❌
Παρασκευή, 30 Μαΐου 2025

Όσιος Ισαάκιος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Δαλμάτων, Άγιος Νατάλιος ο Μάρτυρας, Αγία Εμμελεία
Ἰσαακίου ὁσίου, ἡγουμένου τῆς μονῆς τῶν Δαλμάτων (†383).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΘ´ 1 - 8


1 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν Ἀπολλὼ εἶναι ἐν Κορίνθῳ Παῦλον διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη ἐλθεῖν εἰς Ἔφεσον· καὶ εὑρὼν μαθητάς τινας 2 εἶπε πρὸς αὐτούς· Εἰ πνεῦμα ἅγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· Ἀλλ’ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα ἅγιόν ἐστιν ἠκούσαμεν. 3 εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· Εἰς τί οὖν ἐβαπτίσθητε; οἱ δὲ εἶπον· Εἰς τὸ Ἰωάννου βάπτισμα. 4 εἶπε δὲ Παῦλος· Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ’ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ’ ἔστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 5 ἀκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 6 καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπ’ αὐτούς, ἐλάλουν τε γλώσσαις καὶ προεφήτευον. 7 ἦσαν δὲ οἱ πάντες ἄνδρες ὡσεὶ δεκαδύο. 8 Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν συναγωγὴν ἐπαρρησιάζετο ἐπὶ μῆνας τρεῖς διαλεγόμενος καὶ πείθων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΘ´ 1 - 8


1 Καθ’ ὃν χρόνον δὲ ὁ Ἀπολλὼς ἦτο εἰς τὴν Κόρινθον, ὁ Παῦλος, ἀφοῦ περιώδευσε τὰ βορειότερα καὶ ὑψηλότερα μέρη τῆς Μικρὰς Ἀσίας, συνέβη νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Ἔφεσον. Καὶ ὅταν εὗρεν ἐκεῖ κάποιους μαθητάς, 2 τοὺς εἶπεν· Ἐλάβετε τὰ ἔκτακτα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἐπιστεύσατε; Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἀπήντησαν· Ἀκόμη δὲν ἠκούσαμεν οὔτε ἐὰν ὑπάρχῃ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἐνεργοῦν καὶ μεταδίδουν χαρίσματα Πνεῦμα Ἅγιον. 3 Καὶ τότε ὁ Παῦλος τοὺς εἶπε· Ποῖον λοιπὸν βάπτισμα ἐλάβατε καὶ εἰς τίνος τὸ ὄνομα ἐβαπτίσθητε; Αὐτοὶ δὲ εἶπον· Ἐβαπτίσθημεν εἰς τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. 4 Εἶπε δὲ ὁ Παῦλος· Ὁ μὲν Ἰωάννης ἐβάπτισε βάπτισμα, ποὺ ὡδηγεῖ εἰς μετάνοιαν, χωρὶς ὅμως νὰ δίδῃ τοῦτο καὶ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν· καὶ προέτρεπεν ὁ Ἰωάννης τὸν λαὸν νὰ πιστεύσουν εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἤρχετο ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, τουτέστιν εἰς τὸν Ἰησοὺν Χριστόν, ὁ ὁποῖος θὰ παρεῖχε τὴν ἄφεσιν καὶ τὴν σωτηρίαν. 5 Ὅταν δὲ ἐκεῖνοι ἤκουσαν ταῦτα, ἐβαπτίσθησαν, ἀφοῦ ἐπίστευσαν εἰς τὸ ὅνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ἐστήριξαν ὅλην τὴν ἐμπιστοσύνην καὶ ἐλπίδα των εἰς τὸ ἀξίωμά του ὡς Μεσσίου καὶ ὡς Λυτρωτοῦ καὶ ὡς Κυρίου. 6 Καὶ ὅταν ὁ Παῦλος ἔθεσεν ἐπὶ τῶν κεφαλῶν των τὰς χεῖρας, ἦλθε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπ’ αὐτῶν καὶ τοὺς μετέδωκε διπλὰ χαρίσματα, διότι ὡμίλουν εἰς διαφόρους γλώσσας, τὰς ὁποίας ὡς ξένας δὲν ἐγνώριζαν προτήτερα, συγχρόνως δὲ καὶ ἐπροφήτευον. 7 Ἦσαν δὲ ὅλοι αὐτοὶ περίπου δώδεκα ἄνδρες. 8 Ἐν συνεχείᾳ δὲ ὁ Παῦλος ἀφοῦ εἰσῆλθεν εἰς τὴν συναγωγήν, ἐκήρυττε μετὰ θάρρους ἐπὶ μήνας τρεῖς συνδιαλεγόμενος μετὰ τῶν Ἰουδαίων καὶ προβάλλων πειστικὰς ἀποδείξεις περὶ τῶν ἀληθειῶν τῶν ἀναφερομένων εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἐγκαθίδρυσεν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ εἰς τὰς καρδίας τῶν πιστῶν ὁ Κύριος Ἰησοῦς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΘ´ 1 - 8


1 Οταν δε ο Απολλώς ευρίσκετο εις την Κορινθον, ο Παύλος, αφού επέρασε τα βαρειότερα μέρη της Μ. Ασίας, ήλθε εις την Εφεσον, όπου και ευρήκε μερικούς μαθητάς. 2 Είπε δε προς αυτούς εάν, όταν επίστευσαν, έλαβαν Πνεύμα Αγιον. Εκείνοι δε του απήντησαν· “ημείς δεν έχομεν ακούσει ούτε και αν υπάρχη Πνεύμα Αγιον”. 3 Και είπε τότε προς αυτούς· “εις τίνος το όνομα και ποίου είδους βάπτισμα εβαπτίσθητε;” Εκείνοι δε του είπαν· “εβαπτίσθημεν στο βάπτισμα του Ιωάννου”. 4 Είπε δε ο Παύλος· “ο Ιωάννης μεν σας εβάπτισε εις βάπτισμα μετανοίας και προπαρασκευής, λέγων συγχρόνως στον λαόν να πιστεύσουν εις εκείνον, που θα ήρχετο κατόπιν από αυτόν, δηλαδή στον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος και μόνος θα έδιδε άφεσιν και σωτηρίαν”. 5 Οταν δε εκείνοι ήκουσαν αυτά, επίστευσαν και εβαπτίσθησαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού. 6 Και όταν ο Παύλος έθεσε τας χείρας του επάνω εις την κεφαλήν των, κατήλθεν εις αυτούς το Πνεύμα το Αγιον, επήραν και ειδικά χαρίσματα, ωμιλούσαν διαφόρους γλώσσας αγνώστους προηγουμένως εις αυτούς και επροφήτευσαν. 7 Ολοι δε αυτοί ήσαν περίπου δώδεκα άνδρες. 8 Επειτα δε από το γεγονός αυτό ο Παύλος εισήλθε εις την συναγωγήν των Εβραίων, εκήρυττε με θάρρος επί τρεις μήνας, συνδιελέγετο με τους Ιουδαίους και με τα χωρία της Γραφής και τα άλλα επιχειρήματα τους έπειθε να πιστεύσουν εις την βασιλείαν του Θεού.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΔ´ 1 - 11


1 Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε. 2 ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον ἂν ὑμῖν. πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· 3 καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, καὶ ὑμεῖς ἦτε. 4 καὶ ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε, καὶ τὴν ὁδόν οἴδατε. 5 Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι; 6 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ. 7 εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν· καὶ ἀπ’ ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν. 8 Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν. 9 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τοσούτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; 10 οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα. 11 πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί· εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ πιστεύετέ μοι.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΔ´ 1 - 11


1 Αλλ’ ἂς μὴ ταράσσεται ἡ καρδία σας, ἐπειδὴ ἠκούσατε, ὅτι πρόκειται νὰ μὲ ἀρνηθῇ ὁ Πέτρος. Πιστεύετε εἰς τὸν Θεὸν ὁ ὁποῖος προνοεῖ περὶ τοῦ ἔργου μου, καὶ ὁ ὁποῖος θὰ προνοήσῃ καὶ διὰ σᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐτάχθητε εἰς τὸ ἔργον αὐτό. Πιστεύετε ἀκόμη καὶ εἰς ἐμέ, ὁ ὁποῖος, ὡς Μεσσίας καὶ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐξακολουθῶ καὶ μετὰ τὸν θάνατόν μου εἰς τοὺς οὐρανοὺς νὰ συμπληρώνω τὸ ἔργον μου. 2 Εἰς τὴν ἐν οὐρανοῖς οἰκοίαν τοῦ Πατρός μου ὑπάρχουν πολλοὶ τόποι διαμονῆς, ἀρκετοὶ διὰ νὰ δεχθοῦν καὶ σᾶς καὶ ὅλους τοὺς πιστούς. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν ἔχετε πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Θεόν. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχον πολλοὶ τόποι διαμονῆς εἰς τὸν οὐρανόν, θὰ σᾶς τὸ ἔλεγα. Ἀλλ’ ὑπάρχουν. Καὶ ἐγὼ πηγαίνω τώρα νὰ σᾶς ἑτοιμάσω τόπον, διότι διὰ νὰ ἀνοιχθῇ ἡ εἴσοδος τοῦ οὐρανοῦ εἰς τους ἀνθρώπους, εἶναι ἀπαραίτητος ἡ μεσιτεία μου. Δι’ αὐτὸ δὲ πρέπει νὰ πιστεύετε καὶ εἰς ἐμέ. 3 Καὶ ἐὰν ὑπάγω καὶ σᾶς ἑτοιμάσω εἰς τους οὐρανοὺς τόπον, πάλιν θὰ ἔλθω πλησίον σας κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου δι’ ἕνα ἕκαστον ἀπὸ σᾶς, καὶ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν μου δι’ ὅλους σας, καὶ θὰ σᾶς παραλάβω πλησίον μου, διὰ νὰ εἶσθε καὶ σεῖς ἐκεῖ, ὅπου εἶμαι ἐγώ. 4 Καὶ τὸ μέρος, εἰς τὸ ὁποῖον πηγαίνω ἐγὼ τώρα, τὸ ξεύρετε, καθὼς ξεύρετε καὶ τὸν δρόμον, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ ἐκεῖ. 5 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Θωμᾶς· Κύριε, δὲν ξεύρομεν ποὺ πηγαίνεις τώρα, καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζωμεν τὸν δρόμον; 6 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ εἶμαι ὁ μοναδικὸς δρόμος, διὰ τοῦ ὁποῖου ἡμπορεῖ κανεὶς νὰ φθάσῃ εἰς τὸν οὐρανόν. Διότι συγχρόνως εἶμαι καὶ ἡ ἀπόλυτος ἀλήθεια καὶ ἡ πραγματικὴ καὶ πηγαία ζωή. Κανεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔλθῃ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ νὰ μετάσχῃ τῆς μακαρίας του ζωῆς παρὰ μόνον δι’ ἐμοῦ, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς διδασκαλίας μου σᾶς γνωρίζω τὸν Πατέρα μου καὶ τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ καὶ διὰ τῆς θυσίας μου ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς σᾶς συμφιλιώνω πρὸς αὐτόν. 7 Ἐὰν μὲ εἴχατε γνωρίσει καλά, θὰ ἐγνωρίζατε καὶ τὸν Πατέρα μου. Καὶ ἀπὸ τώρα, ὁπότε θὰ δοξασθῶ καὶ θὰ σᾶς στείλω τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, αὐτὸ θὰ σᾶς φωτίσῃ καὶ θὰ τὸν γνωρίσετε. Καὶ διὰ τῆς νέας ζωῆς, ποὺ θὰ σᾶς μεταδώσῃ, ἡ ὁποῖα θὰ σᾶς ἑνώσῃ μὲ ἐμέ, θὰ τὸν ἴδετε μὲ τοὺς ὁφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς σας καὶ θὰ καταλάβετε τὸ μεγαλεῖον του, τὰς σωτηριώδεις βουλάς του καὶ τὸ θέλημά του. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸ θὰ γίνῃ ἀσφαλῶς εὐθὺς μετὰ τὸ πάθημά μου καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ θυσίαν μου, δι’ αὐτὸ ἡμπορῶ ἀπὸ τώρα νὰ εἴπω, ὅτι ἐγνωρίσατε καὶ ἔχετε ἴδει τὸν Πατέρα. 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξε μας δι’ ἀποκαλυπτικῆς ὀπτασίας τὸν Πατέρα καὶ τὴν μεγαλοπρεπῆ δόξαν του, ὥστε νὰ ἴδωμεν αὐτήν, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἡσαΐας, καὶ μᾶς εἶναι ἀρκετὸν τοῦτο. 9 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Τόσον καιρὸν εἶμαι μαζί σας, Φίλιππε, καὶ δὲν μὲ ἐγνώρισες ἀκόμη, ποιὸς εἶμαι κατὰ τὴν θείαν μου φύσιν; Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει ἴδει ἐμὲ καὶ ἐξετίμησε πρεπόντως τὴν ἀλήθειαν τῆς διδασκαλίας μου καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς μου καὶ τὴν θαυματουργικὴν δράσιν μου, εἶδε καὶ τὸν Πατέρα, διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ φυσικὸς Υἱός του καὶ ἐν τὴ ἀνθρωπίνῃ φύσει μου ἐκλάμπει ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ ἁγιότης τοῦ Πατρός μου. Καὶ πῶς σὺ λέγεις· Δεῖξε μας τὸν Πατέρα; 10 Δὲν πιστεύεις, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀχώριστα συνηνωμένος μὲ τὸν Πατέρα, ὥστε ἐγὼ νὰ εἶμαι καὶ νὰ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατὴρ νὰ εἶναι καὶ νὰ μένῃ μέσα μου; Εἶμαι δὲ τόσον πολὺ ἡνωμένος μὲ τὸν Πατέρα μου, ὥστε τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ σᾶς λέγω καὶ σᾶς διδάσκω, δὲν τὰ λέγω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου. Ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου ποὺ μένει μέσα μου, αὐτὸς ἐνεργεῖ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα καὶ ἐπιβεβαιοῖ δι’ αὐτῶν, ὅτι εἴμεθα ἀχώριστοι καὶ ὅτι ἡ διδασκαλία, τὴν ὁποῖαν διδάσκω, δὲν εἶναι ἰδική μου, ἀλλὰ προέρχεται ἐκ τῆς σοφίας τοῦ Πατρός μου. 11 Νὰ πιστεύετε εἰς ἐμέ, ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ εἶναι ἐν ἐμοί, ὥστε ἐγὼ καὶ ἐκεῖνος, μολονότι διακρινόμεθα εἰς ξεχωριστὰ πρόσωπα, ἀποτελοῦμεν συγχρόνως ἕνα Θεόν. Εἰ δ’ ἄλλως καὶ δὲν πιστεύετε εἰς τους λόγους μου αὐτούς, τουλάχιστον πιστεύσατε μὲ διὰ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα, ποὺ ἐνεργῶ.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΔ´ 1 - 11


1 Ας μη ταράσσεται η καρδία σας με αυτά που απόψε σας είπα, τόσον δια την προδοσίαν του Ιούδα, όσον και δια την άρνησιν του Πετρου. Να έχετε πίστιν στον Θεόν, τον Παντοδύναμον προνοητήν και κυβερνήτην· να έχετε πίστιν και εις εμέ τον Μεσσίαν, ο οποίος και μετά την σταυρικήν μου θυσίαν θα εξακολουθώ από τον ουρανόν να συμπαρίσταμαι στο έργον σας όλας τας ημέρας. 2 Εκεί στον ουρανόν, στο απέραντον ανάκτορον του Πατρός μου, υπάρχουν πολλά πλούσια διαμερίσματα να δεχθούν σας και όλους τους πιστούς. Εάν δεν υπήρχον, θα σας το έλεγα· αλλά υπάρχουν και πηγαίνω εγώ τώρα στον ουρανόν, δια να ανοίξω ως πρωτοπόρος τας κλεισμένας πύλας της βασιλείας του Θεού και δια να ετοιμάσω δια σας τόπον. 3 Και εάν υπάγω εκεί και ετοιμάσω δια σας τόπον, πάλιν θα έλθω από τους ουρανούς και κατά την ώραν της εκδημίας σας και κατά την μεγάλην ημέραν της δευτέρας παρουσίας και θα σας πάρω κοντά μου, ώστε να είσθε και σεις εκεί, όπου και εγώ θα είμαι. 4 Και τον τόπον όπου εγώ πηγαίνω και τον δρόμον που οδηγεί εις αυτόν, τα γνωρίζετε, ύστερα απ' όσα σας έχω είπει”. 5 Λεγει εις αυτόν ο Θωμάς· “Κυριε, δεν ξέρομε που πηγαίνεις. Και εφ' όσον δεν γνωρίζομεν τον τόπον, στον οποίον κατευθύνεσαι, πως είναι δυνατόν να γνωρίζωμεν και τον δρόμον που οδηγεί εις αυτόν;” 6 Του λέγει ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο ασφαλής δρόμος, που οδηγεί στον ουρανόν, εγώ είμαι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια, που φωτίζει τον άνθρωπον δια την σωτηρίαν, εγώ είμαι η ζωή και ο χορηγός της αιωνίου ζωής δι' όλους τους πιστούς. Κανείς δε δεν ημπορεί να έλθη προς τον Πατέρα, δια να απολαύση την αιώνιον ζωήν, παρά μόνον δια μέσου εμού. 7 Εάν είχατε γνωρίσει καλά εμέ, θα είχατε γνωρίσει και τον Πατέρα. Αλλά από εδώ και πέρα, αφού σας στείλω το Πνεύμα το Αγιον, θα γνωρίσετε τον Πατέρα και θα τον ίδετε με τα μάτια της ψυχής σας”. 8 Λεγει εις αυτόν ο Φιλιππος· “Κυριε, δείξε μας τον Πατέρα, φανέρωσέ μας την μεγαλοπρεπή δόξαν του, και αυτό μας φθάνει”. 9 Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “τόσον καιρόν είμαι μαζή σας, Φιλιππε, και δεν με εγνώρισες ακόμη, ότι δηλαδή είμαι ο Υιός του Θεού, Θεός όπως ο Πατήρ; Εκείνος που είδε εμέ και εισεχώρησε στο μυστήριον της ενανθρωπήσεώς μου, είδε τον Πατέρα. Και πως συ λέγεις· Δείξε μας τον Πατέρα; 10 Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι αχώριστα ενωμένος με τον Πατέρα, ότι είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα και ότι ο Πατήρ είναι και μένει εις εμέ; Ακριβώς διότι είμαι ενωμένος με τον Πατέρα, τα λόγια τα οποία εγώ σας διδάσκω, δεν τα λέγω από τον ευατόν μου, αλλά ο Πατήρ, ο οποίος μένει μέσα εις εμέ, ενεργεί δι' εμού όλα αυτά τα θαυμαστά έργα που βλέπετε και ακούετε. 11 Να παραδεχθήτε, λοιπόν, χωρίς καμμίαν επιφύλαξιν, και να το κάμετε σταθερόν φρόνημα, ότι εγώ μένω στον Πατέρα και ο Πατήρ μένει εις εμέ. Εάν δε τυχόν και κάποια αμφιβολία σας έλθη δι' αυτά που εγώ λέγω, πιστέψατε τουλάχιστον από τα πολυάριθμα μεγάλα και θαυμαστά έργα μου.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα