❌
Πέμπτη, 11 Σεπτεμβρίου 2025

Οσία Θεοδώρα από την Αλεξάνδρεια, Άγιος Ευφρόσυνος ο μάγειρας
Θεοδώρας ὁσίας (†491). Εὐφροσύνου τοῦ μαγείρου (θ΄ αἰ.), Εὐανθίας μάρτυρος. Θεοδώρας ὁσιομάρτυρος τῆς ἐν Βάστᾳ Ἀρκαδίας.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 1 - 3


1 Παῦλος, ἀπόστολος οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι’ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ πατρὸς τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, 2 καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πάντες ἀδελφοί, ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας· 3 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 20 - 24


20 ἃ δὲ γράφω ὑμῖν, ἰδοὺ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι. 21 Ἔπειτα ἦλθον εἰς τὰ κλίματα τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. 22 ἤμην δὲ ἀγνοούμενος τῷ προσώπῳ ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Ἰουδαίας ταῖς ἐν Χριστῷ· 23 μόνον δὲ ἀκούοντες ἦσαν ὅτι ὁ διώκων ἡμᾶς ποτὲ νῦν εὐαγγελίζεται τὴν πίστιν ἥν ποτε ἐπόρθει, 24 καὶ ἐδόξαζον ἐν ἐμοὶ τὸν Θεόν.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Β´ 1 - 5


1 Ἔπειτα διὰ δεκατεσσάρων ἐτῶν πάλιν ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα μετὰ Βαρνάβα, συμπαραλαβὼν καὶ Τίτον· 2 ἀνέβην δὲ κατὰ ἀποκάλυψιν· καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ’ ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι, μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον. 3 Ἀλλ’ οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν ἐμοί, Ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι, 4 διὰ δὲ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσωνται· 5 οἷς οὐδὲ πρὸς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ, ἵνα ἡ ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου διαμείνῃ πρὸς ὑμᾶς.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 1 - 3


1 Εγὼ ὁ Παῦλος, Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος, οὔτε ἀπὸ ἀνθρώπους ἔλαβα τὸ ἀξίωμα αὐτό, οὔτε διὰ μέσου ἀνθρώπου ἐκλήθην εἰς αὐτό, ἀλλὰ κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὸν Θεὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν· 2 καὶ ὅλοι οἱ ἀδελφοί, ποὺ εἶναι μαζί μου, γράφομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν πρὸς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας. 3 Εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας χάρις καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ ἀπὸ τὸν Κύριον μας Ἰησοῦν Χριστόν,

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 20 - 24


20 Ἀπὸ αὐτά, ποὺ σᾶς γράφω, ἀποδεικνύεται, ὅτι τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα καὶ τὸ Εὐαγγέλιον δὲν τὰ ἔλαβα ἀπὸ ἄνθρωπον, οὔτε ἀπὸ ἄλλον ἀπόστολον. Εἶναι δὲ ταῦτα ἀλήθεια, καὶ ἰδοὺ βεβαιώνω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι δὲν ψεύδομαι. 21 Ἔπειτα μετὰ τὴν διαμονήν μου αὐτὴν εἰς Ἱεροσόλυμα ἦλθον εἰς τὰ μέρη τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. 22 Ἤμην δὲ ἄγνωστος προσωπικῶς εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἰουδαίας, ποὺ ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸν ἐπέστρεψαν εἰς Χριστὸν καὶ διατελοῦν ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τοῦ Χριστοῦ. 23 Μόνον δὲ ἤκουαν συνεχῶς οἱ Χριστιανοὶ τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν, ὅτι ἐκείνος, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε μᾶς κατεδίωκε, τώρα κηρύττει τὴν πίστιν, τὴν ὁποίαν ἄλλοτε προσεπάθει νὰ ἀφανίσῃ. 24 Καὶ ἐδοξολόγουν τὸν Θεὸν διὰ τὴν θαυμαστὴν αὐτὴν μεταβολήν μου.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Β´ 1 - 5


1 Κατόπιν ἀπὸ τὸ εἰς Συρίαν καὶ Κιλικίαν ταξίδιόν μου, μετὰ δεκατέσσερα ὅλα ἔτη ἀνέβην πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ ἐπῆρα μαζί μου καὶ τὸν Τίτον. 2 Ἀνέβην δὲ σύμφωνα μὲ ἀποκάλυψιν, ποὺ μοῦ ἔκαμεν ὁ Θεός. Καὶ ἀνεκοίνωσα εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τῶν Ἱεροσολύμων τὸ Εὐαγγέλιον, ποὺ κηρύττω μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν, ἰδιαιτέρως δὲ ἐξεθεσα τοῦτο εἰς τοὺς ἐπισήμους καὶ περιφανεῖς ἐκ τῶν ἀποστόλων, διὰ νὰ ἀποδειχθῇ μήπως ματαίως κοπιάζω ἢ ἐκοπίασα. 3 Ὄχι δὲ μόνον τὸ Εὐαγγέλιόν μου εὑρέθη γνήσιον, ἀλλ’ οὐδὲ ὁ Τίτος, ὁ ὁποῖος ἦτο μαζί μου, καίτοι ἦτο Ἕλλην καὶ ἀπερίτμητος, δὲν ἠναγκάσθη νὰ περιτμηθῇ. 4 Δὲν ἠναγκάσθη δὲ οὐδὲ ἠνέχθην ἐγὼ νὰ περιτμηθῇ, ἐξ αἰτίας τῶν εἰσχωρησάντων ὑπούλως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ψευδαδέλφων, οἱ ὁποῖοι ἐμβῆκαν σὰν κατάσκοποι, διὰ νὰ ἐπιβουλευθοῦν τὴν ἐλευθερίαν μας ποὺ μᾶς ἔδωκεν ἡ μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἕνωσις καὶ κοινωνία μας, καὶ διὰ νὰ μᾶς ὑποδουλώσουν εἰς τὴν ἀνυπόφορον δουλείαν τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου. 5 Εἰς αὐτοὺς τοὺς ψευδαδέλφους οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν ὑπεχωρήσαμεν καὶ δὲν ὑπετάχθημεν εἰς τὴν ἀξίωσίν τους νὰ περιτμηθῇ ὁ Τίτος. Καὶ ἐκάμαμεν ὅλην αὐτὴν τὴν ἀντίστασιν, διὰ νὰ διατηρηθῇ εἰς σᾶς ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 1 - 3


1 Εγώ ο Παύλος, Απόστολος, που δεν έλαβα το αποστολικόν αξίωμα από ανθρώπους, ούτε δια της μεσιτείας ανθρώπου, αλλά κατ' ευθείαν δια του Ιησού Χριστού και του Θεού Πατρός, ο οποίος τον ανέστησεν εκ νεκρών 2 και όλοι οι αδελφοί, που είναι μαζή μου, απευθύνομεν την επιστολήν αυτήν εις τας Εκκλησίας της Γαλατίας 3 και ευχόμεθα να είναι πάντοτε μαζή σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν και Πατέρα και από τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν,

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Α´ 20 - 24


20 Αυτά δε που σας γράφω είναι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια. Ιδού σας διαβεβαιώνω ενώπιον του Θεού, ότι δεν ψεύδομαι. (Σας τα γράφω δε, δια να πεισθήτε απολύτως, ότι τον θησαυρόν του Ευαγγελίου δεν τον παρέλαβα από κανένα άνθρωπον, ούτε από Απόστολον, αλλά κατ' ευθείαν από τον Χριστόν). 21 Επειτα δε από την δεκαπενθήμερον αυτήν παραμονήν μου εις την Ιερουσαλήμ, ήλθα εις τας περιοχάς της Συρίας και της Κιλικίας. 22 Ημουν δε άγνωστος προσωπικώς εις τας Εκκλησίας της Ιουδαίας, αι οποίαι απετελούντο από Ιουδαίους που είχαν πιστεύσει στον Χριστόν. 23 Αυτοί δε μόνον εξ ακοής επληροφορούντο, ότι εκείνος ο οποίος άλλοτε μας κατεδίωκε, κηρύττει τώρα το χαρμόσυνον μήνυμα της πίστεώς μας, την οποίαν άλλοτε κατεδίωκε και προσπαθούσε να αφανίση. 24 Και εδόξαζαν όλοι τον Θεόν δια το μεγάλο θαύμα, που επραγματοποίησε εις εμέ.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Β´ 1 - 5


1 Επειτα , αφού επέρασαν δεκατέσσαρα όλα έτη από το ταξίδι μου εις την Συρίαν και Κιλικίαν, ανέβηκα πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα με τον Βαρνάβαν, παίρνοντας μαζή μου και τον Τιτον. 2 Ανέβηκα δε σύμφωνα με ειδικήν φανέρωσιν, που μου έκαμεν ο Θεός, και εξέθεσα στους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ το Ευαγγέλιον, το οποίον κηρύττω μεταξύ των εθνικών, ιδιαιτέρως δε και λεπτομερέστερα εξέθεσα τούτο εις εκείνους, οι οποίοι εθεωρούντο και ήσαν οι επίσημοι μεταξύ των Αποστόλων. Εκαμα δε αυτάς τας ανακοινώσεις, δια να ελεγχθή, μήπως τυχόν ματαίως κοπιάζω η εκοπίσα έως τώρα. 3 Αι, λοιπόν! Οχι μόνον το Ευαγγέλιόν μου ανεγνωρίσθη από όλους ως γνήσιον, αλλ' ούτε ο Τιτος ο Ελλην και απερίτμητος, ο οποίος ήτο μαζή μου, δεν υπεχρεώθη να περιτμηθή. 4 Και τούτο, όχι μόνον διότι η περιτομή είναι εντελώς άχρηστος δι' αυτούς, που πιστεύουν στον Χριστόν, αλλά και δια να μη δοθή αφορμή νοθεύσεως της αληθείας εκ μέρους των ψευδαδέλφων, οι οποίοι υπούλως είχαν εισχωρήσει εις την Εκκλησίαν σαν κατάσκοποι, δια να κλονίσουν και καταλύσουν την ελευθερίαν μας, την οποίαν έχομεν εν Χριστώ Ιησού και δια να μας υποδουλώσουν εις την καταθλιπτικήν δουλείαν των εβραϊκών τύπων. 5 Εις τους ψευδαδέλφους αυτούς ούτε προς στιγμήν δεν υπεχωρήσαμεν να περιτμηθή ο Τιτος, δια να μείνη έτσι καθαρά και ανόθευτος η αλήθεια του Ευαγγελίου εις σας.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ´ 19 - 36


19 οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς· Θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν. 20 Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. 21 οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν. 22 ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ, καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος καὶ λέγουσι τῷ Ἰησοῦ· 23 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. 24 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει. 25 ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν. 26 ἐὰν ἐμοί διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ πατήρ. 27 Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, καὶ τί εἴπω; Πάτερ, σῶσόν με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης. ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην. 28 πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· Καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω. 29 ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον· Ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν. 30 ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Οὐ δι’ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι’ ὑμᾶς. 31 νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω· 32 κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν. 33 τοῦτο δὲ ἔλεγεν σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν. 34 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· Ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; 35 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ’ ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδεν ποῦ ὑπάγει. 36 ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ’ αὐτῶν.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ´ 19 - 36


19 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν αὐτὸν τοῦ λαοῦ εἶπαν οἱ Φαρισαῖοι μεταξύ τους· Βλέπετε, ὅτι δὲν κερδίζετε τίποτε μὲ τὸ νὰ περιμένετε καὶ νὰ ἀναβάλλετε τὴν σύλληψίν του; Ἰδοὺ τώρα, ὅτι ὅλος ὁ λαὸς μᾶς ἐγκατέλειψε καὶ ἠκολούθησεν αὐτόν. 20 Ἦσαν δὲ τότε μερικοὶ Ἕλληνες προσήλυτοι ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ συνήθως ἀνέβαινον εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ προσκυνήσουν κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα. 21 Αὐτοὶ λοιπὸν ἦλθαν πρὸς τὸν Φίλιππον, ποὺ ἦτο ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδὰ τῆς Γαληλαίας, καὶ τὸν παρεκάλουν λέγοντες· Κύριε, θέλομεν νὰ ἴδωμεν ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦν καὶ νὰ συνομιλήσωμεν μετ’ αὐτοῦ. 22 Ἐπειδὴ δὲ ὁ Φίλιππος ἐδίσταζε νὰ ἀναγγείλῃ τοῦτο εἰς τὸν Διδάσκαλον, ἦλθε καὶ ἀνεκοίνωσεν αὐτὸ εἰς τὸν συμπολίτην καὶ συμμαθητήν του Ἀνδρέαν. Καὶ πάλιν ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος λέγουν εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὅτι οἱ Ἕλληνες προσήλυτοι θέλουν νὰ τὸν ἴδουν. 23 Ὁ Ἰησοῦς δὲ ἀπεκρίθη πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπεν· Ἦλθεν ἡ ὥρα ἡ ὡρισμένη κατὰ τὸ προκαθωρισμένον σχέδιον τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ θανάτου του καὶ τῆς ἀναλήψεώς του, ὁπότε καὶ θὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς Μεσσίας καὶ ὑπὸ τῶν ἐθνικῶν. 24 Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ἐὰν τὸ μικρὸ σπυρὶ τοῦ σιταριοῦ δὲν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ δὲν σαπίσῃ μέσα εἰς τὸ χῶμα, μένει μοναχό του καὶ δὲν πολλαπλασιάζεται. Ἐὰν ὅμως διὰ τῆς σπορᾶς του εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ καὶ ταφῇ, βγάζει πολὺν καρπόν. Ἔτσι καὶ ἐγὼ ἐὰν ἀποθάνω, καθὼς ὁ Πατήρ μου ὥρισε, θὰ καρποφορήσω τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. 25 Ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾷ τὴν ζωήν του καὶ ἀποφεύγει τὸν θάνατον, τὸν ὁποῖον τοῦ ἐπιβάλλει τὸ καθῆκον, θὰ τὴν χάσῃ ἐν τῇ αἰωνίᾳ βασιλείᾳ· καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος διὰ τὸ καθῆκον περιφρονεῖ καὶ μισεῖ τὴν ζωήν του εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, θὰ διατηρήσῃ καὶ θὰ φυλάξῃ αὐτήν, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ τὴν αἰώνιον ζωὴν τοῦ μέλλοντος. 26 Ἐὰν κανεὶς μὲ ὑπηρετῇ καὶ εἶναι μαθητῆς μου, ἂς μὲ ἀκολουθῇ εἰς τὴν ὁδὸν τῆς αὐταπαρνήσεως μιμούμενος τὸ παράδειγμά μου. Καὶ ὅπου εἶμαι ἐγώ, τώρα μὲν κακοπαθῶν καὶ θυσιαζόμενος, εἰς τὸ μέλλον ὅμως δοξαζόμενος εἰς τοὺς οὐρανούς, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ὁ ἰδικός μου διάκονος. Πρέπει λοιπὸν καὶ αὐτὸς νὰ εἶναι πρόθυμος εἰς θυσίας ἐδῶ, διὰ νὰ δοξάζεται μαζί μου εἰς τὸ μέλλον. Καὶ ἐὰν κανεὶς μὲ ὑπηρετῇ, θὰ τὸν τιμήσῃ καὶ θὰ τὸν δοξάσῃ ἐν τῷ αἰωνίῳ μέλλοντι ὁ Πατήρ. 27 Τώρα, ὅταν ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μου ἐπλησίασεν, ἡ ψυχή μου ἔχει ταραχθῇ ἐκ τῆς ἀγωνίας, τὴν ὁποίαν φυσικῶς δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀντιμετωπίζῃ τὸν θάνατον. Καὶ τί νὰ εἴπω; Πάτερ μου, σῶσε μὲ καὶ ἁπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν σκληρὰν αὐτὴν ὥραν τοῦ μαρτυρικοῦ μου θανάτου. Ἀλλὰ ἔφθασα μετ’ ἐγκαρτερήσεως καὶ αὐταπαρνήσεως μέχρι τῆς ὥρας αὐτῆς, ἀκριβῶς δι’ αὐτό, διὰ νὰ ὑποστῶ τουτέστι τὸν θάνατον αὐτὸν καὶ αὐτὸ ὑπῆρξεν ὁ ὅλος σκοπὸς τῆς ζωῆς μου. Θὰ εἶπω λοιπὸν τοῦτο: 28 Πάτερ, ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν πρόκειται νὰ πάθω ἐγώ, φέρε σὺ εἰς αἴσιον πέρας τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας καὶ ἀπολυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ δόξασε οὕτω τὸ ὄνομά σου. Εἰς ἀπάντησιν λοιπὸν τῆς ἐπικλήσεως αὐτῆς τοῦ Ἰησοῦ ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἡ ὁποία ἔλεγε· Καὶ ἐδόξασα τὸ ὄνομά μου διὰ τῆς μέχρι τοῦδε ἐν μέσῳ τοῦ Ἰσραὴλ δράσεώς σου καὶ πάλιν θὰ δοξάσω αὐτὸ διὰ τοῦ ἐνδόξου παθήματος καὶ τῆς ἀναστάσεώς σου καὶ διὰ τῆς ἑξαπλώσεως τοῦ εὐαγγελίου εἰς τὰ ἔθνη. 29 Κατόπιν λοιπὸν τῆς φωνῆς αὐτῆς ὁ πολὺς λαός, ποὺ ἐστέκετο ἐκεῖ καὶ ἤκουσαν τὸν ἦχον της, χωρὶς νὰ ξεχωρίσουν καὶ τοὺς λόγους της, ἔλεγαν ὅτι ἔγινε βροντή· ἄλλοι ἔλεγαν, ὅτι ἄγγελος ὡμίλησεν εἰς αὐτόν. 30 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· Δὲν ἔγινε ἡ φωνὴ αὐτὴ δι’ ἐμέ, ὁ ὁποῖος γνωρίζω τὴν πρὸς ἐμὲ ἀγάπην τοῦ Πατρός μου, ἀλλὰ διὰ σᾶς, διὰ νὰ πληροφορηθῆτε ὅτι ἀπεστάλην ἀπὸ τὸν Θεόν. 31 Τώρα, ποὺ θὰ μὲ ἴδουν οἱ ἄνθρωποι περιφρονημένον καὶ σταυρωμένον, θὰ κριθῇ ὁ κόσμος αὐτὸς καὶ θὰ χωρισθοῦν οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Τώρα ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου, ὁ σατανᾶς, θὰ πεταχθῇ ἔξω ἀπὸ τὸ κράτος του καὶ θὰ χάσῃ τὴν ἐξουσίαν του. 32 Τουναντίον δὲ ἐγώ, ἐὰν ὑψωθῶ διὰ τοῦ σταυροῦ ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ἀναληφθῶ εἰς τοὺς οὐρανούς, θὰ ἀποσπάσω ἀπὸ τὴν δουλείαν τοῦ διαβόλου καὶ θὰ ἑλκύσω πρὸς τὸν ἑαυτόν μου ὅλους, ὄχι μόνον τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἕλληνας, ὅσοι θὰ πιστεύσουν εἰς ἐμέ. 33 Ἔλεγε δὲ τοὺς περὶ τῆς ὑψώσεώς του ἐκ τῆς γῆς λόγους τούτους ὑποδεικνύων συνεσκιασμένως μὲ ποῖον εἶδος θανάτου ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ. 34 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ· Ἡμεῖς ἔχομεν ἀκούσει ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ νόμου, ποὺ γίνεται εἰς τὰς συναγωγάς, ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα καὶ δὲν ἀποθνήσκει ποτέ. Καὶ πῶς σὺ λέγεις, ὅτι πρέπει νὰ ὑψωθῇ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ ἀποθάνῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, περὶ τοῦ ὁποίου ὁμιλεῖς; 35 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἐρωτήσεώς των αὐτῆς εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ὀλίγον χρόνον ἀκόμη ἔχετε μαζί σας ἐμέ, ὁ ὁποῖος εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἔχετε τὸ φῶς μεταξύ σας, περιπατεῖτε ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του καὶ τὸν φωτισμόν του, διὰ νὰ μὴ σᾶς κατακυριεύσῃ τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ περιπατεῖ εἰς τὸ σκότος, δὲν ξεύρει ποὺ πηγαίνει. 36 Ἕως ὅτου ἔχετε μεταξύ σας ἐμέ, ποὺ εἶμαι τὸ φῶς, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς καὶ ἀναγνωρίσατε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς, διὰ νὰ γίνετε παιδιὰ τοῦ φωτός, ὁλόκληροι φωτισμένοι ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἁγιότητος. Αὐτὰ ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀναχωρήσας ἀπὸ τὸ ἱερὸν καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα ἐκρύβη ἀπὸ αὐτούς, διὰ νὰ μὴ ἐρεθίζωνται ἀπὸ τὴν παρουσίαν του περισσότερον.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ´ 19 - 36


19 Οι Φαρισαίοι είπον τότε μεταξύ των· “βλέπετε ότι δεν ωφελείσθε τίποτε με το να αναβάλλετε την σύλληψίν του; Ιδού ότι όλος ο κόσμος τώρα επήγε κοντά του”. 20 Ησαν δε εκεί κατά τας ημέρας εκείνας μερικοί προσήλυτοι Ελληνες, οι οποίοι είχαν ανεβή εις τα Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσουν κατά την εορτήν του Πασχα. 21 Αυτοί, λοιπόν, ήλθαν στον Φιλιππον, που κατήγετο από την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον παρακαλούσαν, λέγοντες· “κύριε, θέλομεν να ίδωμεν τον Ιησούν και να ομιλήσωμεν μαζή του”. 22 Ερχεται ο Φιλιππος και λέγει τούτο στον Ανδρέαν, μαζή δε κατόπιν, δια λόγους σεβασμού, ο Ανδρέας και ο Φιλιππος λέγουν στον Ιησούν ότι οι Ελληνες θέλουν να τον ίδουν. 23 Ο δε Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “έφθασε τώρα η ωρισμένη από τον Θεόν ώρα, δια να δοξασθή με την σταύρωσιν και την ανάληψίν του ο υιός του ανθρώπου και να αναγνωρισθή ως Μεσσίας και Λυτρωτής από τους Ελληνας, οι οποίοι αυτήν την στιγμήν αντιπροσωπεύουν και όλον τον εθνικόν κόσμον. 24 Σας διαβεβαιώνω, εάν ο κόκκος του σιταριού δεν πέση στο χώμα και δεν αποθάνη, αυτός μένει μόνος. Εάν όμως σπαρή και ταφή εις την γην, τότε βλαστάνει και φέρει πολύν καρπόν. (Ετσι και εγώ θα αποθάνω επί του σταυρού, δια να φέρω με την μεγάλην αυτήν θυσίαν πολλήν καρποφορίαν). 25 Εκείνος, που την αγαπά την ζωήν του και αποφεύγει να την θυσιάση, όταν το καθήκον το επιβάλλη, αυτός θα την χάση εις την αιωνιότητα. Και εκείνος, που χάριν του καθήκοντός του δεν υπολογίζει την ζωήν του στον κόσμον αυτόν, θα την εξασφαλίση και θα απολαύση την αιώνιον ζωήν. 26 Οποιος με υπηρετεί με πίστιν, ας με ακολουθήση με αυταπάρνησιν. Και όπου είμαι εγώ, μετά την σταύρωσιν εις την αιωνίαν δόξαν, εκεί θα είναι και ο ιδικός μου διάκονος. Μαθετε δε και τούτο, ότι εκείνον που με υπηρετεί, θα τον δοξάση ο Πατήρ. 27 Τωρα που πλησιάζει η μεγάλη ώρα του σταυρικού μου θανάτου, η ψυχή μου έχει ταραχθή από την τόσον φυσικήν οδύνην ένεκα του υψίστου αυτού μαρτυρίου. Και τι να είπω; Πατερ, γλύτωσέ με από την ώραν αυτήν. Αλλά δια τούτο ακριβώς έφθασα εις την ώραν αυτήν, δια να προσφέρω την μεγάλην λυτρωτικήν θυσίαν προς σωτηρίαν του κόσμου. 28 Πατερ, με την θυσίαν και το όλον έργον μου, κάμε να δοξασθή το όνομά σου”. Ηλθε τότε φωνή από τον ουρανόν και είπε· “και εδόξασα το όνομά μου με όλην την μέχρι σήμερα αγιωτάτην ζωήν σου και δράσιν σου και πάλιν θα το δοξάσω με την λυτρωτικήν θυσίαν σου και την ένδοξον ανάστασίν σου”. 29 Ο λαός, που εστέκετο εκεί και ήκουσε την φωνήν, έλεγεν ότι έγινε βροντή. Αλλοι έλεγαν ότι άγγελος ωμίλησεν εις αυτόν. 30 Απήντησεν ο Ιησούς και είπε· “η φωνή δεν έγινε δι' εμέ, αλλά έγινε για σας, δια να βεβαιωθήτε δηλαδή ότι πράγματι με έστειλε ο Θεός. 31 Τωρα, που εγώ θα σταυρωθώ, κρίνεται ο κόσμος και θα ξεχωρίσουν οι πιστοί από τους απίστους. Τωρα ο άρχων του αμαρτωλού τούτου κόσμου θα κρημνισθή από την εξουσίαν του, θα χάση τους υπηκόους του και θα ριφθή έξω. 32 Τουναντίον όμως εγώ, εάν υψωθώ επάνω στον σταυρόν και δια του σταυρού αναληφθώ στους ουρανούς, όλους τους καλοπροαιρέτους Ιουδαίους και Ελληνας θα ελκύσω προς τον ευατόν μου”. 33 Ελεγε δε τούτο, υποδουλώνων τον σταυρικόν θάνατον, με τον οποίον επρόκειτο να πεθάνη. 34 Απήντησεν εις αυτόν ο λαός· “ημείς έχομεν πληροφορηθή από τον νόμον ότι ο Χριστός μένει αθάνατος στον αιώνα· και πως συ λέγεις ότι πρέπει να υψωθή επάνω στον σταυρόν ο υιός του ανθρώπου; Ποίος είναι αυτός ο υιός του ανθρώπου; Είναι ο Χριστός η όχι;” 35 Είπε τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “ολίγον ακόμη χρόνον έχετε μαζή σας εμέ, που είμαι το φως του κόσμου· βαδίζετε, έως ότου έχετε το φως, δια να μη σας καταλάβη το σκοτάδι. Και εκείνος, που περιπατεί μέσα στο σκοτάδι, δεν ξέρει που πηγαίνει. 36 Εως ότου έχετε μεταξύ σας το φως, πιστεύετε στο φως, δηλαδή εις εμέ, που είμαι το φως του κόσμου, δια να γίνετε και σεις παιδιά του φωτός, φωτισμένοι από την διδασκαλίαν μου”. Αυτά εδίδαξεν ο Ιησούς και εβγήκεν έξω από την Ιερουσαλήμ και εκρύβη από αυτούς, δια να μη εξερεθίζωνται περισσότερον οι εχθροί του.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα