ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Γ´ 1 - 10
1 Αδελφοί μου, μὴ παίρνετε πολλοὶ τὴν θέσιν τοῦ διδασκάλου, διότι γνωρίζετε ὅτι ἡμεῖς ποὺ διδάσκομεν, θὰ κριθῶμεν αὐστηρότερα καὶ συνεπῶς θὰ λάβωμεν μεγαλυτέραν τιμωρίαν.
2 Θὰ τιμωρηθῶμεν δὲ αὐστηρότερα, διότι ὅλοι πταίομεν εἰς πολλὰς περιπτώσεις, ἐξ ὅλων δὲ τῶν παρεκτροπῶν αἱ εὐκολώτεραι καὶ συχνότεροι εἶναι αἱ διὰ τῆς γλώσσης παρεκτροπαί, εἰς τὰς ὁποίας κινδυνεύει νὰ πέσῃ καὶ καθένας, ποὺ παίρνει μόνος του τὴν θέσιν τοῦ διδασκάλου. Πράγματι, ἐὰν κανεὶς δὲν πταίῃ εἰς τὰ λόγια του, εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ἔχει τὴν δύναμιν νὰ συγκρατήσῃ καὶ ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν του. Τέλειος δὲ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ὁ διδάσκαλος, διὰ νὰ μὴ ἁμαρτάνῃ διὰ τῆς γλώσσης του καὶ διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν αὐστηροτέραν κρίσιν, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ κριθοῦν αὐτοὶ ποὺ διδάσκουν.
3 Διὰ νὰ πεισθῆτε δέ, ὅτι ὅποιος δὲν πταίει διὰ τῆς γλώσσης, αὐτὸς εἶναι τέλειος, σᾶς φέρω δύο παραδείγματα. Ἰδού, τοὺς χαλινοὺς τῶν ἵππων θέτομεν εἰς τὰ στόματά των διὰ νὰ ὑποτάσσωνται οὗτοι εἰς ἠμᾶς, καὶ ἔτσι μὲ τὸν χαλινὸν διευθύνομεν ὅλον τὸ σῶμα των.
4 Ἰδού, ὅτι καὶ αὐτὰ τὰ ἄψυχα πλοῖα, καίτοι εἶναι τόσον μεγάλα καὶ σπρώχνονται ἀπὸ σκληροὺς καὶ ὁρμητικοὺς ἀνέμους, διευθύνονται μὲ ἓν πολὺ μικρὸν πηδάλιον, ὁπουδήποτε ἀποφασίσῃ ἡ ἐπιθυμία ἐκείνου, ποὺ κρατεῖ καὶ διευθύνει τὸ πηδάλιον.
5 Ἔτσι καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι μικρὸν μέλος καὶ καυχᾶται ἀλαζονικῶς διὰ τὰ μεγάλα κακά, ποὺ δημιουργεῖ. Ἰδοὺ ὀλίγη φωτιά, πῶς φουντώνει καὶ καταστρέφει ἐκτεταμένα καὶ πυκνὰ δάση.
6 Καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι φωτιά, εἶναι κόσμος ὁλόκληρος καὶ πλῆθος πολὺ ἀδικίας. Σὰν τὴν ὀλίγη φωτιά, ποὺ ἀνάπτει πυρκαϊὰν μεγάλην, ἔτσι καὶ ἡ γλῶσσα γίνεται μεταξὺ τῶν μελῶν μας τὸ μικρὸν μέλος, ποὺ μολύνει ὅλον τὸ σῶμα καὶ ἀνάπτει πυρκαϊὰν εἰς τὸν κύκλον τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καὶ καίεται ἔπειτα καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς γεέννης, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ τιμωρηθοῦν αἱ παρεκτροπαὶ καὶ ἀδικίαι της.
7 Φοβερὸν ὄντως καὶ ἀσυγκράτητον κακὸν ἡ γλῶσσα! Καὶ τοῦτο ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ ὅτι κάθε φυσικὴ ἀγριότης καὶ θηρίων καὶ πτηνῶν καὶ ἑρπετῶν καὶ θαλασσίων ζώων δαμάζεται ἀπὸ τὴν φυσικὴν ἱκανότητα καὶ ἐπινοητικότητα τοῦ ἀνθρώπου.
8 Τὴν γλῶσσαν ὅμως κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὴν δαμάσῃ. Εἶναι κακὸν ἀσυγκράτητον, γεμάτη ἀπὸ δηλητήριον θανατηφόρον.
9 Μολονότι δὲ εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις τὴν χρησιμοποιοῦμεν εἰς τὸ καλόν, τοῦτο δὲν τὴν συγκροτεῖ καὶ δὲν τὴν ἀσφαλίζει ἀπὸ τὸ κακόν. Πράγματι δι’ αὐτῆς δοξολογοῦμεν τὸν Θεόν καὶ Πατέρα, ἀλλὰ καὶ δι’ αὐτῆς καταρώμεθα τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν πλασθῆ καθ’ ὁμοιῶσιν Θεοῦ.
10 Ἀπὸ τὸ αὐτὸ στόμα βγαίνει δοξολογία καὶ κατάρα. Ἀλλά, ἀδελφοί μου, δὲν πρέπει νὰ γίνωνται αὐτὰ ἔτσι καὶ νὰ ἀνακατεύωνται αἱ εὐλογίαι μὲ τὰς κατάρας.