆς εὐλογίας.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 1 - 5


1 Καὶ διὰ νὰ σᾶς διασαφήσω τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, χρησιμοποιῶ ἄλλο ἓν παράδειγμα. Λέγω δὲ τοῦτο: Ἐφ’ ὅσον χρόνον κάθε κληρονόμος εἶναι ἀνήλικος, δὲν διαφέρει εἰς τίποτε ἀπὸ δοῦλον, καίτοι εἶναι κύριος ὅλης τῆς πατρικῆς περιουσίας, τὴν ὁποίαν ἐκληρονόμησε. 2 Καὶ δὲν διαφέρει ἀπὸ δοῦλον, διότι εἶναι μὲν κύριος τῆς πατρικῆς κληρονομίας, ἀλλ’ εἶναι κάτω ἀπὸ ἐπιτρόπους, ποὺ τὸν κηδεμονεύουν, καὶ κάτω ἀπὸ οἰκονόμους ποὺ θὰ διαχειρίζωνται τὴν πατρικὴν περιουσίαν, μέχρι τοῦ χρόνου, τὸν ὁποῖον ὥρισεν ὁ διαθέτης πατήρ. 3 Ἔτσι καὶ ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, ὅταν ἤμεθα εἰς νηπιώδη πνευματικὴν κατάστασιν, ἤμεθα δουλωμένοι κάτω ἀπὸ τὴν στοιχειώδη καὶ ἀνεπαρκῆ θρησκευτικὴν γνῶσιν, ποὺ ἔχει ὁ κόσμος τῶν ἀτελῶν καὶ παχυλῶν ἀνθρώπων. 4 Ὅταν ὅμως συνεπληρώθη ὁ χρόνος, ποὺ εἶχεν ὁρίσει ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν του εἰς τὸν κόσμον, ὁ ὁποῖος ἔγινεν ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα, καὶ συνεμορφώθη πρὸς τὸν μωσαϊκὸν νόμον, 5 διὰ νὰ ἑξαγοράσῃ ἐκείνους, ποὺ ἦσαν ὑπὸ τὴν κατάραν τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, διὰ νὰ λάβωμεν τὴν υἱοθεσίαν, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς εἶχεν ὑποσχεθῆ.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Γ´ 23 - 29


23 Πριν δε να έλθη η δια της πίστεως λύτρωσις και σωτηρία, όλοι εφρουρούμεθα από τον Νομον, κλεισμένοι και περιμανδρωμένοι, προοριζόμενοι δια την πίστιν, που έμελλε εν καιρώ να αποκαλυφθή. 24 Ωστε ο Νομος έγινε παιδαγωγός μας, ο οποίος μας εξεπαίδευε και μας προπαρασκευάζε να ποθήσωμεν και γνωρίσωμεν τον Χριστόν, ώστε να πάρωμεν την δικαίωσιν από την πίστιν. 25 Από τότε δε που ήλθεν αυτή η πίστις, που ήλθε δηλαδή ο Χριστός, ο οποίος δια της πίστεως εις αυτόν μας δίδει την δικαίωσιν, δεν είμεθα πλέον κάτω από τον παιδαγωγόν, δηλαδή κάτω από τον Νομον. 26 Διότι όλοι είσθε υιοί του Θεού δια της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, 27 επειδή όσοι έχετε βαπτισθή στο όνομα του Χριστού και ομολογείτε έτσι αυτόν Σωτήρα, εφορέσατε τον Χριστόν και ενωθήκατε με αυτόν. 28 Δι' αυτό και εις την νέαν κατάστασιν, εις την βασιλείαν του Χριστού, δεν υπάρχουν διαφραί εθνικότητος, τάξεως και φύλου. Δεν υπάρχει Ιουδαίος ούτε Ελλην, δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει άρσεν και θύλυ, διότι όλοι σεις είσθε ένας νέος άνθρωπος και νέος οργανισμός, δια μέσου του Ιησού Χριστού. 29 Εάν δε σεις οι εθνικοί, που επιστεύσατε, ανήκετε στον Χριστόν, άρα είσθε πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ και σύμφωνα με την υπόσχεσιν, που ο Θεός έδωσεν εις αυτόν, κληρονόμοι των ευλογιών.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 1 - 5


1 Σας λέγω δε και τούτο· ότι όσον χρόνον ο κληρονόμος είναι νήπιος και ανήλικος, δεν διαφέρει τίποτε από τον δούλον, καίτοι είναι κύριος όλης της κληρονομίας. 2 Αλλ' ευρίσκεται πάντοτε κάτω από την κηδεμονίαν και την εξουσίαν των επιτρόπων, που τον εκπροσωπούν, και κάτω από τους οικονόμους, που διαχειρίζονται την κληρονομίαν, μέχρι της προσθεμίας, που έχει ορίσει με την διαθήκην του ο πατήρ. 3 Ετσι και ημείς οι Χριστιανοί, εφ' όσον διαρκούσε η νηπιακή μας ηλικία, από πνευματικής απόψεως, ήμεθα υποδουλωμένοι κάτω από τας στοιχειώδεις διατάξστου μωσαϊκού Νομου και των άλλων θρησκειών, που έχουν οι άνθρωποι της αγνοίας. 4 Οταν δε συνεπληρώθη ο χρόνος και ήλθεν ο κατάλληλος καιρός, που είχεν ορισθή μέσα στο θείον σχέδιον, έστειλεν ο Θεός, από τον ουρανόν εις την γην, τον Υιόν του, ο οποίος έλαβε σάρκα ανθρωπίνην δια μέσου παρθένου γυναικός και υπετάχθη θεληματικά στον μωσαϊκόν Νομον. 5 Και τούτο, δια να εξαγοράση εκείνους που ευρίσκοντο κάτω από την κατάραν του Νομου, δια να πάρωμεν όλοι την υιοθεσίαν, που μας είχεν υποσχεθή ο Θεός.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 30 - 45


30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποιήσαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 31 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ’ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον· ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ φαγεῖν εὐκαίρουν. 32 καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον ἐν πλοίῳ κατ’ ἰδίαν. 33 καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτοὺς πολλοί, καὶ πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον αὐτοὺς καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτόν. 34 Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδεν πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά. 35 Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς γενομένης προσελθόντες αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγουσιν ὅτι Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἤδη ὥρα πολλή· 36 ἀπόλυσον αὐτούς, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλῳ ἀγροὺς καὶ κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς ἄρτους· τί γὰρ φάγωσιν οὐκ ἔχουσιν. 37 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Ἀπελθόντες ἀγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων ἄρτους καὶ δῶμεν αὐτοῖς φαγεῖν; 38 ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· Πόσους ἄρτους ἔχετε; ὑπάγετε καὶ ἴδετε. καὶ γνόντες λέγουσι· Πέντε, καὶ δύο ἰχθύας. 39 καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρῷ χόρτῳ. 40 καὶ ἀνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ πεντήκοντα. 41 καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κατέκλασε τοὺς ἄρτους καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς ἵνα παραθῶσιν αὐτοῖς, καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἐμέρισε πᾶσι. 42 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, 43 καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ τῶν ἰχθύων. 44 καὶ ἦσαν οἱ φαγόντες τοὺς ἄρτους πεντακισχίλιοι ἄνδρες. 45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον·

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 30 - 45


30 Καὶ συναθροίζονται ἀπὸ τὴν περιοδείαν οἱ Ἀπόστολοι πλησίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἀνέφεραν εἰς αὐτὸν ὅλα, δηλαδὴ καὶ ὅσα ἔργα καὶ θαύματα ἔκαμαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 31 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἔλθετε ἰδιαιτέρως μόνοι σας σεῖς εἰς ἔρημον καὶ ἥσυχον τόπον καὶ ξεκουρασθῆτε ἐκεῖ ὀλίγον. Τὸ συνέστησε δὲ τοῦτο, διότι ἦσαν πολλοὶ αὐτοί, ποὺ ἤρχοντο καὶ ἔφευγαν καὶ δὲν εὐκαίρουν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του οὔτε νὰ φάγουν. 32 Καὶ ἔφυγαν μὲ τὸ πλοῖον εἰς ἔρημον τόπον μόνοι αὐτοί, χωρὶς νὰ εἶπουν τίποτε εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. 33 Καὶ ὅταν ἀνεχώρουν, τοὺς εἶδαν καὶ τοὺς ἀνεγνώρισαν πολλοί. Καὶ ἔτρεξαν μαζὶ ἐκεῖ ἀπὸ ὅλας τὰς τριγύρω πόλεις καὶ ἀφοῦ πεζοὶ διέτρεξαν τὸν γῦρον τῆς λίμνης καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην, κατέφθασαν τοὺς μαθητὰς καὶ συνηθροίσθησαν πλησίον τοῦ Ἰησοῦ. 34 Καὶ ὅταν ἐβγῆκεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ μοναχικὸν μέρος ποὺ ἦτο, εἶδε πολὺν λαὸν καὶ τοὺς συνεπάθησε πολύ, διότι ἦσαν ἐγκαταλελειμμένοι καὶ χωρὶς πνευματικὴν καθοδήγησιν, σὰν πρόβατα ποὺ δὲν ἔχουν ποιμένα. Καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ διὰ πολλῶν. 35 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε πλέον ὥρα πολλή, τὸν ἐπλησίασαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα εἶναι πλέον περασμένη. 36 Διαλυσέ τους, διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰς ἀγροτικὰς κατοικίας καὶ τὰ χωρία, ποὺ εἶναι τριγύρω, καὶ νὰ ἀγοράσουν ψωμιὰ διὰ νὰ φάγουν. Διότι δὲν ἔχουν τί νὰ φάγουν. 37 Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Δώσατέ τους σεῖς νὰ φάγουν. Καὶ αὐτοὶ τοῦ εἶπαν· Νὰ ὑπάγωμεν ἡμεῖς καὶ νὰ ἀγοράσωμεν ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων χρυσῶν δραχμῶν καὶ νὰ τοὺς δώσωμεν νὰ φάγουν; Ποὺ νὰ εὕρωμεν τὸ τόσον χρῆμα; 38 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Πόσα ψωμιὰ ἔχετε; Πηγαίνετε νὰ ἴδετε. Καὶ ἀφοῦ εἶδαν τί εἶχαν, εἶπον· Ἔχομεν πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. 39 Καὶ τοὺς διέταξε νὰ τοὺς καθίσουν ὅλους ἐπάνω εἰς τὸ χλωρὸν χορτάρι παρέας παρέας. 40 Καὶ ἑξαπλώθησαν ὁμάδες κανονικαί, αἱ ὁποῖαι ἐπάνω εἰς τὴν πρασινάδα ὠμοίαζαν πρὸς φυτευμένα τετράγωνα κήπων. Καὶ ἦσαν ὁμάδες ἀπὸ ἑκατὸν καὶ ἀπὸ πεντήκοντα ἀνθρώπους ἡ κάθε μία. 41 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια, ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εὐχαρίστησε καὶ ἐπεκαλέσθη τὸν Θεὸν καὶ ἐτεμάχισε τὰ ψωμιὰ καὶ ἔδιδεν εἰς τοὺς μαθητάς του νὰ τὰ βάλουν ἐμπρός των, καὶ τὰ δύο ψάρια τὰ ἐμοίρασεν εἰς ὅλους. 42 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν. 43 Καὶ ἐσήκωσαν κομμάτια, ποὺ ἐπερίσσευσαν, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα, καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ἐμάζευσαν περισσεύματα. 44 Καὶ αὐτοί, ποὺ ἔφαγαν τοὺς ἄρτους, ἦσαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες. 45 Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς διὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦν οἱ μαθηταὶ ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ λαοῦ, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν ἀνακηρύξῃ βασιλέα, τοὺς ἠνάγκασε νὰ ἔμβουν εἰς τὸ πλοῖον κα περάσουν προτήτερα ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, εἰς τὴν Βηθσαϊδάν, ἕως ὅτου αὐτὸς διαλύσῃ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 30 - 45


30 Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν και όσα εδίδαξαν. 31 Και είπεν εις αυτούς· εμπρός, πηγαίνετε σεις μόνοι σας ιδιαιτέρως εις ένα ερημικόν τόπον και αναπαυθήτε ολίγον. Και τούτο είπε, διότι ήσαν πολλοί αυτοί που ήρχοντο και έφευγαν,ώστε ο Κυριος με τους μαθητάς του να μη ευκαιρούν ούτε να φάγουν. 32 Και ανεχώρησαν δια θαλάσσης με το πλοίον εις μίαν ερημικήν περιοχήν ιδιαιτέρως. (Και οι εργάται του Ευαγγελίου έχουν να διακόπτουν επ' ολίγον την εργασίαν των, να αποσύρωνται εις έρημα και ήρεμα μέρη προς ανάπαυσιν, προς περισυλλογήν και ανανέωσιν δυνάμεων). 33 Αλλά τους είδαν πολλοί να αναχωρούν και επεσήμαναν τον τόπον, που επήγαν, και πεζή από όλας τας πόλεις έτρεξαν μαζή εκεί, τους επρόλαβαν και συγκεντρώθησαν πλησίον του Ιησού. 34 Και ο Ιησούς, όταν εβγήκε από το ερημικόν μέρος, είδε πολύν λαόν και τους εσπλαγχνίσθηκε, διότι ήσαν σαν πρόβατα που δεν είχαν ποιμένα και ήρχισε να αναπτύσση εις αυτούς πολλάς διδασκαλίας. 35 Και όταν πλέον είχε προχωρήσει η ώρα, προσήλθον εις αυτόν οι μαθηταί και είπαν, ότι “είναι έρημος ο τόπος και η ώρα έχει πλέον περάσει. 36 Απόλυσέ τους, για να πάνε εις τα γύρω αγροκτήματα και χωριά και να αγοράσουν ψωμιά, διότι εδώ δεν έχουν τι να φάγουν”. 37 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτούς και είπε· δώστε τους σεις να φάγουν”. Και είπαν εις αυτόν· “να πάμε να αγοράσωμε ψωμιά αξίας διακοσίων δηναρίων και να τους δώσωμεν να φάνε;” 38 Εκείνος δε τους είπε· “πόσα ψωμιά έχετε;” Πηγαίνετε και ίδετε”. Και αφού είδαν τι είχαν, είπαν· “έχομε πέντε ψωμιά και δύο ψάρια”. 39 Και παρήγγειλεν εις αυτούς να συστήσουν εις όλους να καθήσουν ομάδες-ομάδες στο χλωρό χορτάρι. 40 Και εξάπλωσαν ομάδες ομάδες σαν πρασιές, ανά εκατόν και ανά πενήντα. 41 Ο δε Κυριος, αφού επήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, ύψωσε τα βλέμματα στον ουρανόν, εδοξολόγησε τον Πατέρα και έκοψε κομμάτια τα ψωμιά και έδιδεν στους μαθητάς, δια να παραθέσουν εις τα πλήθη, και τα δύο ψάρια επίσης εμοίρασεν εις όλους. (Και επείσθησαν οι μαθηταί δια μίαν ακόμη φοράν περί της αγάπης και της δυνάμεως του Κυρίου, αλλά και περί του καθήκοντός των να εισφέρουν και αυτοί ο,τι ημπορούν). 42 Και έφαγαν όλοι και εχόρτασαν. 43 Και εμάζεψαν από τα κομμάτια που επερίσσευσαν και από τα ψάρια δώδεκα κοφίνια γεμάτα. 44 Αυτοί δε που έφαγαν ήσαν πέντε χιλιάδες άνδρες. 45 Και αμέσως ο Ιησούς (δια να προφυλάξη τους μαθητάς από τον άκριτον ενθουσιασμόν του όχλου που ήθελαν να τον κάνουν βασιλέα) τους υποχρέωσε να μπουν στο πλοίον και να περάσουν στο απέναντι μέρος εις την Βηθσαϊδά, όπου και να τον περιμένουν, έως ότου απολύση αυτός τα πλήθη.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα