❌
Πέμπτη, 23 Ιανουαρίου 2025

Άγιοι Κλήμης Επίσκοπος Αγκύρας και Αγαθάγγελος, Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω
Κλήμεντος ἱερομάρτυρος ἐπισκόπου Ἀγκύρας († 312), Ἀγαθαγγέλου μάρτυρος (†312)· Διονυσίου ὁσίου τοῦ ἐν ᾿Ολύμπῳ (†1540).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Α´ 19 - 27


19 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἔστω πᾶς ἄνθρωπος ταχὺς εἰς τὸ ἀκοῦσαι, βραδὺς εἰς τὸ λαλῆσαι, βραδὺς εἰς ὀργήν· 20 ὀργὴ γὰρ ἀνδρὸς δικαιοσύνην Θεοῦ οὐ κατεργάζεται. 21 διὸ ἀποθέμενοι πᾶσαν ῥυπαρίαν καὶ περισσείαν κακίας ἐν πραΰτητι δέξασθε τὸν ἔμφυτον λόγον τὸν δυνάμενον σῶσαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν. 22 Γίνεσθε δὲ ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταὶ, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς. 23 ὅτι εἴ τις ἀκροατὴς λόγου ἐστὶ καὶ οὐ ποιητής, οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ· 24 κατενόησε γὰρ ἑαυτὸν καὶ ἀπελήλυθε, καὶ εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν. 25 Ὁ δὲ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον τὸν τῆς ἐλευθερίας καὶ παραμείνας, οὗτος οὐκ ἀκροατὴς ἐπιλησμονῆς γενόμενος, ἀλλὰ ποιητὴς ἔργου, οὗτος μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται. 26 Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία. 27 θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Α´ 19 - 27


19 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἀνεγέννησε μὲ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ἂς εἶναι ὁ καθένας γρήγορος καὶ πρόθυμος, ὁσάκις τοῦ παρουσιάζεται εὐκαιρία εἰς τὸ νὰ ἀκούσῃ τὸν σωτηριώδη τοῦτον λόγον, βραδὺς δὲ καὶ ἀργὸς καὶ δύσκολος εἰς τὸ νὰ λαλήσῃ, ὥστε νὰ μὴ λέγῃ τίποτε βλάσφημον ἡ ἀνάρμοστον κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂς εἶναι δὲ καὶ βραδὺς εἰς τὸ νὰ ὀργίζεται, ὅταν οἱ ἄλλοι ἔχουν διάφορον γνώμην πρὸς αὐτὸν ἡ δεικνύωνται ἀπρόθυμοι εἰς τὴν διδασκαλίαν του καὶ τὰς συμβουλάς του. 20 Πρέπει δὲ ὁ καθένας μας νὰ ἔχει βραδὺς εἰς ὀργήν, διότι ἡ ὀργὴ τοῦ ἀνθρώπου παρασύρει αὐτὸν εἰς παραφορὰς καὶ ἀδικήματα καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν κατορθώνει οὗτος τὴν ἀρετὴν τῆς δικαιοσύνης, τὴν ὁποίαν ἐπιβάλλει καὶ ζητεῖ ὁ Θεός. 21 Ἀφοῦ δὲ ἡ ὀργὴ δὲν κατεργάζεται δικαιοσύνην Θεοῦ, δι’ αὐτὸ καὶ σεῖς ρίψατε μακρὰν ἀπὸ τὰς ψυχάς σας ὡς ἄλλο ἀκάθαρτον ἔνδυμα κάθε ἠθικὴν ρυπαρότητα καὶ ἀκαθαρσίαν καὶ κάθε περιττὸν εἰς τὰς σκέψεις σας καὶ τοὺς λόγους σας καὶ τὰς πράξεις σας, τὸ ὁποῖον ὡς περιττὸν εἶναι κακία, καὶ δεχθῆτε μὲ πραότητα τὸν εὐαγγελικὸν λόγον, ποὺ ἐφυτεύθη μέσα σας διὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως καὶ ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σώσῃ τὰς ψυχάς σας. 22 Νὰ γίνεσθε δὲ ἐκτελεσταὶ καὶ τηρηταὶ τοῦ λόγου καὶ ὄχι μόνον ἀκροαταί, καὶ νὰ μὴ ἀπατᾶτε τὸν ἑαυτόν σας μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι ἀρκετὸν καὶ μόνον τὸ νὰ ἀκούῃ κανεὶς τὸν λόγον. 23 Αὐτὸ εἶναι πλάνη. Διότι ἐὰν κανεὶς εἶναι μόνον ἀκροατὴς τοῦ λόγου καὶ ὄχι τηρητὴς αὐτοῦ, αὐτὸς ὁμοιάζει πρὸς ἄνθρωπον, ποὺ παρετήρησε καλὰ εἰς τὸν καθρέπτην τὸ πρόσωπόν του τὸ φυσικόν, τὸ ὁποῖον φέρει ἀπὸ τὴν γέννησίν του. 24 Διότι αὐτὸς παρετήρησε μὲν καλὰ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν καθρέπτην, καὶ ἀπεμακρύνθη, ἀμέσως δὲ ἐξέχασε ποῖος ἦτο. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τὸν ἠθικὸν καθρέπτην τοῦ θείου λόγου ἔλαβε γνῶσιν τῶν ἐλλείψεων τῆς ψυχῆς του. Ἐὰν δὲν συμμορφωθῶ πρὸς τὴν γνῶσιν ταύτην καὶ δὲν γίνῃ ποιητὴς αὐτῶν, ποὺ ἔμαθεν ἀπὸ τὴν ἀκρόασιν τοῦ λόγου, ξεχάνει μετ’ ὀλίγον τὰ πάντα. 25 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐπρόσεξε καλὰ καὶ ἐνεβάθυνεν εἰς τὸν τέλειον νόμον τοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, καὶ παρέμεινεν εἰς τὸν νόμον αὐτὸν καταστήσας τοῦτον μόνιμον φρόνημά του καὶ ὁδηγόν του, αὐτὸς δὲν ἔγινεν ἀκροατὴς ἐπιλησμοσύνης, ποὺ ἐξέχασε γρήγορα ὅσα ἤκουσεν, ἀλλὰ ποιητής, ποὺ πράττει ἔργα καὶ δὲν λέγει μόνον λόγια. Αὐτὸς θὰ εἶναι μακάριος διὰ τὴν ἐκτέλεσιν καὶ ἐφαρμογὴν τοῦ νόμου. 26 Μερικοὶ λέγουν μὲ εὐκολίαν: Εἴμεθα πιστοὶ τηρηταὶ τῶν θρησκευτικῶν διατάξεων. Ἂς μάθουν οὗτοι, αὐτὸ ποὺ θὰ εἴπω: Ἐὰν κανεὶς μεταξύ σας νομίζῃ, ὅτι εἶναι θρῆσκος καὶ εὐσεβής, δὲν ἔχῃ ὅμως χαλινὸν καὶ μέτρον εἰς τὴν γλῶσσαν του, ἀλλ’ ἐξαπατᾷ μὲ τὸ ψευδὲς αὐτὸ φρόνημά του τὴν συνείδησίν του, τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ἡ θρησκεία εἶναι ἀνωφελὴς καὶ ἄχρηστος. 27 Ἓν ἀπὸ τὰ οὐσιωδέστερα γνωρίσματα τῆς θρησκείας τῆς καθαρᾶς καὶ ἀμολύντου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, εἶναι τοῦτο· νὰ ἐπισκέπτεται κανεὶς τὰ ὀρφανὰ καὶ τὰς χήρας πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ τὰ παρηγορήσῃ καὶ νὰ τὰ προστατεύσῃ εἰς τὴν θλῖψιν των, συγχρόνως δὲ καὶ νὰ τηρῇ τὸν ἑαυτόν του ἐλεύθερον ἀπὸ κάθε μολυσμὸν ἐκ τοῦ πλήθους τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ζοῦν μακρὰν τοῦ Θεοῦ.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Α´ 19 - 27


19 Ωστε, αδελφοί μου αγαπητοί, ας είναι κάθε άνθρωπος γρήγορος και πρόθυμος να ακούη την αλήθειαν του Θεού, η οποία αναγεννά και σώζει, και ας είναι ακόμη αργός και δυσκίνητος στο να ομιλή (δια τον φόβον μήπως πη κάτι το άστοχον, το αμαρτωλόν και υβριστικόν). Ας είναι δε ακόμη αργός και δυσκίνητος εις την οργήν, οποιαιδήποτε αφορμαί και αν του δίδωνται. 20 Διότι η οργή του ανθρώπου τον σκοτίζει, τον εξάπτει, τον παρασύρει εις αδικήματα και δεν εργάζεται μέσα εις αυτόν δικαιοσύνην Θεού. 21 Δι' αυτό ακριβώς και σεις πετάξτε από τας ψυχάς σας κάθε ηθικήν ακαθαρσίαν, ο,τι υπολείπεται μέσα σας από τας διαφόρους κακίας, και δεχθήτε με πραότητα τον ευαγγελικόν λόγον, που εφυτεύθη μέσα σας δια του Ιησού Χριστού και ο οποίος μόνος ημπορεί να σώση τας ψυχάς σας. 22 Να γίνεσθε δε τηρηταί του νόμου του Θεού και όχι μόνον ακροαταί, εξαπατώντες τον ευατόν σας με την απλήν μόνον ακρόασιν του θείου θελήματος. 23 Διότι, εάν κανείς είναι ακροατής μόνον του λόγου και όχι τηρητής, αυτός ομοιάζει με τον άνθρωπον, ο οποίος απλώς και μόνον εκύτταξε καλά στον καθρέπτην την φυσιογνωμίαν του· 24 διότι αυτός είδε μεν καλά τον ευατόν του στον καθρέπτην και έφυγε, αλλά αμέσως εξέχασε ποίος ήτο. (Καθρέπτης είναι ο νόμος του Θεού, δια να γνωρίσωμεν τας ελλείψεις μας· εάν δεν τας προσέξωμεν και δεν ενδιαφερθώμεν δια την διόρθωσίν των, λησμονούμεν έντος ολίγου τον εαυτόν μας και τον νόμον του Θεού). 25 Εκείνος όμως που έσκυψε με πολλήν προσοχήν και εμελέτησε προσεκτικά τον τέλειον νόμον του Ευαγγελίου, ο οποίος χαρίζει την ηθικήν ελευθερίαν και έμεινε με σταθερότητα στον νόμον αυτόν, αυτός δεν έγινε ακροατής απλώς, που λησμονεί, αλλά τηρητής των έργων, που διατάσσει ο νόμος. Αυτός θα είναι μακάριος και τρισευτυχισμένος δια την τήρησιν του θείου θελήματος. 26 Εάν κανείς από σας νομίζη ότι είναι ευσεβής και πιστός εις τα καθήκοντα, που επιβάλλει η θρησκεία, δεν χαλιναγωγή όμως την γλώσσαν τοη, αλλ' εξαπατά την καρδίαν του με την πλανεμένην αυτήν αντίληψίν του, μάθετε ότι του ανθρώπου αυτού είναι ανωφελής και άχρηστος η θρησκεία. 27 Θρησκεία καθαρά και αμόλυντος ενώπιον του Θεού και Πατρός είναι αυτή, να επισκέπτεται κανείς με αγάπην και καλωσύνην τα ορφανά και τας χήρας, δια να τους προσφέρη την προστασίαν και παρηγορίαν εις την θλίψιν των, και συγχρόνως να τηρή τον ευατόν του καθαρόν και αμόλυντον από την αμαρτίαν, που κυριαρχεί στον κόσμον.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 30 - 45


30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποιήσαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 31 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ’ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον· ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ φαγεῖν εὐκαίρουν. 32 καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον ἐν πλοίῳ κατ’ ἰδίαν. 33 καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτοὺς πολλοί, καὶ πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον αὐτοὺς καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτόν. 34 Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδεν πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά. 35 Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς γενομένης προσελθόντες αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγουσιν ὅτι Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἤδη ὥρα πολλή· 36 ἀπόλυσον αὐτούς, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλῳ ἀγροὺς καὶ κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς ἄρτους· τί γὰρ φάγωσιν οὐκ ἔχουσιν. 37 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Ἀπελθόντες ἀγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων ἄρτους καὶ δῶμεν αὐτοῖς φαγεῖν; 38 ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· Πόσους ἄρτους ἔχετε; ὑπάγετε καὶ ἴδετε. καὶ γνόντες λέγουσι· Πέντε, καὶ δύο ἰχθύας. 39 καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρῷ χόρτῳ. 40 καὶ ἀνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ πεντήκοντα. 41 καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κατέκλασε τοὺς ἄρτους καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς ἵνα παραθῶσιν αὐτοῖς, καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἐμέρισε πᾶσι. 42 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, 43 καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ τῶν ἰχθύων. 44 καὶ ἦσαν οἱ φαγόντες τοὺς ἄρτους πεντακισχίλιοι ἄνδρες. 45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον·

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 30 - 45


30 Καὶ συναθροίζονται ἀπὸ τὴν περιοδείαν οἱ Ἀπόστολοι πλησίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἀνέφεραν εἰς αὐτὸν ὅλα, δηλαδὴ καὶ ὅσα ἔργα καὶ θαύματα ἔκαμαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. 31 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἔλθετε ἰδιαιτέρως μόνοι σας σεῖς εἰς ἔρημον καὶ ἥσυχον τόπον καὶ ξεκουρασθῆτε ἐκεῖ ὀλίγον. Τὸ συνέστησε δὲ τοῦτο, διότι ἦσαν πολλοὶ αὐτοί, ποὺ ἤρχοντο καὶ ἔφευγαν καὶ δὲν εὐκαίρουν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του οὔτε νὰ φάγουν. 32 Καὶ ἔφυγαν μὲ τὸ πλοῖον εἰς ἔρημον τόπον μόνοι αὐτοί, χωρὶς νὰ εἶπουν τίποτε εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. 33 Καὶ ὅταν ἀνεχώρουν, τοὺς εἶδαν καὶ τοὺς ἀνεγνώρισαν πολλοί. Καὶ ἔτρεξαν μαζὶ ἐκεῖ ἀπὸ ὅλας τὰς τριγύρω πόλεις καὶ ἀφοῦ πεζοὶ διέτρεξαν τὸν γῦρον τῆς λίμνης καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην, κατέφθασαν τοὺς μαθητὰς καὶ συνηθροίσθησαν πλησίον τοῦ Ἰησοῦ. 34 Καὶ ὅταν ἐβγῆκεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ μοναχικὸν μέρος ποὺ ἦτο, εἶδε πολὺν λαὸν καὶ τοὺς συνεπάθησε πολύ, διότι ἦσαν ἐγκαταλελειμμένοι καὶ χωρὶς πνευματικὴν καθοδήγησιν, σὰν πρόβατα ποὺ δὲν ἔχουν ποιμένα. Καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ διὰ πολλῶν. 35 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε πλέον ὥρα πολλή, τὸν ἐπλησίασαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα εἶναι πλέον περασμένη. 36 Διαλυσέ τους, διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰς ἀγροτικὰς κατοικίας καὶ τὰ χωρία, ποὺ εἶναι τριγύρω, καὶ νὰ ἀγοράσουν ψωμιὰ διὰ νὰ φάγουν. Διότι δὲν ἔχουν τί νὰ φάγουν. 37 Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Δώσατέ τους σεῖς νὰ φάγουν. Καὶ αὐτοὶ τοῦ εἶπαν· Νὰ ὑπάγωμεν ἡμεῖς καὶ νὰ ἀγοράσωμεν ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων χρυσῶν δραχμῶν καὶ νὰ τοὺς δώσωμεν νὰ φάγουν; Ποὺ νὰ εὕρωμεν τὸ τόσον χρῆμα; 38 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Πόσα ψωμιὰ ἔχετε; Πηγαίνετε νὰ ἴδετε. Καὶ ἀφοῦ εἶδαν τί εἶχαν, εἶπον· Ἔχομεν πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. 39 Καὶ τοὺς διέταξε νὰ τοὺς καθίσουν ὅλους ἐπάνω εἰς τὸ χλωρὸν χορτάρι παρέας παρέας. 40 Καὶ ἑξαπλώθησαν ὁμάδες κανονικαί, αἱ ὁποῖαι ἐπάνω εἰς τὴν πρασινάδα ὠμοίαζαν πρὸς φυτευμένα τετράγωνα κήπων. Καὶ ἦσαν ὁμάδες ἀπὸ ἑκατὸν καὶ ἀπὸ πεντήκοντα ἀνθρώπους ἡ κάθε μία. 41 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τὰ δύο ψάρια, ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εὐχαρίστησε καὶ ἐπεκαλέσθη τὸν Θεὸν καὶ ἐτεμάχισε τὰ ψωμιὰ καὶ ἔδιδεν εἰς τοὺς μαθητάς του νὰ τὰ βάλουν ἐμπρός των, καὶ τὰ δύο ψάρια τὰ ἐμοίρασεν εἰς ὅλους. 42 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν. 43 Καὶ ἐσήκωσαν κομμάτια, ποὺ ἐπερίσσευσαν, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα, καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ἐμάζευσαν περισσεύματα. 44 Καὶ αὐτοί, ποὺ ἔφαγαν τοὺς ἄρτους, ἦσαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες. 45 Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς διὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦν οἱ μαθηταὶ ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ λαοῦ, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν ἀνακηρύξῃ βασιλέα, τοὺς ἠνάγκασε νὰ ἔμβουν εἰς τὸ πλοῖον κα περάσουν προτήτερα ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, εἰς τὴν Βηθσαϊδάν, ἕως ὅτου αὐτὸς διαλύσῃ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 30 - 45


30 Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν και όσα εδίδαξαν. 31 Και είπεν εις αυτούς· εμπρός, πηγαίνετε σεις μόνοι σας ιδιαιτέρως εις ένα ερημικόν τόπον και αναπαυθήτε ολίγον. Και τούτο είπε, διότι ήσαν πολλοί αυτοί που ήρχοντο και έφευγαν,ώστε ο Κυριος με τους μαθητάς του να μη ευκαιρούν ούτε να φάγουν. 32 Και ανεχώρησαν δια θαλάσσης με το πλοίον εις μίαν ερημικήν περιοχήν ιδιαιτέρως. (Και οι εργάται του Ευαγγελίου έχουν να διακόπτουν επ' ολίγον την εργασίαν των, να αποσύρωνται εις έρημα και ήρεμα μέρη προς ανάπαυσιν, προς περισυλλογήν και ανανέωσιν δυνάμεων). 33 Αλλά τους είδαν πολλοί να αναχωρούν και επεσήμαναν τον τόπον, που επήγαν, και πεζή από όλας τας πόλεις έτρεξαν μαζή εκεί, τους επρόλαβαν και συγκεντρώθησαν πλησίον του Ιησού. 34 Και ο Ιησούς, όταν εβγήκε από το ερημικόν μέρος, είδε πολύν λαόν και τους εσπλαγχνίσθηκε, διότι ήσαν σαν πρόβατα που δεν είχαν ποιμένα και ήρχισε να αναπτύσση εις αυτούς πολλάς διδασκαλίας. 35 Και όταν πλέον είχε προχωρήσει η ώρα, προσήλθον εις αυτόν οι μαθηταί και είπαν, ότι “είναι έρημος ο τόπος και η ώρα έχει πλέον περάσει. 36 Απόλυσέ τους, για να πάνε εις τα γύρω αγροκτήματα και χωριά και να αγοράσουν ψωμιά, διότι εδώ δεν έχουν τι να φάγουν”. 37 Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτούς και είπε· δώστε τους σεις να φάγουν”. Και είπαν εις αυτόν· “να πάμε να αγοράσωμε ψωμιά αξίας διακοσίων δηναρίων και να τους δώσωμεν να φάνε;” 38 Εκείνος δε τους είπε· “πόσα ψωμιά έχετε;” Πηγαίνετε και ίδετε”. Και αφού είδαν τι είχαν, είπαν· “έχομε πέντε ψωμιά και δύο ψάρια”. 39 Και παρήγγειλεν εις αυτούς να συστήσουν εις όλους να καθήσουν ομάδες-ομάδες στο χλωρό χορτάρι. 40 Και εξάπλωσαν ομάδες ομάδες σαν πρασιές, ανά εκατόν και ανά πενήντα. 41 Ο δε Κυριος, αφού επήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, ύψωσε τα βλέμματα στον ουρανόν, εδοξολόγησε τον Πατέρα και έκοψε κομμάτια τα ψωμιά και έδιδεν στους μαθητάς, δια να παραθέσουν εις τα πλήθη, και τα δύο ψάρια επίσης εμοίρασεν εις όλους. (Και επείσθησαν οι μαθηταί δια μίαν ακόμη φοράν περί της αγάπης και της δυνάμεως του Κυρίου, αλλά και περί του καθήκοντός των να εισφέρουν και αυτοί ο,τι ημπορούν). 42 Και έφαγαν όλοι και εχόρτασαν. 43 Και εμάζεψαν από τα κομμάτια που επερίσσευσαν και από τα ψάρια δώδεκα κοφίνια γεμάτα. 44 Αυτοί δε που έφαγαν ήσαν πέντε χιλιάδες άνδρες. 45 Και αμέσως ο Ιησούς (δια να προφυλάξη τους μαθητάς από τον άκριτον ενθουσιασμόν του όχλου που ήθελαν να τον κάνουν βασιλέα) τους υποχρέωσε να μπουν στο πλοίον και να περάσουν στο απέναντι μέρος εις την Βηθσαϊδά, όπου και να τον περιμένουν, έως ότου απολύση αυτός τα πλήθη.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα