❌
Δευτέρα, 23 Ιουνίου 2025

Αγία Αγριππίνα, Άγιοι Αριστοκλής ο πρεσβύτερος, Δημητριανός διάκονος και Αθανάσιος αναγνώστης
Ἀγριππίνης (†253-260) μάρτυρος. Ἀριστοκλέους πρεσβυτέρου, Δημητρίου διακόνου, Ἀθανασίου ἀναγνώστου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ζ´ 1 - 13


1 Ἢ ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί· γινώσκουσι γὰρ νόμον λαλῶ· ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ’ ὅσον χρόνον ζῇ; 2 ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός. 3 ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ· 4 ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς ἐθανατώθητε τῷ νόμῳ διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ γενέσθαι ὑμᾶς ἑτέρῳ, τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντι, ἵνα καρποφορήσωμεν τῷ Θεῷ. 5 ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ· 6 νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος. 7 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις· 8 ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά. 9 Ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ· ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέζησεν, 10 ἐγὼ δὲ ἀπέθανον, καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωὴν, αὕτη εἰς θάνατον· 11 ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ με καὶ δι’ αὐτῆς ἀπέκτεινεν. 12 ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή. 13 τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε θάνατος; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτία, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ’ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ζ´ 1 - 13


1 Τὴν ζωὴν δὲ αὐτὴν τὴν αἰώνιον δὲν ἡμπορεῖ πλέον οὔτε ὁ νόμος νὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέσῃ, ὅπως ἀποδεικνύεται ἐξ ὅσων θὰ εἴπωμεν. Ἐπειδὴ ὁμιλῶ πρὸς ἀνθρώπους, ποὺ γνωρίζουν τὸν νόμον, σᾶς ἐρωτῶ: Δὲν γνωρίζετε, ἀδελφοί, ὅτι ὁ νόμος ἔχει ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ’ ὅσον ζῇ ὁ ἄνθρωπος; 2 Διότι, διὰ νὰ φέρω ἀπὸ τὸν νόμον ἕνα παράδειγμα, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν ἀλήθειαν αὐτήν, ἡ ὕπανδρος γυναῖκα εἶναι δεμένη μὲ τὸν ζῶντα ἄνδρα της, σύμφωνα μὲ τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος ὁρίζει τὰ τοῦ γάμου. Ἐὰν ὅμως ἀποθάνῃ ὁ σύζυγός της, ἔχει ἀπαλλαγῇ αὐτὴ ἀπὸ τὸν νόμον, ποὺ τὴν δεσμεύει πρὸς τὸν ἄνδρά της. 3 Βγαίνει λοιπὸν ὡς συμπέρασμα, ὅτι, ἐφ’ ὅσον ζῇ ὁ σύζυγός της, θὰ γίνῃ καὶ θὰ ἀποκληθῇ μοιχαλίς, ἐὰν συνδεθῇ μὲ ἄλλον ἄνδρα. Ἐὰν ὅμως ἀποθάνῃ ὁ σύζυγός της, εἶναι ἐλευθέρα ἀπὸ τὸν νόμον νὰ ὑπανδρευθῇ πάλιν, χωρὶς νὰ εἶναι πλέον μοιχαλίς, ἐὰν γίνῃ σύζυγος ἄλλου ἀνδρός. 4 Ὥστε, ἀδελφοί μου, ὅπως ἡ γυναῖκα, ἔτσι καὶ σεῖς εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸν νόμον. Διότι ἀπεθάνατε ὡς πρὸς τὸν νόμον διὰ τῆς ἑνώσεώς σας μὲ τὴν θανατωθεῖσαν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀπεθάνατε διὰ νὰ συζευχθῆτε μὲ ἄλλον, μὲ τὸν Χριστὸν δηλαδή, ποὺ ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν, διὰ νὰ παραγάγωμεν διὰ τῆς ἑνώσεώς μας ταύτης καρποὺς ἐνάρετου ζωῆς εἰς δόξαν Θεοῦ. 5 Μόνον δὲ τώρα διὰ τοῦ νέου μας αὐτοῦ πνευματικοῦ γάμου θὰ παραγάγωμεν τοὺς καρποὺς τῆς ἐναρέτου ζωῆς. Διότι, ὅταν ἐζούσαμεν τὸν σαρκικὸν βίον, τότε τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, ποὺ ἐλάμβαναν ἀφορμὴν ἀπὸ τὰς διαφόρους ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου, εἶχαν δύναμιν καὶ δρᾶσιν εἰς τὰ μέλη τοῦ σώματός μας καὶ παρῆγον καρπούς, ποὺ ἔφερναν τὸν θάνατον. Ὀλέθριοι λοιπὸν οἱ καρποὶ τοῦ παλαιοῦ μας γάμου μὲ τὸν νόμον. 6 Τώρα ὅμως ἐλευθερώθημεν τελείως ἀπὸ τὸν νόμον, διότι ἀπεθάναμεν ὡς πρὸς τὸν νόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον κατεκρατούμεθα σὰν αἰχμάλωτοι. Ἐλευθερώθημεν δέ, ὥστε νὰ εἴμεθα δοῦλοι τοῦ Θεοῦ εἰς νέαν κατάστασιν, ποὺ μᾶς ἐδημιούργησε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ βασιλεύουσα εἰς αὐτὴν χάρις Του, καὶ νὰ μὴ δουλεύωμεν εἰς τὴν παλαιὰν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπεκράτει τὸ γράμμα τοῦ νόμου, ποὺ ἐστερεῖτο τὴν χάριν καὶ δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἐνισχύσῃ τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν του. 7 Ἀλλ’ ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὰ λεχθέντα ἐλευθερώθημεν ἐξ ἴσου ἀπὸ τὸν νόμον, ὅσον καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν; Ὁ νόμος εἶναι ἁμαρτία καὶ κάτι κακόν; Μὴ γένοιτο νὰ νομίσῃ κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ λέγομεν μόνον, ὅτι τὴν ἁμαρτίαν δὲν τὴν ἐγνώρισα παρὰ διὰ τοῦ νόμου. Διότι καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν ἐπιθυμίαν δὲν θὰ ἐγνώριζα, ἐὰν ὁ νόμος δὲν ἔλεγε μὲ τὴν δεκάτην ἐντολήν: Δὲν θὰ ἐπιθυμήσῃς. 8 Ἀφοῦ δὲ ἔλαβεν ἀφορμὴν ἀπὸ τὰς ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου ἡ ἕως τώρα κρυμμένη ἁμαρτωλὸς κατάστασίς μου καὶ ἡ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν κλίσις μου, ἐδημιούργησε καὶ ἄναψε μέσα μου κάθε εἶδος ἐπιθυμίας. Διότι, ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπάρχει νόμος ἀπαγορευτικός, ἡ ἁμαρτία εἶναι νεκρὰ καὶ κοιμᾶται. 9 Ἐγὼ δὲ ἄλλοτε ἐνόμιζα, ὅτι εἶχα ζωὴν πνευματικήν, διότι δὲν ἠνωχλούμην καὶ δὲν ἐπιεζόμην ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζα τὸν νόμον. Ὅταν ὅμως ἦλθεν ἡ γνῶσις τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου, τότε ἡ ἁμαρτία ἑξαναζωντάνευσε μέσα μου. 10 Ἐγὼ δὲ ἀπέθανα πνευματικῶς διὰ τῶν καθημερινῶν παραβάσεων τοῦ νόμου. Καὶ ἀνελπίστως ἡ ἐντολή, ἡ ὁποία ἐδόθη διὰ νὰ μὲ ὁδηγήσῃ εἰς ζωήν, αὐτὴ ἀκριβῶς μὲ ὠδήγησεν εἰς τὸν θάνατον. 11 Καὶ μὲ ὠδηγησεν εἰς τὸν θάνατον, διότι ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἦτο κρυμμένη μέσα μου, λαβοῦσα ἀφορμὴν ἀπὸ τὴν ἐντολήν, μὲ ἐξηπάτησε καὶ διὰ τῆς παραβάσεως αὐτῆς μὲ ἐθανάτωσε. 12 Ὥστε ὁ μὲν μωσαϊκὸς νόμος εἶναι ἅγιος καὶ κάθε ἐντολὴ τοῦ νόμου αὐτοῦ εἶναι ἁγία καὶ δικαία καὶ εὐεργετική. 13 Ἀλλὰ τότε λοιπὸν ὁ ἅγιος καὶ ἀγαθὸς νόμος ἔγινε δι’ ἐμὲ πρόξενος καὶ αἴτιος θανάτου; Μὴ γένοιτο νὰ παραδεχθῇ κανείς, ὅτι ὁ νόμος ἔγινε φονιᾶς δι’ ἐμέ. Ἀλλὰ τὸν θάνατόν μου τὸν ἔφερεν ἡ ἁμαρτία, διὰ νὰ φανῇ πόσον κακὴ καὶ καταστρεπτικὴ εἶναι, ἀφοῦ διὰ τοῦ νόμου, ποὺ εἶναι κάτι ἀγαθὸν καὶ ἅγιον, προξενεῖ εἰς ἐμὲ θάνατον· διὰ νὰ γίνῃ ἔτσι ὑπερβολικὰ ὀλέθρια καὶ μισητὴ ἡ ἁμαρτία διὰ μέσου τῆς ἐντολῆς.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ζ´ 1 - 13


1 Ομιλώ προς ανθρώπους, οι οποίοι γνωρίζουν τον Νομον. Η μήπως αγνοείτε, αδελφοί, ότο ο Νομος έχει κύρος και εξουσίαν στον άνθρωπον, εφ' όσον αυτός ζη; 2 Διότι η υπανδρευμένη γυναίκα, παραδείγματος χάριν, έχει δια του νόμου του γάμου δεθή προς τον άνδρα της, εφ' όσον χρόνον εκείνος ζη. Εάν όμως αποθάνη ο σύζυγός της, έχει αυτή αποδεσμευθή από την εξουσίαν του νόμου, ο οποίος την έδενε προηγουμένως με τον άνδρα της. 3 Αρα, όταν ζη ο σύζυγος της, εάν αυτή συνάψη σχέσεις με άλλον άνδρα, θα γίνη μοιχαλίς. Εάν όμως πεθάνη ο σύζυγος της είναι ελευθέρα από τον νόμον, να γίνη σύζυγος άλλου ανδρός, χωρίς να θεωρήται αυτή πλέον μοιχαλίς. 4 Ωστε, αδελφοί μου, κατά το παράδειγμά που σας έφερα, έχετε θανατωθή και αποθάνει ως προς τον Νομον δια του σταυρωθέντος σώματος του Κυρίου, ώστε να έχετε το δικαίωμα να ανήκετε εις άλλον, δηλαδή στον αναστηθέντα Χριστόν, δια να φέρωμεν έτσι καρπούς πνευματικούς προς τιμήν και δόξαν του Θεού. 5 Διότι, όταν εζούσαμεν τον σαρκικόν βίον του παλαιού ανθρώπου, τα πάθη των αμαρτιών, τα οποία κατεδίκαζε αλλά δεν εξήλειφεν ο παλαιός Νομος, ενεργούσαν έντος μας και επράττοντο δια των μελών μας, δια να παράγουν έτσι καρπούς που έφερναν τον αιώνιον θάνατον. 6 Τωρα όμως έχομεν αποδεσμευθή εντελώς από τον Νομον, διότι απεθάναμεν ως προς αυτόν, υπό την κατοχήν του οποίου προηγουμένως ευρισκόμεθα, ώστε τώρα να υπακούωμεν στον Θεόν, δια να ζήσωμεν την νέαν κατάστασιν, που μας εχάρισε το Πνεύμα, και να μη δουλεύωμεν εις την παλαιάν κατάστασιν, όπου εκυριαρχούσαν οι τύποι και το γράμμα του Νομου. 7 Αλλά τότε, τι λοιπόν θα είπωμεν; Οτι ο Νομος, που μας εδημιουργούσε αυτήν την κατάστασιν της δουλείας, ήτο κάτι το αμαρτωλόν και κακόν; Ασφαλώς όχι. Αλλά πρέπει να λέγωμεν ότι την αμαρτίαν δεν την εγνωρίσαμεν ει μη μόνον δια του Νομου, ο οποίος και την απηγόρευε. Διότι και την αμαρτωλήν επιθυμίαν δεν θα την εγνώριζα ως αμαρτωλήν, εάν ο Νομος ρητώς δεν έλεγεν “ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστι”. 8 Ελαβεν όμως αφορμήν από αυτάς τας απαγορεύσστου Νομου η αμαρτία, που υπήρχε μέσα μου και ως κατάστασις και ως ροπή προς το κακόν και εκαλλιέργησε και εφλόγισε μέσα μου κάθε αμαρτωλήν επιθυμίαν. Διότι χωρίς τον Νομον η αμαρτία είναι νεκρά, σαν να μην υπάρχη. 9 Εγώ δε εζούσα κάποτε χωρίς τον Νομον, χωρίς να έχω γνώσιν των εντολών του. Οταν δε εγνώρισα την εντολήν, τότε αναζωγονήθηκε μέσα μου και μου έγινε γνωστή η αμαρτία. 10 Συνέπεια αυτού είναι, ότι εγώ απέθανα πνευματικώς εξ αιτίας των παραβάσεων. Και έτσι η εντολή του Νομου, που είχε δοθή δια να με χειραγωγήση εις την λύτρωσιν και ζωήν, αυτή ευρέθη ότι με ωδήγησεν στον θάνατον. 11 Διότι η αμαρτία επήρε αφορμήν από την εντολήν, με ηπάτησε και με παρέσυρε δελεαστικώς εις την παράβασιν και δι' αυτής με εθανάτωσε πνευματικώς. 12 Ωστε ο μεν Νομος, που εδόθη δια του Μωϋσέως, είναι άγιος και κάθε εντολή του είναι αγία και δικαία και αγαθή δι' εμέ τον άνθρωπον. 13 Αλλά θα ερωτήση κανείς· Αυτό, λοιπόν, το αγαθόν, ο άγιος δηλάδη και δίκαιος Νομος, έγινε δι' εμέ αιτία θανάτου; Μη γένοιτο! Αλλ' η αμαρτία, δια να φανή πόσον ολεθρία και φοβερά είναι, επέτυχε δια του Νομου, που είναι αγαθός και δίκαιος, να κατεργασθή και πραγματοποιήση έντος μου τον θάνατον· δια να γίνη έτσι και αποδειχθή ολοκάθαρα δια μέσου της εντολής, πόσον υπερβολικά καταστρεπτική και ύπουλος είναι η αμαρτία δια τον άνθρωπον.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 36 - 38


36 Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα. 37 τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· 38 δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 1 - 8


1 Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. 2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά ἐισι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, 3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἁλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, 4 Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν. 5 Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε, καὶ εἰς πόλιν Σαμαριτῶν μὴ εἰσέλθητε· 6 πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. 7 πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι Ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 8 ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 36 - 38


36 Ὅταν δὲ εἶδε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἠσθάνθη συμπάθειαν καὶ πόνον δι’ αὐτούς, διότι ἦσαν ἀποκαμωμένοι πνευματικῶς καὶ παραμελημένοι, σὰν πρόβατα, ποὺ δὲν ἔχουν ποιμένα νὰ τὰ προφυλάξῃ καὶ νὰ τὰ ὁδηγήσῃ εἰς τόπους βοσκῆς. 37 Τότε λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του· τὰ μὲν ὥριμα διὰ θερισμὸν στάχυα εἶναι πολλά, οἱ δὲ ἐργάται, ποὺ θὰ τὰ θερίσουν, εἶναι ὀλίγοι.Πολλοὶ εἶναι οἱ εὐδιάθετοι νὰ δεχθοῦν τὸ εὐαγγέλιον καὶ νὰ σωθοῦν, ὀλίγοι ὅμως εἶναι οἱ πνευματικοὶ ἐργάται, ποὺ θὰ ὑπηρετήσουν εἰς τὸ πνευματικὸν αὐτὸ ἔργον. 38 Παρακαλέσατε λοιπὸν τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι ὁ κύριος καὶ ἰδιοκτήτης τῆς ὡρίμου πρὸς θερισμὸν σπορᾶς, νὰ βγάλῃ καὶ ἀποστείλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμόν του.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 1 - 8


1 Καὶ ἀφοῦ ἐπροσκάλεσε τοὺς δώδεκα μαθητάς του, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ἐξουσίαν καὶ δύναμιν ἐπὶ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, ὥστε νὰ τὰ βγάζουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ θεραπεύουν κάθε εἶδος ἀσθενείας καὶ κακοδιαθεσίας. 2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματα εἶναι αὐτά· πρῶτος καταριθμεῖται ὁ Σίμων, ὁ ὁποῖος ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀκολούθων του ὠνομάζετο Πέτρος, καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφός του, Ἰάκωβος ὁ υἱὸς Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφός του, 3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος, ποὺ διετέλεσε τελώνης, Ἰάκωβος ὁ υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου καὶ Λεββαῖος, ὁ ὁποῖος ἐπωνομάσθη Θαδδαῖος, 4 Σίμων ὁ Κανανίτης, ἤτοι ὁ ζηλωτής, καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τοὺς ἐχθρούς του διὰ νὰ τὸν θανατώσουν. 5 Τοὺς δώδεκα αὐτοὺς ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς ἔδωκε παραγγελίας λέγων· Εἰς δρόμον, ποὺ θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ εἰς χώραν κατοικουμένην ἀπὸ εἰδωλολάτρας, νὰ μὴ μεταβῆτε, καὶ εἰς πόλιν, ποὺ ἀνήκει εἰς Σαμαρείτας, νὰ μὴ ἔμβητε. 6 Πηγαίνετε δὲ καλύτερα εἰς τὰ χαμένα πρόβατα, ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἰσραήλ. 7 Ἐκεῖ δέ, ποὺ πηγαίνετε, κηρύττετε λέγοντες, ὅτι ἐπλησίασεν ἡ ἐπὶ τῆς γῆς ἔλευσις καὶ ἐγκαθίδρυσις τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.Μετ’ ὀλίγον ἱδρύεται ἡ Ἐκκλησία, εἰς τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς χάριτος τῶν μυστηρίων θὰ μεταδίδεται εἰς τοὺς πιστοὺς ἡ θεία ζωὴ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας. 8 Πρὸς ἐπιβεβαίωσιν δὲ τοῦ κηρύγματός σας, σᾶς δίδω ἐξουσίαν καὶ δύναμιν νὰ θεραπεύετε ἀσθενεῖς, νὰ καθαρίζετε λεπρούς, νὰ ἀνασταίνετε νεκρούς, νὰ ἐκβάλλετε δαιμόνια.Δωρεὰν ἐλάβατε τὴν χάριν αὐτὴν τῆς θαυματουργίας, δωρεὰν καὶ χωρὶς νὰ λαμβάνετε χρήματα δώσατέ την καὶ σεῖς.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ´ 36 - 38


36 Οταν δε είδε τα πλήθη του λαού, ησθάνθη ευσπλαγχνίαν και πόνον δι' αυτούς, διότι ήσαν αποκαμωμένοι πνευματικώς και παραπεταμένοι, σαν πρόββατα που δεν είχαν ποιμένα. 37 Τοτε λέγει στους μαθητάς του· “ο μεν θερισμός είναι πολύς (πολλοί δηλαδή είναι εκείνοι που έχουν την ανάγκην και την διάθεσιν να δεχθούν τα λόγια της σωτηρίας) αλλά οι πνευματικοί εργάται είναι ολίγοι. 38 Παρακαλέστε λοιπόν τον Κυριον του θερισμού, να στείλη εργάτας στον θερισμόν αυτού”.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 1 - 8


1 Αφού προσεκάλεσε τους δώδεκα μαθητάς του ο Ιησούς, έδωκεν εις αυτούς εξουσίαν επί των ακαθάρτων πνευμάτων, ώστε να τα εκδιώκουν από τους δαιμονιζομένους και να θεραπεύουν κάθε αρρώστιαν και κάθε σωματικήν αδυναμίαν και καχεξίαν. 2 Τα δε ονόματα των δώδεκα αποστόλων είναι τα εξής· πρώτος ο Σιμων, ο ονομαζόμενος Πετρος και Ανδρέας ο αδελφός του, ο Ιάκωβος ο υιός του Ζεβεδαίου, και Ιωάννης ο αδελφός του· 3 ο Φιλιππος και ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου και ο Λεββαίος, ο οποίος είχε επονομασθή και Θαδδαίος. 4 Ο Σιμων ο Κανανίτης, δηλαδή ο Ζηλωτής, και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος και παρέδωκεν τον Ιησούν. 5 Αυτούς τους δώδεκα έστειλεν ο Ιησούς να κηρύξουν το Ευαγγέλιον, αφού τους έδωκεν τας επομένας παραγγελίας· “εις δρόμον, που οδηγεί προς τα ειδωλολατρικά έθνη, μη πορευθήτε και εις πόλιν Σαμαρειτών να μη εισέλθετε. 6 Πηγαίνετε δε κατά προτίμησιν στους Ισραηλίτας, οι οποίοι μοιάζουν με πρόβατα απολωλότα. 7 Και εκεί που θα πηγαίνετε, να κηρύσσετε και να λέγετε ότι επλησίασε η βασιλεία των ουρανών, έφθασε πλέον ο καιρός που θα ιδρυθή επί της γης η Εκκλησία. 8 Σας δίδω εξουσίαν να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε, μη εμπορευθήτε ποτέ το χάρισμα αυτό· δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δώστε.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα