❌
Παρασκευή, 14 Φεβρουαρίου 2025

Όσιος Αυξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει, Όσιος Μάρων, Άγιος Νικόλαος ο Τραπεζούντιος
Αὐξεντίου ὁσίου (†470). Ἀβραὰμ (ε΄ αἰ.) καὶ Μάρωνος (δ΄ αἰ.) τῶν ὁσίων.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Α' Β´ 7 - 17


7 Ἀδελφοί, οὐκ ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ἀλλ’ ἐντολὴν παλαιὰν, ἣν εἴχετε ἀπ’ ἀρχῆς· ἡ ἐντολὴ ἡ παλαιά ἐστιν ὁ λόγος ὃν ἠκούσατε ἀπ’ ἀρχῆς. 8 πάλιν ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ὅ ἐστιν ἀληθὲς ἐν αὐτῷ καὶ ἐν ὑμῖν, ὅτι ἡ σκοτία παράγεται καὶ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἤδη φαίνει. 9 ὁ λέγων ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῶν, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶν ἕως ἄρτι. 10 ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει, καὶ σκάνδαλον ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν· 11 ὁ δὲ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶ καὶ ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καὶ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει, ὅτι ἡ σκοτία ἐτύφλωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ. 12 Γράφω ὑμῖν, τεκνία, ὅτι ἀφέωνται ὑμῖν αἱ ἁμαρτίαι διὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ. 13 γράφω ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ’ ἀρχῆς. γράφω ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρόν. ἔγραψα ὑμῖν, παιδία, ὅτι ἐγνώκατε τὸν πατέρα. 14 ἔγραψα ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ’ ἀρχῆς. ἔγραψα ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι ἰσχυροί ἐστε καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν ὑμῖν μένει καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν. 15 μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρὸς ἐν αὐτῷ· 16 ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ πατρὸς, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί. 17 καὶ ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Α' Β´ 7 - 17


7 Ἄδελφοί, δὲν σᾶς γράφω ἐντολὴν νέαν, ἀλλὰ τὴν ἐντολὴν τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποῖα εἶναι παλαιὰ καὶ τὴν ὁποῖαν εἴχατε ἐξ ἀρχῆς τῆς χριστιανικῆς ἐπιστροφῆς καὶ ζωῆς σας· ἡ ἐντολὴ ἡ παλαιὰ εἶναι τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα, ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἠκούσατε καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι κήρυγμα ἀγάπης. 8 Ἀλλ’ ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ἡ παλαιὰ εἶναι συγχρόνως καὶ ἐντολὴ νέα. Καὶ νέαν λοιπὸν ἐντολὴν σᾶς γράφω. Ὅτι δὲ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης εἶναι καὶ νέα ἐντολή, ἀποδεικνύεται ἀληθὲς τόσον ἐν τῷ προσώπω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐδίδαξε καὶ ἐφήρμοσεν αὐτὴν ὑπὸ νέαν τελείαν μορφήν, ὅσον καὶ ἐν τῷ προσώπῳ ὑμῶν τῶν Χριστιανῶν, εἰς τὸν βίον τῶν ὁποίων παρουσιάζονται τὰ νέα ἐξαίρετα ἀποτελέσματά της. Καὶ εἶναι ὄντως ἐξαίρετα τὰ ἀποτελέσματα ταῦτα. Διότι τὸ ἠθικὸν σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης φεύγει καὶ τὸ πνεῦμα καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, φωτίζει τώρα τὸν κόσμον. 9 Ἐκεῖνος ποὺ λέγει, ὅτι ζῇ μέσα εἰς το ἠθικὸν φῶς, συγχρόνως ὅμως μισεῖ τὸν ἀδελφόν του Χριστιανόν, αὐτὸς ἀκόμη καὶ τώρα, ὁπότε τὸ ἀληθινὸν φῶς φωτίζει, εὑρίσκεται μέσα εἰς το ἠθικὸν σκότος. 10 Μόνον ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν του μένει μέσα εἰς το ἠθικὸν φῶς καὶ οὔτε δίδει ἀφορμὴν σκανδάλου καὶ πτώσεως εἰς τὸν ἀδελφόν του, οὔτε αὐτὸς πικραίνεται ἢ ὅπωσδήποτε σκανδαλίζεται ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του. 11 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφόν του, εἶναι βυθισμένος εἰς τὸ πνευματικὸν καὶ ἠθικὸν σκότος καὶ ἡ συμπεριφορά του εἶναι συμπεριφορὰ σκοτεινὴ καὶ ἔνοχος. Καὶ ὅμοιος πρὸς τυφλὸν δὲν ξεύρει ποῦ πηγαίνει καὶ κινδυνεύει νὰ χαθῇ, διότι τὸ ἠθικὸν σκότος τῆς ἁμαρτίας ἐτύφλωσε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του. 12 Σᾶς γράφω, παιδάκια μου, τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν, διότι ἔχουν συγχωρηθῆ αἱ ἁμαρτίαι σας διὰ τῆς πίστεως εἰς το ὄνομά Του. 13 Γράφω εἰς σᾶς, ποὺ διὰ τὴν ἡλικίαν σας καὶ διὰ τὴν χριστιανικήν σας πεῖραν ἀξίζει νὰ ὀνομάζεσθε πατέρες, διότι λόγω τῆς προόδου σας εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωὴν ἔχετε γνωρίσει καλὰ τὸν Λόγον, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐξ ἀρχῆς καὶ ἀνάρχως πρὸς τὸν Πατέρα. Γράφω εἰς σᾶς, νεώτεροι, διότι ἔχετε νικήσει τὸν πονηρὸν κατὰ τοὺς διαφόρους πειρασμοὺς τῆς νεαρᾶς σας ἡλικίας. Σᾶς ἔγραψα, παιδιά μου, διότι ἔχετε γνωρίσει διὰ τῆς πείρας καὶ τῆς στενῆς σχέσεως τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα. 14 Σᾶς ἔγραψα, πατέρες, διότι ἔχετε γνωρίσει καλὰ τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει ἀπ’ ἀρχῆς ἀϊδίως. Σᾶς ἔγραψα, νέοι, διότι, παρὰ τὸ ἄωρον τῆς ἡλικίας σας, εἶσθε πνευματικῶς ἰσχυροὶ καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μένει μέσα σας καὶ ἔχετε νικήσει τὸν πονηρόν, ποὺ ἰδιαιτέρως ἐπιβουλεύεται τὴν νεότητα. 15 Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν μάταιον καὶ μακρὰν τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμενον κόσμον, μηδὲ τὰς ἐν τῷ κόσμω ἀπολαύσεις, ποὺ ἀποχωρίζουν τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐὰν κανεὶς ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, ἡ πρὸς τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα ἀγάπη δὲν ὑπάρχει μέσα του. 16 Καὶ δὲν ἔχει ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ἀγάπην πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, διότι κάθε τι ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸν μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμον, ἤτοι ἡ ἐπιθυμία τῆς διεφθαρμένης φύσεως καὶ σαρκὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἐπιθυμία, ποὺ μᾶς προκαλοῦν, τὰ μάτια μας, καὶ ἡ ἀλαζονική ἐπίδειξις, είς τὴν ὁποίαν σπρώχνουν τἆ πλούτη, ὅλα αὐτὰ δὲν εναι ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, ἀλλ'εἶναι ἀπὸ τὸν μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμον. 17 Καὶ ὁ μάταιος κόσμος παρέρχεται, καθὼς περνὰ καὶ ἡ ἐπιθυμία, τὴν ὁποίαν τὰ ἀγαθὰ καὶ αἱ ἀπολαύσεις του προκαλοῦν. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μένει αἰωνίως καὶ δὲν παρέρχεται.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Α' Β´ 7 - 17


7 Αδελφοί, δεν σας γράφω νέαν, άγνωστον εντολήν, αλλ' εντολήν παλαιάν, την οποίαν έχετε ακούσει από την αρχήν, που επιστεύσατε και επιστρέψατε προς τον Χριστόν. Και η εντολή αυτή η παλαιά είναι το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που έχετε ακούσει εξ αρχής, και το οποίον είναι κήρυγμα αγάπης. 8 Αλλά πάλιν την παλαιάν εντολήν σας την γράφω τώρα και ως νέαν, όπως και πράγματι είναι. Και αυτό φαίνεται τόσον δια του Ιησού Χριστού, ο οποίος την εδίδαξε και την εφήρμοσε στον τέλειον βαθμόν, φαίνται και από σας, που την εφαρμόζετε μεταξύ σας. Αυτή δε η αγάπη δε τα λαμπρά της αποτελέσματα μας πληροφορεί, ότι το σκότος της πλάνης και της αμαρτίας παρέρχεται, το δε αληθινόν φως της γνώσεως και της αρετής φωτίζει τώρα τον κόσμον. 9 Εκείνος όμως που λέγει, ότι υπάρχει και ζη μέσα εις αυτό το φως, αλλά μισεί τον αδελφόν του, αυτός μέχρι της ώρας που ευρίσκεται μέσα εις μίαν τέτοια καταστάση ζη όχι στο φως, αλλά μέσα στο σκοτάδι. 10 Εξ αντιθέτου, εκείνος που αγαπά ειλικρινώς τον αδελφόν του, αυτός μένει πράγματι και ζη στο φως του Χριστού και ούτε σκάνδαλον γίνεται αυτός δια τον άλλον ούτε ο ίδιος σκανδαλίζεται και πικραίνεται εκ μέρους των άλλων. 11 Οποιος όμως μισεί τον αδελφόν του, ευρίσκεται μέσα στο σκοτάδι, φέρεται δε και ενεργεί κατά τρόπον σκοτεινόν και αμαρτωλόν, και δεν γνωρίζει που πηγαίνει, αλλά σαν τυφλός περιπλανάται, διότι το σκότος της αμαρτωλής ζωής έχει τυφλώσει τα μάτια της ψυχής του. 12 Παιδάκια μου, αγαπητά μου παιδιά, σας γράφω αυτά σαν πιστοί Χριστιανοί που είσθε, έχουν συγχωρηθή αι αμαρτίαι σας δια της πίστεώς σας στο όνομα του Ιησού Χριστού. 13 Γράφω εις σας, τους προωδευμένους χριστιανούς, που δια την ηλικίαν και την χριστιανικήν σας ζωήν σας ταιριάζει να λέγεσθε πατέρες, διότι έχετε γνωρίσει καλά τον προ πάσης αρχής αιώνιον λόγον του Θεού. Γράφω εις σας, νέοι, διότι έχετε νικήσει τον πονηρόν στους διαφόρους πειρασμούς, που σας έχει φέρει. Εχω γράψει εις σας παιδιά μου, διότι εγνωρίσατε τον Θεόν Πατέρα, όχι μόνον από την θεωρητικήν διδασκαλίαν, αλλά και από την προσωπικήν σας δια της πίστεως και της αρετής πείραν. 14 Σας έγραψα, πατέρες, διότι έχετε γνωρίσει τον προαιώνιον Λογον του Θεού, τον Χριστόν. Σας έγραψα, νέοι, διότι είσθε ισχυροί εις την πνευματικήν ζωήν και ο λόγος του Θεού μένει μέσα σας και καρποφορεί και έχετε νικήσει τον πονηρόν. 15 Μη αγαπάτε τον αμαρτωλόν κόσμον ούτε τας ματαίας απολαύσεις και τας αμαρτωλάς τέρψεις, που υπάρχουν στον κόσμον και αι οποίαι χωρίζουν τον άνθρωπον από τον Θεόν. Εάν κανείς αγαπά τον κόσμον της αμαρτίας, η αγάπη του Θεού Πατρός, δεν υπάρχει μέσα του. 16 Διότι κάθε τι που υπάρχει μέσα στον μακράν του Θεού κόσμον, όπως παραδείγματος χάριν είναι η διεφθαρμένη σαρκική επιθυμία, η αμαρτωλή επιθυμία που εισέρχεται εις την καρδίαν από τα απρόσεκτα μάτια και η αλαζονεία του βίου, αυτά δεν είναι από τον Θεόν και Πατέρα, αλλά προέρχονται από τον αμαρτωλόν κόσμον. 17 Και ο μάταιος και αμαρτωλός αυτός κόσμος παρέρχεται, όπως και η επιθυμία που γεννούν αι προκλητικαί τέρψστου. Εκείνος όμως που τηρεί το θέλημα του Θεού έχει την αιώνιον ζωήν και μένει αιωνίως κοντά στον Θεόν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΔ´ 3 - 9


3 Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς, καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς. 4 ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς ἑαυτούς λέγοντες· Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; 5 ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο αὐτῇ. 6 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄφετε αὐτήν· τί αὐτῇ κόπους παρέχετε; καλὸν ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί. 7 πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, καὶ ὅταν θέλητε δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι· ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. 8 ὃ ἔσχεν αὕτη ἐποίησε· προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν. 9 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΔ´ 3 - 9


3 Καὶ ὅταν αὐτὸς ἦτο ἐν τῇ Βηθανίᾳ εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, τὴν ὥραν ποὺ ἦτο γερμένος εἰς τὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγεν, ἦλθε μία γυναῖκα, ποὺ εἶχε ἀγγεῖον ἀπὸ ἀλάβαστρον γεμᾶτο μύρον κατασκευασμένον ἀπὸ νάρδον γνησίαν καὶ ἀνόθευτον, πολὺ ἀκριβήν. Καὶ ἀφοῦ ἔσπασε τὸ ἀλαβάστρινον ἀγγεῖον, ἔχυσε τὸ μύρον εἰς τὴν κεφαλήν του. 4 Ἦσαν δὲ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς, οἱ ὁποῖοι μεταξύ τους καὶ ἰδιαιτέρως ἀγανακτοῦσαν καὶ ἔλεγαν: Διατὶ ἔγινεν ἡ ἄσκοπος καὶ χαμένη σπατάλη τοῦ πολυτίμου αὐτοῦ μύρου; 5 Διότι μποροῦσε τὸ μύρον αὐτὸ νὰ πωληθῇ παραπάνω ἀπὸ τριακόσια δηνάρια καὶ τὸ ἀντίτιμόν του νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς. Καὶ τὴν ἐμάλωναν. 6 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπεν· Ἀφήσατέ την. Διατὶ τὴν ἐνοχλεῖτε; Μὴ τὴν στενοχωρῆτε, διότι καλὸν καὶ ἀξιέπαινον ἔργον ἔκαμεν εἰς ἐμέ. 7 Διότι τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε μαζί σας, καὶ ὅταν θέλετε ἠμπορεῖτε νὰ τοὺς εὐεργετήσετε. Ἐμὲ ὅμως δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε μαζί σας. 8 Ἐκεῖνο ποὺ εἶχεν ἡ γυναῖκα αὐτὴ καὶ ἐξηρτᾶτο ἀπὸ αὐτὴν νὰ κάμῃ δι’ ἐμέ, τὸ ἔκαμεν. Ἐπρόλαβε νὰ ἀλείψῃ μὲ μῦρον τὸ σῶμα μου διὰ νὰ τὸ ἑτοιμάσῃ πρὸς ταφήν. Χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνῃ ἡ γυναῖκα αὐτή, ἀποδίδει εἰς ἐμέ, ἐνῷ ἀκόμη ζῶ, τὰς τιμὰς τῆς ταφῆς μου, ποὺ θὰ γίνῃ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας. 9 Ἀληθῶς σᾶς λέγω, εἰς ὅποιο μέρος ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον αὐτό, θὰ διαλαληθῇ καὶ αὐτὸ ποὺ ἔκαμεν αὐτή, διὰ νὰ διατηρῆται ἀλησμόνητος ἡ μνήμη τῆς γυναικὸς αὐτῆς, ἡ ὁποία μὲ τόσην ἀφοσίωσιν καὶ μὲ τόσην θυσίαν ἐξεδήλωσε τὴν πρὸς ἐμὲ ἀγάπην της.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΔ´ 3 - 9


3 Και όταν αυτός ευρίσκετο εις την Βηθανίαν, στο σπίτι Σιμωνος του λεπρού, την ώραν που είχε γείρει και έτρωγε στο ταπέζι ήλθε μια γυναίκα, που εκρατούσε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον κατασκευασμένον από γνησίαν και πολύτιμον νάρδον. Και αφού έσπασε το αλαβάστρινο δοχείον έχυνε πλούσια όλο το μύρο επάνω εις την κεφαλήν του. 4 Μερικοί από τους μαθητάς εκυριεύθησαν από αγανάκτησιν και έλεγαν μεταξύ των· “διατί έγινε αυτή η άσκοπος σπατάλη του πολυτίμου αυτού μύρου; 5 Διότι ημπορούσε τούτο το μύρον να πωληθή περισσότερο από τριακόσια δηνάρια και να δοθούν τα χρήματα αυτά στους πτωχούς”· Και επέπλητταν την γυναίκα. 6 Ο δε Ιησούς είπεν· “αφήσατέ την· διατί την ενοχλείτε και την στενοχωρείτε; Αυτή καλόν και αξιέπαινον έργον έκαμε εις εμέ. 7 Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε κοντά σας και όταν θέλετε, ημπορείτε να τους ευεργετήσετε. Εμὲ όμως δεν με έχετε πάντοτε μαζή σας. 8 Αυτή δε η γυναίκα εκείνο που είχε και ημπορούσε να κάμη δι' εμέ, το έκαμε. Επρόλαβε να αλείψη το σώμα μου με μύρον, δια να το προετοιμάση προς ενταφιασμόν. Και τούτο χωρίς η ιδία να το εννοήσει. 9 Σας διαβεβαιώνω, ότι όπου εάν κηρυχθή, εις όλον τον κόσμον, τούτο το Ευαγγέλιον, θα διαλαληθή συγχρόνως και αυτό που έκαμεν αυτή, δια να μένη αλησμόνητη η ανάμνησίς της προς δόξαν και τιμήν της”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα