❌
Τετάρτη, 18 Ιουνίου 2025

Άγιος Λεόντιος και οι συν αυτώ Υπάτιος και Θεόδουλος, Άγιος Αιθέριος
Λεοντίου μάρτυρος. Ὑπατίου, Θεοδούλου, Αἰθερίου τῶν μαρτύρων (†70), Λεοντίου ὁσίου τοῦ Ἀργείου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Δ´ 13 - 25


13 οὐ γὰρ διὰ νόμου ἡ ἐπαγγελία τῷ Ἀβραὰμ ἢ τῷ σπέρματι αὐτοῦ, τὸ κληρονόμον αὐτὸν εἶναι τοῦ κόσμου, διὰ δικαιοσύνης πίστεως. 14 εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία· 15 ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις. 16 Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν, 17 καθὼς γέγραπται ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε, κατέναντι οὗ ἐπίστευσε Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς καὶ καλοῦντος τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα· 18 ὃς παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι ἐπίστευσεν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸν πατέρα πολλῶν ἐθνῶν κατὰ τὸ εἰρημένον· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου· 19 καὶ μὴ ἀσθενήσας τῇ πίστει οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον, ἑκατονταέτης που ὑπάρχων, καὶ τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας Σάρρας· 20 εἰς δὲ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Θεοῦ οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ, ἀλλ’ ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει, δοὺς δόξαν τῷ Θεῷ 21 καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι. 22 διὸ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 23 Οὐκ ἐγράφη δὲ δι’ αὐτὸν μόνον ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ, 24 ἀλλὰ καὶ δι’ ἡμᾶς οἷς μέλλει λογίζεσθαι, τοῖς πιστεύουσιν ἐπὶ τὸν ἐγείραντα Ἰησοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν ἐκ νεκρῶν, 25 ὃς παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Δ´ 13 - 25


13 Διότι ἡ ἐπαγγελία εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἢ εἰς τοὺς ἀπογόνους του, ὅτι διὰ τῆς πνευματικῆς κυριαρχίας τοῦ ἀπογόνου του Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ γίνῃ ὁ Ἀβραὰμ κληρονόμος τοῦ κόσμου, δὲν ἐδόθη διὰ μέσου οἰουδήποτε νόμου, ἀλλὰ διὰ μέσου τῆς δικαιώσεως, τὴν ὁποίαν ἐκ πίστεως ἔλαβε. 14 Διότι, ἐὰν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔλαβον τὸν νόμον, γίνωνται καὶ δικαιωματικῶς διὰ τῆς τηρήσεως αὐτοῦ κληρονόμοι τοῦ κόσμου, τότε ἔγινεν ἀνωφελῆς καὶ ματαία ἡ πίστις καὶ δὲν ἐπραγματοποιήθη, ἀλλὰ κατηργήθη ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, ἡ βεβαιοῦσα ὅτι δωρεὰν διὰ τοῦ Χριστοῦ θὰ δοθῇ ἡ κληρονομία αὐτή. 15 Ἀλλ’ ὄχι. Ἡ κληρονομία αὐτὴ δὲν ἐδόθη διὰ νόμου. Διότι ὁ νόμος, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι παραβαίνουν αὐτόν, φέρει ὡς ἀποτέλεσμα ὀργὴν καὶ συνεπῶς τοὺς ἀποξενώνει ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐπαγγελίας. Τουναντίον δὲ ὅπου δὲν ὑπάρχει νόμος, ἐκεῖ οὔτε παράβασις ὑπάρχει. 16 Διότι δὲ ὁ νόμος ἀποξενώνει ἀπὸ τὴν κληρονομίαν τῆς ἐπαγγελίας, διὰ τοῦτο ἡ κληρονομία παρέχεται διὰ μέσου τῆς πίστεως. Καὶ μᾶς δίδεται τώρα ἡ κληρονομία αὐτὴ ὄχι ὡς ἀνταμοιβὴ διὰ τὴν πιστὴν τήρησιν τοῦ νόμου, ἀλλὰ δωρεὰν καὶ κατὰ χάριν Θεοῦ. Ὥστε δεν ὑπάρχει πλέον κίνδυνος ἕνεκα τῶν ἐξ ἀδυναμίας παραβάσεών μας νὰ καταργηθῇ ἡ ἐπαγγελία καὶ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται αὐτὴ ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως εἰς ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ὄχι μόνον εἰς ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὸν νόμον καὶ ἐξηρτῶντο ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ ἂν καὶ δεν εἶχαν τὸν νόμον, ἐμιμήθησαν τὴν πίστιν τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἔγιναν ἔτσι πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος εἶναι πατέρας ὅλων μας ὅσοι ἐπιστεύσαμεν. 17 Καὶ εἶναι ὁ Ἀβραὰμ πατέρας ὅλων μας σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τὴν Γένεσιν· ὅτι σὲ ἐγκατέστησα πατέρα πολλῶν ἐθνῶν. Ἐγκατεστάθη δὲ πατέρας πολλῶν ἐθνῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπίστευσε. Πολλὰ ἀπὸ τὰ ἔθνη αὐτὰ δὲν ὑπῆρχον, ἀλλὰ θὰ ἀνεφαίνοντο εἰς τὸ μέλλον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ ὁποῖος δίδει ζωὴν εἰς τοὺς νεκρούς, χάρις εἰς τὴν πρόγνωσίν του, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παντοδυναμίαν του, διὰ τῆς ὁποίας φέρει εἰς τὴν ὕπαρξιν τὰ μὴ ὑπάρχοντα, ὁμίλει καὶ δι’ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ὑπάρχουν εἰς τὸ παρόν, ἀλλὰ θὰ ὑπάρξουν εἰς τὸ μέλλον, σὰν νὰ ὑπῆρχον. 18 Αὐτὴν τὴν ὑπόσχεσιν ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ. Αὐτὸς δέ, καίτοι ἡ γεροντική του ἡλικία δὲν τοῦ ἔδιδε καμμίαν ἐλπίδα ν’ ἀποκτήσῃ τέκνον, μὲ τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ ἐπίστευσεν εἰς τὸ ὅτι θὰ ἐγίνετο αὐτὸς πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Θεόν· Θὰ εἶναι οἱ ἀπόγονοί σου τόσον πολλοὶ καὶ λαμπροί, ὅπως τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. 19 Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐκλονίσθη εἰς τὴν πίστιν του αὐτήν, δὲν ἐσυλλογίσθη τὸ σῶμα του, ποὺ ἦτο νεκρὸν πλέον καὶ ἀνίκανον πρὸς παιδοποιΐαν, διότι ἦτο περίπου ἑκατὸν ἐτῶν. Οὔτε ἐσυλλογίσθη τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας τῆς γυναικός του Σάρρας. 20 Εἰς τὴν ὑπόσχεσιν δέ, ποὺ τοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός, δὲν ἐταλαντεύθη ἀπὸ ἀμφιβολίας ἀπιστίας, ἀλλὰ τουναντίον ἐνεδυνάμωσε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν πίστιν, ἀποδώσας δόξαν εἰς τὸν Θεόν, σὰν νὰ εἶχε πραγματοποιηθῇ ἡ ὑπόσχεσις. 21 Καὶ ἐσχημάτισε βεβαίαν τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ὑπόσχεται ὁ Θεός, εἶναι δυνατὸς καὶ νὰ τὸ ἐκτελέσῃ. 22 Διότι δὲ ἐπίστευσε μὲ τέτοιαν πεποίθησιν, δι’ αὐτό ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ἡ πίστις του αὐτὴ ὡς δικαίωσις. 23 Δὲν ἐγράφη δὲ δι’ αὐτὸν μόνον, ὅτι ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ἡ πίστις του εἰς δικαίωσιν. 24 Ἀλλ’ ἐγράφη καὶ δι’ ἡμᾶς, εἱς τοὺς ὁποίους μέλλει νὰ λογαριασθῇ ἡ πίστις μας εἰς δικαίωσιν· δι’ ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι πιστεύομεν εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀνέστησεν Ἰησοῦν τὸν Κύριόν μας ἐκ νεκρῶν. 25 Ὁ ὁποῖος Χριστὸς παρεδόθη εἰς θάνατον διὰ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ ἀνέστη διὰ νὰ μᾶς κάμῃ δικαίους.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Δ´ 13 - 25


13 Διότι η υπόσχεσις, που εδόθη στον Αβραάμ, ότι με την πνευματικήν βασιλείαν του κατά σάρκα απογόνος του Ιησού Χριστού, θα γίνη αυτός κληρονόμος του κόσμου, δεν του εδόθη δια μέσου κανενός νόμου, αλλά δια μέσου της δικαιώσεως, που έλαβε από την πίστιν. 14 Διότι, εάν κληρονόμοι του πνευματικού κόσμου γίνωνται αυτοί μόνον που έλαβαν και τηρούν τον Νομον, τότε έχει γίνει αδειανή και ανωφελής η πίστις και έχει καταργηθή πλέον η υπόσχεσις του Θεού, ότι η κληρονομία αυτή θα δοθή δωρεάν δια της πίστεως στον Χριστόν. 15 (Η παράβασις του Νομου του Θεού είναι αμαρτία. Ως τοιαύτη δε συνεπάγεται την οργήν του Θεού και την καταδίκην του αμαρτωλού). Ο Νομος, επειδή βέβαια δεν τηρείται από τους ανθρώπους, επιφέρει ως συνέπειαν την οργήν του Θεού εναντίον των παραβατών, τους οποίους φυσικά και αποξενώνει από τας πνευματικάς δωρεάς, Οπου όμως δεν υπάρχει νόμος, εκεί φυσικόν είναι να μη υπάρχη ούτε παράβασις. 16 Δια τούτο η σωτηρία και η κληρονομία των αγαθών δίδεται δια μέσου της πίστεως δωρεάν και κατά χάριν και όχι ως ανταμοιβή έργων του Νομου. Ετσι δε είναι σταθερά και ασφαλής η υπόσχεσις του Θεού περί δικαιώσεως εις όλους τους απογόνους του Αβραάμ· όχι μόνον εις εκείνους, είχαν τον Νομον, αλλά και εις εκείνους, που χωρίς τον Νομον είχαν την πίστιν του Αβραάμ, ο οποίος κατ' αυτόν τον τρόπον είναι πατέρας όλων μας, των Εβραίων και των εθνικών, εφ' όσον έχουν την πίστιν. 17 Αλλωστε έτσι έχει γραφή και στο θεόπνευστον βιβλίον της Γενέσεως· ότι δηλαδή “πατέρα πολλών εθνών σε έχω θέσει” ενώπιον του Θεού, στον οποίον επίστευσε και ο οποίος δίδει ζωήν στους νεκρούς, καλεί δε εκ του μηδενός και ονομάζει και εκείνα τα οποία δεν έλαβαν ακόμη ύπαρξιν, ως εάν υπάρχουν ήδη εις την πραγματικότητα. 18 Ο Αβραάμ, καίτοι λόγω της γεροντικής του ηλικίας δεν είχε καμμίαν ελπίδα κατά το ανθρώπινον να αποκτήση τέκνον, εν τούτοις ήλπισεν εις την παντοδυναμίαν του Θεού και επίστευσεν εις ότι θα εγίνετο αυτός “πατέρας πολλών εθνών”, σύμφωνα με τον λόγον του Θεού, ο οποίος του είπεν ότι οι απόγονοί σου θα είναι πολυάριθμοι ωσάν την άμμον και λαμπροί ωσάν τ' αστέρια. 19 Και επειδή δεν έδειξεν αδυναμίαν η κλονισμόν εις την πίστιν του, δεν έλαβε υπ' όψιν του το σώμα του, το οποίον ήτο πλέον νεκρόν δια παιδοποιΐαν, αφού ήτο περίπου εκατό ετών ούτε και εσυλλογίσθη την νέκρωσιν της μήτρας της Σαρρας. 20 Εις την υπόσχεσιν δε αυτήν, που του έδωσεν ο Θεός, δεν εκλονίσθη από αμφιβολίας της απιστίας, αλλά τουναντίον επήρε δύναμιν δια της πίστεως και εδόξασεν έτσι τον Θεόν, ωσάν νε είχε γίνει πραγματικότης η υπόσχεσις αυτή. 21 Και έλαβε βεβαίαν και ακλόνητον την εσωτερικήν πληροφορίαν, ότι ο Θεός είναι δυνατός να πραγματοποιήση αυτό, το οποίον υπεσχέθη. 22 Δια τούτο η ακλόνητος και σταθερά αυτή πίστις του, του κατελογίσθη ως δικαίωσις. 23 Δεν εγράφη δε εις την Αγίαν Γραφήν δι' αυτόν μόνον, ότι η πίστις του κατελογίσθη εις δικαίωσιν, 24 αλλ' εγράφη και δι' ημάς, στους οποίους μέλλει να καταλογισθή εις δικαίωσίν μας, δι' ημάς οι οποίοι πιστεύομεν στον Θεόν Πατέρα, ο οποίος ανέστησεν εκ νεκρών τον Κυριον μας Ιησούν Χριστόν. 25 Αυτόν, ο οποίος παρεδόθη εις σταυρικόν λυτρωτικόν θάνατον, δια τα αμαρτήματα ημών και ανεστήθη, δια να μας δώση την δικαίωσιν και την σωτηρίαν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ζ´ 21 - 23


21 Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 22 πολλοὶ ἐροῦσίν μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; 23 καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ζ´ 21 - 23


21 Προσέχετε ἀκόμη, μήπως παραπλανηθῆτε καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σας.Πρέπει νὰ ξεύρετε, ὅτι ὄχι καθένας ποὺ μοῦ λέγει μὲ ἐπίμονον ἐπίκλησιν τῆς θεότητός μου, Κύριε, Κύριε, θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ἐκεῖνος θὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν, ποὺ ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς. 22 Πολλοὶ θὰ μοῦ εἴπουν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς Κρίσεως· Κύριε, Κύριε, διὰ τῆς πίστεως μας εἰς σὲ ὡς Μεσσίαν καὶ Υἱὸν τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπροφητεύσαμεν; καὶ διὰ τῆς πίστεως μας εἰς σὲ δὲν ἐβγάλαμεν δαιμόνια; καὶ διὰ τῆς πίστεως μας εἰς σὲ δὲν ἐκάμαμεν θαύματα πολλά; Καὶ τώρα λοιπὸν δὲν θὰ ἔμβωμεν εἰς τὴν βασιλείαν σου; 23 Καὶ τότε θὰ διακηρύξω καθαρὰ εἰς αὐτούς, ὅτι οὐδέποτε σᾶς ἀνεγνώρισα ἰδικούς μου.Φύγετε μακρὰν ἀπὸ ἑμὲ σεῖς, ποὺ εἰργάζεσθε τὴν ἀνομίαν, διότι τὰ χαρίσματά μου τὰ ἐχρησιμοποιήσατε ὄχι πρὸς δόξαν ἰδικήν μου, ἀλλὰ κατὰ τὰ ἰδικά σας θελήματα καὶ διὰ τοὺς ἐγωϊστικοὺς σκοπούς σας.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ζ´ 21 - 23


21 Πρέπει δε να ξέρετε, ότι εις την βασιλείαν των ουρανών δεν θα εισέλθη καθένας, που απλώς με επικαλείται και με προσφωνεί, Κυριε, Κυριε, αλλά εκείνος που εφαρμόζει το θέλημα του ουρανίου Πατρός μου. 22 Κατά την μεγάλην και επίσημον εκείνην ημέραν της κρίσεως πολλοί θα μου είπουν· Κυριε, Κυριε, με την πίστιν στο όνομά σου δεν επροφητεύσαμεν και με την δύναμιν του ονόματός σου δεν εδιώξαμεν δαιμόνια και χάρις στο όνομά σου, που επεκαλεσθήκαμεν, δεν εκάμαμεν θαύματα πολλά και μεγάλα; 23 Και τότε εγώ θα βροντοφωνήσω εις αυτούς ενώπιον όλων, ότι ποτέ δεν σας ανεγνώρισα ως ιδικούς μου· φύγετε από εμπρός μου σεις, που εργάζεσθε την ανομίαν και εχρησιμοποιήσατε τα χαρίσματά μου δια την ιδικήν σας επίδειξιν και ωφέλειαν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα