❌
Κυριακή, 30 Μαρτίου 2025

Δ΄ Κυριακή των Νηστειών - Ιωάννου της Κλίμακος, Άγιος Ιωάννης συγγραφέας της Κλίμακος, Άγιος Ζαχαρίας Μητροπολίτης Κορίνθου
† ΚΥΡΙΑΚΗ Δ́ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. «Ἰωάννου ὁσίου, συγγραφέως τῆς Κλίμακος». Ἰωάννου ὁσίου, συγγραφέως τῆς «Κλίμακος» (†615).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ϛ´ 13 - 20


13 Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας· 16 ἄνθρωποι μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· 17 ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, 18 ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· 19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, 20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ϛ´ 13 - 20


13 Ὠρισμένως δὲ αἱ ἐπαγγελίαι τοῦ Θεοῦ θὰ πραγματοποιηθοῦν, διότι ὅταν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὰς ἐπαγγελίας εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὡρκίσθη, ὅτι θὰ ἐκτελέσῃ ταύτας. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανένα μεγαλύτερόν του ὁ Θεός, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ ὁρκισθῇ, ὡρκίσθη εἰς τὸν ἑαυτόν του 14 καὶ εἶπε· Ναί, ἀληθῶς θὰ σὲ εὐλογήσω μὲ τὸ παραπάνω καὶ θὰ πληθύνω πάρα πολὺ τοὺς ἀπογόνους σου. 15 Καὶ ἀφοῦ ἔτσι ἔλαβεν ὑπόσχεσιν ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἐπερίμενε μὲ ὑπομονὴν ἐπὶ χρόνους ἀρκετούς, ἐπέτυχε τὴν εὐλογίαν, ποὺ τοῦ ὑπεσχεθη ὁ Θεός, ὅσον ἐσχετίζετο αὕτη πρὸς τὸν ἐπίγειον βίον. Εἶδε δηλαδὴ ὁ Ἀβραὰμ ἀπόγονον ἐκ τῆς Σάρρας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐπληθύνθησαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ πατριάρχου εἰς ἔθνος μέγα. 16 Καὶ ὡρκίσθη ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἑαυτόν του, διότι οἰ μὲν ἄνθρωποι ὁρκίζονται εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους καὶ ὁ ὅρκος γίνεται ἀπὸ αὐτούς, διὰ νὰ δοθῇ τέλος καὶ παῦσις εἰς πᾶσαν μεταξύ των ἀντιλογίαν καὶ ἀμφισβήτησιν πρὸς βεβαίωσιν τῶν λεγομένων. 17 Δι’ αὐτό, ἐπειδὴ μὲ τὸν ὅρκον ἀποκλείεται κάθε ἀμφιβολία καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ δείξῃ καθαρὰ καὶ μὲ μεγαλυτέραν βεβαιότητα εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ ἐκληρονόμουν τὰς ἐπαγγελίας, ὅτι ἦτο ἀμετάκλητος καὶ ἀμετάθετος ἡ ἀπόφασίς του νὰ ἐκτελέσῃ ὅσα ὑπεσχέθη, ἐδέχθη ἀπὸ ἄκραν συγκατάβασιν καὶ ἀγαθότητα νὰ μεσολαβήσῃ ὅρκος εἰς τοὺς λόγους του. 18 Καὶ ἐδέχθη τὴν μεσολάβησιν τοῦ ὅρκου, ὥστε μὲ δύο πράγματα στερεὰ καὶ ἀμετακίνητα, δηλαδὴ μὲ τὴν ὑπόσχεσίν του καὶ μὲ τὸν ὅρκον του, εὶς τὰ ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατον νὰ ψευσθῇ ὁ Θεός, νὰ ἔχωμεν ἡμεῖς ποὺ κατεφύγαμεν εἰς αὐτόν, μεγάλην ἐνθάρρυνσιν καὶ προτροπὴν καὶ στήριγμα διὰ νὰ κρατήσωμεν τὴν ἐλπίδα, ποὺ εὑρίσκεται ἐμπρός μας. 19 Ταύτην τὴν ἐλπίδα ἔχομεν σὰν ἄγκυραν τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀσφαλίζει ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους καὶ εἶναι βεβαία καὶ ἀμετακίνητος καὶ εἰσέρχεται εἰς τὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον εἰκονίζει ὁ ἱερὸς τόπος τῆς σκηνῆς καὶ τοῦ ναοῦ, ποὺ ἐξετείνετο πάρα μέσα ἀπὸ τὸ καταπέτασμα καὶ ἐλέγετο Ἅγια Ἁγίων. 20 Ἐκεῖ, εἰς τὸν οὐρανὸν πρόδρομος χάριν ἠμῶν, διὰ νὰ μᾶς ἀνοίξῃ τὸν δρόμον καὶ μᾶς ἑτοιμάσῃ τόπον, ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη Ἀρχιερεὺς ὄχι προσωρινός, ἀλλ’ αἰώνιος κατὰ τὴν τάξιν τοῦ Μελχισεδέκ.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ϛ´ 13 - 20


13 Εις δε τον Αβραάμ, όταν είχε δώσει ο Θεός τας μεγάλας υποσχέσεις, επειδή δεν είχε κανένα μεγαλύτερόν του-εφ' όσον αυτός είναι ο μόνος απειροτέλειος-δια να ορκισθή και να βεβαιώση έτσι κατά τον απόλυτον τρόπον τον Αβραάμ, ότι ασφαλώς και βεβαίως θα τας εκπληρώση, ωρκίσθη στον εαυτόν του 14 λέγων· “αληθώς και βεβαίως θα σε ευλογήσω πλουσίως και θα αυξήσω εις πλήθος πολύ και αναρίθμητον τους απογόνους σου”. 15 Και έτσι ο Αβραάμ επίστευσεν στον Θεόν, επερίμενε με ακλόνητον αναμονήν, και επέτυχε την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως, (διότι αφ' ενός μεν απέκτησε υιόν εκ της Σαρρας, τον Ισαάκ, γενάρχην και αρχηγόν έθνους, εφ' ετέρου δε από την χώραν των πνευμάτων είδε την ενανθρώπησιν του Υιού του Θεού, του ευλογημένου Σωτήρος των ανθρώπων). 16 Διότι οι άνθρωποι ορκίζονται συνήθως στον Θεόν, τον μεγαλύτερον από όλους, και δίδεται όρκος, δια να σταματήση κάθε αντιλογία μεταξύ των και δια να επιβεβαιωθούν επισήμως τα λεγόμενα. 17 Δι' αυτό και ο Θεός, επειδή ήθελε με μεγαλυτέραν βεβαιότητα να δείξη στους κληρονόμους των υποσχέσεών του το αμετάκλητον και αμετακίνητον της αποφάσεως του, συγκατέβη να χρησιμοποιήση ως μέσον επιβεβαιώσεως τον όρκον. 18 Και έτσι με δύο πράγματα, τα οποία είναι αμετάκλητα και αμετακίνητα, δηλαδή με την υπόσχεσίν του και τον όρκον του, εις τα οποία είναι εντελώς αδύνατον να ψευσθή ποτέ ο Θεός, να έχωμεν την βεβαιότητα και το στήριγμα να κρατήσωμεν την ελπίδα, η οποία μας έχει προσφερθή. 19 Αυτήν δε την ελπίδα την έχομεν σαν άγκυραν της ψυχής ασφαλή και σταθεράν, η οποία εισέρχεται και μας κρατεί σταθερά ηνωμένους προς τον ουρανόν, τον οποίον ουρανόν εσυμβόλιζε το εκείθεν από το παραπέτασμα της σκηνής του μαρτυρίου τμήμα, τα Αγια των Αγίων. 20 Εις τον ουρανόν δε πρωτοπόρος χάρις ημών εισήλθεν ο Ιησούς, γενόμενος αρχιερεύς κατά τον τύπον του Μελχισεδεκ, όχι προσωρινός, αλλά αιώνιος.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 17 - 31


17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ’ ἡμᾶς. 23 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ’ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. 30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 17 - 31


17 Καὶ ἀπεκρίθη ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ εἶπε· Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τὸν υἱόν μου, ποὺ ἔχει καταληφθῇ ἀπὸ πνεῦμα πονηρόν, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐπῆρε καὶ τὴν λαλιάν. 18 Καὶ εἰς ὅποιο μέρος τὸν πιάσῃ, τὸν ρίπτει κάτω καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια του καὶ γίνεται ξηρὸς καὶ ἀναίσθητος. Καὶ εἶπα εἰς τοὺς μαθητάς σου νὰ τὸ βγάλουν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν. 19 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν καὶ εἶπεν· Ὦ γενεά, ποὺ τόσα θαύματα εἶδες καὶ εἶσαι ἀκόμη ἄπιστος, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ. Καὶ τὸν ἔφεραν εἰς αὐτόν. 20 Καὶ ὅταν τὸ πονηρὸν πνεῦμα εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἀμέσως ἐτάραξε μὲ σπασμοὺς τὸν νέον, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔπεσεν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐκυλίετο καὶ ἔβγαζεν ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα. 21 Καὶ ἠρώτησεν ὁ Κύριος τὸν πατέρα του· Πόσος καιρὸς εἶναι ἀφ’ ὅτου τοῦ συνέβη τοῦτο; Ἐκεῖνος δὲ εἶπεν· Ἀπὸ μικρὸ παιδί. 22 Καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἔρρινε καὶ εἰς φωτιὰ καὶ εἰς νερά, διὰ νὰ τὸν θανατώσῃ. Ἀλλ’ ἐὰν μπορῇς νὰ κάμῃς τίποτε, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας. 23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε τοῦτο· Ἐὰν ἠμπορῇς σὺ νὰ πιστεύσῃς, ὅλα εἶναι δυνατὰ εἰς ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει. 24 Καὶ ἀμέσως ἐφώναξεν ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μὲ δάκρυα καὶ εἶπε· Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ μὲ βοηθήσῃς. Βοήθησέ με νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστίαν μου καὶ ἀναπλήρωσε σὺ τὴν ἔλλειψιν τῆς πίστεώς μου. 25 Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ἔτρεχεν ἐκεῖ καὶ ἐμαζεύετο πολὺς λαός, ἐπέπληξε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ εἶπεν εἰς αὐτό· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κουφόν, ἐγὼ σὲ διατάσσω, ἔβγα ἀπὸ αὐτὸν καὶ μὴν ἔμβῃς πλέον εἰς αὐτόν. 26 Καὶ ἀφοῦ ἐφώναξε τὸ πονηρὸν πνεῦμα καὶ τὸν ἐσπάραξε πολύ, ἐβγῆκε. Καὶ ἔγινεν ὁ νέος σὰν νεκρός, ὥστε ἔλεγαν πολλοί, ὅτι ἀπέθανε. 27 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἀφοῦ τὸν ἔπιασεν ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσε καὶ ἐκεῖνος ἐστάθη ὄρθιος. 28 Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ἐμβῆκεν εἰς κάποιο σπίτι, τὸν ἠρώτων ἰδιαιτέρως οἱ μαθηταί του· Διατὶ ἡμεῖς δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ βγάλωμεν τὸ πονηρὸν πνεῦμα; 29 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν βγαίνει μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μὲ προσευχὴν συνοδευομένην καὶ μὲ νηστείαν, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται μὲ διάνοιαν ὅσον τὸ δυνατὸν ἐλαφροτέραν καὶ περισσότερον προσηλωμένην εἰς τὸν Θεόν. 30 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπ’ ἐκεῖ, ἐπήγαιναν ἀθόρυβα διὰ τῆς Γαλιλαίας ἀκολουθοῦντες τὴν δυτικὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ δὲν ἤθελε νὰ τοὺς μάθῃ κανείς, ὅτι διέβαιναν. 31 Τοῦτο δὲ διότι ἤθελε νὰ εἶναι μόνος του μετὰ τῶν μαθητῶν του, τοὺς ὁποίους συστηματικῶς πλέον ἐδίδασκε καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς, ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, παραδίδεται μετ’ ὀλίγον εἰς τὰ χέρια ἀνθρώπων, καὶ θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ ἀφοῦ θανατωθῇ, τὴν τρίτην ἡμέραν ἀπὸ τοῦ θανάτου του θὰ ἀναστηθῇ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 17 - 31


17 Και λαβών τον λόγον ένας από το πλήθος είπε· “Διδάσκαλε, έφερα προς σε το παιδί μου, που έχει καταληφθή από πονηρόν πνεύμα, το οποίον του έχει αφαιρέσει την λαλιάν. 18 Και εις όποιον τόπον το καταλάβει, το συγκλονίζει και το ρίπτει κάτω και το κάνει να αφρίζη, να τρίζη τα δόντια του και να μένη ξηρόν και αναίσθητον. Και είπα στους μαθητάς σου να διώξουν αυτό το πονηρόν πνεύμα, και δεν ημπόρεσαν”. 19 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτόν και είπε· “ω γενεά, που μένεις ακόμη άπιστος, παρ' όλα τα θαύματα που έχεις ιδή· έως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέχωμαι; Φερτε αυτόν σε μένα”. Και έφεραν πράγματι το δαιμονιζόμενο παιδί. 20 Και το πνεύμα το πονηρόν, μόλις είδε τον Ιησούν, αμέσως συνεκλόνισε με σπασμούς τον νέον, ο οποίος αφού έπεσε εις την γην, εκυλίετο και έβγαζε αφρούς. 21 Και ηρώτησε ο Κυριος τον πατέρα του νέου· “πόσος καιρός είναι από τότε που συνέβη αυτό;” Και εκείνος είπε· “από την παιδικήν του ηλικίαν. 22 Και πολλές φορές τον έρριξεν εις την φωτιά και εις τα νερά, δια να τον εξοντώση. Αλλ' εάν ημπορής να κάμης τίποτε, σπλαγχνίσου μας και βοήθησέ μας”. 23 Ο δε Ιησούς του είπε τούτο· “εάν συ ημπορής να πιστεύσης, τότε όλα είναι κατορθωτά στον πιστεύοντα”. 24 Και αμέσως πατήρ του παιδίου με δάκρυα εις τα μάτια έκραξε και είπε· “πιστεύω, Κυριε, βοήθησέ με να ελευθερωθώ από την ολιγοπιστίαν και να αποκτήσω ζωντανήν πίστιν”. 25 Επειδή δε ο Ιησούς είδε ότι λαός έτρεχε από τα διάφορα μέρη και εμαζεύετο εκεί, επέπληξε το ακάθαρτον πνεύμα και του είπε· “το πνεύμα το άλαλον και το κωφόν, εγώ σε διατάσσω, έβγα από αυτόν και ποτέ πλέον να μη ξαναεισέλθης εις αυτόν”. 26 Και το πνεύμα το πονηρόν αφού έκραξε και συνεκλόνισε παρά πολύ τον νέον, εβγήκε. Και έμεινε ο νέος σαν πεθαμένος, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε. 27 Ο δε Ιησούς τον επιασε από το χέρι, τον εσήκωσε και εκείνος εστάθη όρθιος. 28 Οταν δε εισήλθεν ο Κυριος εις ένα σπίτι, οι μαθηταί του τον ερωτούσαν ιδιαιτέρως· “διατί ημείς δεν ημπορέσαμεν να διώξωμε το ακάθαρτον πνεύμα;” 29 Και εκείνος τους είπεν· “αυτό το γένος των δαιμονίων με τίποτε άλλο δεν διώχνεται, παρά μόνον με προσευχήν και νηστείαν”. 30 Και αφού ανεχώρησαν από εκεί, επροχωρούσαν από απόμερους δρόμους δια μέσου της Γαλιλαίας και δεν ήθελε να μάθη κανείς δια την διάβασίν του αυτήν. 31 Και τούτο, διότι εδίδασκε τους μαθητάς του ιδιαιτέρως και τους επληροφορούσε, ότι ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χέρια μοχθηρών ανθρώπων, οι οποίοι και θα τον θανατώσουν, και αφού θανατωθή, την τρίτην ημέραν θα αναστηθή.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ζ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 1 - 10


1 Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. 2 τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. 3 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. 4 ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, 5 καὶ παρακύψας βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. 6 ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, 7 καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. 8 τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε καὶ ἐπίστευσεν· 9 οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. 10 ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ζ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 1 - 10


1 Αφοῦ δὲ ἐπέρασε τὸ Σάββατον, κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον πρωΐ, ὅταν ἦτο ἀκόμη σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος, ποὺ ἔφρασσε τὴν εἴσοδον τοῦ τάφου, ἦτο σηκωμένος ἀπὸ τὸ μνῆμα. 2 Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοικτόν, τρέχει καὶ ἔρχεται εἰς τὸν Σίμωνα Πέτρον καὶ εἰς τὸν ἄλλον μαθητήν, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐπῆραν τὸν Κύριον ἀπὸ τὸ μνημεῖον καὶ δὲν ἠξεύρομεν, ποὺ τὸν ἔβαλαν. 3 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστον αὐτὴν εἴδησιν, ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σπίτι, ποὺ ἔμενεν, ὁ Πέτρος, μαζὶ δὲ μὲ αὐτὸν ἐβγῆκε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. 4 Ἔτρεχαν δὲ καὶ οἱ δύο μαζί, ἀλλ’ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὡς νεώτερος ἔτρεξεν ἐμπρὸς γρηγορώτερα ἀπὸ τὸν Πέτρον καὶ ἔφθασε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον. 5 Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε, βλέπει ἀπ’ ἔξω τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι κατὰ γῆς, λόγῳ ὅμως τῆς μεγάλης συγκινήσεώς του δὲν ἐπροχώρησε νὰ ἔμβῃ μέσα. 6 Ἐνῷ λοιπὸν ἐπερίμενεν ἀπ’ ἔξω, ἔρχεται καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα ἀπὸ αὐτὸν καὶ θαρραλέος καὶ ὁρμητικός, καθὼς ἦτο ἀπὸ χαρακτῆρος, ἐμβῆκεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ παρετήρησεν ἐκ τοῦ πλησίον, ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦσαν κατὰ γῆς καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως ἦτο φυσικὸν νὰ συμβῇ, ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε κλαπῇ. 7 Παρετήρησεν ἀκόμη, ὅτι τὸ φακιόλιον, μὲ τὸ ὁποῖον εἶχαν σκεπάσει τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦτο ἀτάκτως ἀνακατευμένον μὲ τοὺς ἐπιδέσμους, ἀλλὰ μὲ τάξιν, ποὺ δὲν ἐπρόδιδε βίαν καὶ σπουδήν, ἦτο τυλιγμένον χωριστὰ κάπου ἐκεῖ. 8 Τότε λοιπὸν παρακινηθεὶς ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου ἐμβῆκε μέσα καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, ποὺ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνῆμα, καὶ εἶδε ταῦτα ἐκ τοῦ πλησίον καὶ αὐτὸς καὶ ἐπίστευσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη. 9 Δὲν ἐπίστευσε δὲ προτήτερα, ἀλλὰ μόλις τώρα, ποὺ εἶδεν ἀδειανὸν τὸν τάφον, διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν ἐγνώριζαν ἀκόμη τὴν ἀληθῆ ἔννοιαν τῶν προφητειῶν τῆς Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ αὐτὰς ἔπρεπεν αὐτὸς νὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν. 10 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξήτασαν τὸν τάφον καὶ ἐπείσθησαν, ὅτι πᾶσα ἅλλη ἔρευνα ἦτο περιττή, ἐπέστρεψαν πάλιν εἰς τὰ καταλύματά των οἱ μαθηταί.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ζ´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 1 - 10


1 Κατά την πρώτην ημέραν του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακήν, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνημείον, ενώ ακόμη ήτο σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος, που έκλειε την θύραν του μνημείου, ήτο σηκωμένος από εκεί. 2 Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται στον Σιμωνα Πετρον και στον άλλον μαθητήν, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς, και λέγει εις αυτούς· “επήραν τον Κυριον από το μνημείον και δεν ξέρομεν που τον έχουν βάλει”. 3 Εβγήκε τότε ο Πετρος και ο άλλος μαθητής από το σπίτι και ήρχοντο στο μνημείον. 4 Ετρεχαν δε και οι δύο μαζή. Ο άλλος μαθητής, σαν νεώτερος, έτρεξε ταχύτερα εμπρός από τον Πετρον και ήλθε πρώτος στο μνημείον. 5 Και αφού έσκυψε απ' έξω, είδε τις λωρίδες από τα σινδόνια, με τα οποία είχαν σαβανώσει το σώμα, να είναι κατά γης. Από σεβασμόν όμως προς τον τάφον δεν εισήλθεν στο μνημείον. 6 Ερχεται, λοιπόν, ύστερα από αυτόν ο Σιμων Πετρος και εμπήκεν στο μνημείον και είδε ότι αι λωρίδες του σαβάνου ήσαν καταγής. 7 Και η πετσέτα, με την οποίαν είχαν σκεπάσει την κεφαλήν του Ιησού, δεν ήτο μαζή με τας λωρίδας, αλλά χωριστά, κάπου εκεί τυλιγμένη με προσοχήν. 8 Τοτε λοιπόν, εμπήκε και ο άλλος μαθητής, ο οποίος είχεν έλθει πρώτος στο μνημείον και είδε από κοντά αυτά τα παράδοξα και επίστευσεν, ότι δεν είχε κλαπή το σώμα, αλλ' ότι είχεν αναστηθή ο Ιησούς. 9 Διότι έως τότε δεν είχαν ακόμη γνωρίσει και καλά εννοήσει την Αγίαν Γραφήν, η οποία είχε προφητεύσει ότι πρέπει ο Χριστός να αναστηθή εκ νεκρών. 10 Εφυγαν, λοιπόν, πάλιν οι μαθηταί και εγύρισαν στο κατάλυμά των.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος