❌
Δευτέρα, 12 Μαΐου 2025

Άγιος Επιφάνιος Επίσκοπος Κωνσταντίας και Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Άγιος Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, Όσιος Θεόδωρος ο εν Κυθήροις ασκήσας
᾿Επιφανίου ἐπισκόπου Κωνσταντίας Κύπρου (†403), Γερμανοῦ Κων/πόλεως (†740). Θεοδώρου ὁσίου τοῦ ἐν Κυθήροις
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ι´ 1 - 16


1 Ἀνὴρ δέ τις ἐν Καισαρείᾳ ὀνόματι Κορνήλιος, ἑκατοντάρχης ἐκ σπείρης τῆς καλουμένης Ἰταλικῆς, 2 εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ποιῶν τε ἐλεημοσύνας πολλὰς τῷ λαῷ καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ διὰ παντός, 3 εἶδεν ἐν ὁράματι φανερῶς ὡσεὶ ὥραν ἐνάτην τῆς ἡμέρας ἄγγελον τοῦ Θεοῦ εἰσελθόντα πρὸς αὐτὸν καὶ εἰπόντα αὐτῷ· Κορνήλιε. 4 ὁ δὲ ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἔμφοβος γενόμενος εἶπε· Τί ἐστι, κύριε; εἶπε δὲ αὐτῷ· Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 5 καὶ νῦν πέμψον εἰς Ἰόππην ἄνδρας καὶ μετάπεμψαι Σίμωνα τὸν ἐπικαλούμενον Πέτρον· 6 οὗτος ξενίζεται παρά τινι Σίμωνι βυρσεῖ, ᾧ ἐστιν οἰκία παρὰ θάλασσαν. 7 ὡς δὲ ἀπῆλθεν ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν τῷ Κορνηλίῳ, φωνήσας δύο τῶν οἰκετῶν αὐτοῦ καὶ στρατιώτην εὐσεβῆ τῶν προσκαρτερούντων αὐτῷ, 8 καὶ ἐξηγησάμενος αὐτοῖς ἅπαντα, ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὴν Ἰόππην. 9 Τῇ δὲ ἐπαύριον ὁδοιπορούντων ἐκείνων καὶ τῇ πόλει ἐγγιζόντων ἀνέβη Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι περὶ ὥραν ἕκτην. 10 ἐγένετο δὲ πρόσπεινος καὶ ἤθελε γεύσασθαι· παρασκευαζόντων δὲ ἐκείνων ἐπέπεσεν ἐπ’ αὐτὸν ἔκστασις, 11 καὶ θεωρεῖ τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον καὶ καταβαῖνον ἐπ’ αὐτὸν σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην, τέσσαρσιν ἀρχαῖς δεδεμένον καὶ καθιέμενον ἐπὶ τῆς γῆς, 12 ἐν ᾧ ὑπῆρχε πάντα τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. 13 καὶ ἐγένετο φωνὴ πρὸς αὐτόν· Ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε. 14 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε· Μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον. 15 καὶ φωνὴ πάλιν ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτόν· Ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου. 16 τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς, καὶ πάλιν ἀνελήφθη τὸ σκεῦος εἰς τὸν οὐρανόν.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ι´ 1 - 16


1 Ήτο δὲ κάποιος ἄνθρωπος εἰς τὴν Καισάρειαν, ποὺ ὠνομάζετο Κορνήλιος, ἑκατόνταρχος, ἀπὸ τὸ τάγμα ποὺ ἐλέγετο σπεῖρα Ἰταλική. 2 Αὐτὸς ἦτο εὐσεβὴς καὶ μολονότι ἐκ καταγωγῆς ἦτο εἰδωλολάτρης, ἐγνώρισε τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἐφοβεῖτο αὐτὸν μὲ ὅλους, ὅσοι ἦσαν εἰς τὸ σπίτι του· καὶ ἔκανε πολλὰς ἐλεημοσύνας εἰς τὸν λαὸν καὶ παρεκάλει συνεχῶς τὸν Θεὸν νὰ τὸν φωτίσῃ. 3 Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος εἶδε καθαρὰ καὶ φανερὰ εἰς ὀπτασίαν, ποὺ τοῦ παρουσιάσθῃ περίπου εἰς τὰς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα, ἕνα ἄγγελον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθεν εἰς τὸ σπίτι του πρὸς συνάντησιν αὐτοῦ καὶ τοῦ εἶπε· Κορνήλιε. 4 Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἔστρεψε καὶ προσήλωσε τὰ μάτια του εἰς αὐτόν, ἐκυριεύθη ὁλόκληρος ἀπὸ φόβον καὶ εἶπε· Τί εἶναι, κύριε; Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος: Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανὸν ὡς προσφορὰ εὐπρόσδεκτος εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀξία διὰ νὰ σὲ ἐνθυμῆται καὶ νὰ μὴ σὲ λησμονῇ ποτέ. 5 Καὶ τώρα στεῖλε εἰς τὴν Ἰόππην ἀπεσταλμένους καὶ κάλεσε νὰ ἔλθῃ ἐδῶ Σίμων, ποὺ ὀνομάζεται Πέτρος. 6 Αὐτὸς φιλοξενεῖται ἀπὸ κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψην, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ σπίτι του κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν. 7 Ἀμέσως δὲ ὅταν ἔφυγεν ὁ ἄγγελος, ποὺ ὡμίλει πρὸς τὸν Κορνήλιον, ἐκάλεσεν οὗτος δύο ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας, ποὺ ἔμεναν εἰς τὸ σπίτι του, καὶ ἕνα στρατιώτην εὐσεβῇ ἀπὸ τοὺς ἀπεσπασμένους εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του, 8 καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐξήγησεν ὅλα, ὅσα τοῦ ἐφανερώθησαν εἰς τὴν ὀπτασίαν, τοὺς ἀπέστειλεν εἰς τὴν Ἰόππην. 9 Τὴν ἄλλην δὲ ἡμέραν, ἐνῷ ἐκεῖνοι ἐβάδιζον καὶ ἐπλησίαζαν νὰ φθάσουν εἰς τὴν πόλιν, ἀνέβη ὁ Πέτρος εἰς τὸ ἠλιακωτὸν τοῦ σπιτιοῦ διὰ νὰ προσευχηθῇ, κατὰ τὰς δώδεκα τὸ μεσημέρι. 10 Ἐπείνασε δὲ πολὺ καὶ ἤθελε νὰ γευθῇ τροφήν. Ἐνῷ δὲ ἐκεῖνοι, ποὺ ἦσαν εἰς τὸ σπίτι, ἠτοίμαζαν τὸ φαγητόν, κατέλαβε τὸν Πέτρον ἔκστασις εἰς τρόπον ὥστε αἱ σωματικαί του αἰσθήσεις ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον καὶ ὁ νοῦς του ὁλόκληρος προσηλώθη εἰς ἐκεῖνα, ποὺ τοῦ ἐφανέρωνεν ὁ Θεός. 11 Καὶ βλέπει τότε τὸν οὐρανὸν νὰ εἶναι ἀνοιγμένος καὶ νὰ καταβαίνῃ πρὸς αὐτὸν ἕνα ἀγγεῖον, ποὺ ὡμοίαζε πρὸς σινδόνην μεγάλην καὶ τὸ ὁποῖον ἦτο δεμένον ἀπὸ τέσσαρα ἄκρα καὶ ἐρρίπτετο σιγά - σιγὰ ἐπὶ τῆς γῆς. 12 Μέσα δὲ εἰς αὐτὸ ὑπῆρχον ὅλα τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, πλεῖστα ἐκ τῶν ὁποίων σύμφωνα μὲ τὰς διατάξεις τοῦ νόμου ἦσαν ἀκάθαρτα καὶ ἀπηγορεύετο εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ τρώγουν αὐτά. 13 Καὶ ἦλθε φωνὴ πρὸς αὐτόν, ποὺ τοῦ ἔλεγε: Πέτρε, σήκω, σφάξε ἀπὸ τὰ ζῶα αὐτά, ποὺ βλέπεις, καὶ φάγε. 14 Ὁ Πέτρος ὅμως εἶπε· Μὲ κανένα τρόπον δὲν θὰ κάμω τοῦτο, Κύριε· διότι ποτὲ εἰς τὴν ζωήν μου δὲν ἔφαγα οἰονδήποτε ζῶον, τὸ ὁποῖον ὁ νόμος ἀπαγορεύει ὡς μολυσμένον ἢ ἀκάθαρτον. 15 Καὶ ἦλθε πάλιν διὰ δευτέραν φορὰν φωνὴ πρὸς αὐτόν· Αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς κατεβάζει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν μέσα εἰς τὴν σινδόνην, τὰ ἔχει κάμει καθαρά. Σὺ λοιπὸν μὴ θεωρῇς ταῦτα ἀκάθαρτα καὶ μολυσμένα. 16 Τοῦτο δὲ ἔγινε τρεῖς φοράς. Καὶ πάλιν τὸ ἀγγεῖον ὑψώθη καὶ ἀνελήφθη ὡς καθαρὸν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου ἀκάθαρτον δὲν εἰσχωρεῖ.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ι´ 1 - 16


1 Υπήρχε δε εις την Καισάρειαν κάποιος άνθρωπος, ονόματι Κορνήλιος, εκατόνταρχος, από την στρατιωτικήν μονάδα, που ελέγετο σπείρα Ιταλική. 2 Αυτός ήτο ευσεβής και θεοφοβούμενος μαζή με όλον του τον οίκον. Εκανε πολλάς ελεημοσύνας στον λαόν και παρακαλούσε πάντοτε τον Θεόν να τον φωτίζη. 3 Είδε, λοιπόν, κατά την τρίτην απογευματινήν ώραν, φανερά εις ένα όραμα, άγγελον του Θεού, ο οποίος εισήλθε στο σπίτι του δι' αυτόν και του είπε· “Κορνήλιε”. 4 Αυτός προσήλωσε τα μάτια του στον άγγελον, κατελήφθη από φόβον και είπε· “τι είναι, κύριε;” Ο δε άγγελος του απήντησε· “αι προσευχαί σου και αι ελεημοσύναι σου ανέβησαν στον ουρανόν προς τον Θεόν, δια να σε ενθυμήται συνεχώς. 5 Και τώρα στείλε εις την Ιόππην ανθρώπους σου και προσκάλεσε εδώ τον Σιμωνα, που επονομάζεται Πετρος. 6 Αυτός φιλοξενείται από κάποιον βυρσοδέψην Σιμωνα, του οποίου το σπίτι είναι κοντά εις την θάλασσαν”. 7 Αμέσως δε μόλις ο άγγελος που ωμιλούσε προς τον Κορνήλιον έφυγεν, εφώναξε αυτός δύο υπηρέτας του και ένα ευσεβή στρατιώτην, από εκείνους που ήσαν απεσπασμένοι εις την υπηρεσίαν του, 8 και αφού τους εξήγησε όλα όσα είδε και ήκουσε, τους έστειλε εις την Ιόππην γεμάτος ελπίδας και εμπιστοσύνην εις τα λόγια του αγγέλου. 9 Την άλλην ημέραν, ενώ εκείνοι επεζοπορούσαν και επλησίαζαν εις την πόλιν, ανέβηκε ο Πετρος εις την ταράτσα της οικίας, κατά τας δώδεκα το μεσημέρι, δια να προσευχηθή. 10 Ησθάνθη δε πείναν μεγάλην και ήθελε να φάγη. Ενώ δε εκείνοι που ήσαν στο σπίτι ετοίμαζαν τα του φαγητού, κατέλαβε τον Πετρον έκτασις, ώστε να βλέπη αποκαλύψεις Θεού. 11 Και βλέπει τον ουρανόν ανοιγμένο και να κατεβαίνη προς αυτόν ένα σκεύος, που ωμοίαζε με μεγάλο σινδόνι, δεμένον από τα τέσσερα άκρα, και το οποίον σιγά-σιγά κατέβαινε εις την γην. 12 Εις αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού. 13 Και έγινε μια φωνή προς αυτόν, η οποία του έλεγε· “Πετρε, σήκω, σφάξε και φάγε”. 14 Ο δε Πετρος απήντησε· “ποτέ και με κανένα τρόπο, δεν θα κάμω αυτό, Κυριε· διότι ποτέ έως τώρα δεν έφαγα κανένα μολυσμένον η ακάθαρτον, που το απαγορεύει ο νόμος”. 15 Και πάλιν δια δευτέραν φοράν ήλθε η φωνή προς τον Πετρον· “αυτά, που ο Θεός έχει κάμει πλέον καθαρά, συ μη τα θεωρείς μολυσμένα και ακάθαρτα”. 16 Αυτό επανελήφθη τρεις φορές και ενελήφθη πάλιν το σκεύος στον ουρανόν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ϛ´ 56 - 69


56 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. 57 καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι’ ἐμέ. 58 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων μου τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. 59 Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καπερναούμ. 60 Πολλοὶ οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον· Σκληρός ἐστιν ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; 61 εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσι περὶ τούτου οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; 62 ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον; 63 τὸ Πνεῦμά ἐστιν τὸ ζῳοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν· τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν. 64 ἀλλ’ εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν. ᾔδει γὰρ ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἰησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ τίς ἐστιν ὁ παραδώσων αὐτόν. 65 καὶ ἔλεγε· Διὰ τοῦτο εἴρηκα ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου. 66 Ἐκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ’ αὐτοῦ περιεπάτουν. 67 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα· Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν; 68 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις· 69 καὶ ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ϛ´ 56 - 69


56 Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου, ἐνώνεται μαζί μου εἰς ἕνα σῶμα καὶ συνεπῶς μένει αὐτὸς μέσα μου γινόμενος μέλος ἰδικόν μου καὶ ἐγὼ μένω εἰς τὸ ἐσωτερικόν του, τὸ ὁποῖον γίνεται ναός μου. 57 Καρπὸς δέ, τὸν ὁποῖον θὰ ἀπολαύσῃ ἀπὸ τὴν ἕνωσιν αὐτήν, θὰ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. Διότι, καθὼς μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τὴν ζωήν, καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος ἔχω ζωὴν ἀθάνατον λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Πατήρ μου ἔδωκεν αὐτήν, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μὲ τρώγει, θὰ ζήσῃ λόγῳ τοῦ ὅτι ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω τὴν ζωήν. 58 Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρτος, ποὺ πράγματι κατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Δὲν εἶναι ἄρτος καθὼς τὸ μάννα, τὸ ὁποῖον ἔφαγαν οἱ πατέρες σας καὶ διετηρήθησαν εἰς τὴν ζωὴν προσωρινῶς καὶ προσκαίρως, εἰς τὸ τέλος δὲ ἀπέθανον. Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει τὸν ἄρτον αὐτὸν τὸν πράγματι οὐράνιον, θὰ ἀναστηθῇ ἐκ τοῦ τάφου ἐνδόξως καὶ θὰ ζήσῃ αἰωνίως. 59 Ταῦτα εἶπεν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων δημοσίᾳ καὶ ἐν πλήρει συναθροίσει μέσα εἰς τὴν συναγωγὴν ἐν Καπερναούμ. 60 Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅταν ἤκουσαν αὐτά, εἶπαν· Βαρὺς καὶ ἀποκρουστικὸς εἶναι ὁ λόγος αὐτός. Ποῖος μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούῃ ἀπαθῶς καὶ χωρὶς ἀγανάκτησιν τὸν λόγον αὐτόν, διὰ τοῦ ὁποίου παρουσιάζεται ὡς ὑποχρεωτικὸν καὶ ἀπαραίτητον τὸ νὰ τρώγῃ κανεὶς σάρκα ἀνθρωπίνην; 61 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς γνώσεώς του ἀντελήφθη, ὅτι γογγύζουν δι’ αὐτὸ οἱ μαθηταὶ καὶ τοὺς εἶπε· Αὐτό, ποὺ εἶπα, σᾶς σκανδαλίζει καὶ κλονίζει τὴν πίστιν σας; 62 Ἐὰν λοιπὸν συμβῇ νὰ ἴδετε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνῃ διὰ τῆς ἀναλήψεώς του ἐκεῖ, ὅπου ἦτο προτήτερα, προτοῦ νὰ καταβῇ ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος, θὰ πιστεύσετε τότε εἰς τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ γεγονός, καὶ δὲν θὰ σκανδαλισθῆτε κλονιζόμενοι εἰς τὴν πίστιν πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος θὰ φύγῃ πλέον ἀπὸ τὰ μάτια σας διαπαντός; 63 Ἐσκανδαλίσθητε, διότι σᾶς εἶπα, ὅτι διὰ νὰ λάβετε ζωὴν αἰώνιον, πρέπει νὰ φάγετε τὴν σάρκα μου. Σᾶς προσθέτω λοιπὸν πρὸς μεγαλυτέραν διασάφησιν καὶ τὰ ἑξῆς: Τὸ θεῖον Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ ζωοποιεῖ. Καὶ ἡ σάρξ μου δίδει ζωὴν αἰώνιον, διότι συνελήφθη ἐκ τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος καὶ κατοικεῖ εἰς αὐτὴν τὸ Πνεῦμα. Πᾶσα ἅλλη σάρξ, ἐπειδὴ δὲν κατοικεῖ ἐν αὐτῇ ἡ θεότης, δὲν ὠφελεῖ τίποτε. Καὶ τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ σᾶς λέγω, ἐπειδὴ εἶναι λόγια Θεοῦ, ἔχουν μέσα των Πνεῦμα καὶ δι’ αὐτὸ μεταδίδουν ζωήν. 64 Ἀλλ’ εἶναι μερικοὶ ἀπὸ σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν εἰς τοὺς λόγους μου, καὶ δι’ αὐτό, ἀντὶ νὰ ζωοποιοῦνται, σκανδαλίζονται ἀπὸ αὐτούς. Προσέθεσε δὲ τοὺς τελευταίους τούτους λόγους ὁ Ἰησοῦς, διότι ἐξ ἀρχῆς, ἀφ’ ὅτου τὸν ἠκολούθησαν οἱ σκανδαλισθέντες μαθηταί, ἐγνώριζεν ἕνεκα τῆς ὑπερφυσικῆς του γνώσεως, ποῖοι δὲν ἐπίστευον, ἀκόμη δὲ καὶ ποῖος ἐπρόκειτο νὰ τὸν παραδώσῃ. 65 Καὶ ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς· ἐπειδὴ ἐγνώριζα, ὅτι μερικῶν ἀπὸ σᾶς θὰ ἐκλονίζετο ἡ πίστις καὶ δὲν θὰ παρέμενον μέχρι τέλους μαθηταί μου, δι’ αὐτὸ σᾶς εἶπον, ὅτι κανεὶς δὲν ἡμπορεῖ νὰ αἰσθανθῆ μέσα του, ὅτι εἶμαι ὁ Σωτὴρ καὶ ὁ Λυτρωτής, καὶ μὲ τὴν πίστιν αὐτὴν νὰ ἔλθη πρὸς ἐμέ, ἐὰν δὲν ἔχῃ δοθῇ τοῦτο εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. 66 Ἀπὸ τῆς στιγμῆς αὐτῆς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅσοι δὲν ἦσαν σταθεροί, ἔφυγαν καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὰ συνήθη των ἐπαγγέλματα, καὶ δὲν ἐπήγαιναν πλέον μαζί του εἰς τὰς περιοδείας του. 67 Συνεπείᾳ λοιπὸν τῆς ἀποχωρήσεως τούτων εἶπεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς δώδεκα· Μήπως θέλετε καὶ σεῖς νὰ φύγετε; 68 Εἰς τὴν ἐρώτησιν λοιπὸν τούτην ἀπήντησεν εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πρὸς ποῖον ἄλλον διδάσκαλον νὰ ἀπέλθωμεν; Σὺ ἔχεις λόγια, ποὺ μεταδίδουν ζωὴν αἰώνιον. 69 Καὶ ἡμεῖς οἱ δώδεκα ἔχομεν πλέον πιστεύσει καὶ ἔχομεν γνωρίσει διὰ τῆς προσωπικῆς μας πείρας, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα, ἀλλ’ ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ζωὴν καὶ μεταδίδει αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ϛ´ 56 - 69


56 Καθένας που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, ενώνεται μαζή μου στενότατα εις ένα πνευματικόν σώμα, ώστε αυτός να μένη μέσα εις εμέ και εγώ να μένω μέσα εις αυτόν και να τον μεταβάλλω εις κατοικητήριον της θεότητος. 57 Καθώς με έστειλε ο Πατήρ, ο οποίος έχει από τον ευατόν του την ζωήν και είναι η πηγή της ζωής, και εγώ ως άνθρωπος έχω ζωήν αθάνατον από τον Πατέρα, και ζω δια τον Πατέρα, έτσι και εκείνος, ο οποίος δια της θείας Ευχαριστίας με μεταλαμβάνει, θα ζήση, διότι θα πάρη από εμέ την ζωήν. 58 Αυτός που σας είπα είναι ο άρτος που έχει κατεβή από τον ουρανόν. Δεν είναι σαν το μάννα που έφαγαν οι πατέρες σας εις την έρημον και έζησαν επί ολίγα έτη και στο τέλος απέθαναν· εκείνος που τρώγει αυτόν τον άρτον θα ζήση αιωνίως”. 59 Αυτά είπεν ο Ιησούς μέσα εις την συναγωγήν της Καπερναούμ, διδάσκων τα πλήθη. 60 Πολλοί τότε από τους μαθητάς του, όταν ήκουσαν αυτά είπον· “είναι σκληρός αυτός ο λόγος· ποιός ημπορεί να τον ακούη και να τον πιστεύει; Πως είναι δυνατόν να φάγη κανείς σάρκα ανθρωπίνην;” 61 Ο Ιησούς αντελήφθη, με την θείαν του γνώσιν, ότι γογγύζουν δια το ζήτημα αυτό οι μαθηταί του και τους είπε· “αυτό σας σκανδαλίζει; 62 Εάν λοιπόν, ίδετε τον υιόν του ανθρώπου να ανεβαίνη εκεί όπου ευρίσκετο πριν λάβη σάρκα ανθρωπίνην, θα πιστεύσετε τότε στο πρωτάκουστον αυτό γεγονός; 63 Σας λέγω δε και τούτο· Το Αγιον Πνεύμα είναι εκείνο που ζωοποιεί. Η δε σαρξ μου δίδει ζωήν αιώνιον, διότι ακριβώς έχει συλληφθή από το Πνεύμα το Αγιον και κατοικεί εις αυτήν το Πνεύμα. Καθε άλλη σαρξ δεν ωφελεί τίποτε. Τα λόγια, τα οποία εγώ σας διδάσκω, είναι πνεύμα Θεού, δι' αυτό δε έχουν και μεταδίδουν ζωήν. 64 Αλλά υπάρχουν μερικοί από σας, οι οποίοι δεν πιστεύουν”. Είπε δε αυτά ο Ιησούς, διότι εγνώριζε ευθύς εξ αρχής, ποίοι είναι αυτοί που δεν πιστεύουν και ποίος είναι εκείνος, ο οποίος έμελλε να τον παραδώση. 65 Και έλεγεν ο Χριστός· “δια τούτο σας είπα ότι κανείς δεν ημπορεί να έλθη εις εμέ και να με ακολουθήση με πίστιν, εάν δεν του έχη δοθή αυτό το χάρισμα από τον Πατέρα μου”. 66 Από την ημέραν αυτήν πολλοί εκ των μαθητών του εγύρισαν εις τα σπίτια των και τας εργασίας των και δεν επήγαιναν πλέον μαζή του. 67 Λαβών αφορμήν ο Ιησούς από την αποχώρησιν εκείνων είπεν στους δώδεκα· “μήπως και σεις θέλετε να φύγετε;” 68 Απήντησε τότε εις αυτόν ο Σιμων Πετρος· “Κυριε, προς ποίον άλλον να πάμε; Μενομεν πάντοτε μαζή σου, διότι συ έχεις λόγια που δίδουν ζωήν αιωνίαν. 69 Και ημείς έχομεν πιστεύσει εις σε και έχομεν από την προσωπικήν μας πείραν γνωρίσει, ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα