❌
Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024

Προφήτης Αββακούμ, Αγία Μυρώπη, Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης ο διορατικός και θαυματουργός
Ἀββακοὺμ προφήτου (700 π.Χ.). Θεοφίλου ὁσίου (†251), Μυρόπης μάρτυρος (δ΄ αἰ.). Πορφυρίου ὁσίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου (†1991).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 20 - 20


20 ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Γ´ 1 - 8


1 Διὸ μηκέτι στέγοντες εὐδοκήσαμεν καταλειφθῆναι ἐν Ἀθήναις μόνοι, 2 καὶ ἐπέμψαμεν Τιμόθεον τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾶς καὶ παρακαλέσαι ὑμᾶς περὶ τῆς πίστεως ὑμῶν, 3 τὸ μηδένα σαίνεσθαι ἐν ταῖς θλίψεσι ταύταις. αὐτοὶ γὰρ οἴδατε ὅτι εἰς τοῦτο κείμεθα· 4 καὶ γὰρ ὅτε πρὸς ὑμᾶς ἦμεν, προελέγομεν ὑμῖν ὅτι μέλλομεν θλίβεσθαι, καθὼς καὶ ἐγένετο καὶ οἴδατε. 5 διὰ τοῦτο κἀγὼ μηκέτι στέγων ἔπεμψα εἰς τὸ γνῶναι τὴν πίστιν ὑμῶν, μή πως ἐπείρασεν ὑμᾶς ὁ πειράζων καὶ εἰς κενὸν γένηται ὁ κόπος ἡμῶν. 6 Ἄρτι δὲ ἐλθόντος Τιμοθέου πρὸς ἡμᾶς ἀφ’ ὑμῶν καὶ εὐαγγελισαμένου ἡμῖν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην ὑμῶν, καὶ ὅτι ἔχετε μνείαν ἡμῶν ἀγαθὴν, πάντοτε ἐπιποθοῦντες ἡμᾶς ἰδεῖν καθάπερ καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς, 7 διὰ τοῦτο παρεκλήθημεν, ἀδελφοί, ἐφ’ ὑμῖν ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει καὶ ἀνάγκῃ ἡμῶν διὰ τῆς ὑμῶν πίστεως· 8 ὅτι νῦν ζῶμεν, ἐὰν ὑμεῖς στήκετε ἐν Κυρίῳ.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 20 - 20


20 Καὶ ἐλπίζομεν αὐτὰ διὰ τότε, διότι καὶ τώρα σεῖς εἶσθε ἡ δόξα μας καὶ ἡ χαρά μας.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Γ´ 1 - 8


1 Διότι λοιπὸν σᾶς ἐπεθυμήσαμεν πολύ, δι’ αὐτό, ἐπειδὴ δὲν ὑπεφέραμεν πλέον νὰ εἴμεθα χωρισμένοι ἀπὸ σᾶς, ἐπροτιμήσαμεν νὰ μείνωμεν μόνοι εἰς τὰς Ἀθήνας. 2 Καὶ ἐστείλαμεν τὸν Τιμόθεον τὸν ἀδελφόν μας καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργάτην μας εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ σᾶς στηρίξῃ καὶ σᾶς παρηγορήσῃ καὶ σᾶς ἐνισχύσῃ εἰς τὴν πίστιν σας, 3 ὥστε νὰ μὴ κλονίζεται κανεὶς εἰς τὰς θλίψεις αὐτάς. Διότι σεῖς ἠξεύρετε, ὅτι διὰ τοῦτο, διὰ νὰ ὑποφέρωμεν δηλαδὴ θλίψεις, ἔχομεν ταχθῆ. 4 Τὸ ἠξεύρετε δέ, διότι καὶ ὅταν ἤμεθα πλησίον σας, σᾶς ἐπρολέγαμεν, ὅτι μέλλομεν νὰ ὑποφέρωμεν θλίψεις, καθὼς καὶ ἔγινε καὶ τὸ γνωρίζετε πλέον ἐκ πείρας. 5 Ἐπειδὴ δὲ σᾶς ηὗραν θλίψεις, δι’ αὐτὸ καὶ ἑγὼ δὲν ἠμποροῦσα πλέον νὰ ὑποφέρω τὰς φροντίδας καὶ τοὺς φόβους, ποὺ εἶχα διὰ σᾶς, καὶ ἔστειλα τὸν Τιμόθεον, διὰ νὰ μάθω περὶ τῆς πίστεώς σας καὶ πληροφορηθῶ, μήπως σᾶς ἐπείρασε καὶ σᾶς ἐκλόνισεν αὐτός, ποὺ πειράζει τοὺς ἀνθρώπους, καὶ καταντήσῃ ἔτσι ἀνωφελὴς καὶ χαμένος ὁ διὰ σᾶς κόπος μας. 6 Τώρα δέ, ὅταν μᾶς ἦλθεν ἀπὸ σᾶς ὁ Τιμόθεος καὶ μᾶς ἔφερε χαροποιὸς εἰδήσεις διὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην σας καὶ μᾶς ἐβεβαίωσεν, ὅτι ἔχετε πάντοτε ἀγαθὴν ἀνάμνησιν ἠμῶν καὶ ποθεῖτε πολὺ νὰ μᾶς ἴδετε, καθὼς καὶ ἡμεῖς ποθοῦμεν νὰ σᾶς ἴδωμεν, 7 διὰ τὰς εἰδήσεις αὐτάς, ἀδελφοί, λόγῳ τῆς ἀκλονήτου πίστεώς σας ἐπαρηγορήθημεν ἐξ αἰτίας σας εἰς ὅλην τὴν θλῖψιν καὶ στενοχώριαν μας. 8 Καὶ ἐπαρηγορήθημεν, διότι ὁ στηριγμός σας εἰς τὴν πίστιν εἶναι ζωή μας. Καὶ τώρα ζῶμεν, ἐὰν σεῖς μένετε στερεοὶ εἰς τὴν μετὰ τοῦ Κυρίου σχέσιν καὶ κοινωνίαν.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 20 - 20


20 Διότι σεις πράγματι είσθε η δόξα μας και η χαρά μας.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Γ´ 1 - 8


1 Επειδή τόσον πολύ σας έχομεν αγαπήσει και σας επεθυμήσαμεν, δεν υπεφέραμεν πλέον να μένωμεν χωρισμένοι από σας και δι' αυτό επροτιμήσαμεν με όλην μας την καρδιά να μείνωμεν μόνοι εις τας Αθήνας. 2 Και εστείλαμεν εις σας τον Τιμόθεον τον αδελφόν μας και διάκονον του Θεού και συνεργάτην μας στο έργον του Ευαγγελίου, δια να σας στηρίξη, να σας παρηγορήση και ενισχύση εις την πίστιν σας, 3 ώστε κανείς να μη κλονίζεται και να μη ταράσσεται εις τας θλίψεις αυτάς. Διότι και σεις οι ίδιοι γνωρίζετε ότι δι' αυτό υπάρχομεν και έχομεν ταχθή (δια να υποφέρωμεν δηλαδή με υπομονήν και πίστιν τας θλίψεις και να προοδεύωμεν έτσι εις την κατά Χριστόν ζωήν). 4 Αυτό δε το γνωρίζετε, διότι, όταν ήμεθα μαζή σας, σας επρολέγαμεν, ότι μέλλομεν να υποστώμεν θλίψεις, όπως και πράγματι έγινε και σστο γνωρίζετε. 5 Εξ αιτίας των θλίψεών σας ακριβώς αυτών εγώ δεν ημπορούσα πλέον να μένω ήσυχος και έστειλα τον Τιμόθεον, δια να μάθω μέσω αυτού περί της πίστεως σας και να κατατοπισθώ, μήπως σας εδημιούργησε πειρασμούς ισχυρούς και σας εκλόνισεν ο πονηρός, ο οποίος ως έργον του έχει να πειράζη τους ανθρώπους, και μήπως έτσι ο κόπος μας αποδειχθή μάταιος και ανωφελής. 6 Τωρα δε, όταν ήλθεν ο Τιμόθεος και μου έφερεν από σας χαρμοσύνους πληροφορίας δια την πίστιν και την αγάπην σας και μας εβεβαίωσεν ότι διατηρείτε σταθερά καλήν την ανάμνησίν μας, ποθούντες πολύ πάντοτε να μας ιδήτε, όπως ακριβώς και ημείς ποθούμεν να σας ίδωμεν, 7 δια τούτο, (δια τας καλάς δηλαδή πληροφορίας, που είχαμεν σχετικώς με την σταθεράν και ζωντανήν πίστιν σας) επαρηγορήθημεν και ημείς, εξ αιτίας σας, εις όλην την θλίψις και την ταλαιπωρίαν μας. 8 Διότι, όπως και προηγουμένως έτσι και τώρα, ζώμεν, εάν σεις στέκεσθε σταθεροί και ακλόνητοι εν Κυρίω.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 27 - 44


27 Προσελθόντες δέ τινες τῶν Σαδδουκαίων, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, ἐπηρώτησαν αὐτὸν 28 λέγοντες· Διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν, ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ ἔχων γυναῖκα, καὶ οὗτος ἄτεκνος ἀποθάνῃ, ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα καὶ ἐξαναστήσῃ σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. 29 ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν· καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος· 30 καὶ ἔλαβεν ὁ δεύτερος τὴν γυναῖκα, καὶ οὗτος ἀπέθανεν ἄτεκνος· 31 καὶ ὁ τρίτος ἔλαβεν αὐτήν ὡσαύτως· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ ἑπτὰ· οὐ κατέλιπον τέκνα, καὶ ἀπέθανον· 32 ὕστερον δὲ πάντων καὶ ἡ γυνὴ ἀπέθανεν. 33 ἐν τῇ ἀναστάσει οὖν τίνος αὐτῶν γίνεται γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα. 34 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίζονται· 35 οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται· 36 οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι, καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες. 37 ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροὶ, καὶ Μωϋσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύριον τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Θεὸν Ἰακώβ. 38 Θεὸς δὲ οὐκ ἔστι νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· πάντες γὰρ αὐτῷ ζῶσιν. 39 ἀποκριθέντες δέ τινες τῶν γραμματέων εἶπον· Διδάσκαλε, καλῶς εἶπας. 40 οὐκέτι γὰρ ἐτόλμων ἐπερωτᾶν αὐτὸν οὐδέν. 41 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Πῶς λέγουσι τὸν Χριστὸν υἱόν Δαυῒδ εἶναι; 42 καὶ αὐτὸς Δαυῒδ λέγει ἐν βίβλῳ τῶν ψαλμῶν· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου 43 ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. 44 Δαυῒδ οὖν αὐτὸν Κύριον καλεῖ· καὶ πῶς υἱός αὐτοῦ ἐστιν;

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 27 - 44


27 Ἐπλησίασαν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοὺς Σαδδουκαίους μερικοί, ποὺ ἔλεγαν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις. Καὶ τὸν ἠρώτησαν 28 καὶ εἶπαν· Διδάσκαλε, ὁ Μωϋσῆς μᾶς ἔγραψε εἰς τὸν νόμον· ἐὰν ὁ ἀδελφὸς κάποιου ἀποθάνῃ καὶ ἔχῃ γυναῖκα καὶ ἀποθάνῃ οὗτος ἄτεκνος, πρέπει νὰ πάρῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα καὶ νὰ γεννήσῃ μὲ αὐτὴν ἀπόγονον εἰς τὸν ἀποθανόντα ἄτεκνον ἀδελφόν του. 29 Ἦσαν λοιπὸν ἑπτὰ ἀδελφοί. Καὶ ὁ πρῶτος, ἀφοῦ ἐνυμφεύθη μίαν γυναῖκα, ἀπέθανεν ἄτεκνος. 30 Καὶ ἔλαβεν ὁ δεύτερος τὴν γυναῖκα αὐτήν. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἀπέθανεν ἄτεκνος. 31 Καὶ ὁ τρίτος τὴν ἐπῆρεν ὅπως καὶ ὁ δεύτερος. Τὸ ἴδιο δὲ ἔκαμαν καὶ οἱ ἑπτά. Δὲν ἄφησαν ὅμως τέκνα καὶ ἀπέθανον. 32 Ὕστερον δὲ ἀπὸ ὅλους ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. 33 Κατὰ τὴν ἀνάστασιν λοιπὸν ποίου ἐκ τῶν ἑπτὰ ἀδελφῶν θὰ γίνῃ σύζυγος; Διότι ὅλοι τὴν ἐπῆραν γυναῖκα. 34 Καὶ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Αὐτοί, ποὺ ζοῦν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἶναι παιδιὰ τοῦ κόσμου αὐτοῦ ποὺ θὰ παρέλθῃ, αὐτοὶ ἔρχονται εἰς γάμον καὶ ὑπανδρεύουν ἔπειτα καὶ τοὺς ἀπογόνους των. 35 Ἐκεῖνοι ὅμως, ποὺ ἀξιώθησαν νὰ ἀπολαύσουν τὸν αἰῶνα καὶ τὸν κόσμον ἐκεῖνον τὸν μέλλοντα καὶ οὐράνιον καὶ νὰ ἀναστηθοῦν ἐνδόξως ἐκ νεκρῶν, οὔτε αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἔρχονται εἰς γάμον, οὔτε ὑπανδρεύουν τοὺς ἀπογόνους των. 36 Ἀλλ’ οὔτε καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔλθουν εἰς γάμον, τοῦ ὁποίου ἕνας ἐκ τῶν σκοπῶν εἶναι νὰ προλάβῃ τὴν διὰ τοῦ θανάτου ἐξάλειψιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔλθουν εἰς γάμον, διότι πλέον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποθάνουν, ἐπειδή, ὅσοι ζοῦν ἐκεῖ, ἔχουν φύσιν ἄφθαρτον καὶ ἀθάνατον, ὅπως οἱ ἄγγελοι, καὶ εἶναι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Διότι τὰ σώματά των δὲν θὰ προέρχονται ἐκ γεννήσεως σαρκικῆς, ἀλλὰ θὰ ξαναγεννηθοῦν διὰ τῆς ἀναστάσεως, τὴν ὁποίαν θὰ πραγματοποιήσῃ ἡ ἄμεσος ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι παρέμβασις σαρκικῶν γονέων. 37 Ὅτι δὲ ἀνασταίνονται oἱ νεκροί, τὸ ἐφανέρωσε καὶ ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸ μέρος τῆς Γραφῆς, ποὺ γίνεται λόγος περὶ τῆς βάτου. Ὅταν δηλαδὴ ἀποκαλῇ καὶ ἀναφέρῃ τὸν Κύριον ὡς τὸν Θεὸν τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τὸν Θεὸν τοῦ Ἰακώβ. 38 Ὁ Θεὸς δὲ δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν, τοὺς ὁποίους ὁ θάνατος ἐξεμηδένισεν, ἀλλ’ εἶναι Θεὸς ζωντανῶν. Διότι ὅλοι, καὶ αὐτοί, ποὺ δι’ ἡμᾶς εἶναι πεθαμένοι, διὰ τὸν Θεὸν εἶναι ζωντανοί, καὶ ἑξακολουθοῦν νὰ ζοῦν καὶ νὰ εὑρίσκωνται εἰς σχέσιν καὶ κοινωνίαν μετ’ αὐτοῦ καὶ δὲν διατελοῦν εἰς κατάστασιν ληθάργου καὶ ἀναισθησίας. 39 Τότε μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, ποὺ ἐπίστευον εἰς τὴν ἀνάστασιν, ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν· Διδάσκαλε, καλὰ ὡμίλησες. 40 Δὲν ἐτόλμων δὲ πλέον νὰ τὸν ἐρωτοῦν τίποτε, διότι πάντοτε ἐξήρχετο νικητὴς ἀπὸ τὴν μετ’ αὐτῶν συζήτησιν. 41 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Πῶς λέγουν oι διδάσκαλοί σας, ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστὸς εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ; 42 Καὶ πῶς ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος αὐτὸς ὁ Δαβὶδ λέγει εἰς τὸ βιβλίον τῶν Ψαλμῶν· Εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς εἰς τὸν Κύριόν μου Χριστόν· Κάθισε ἐπὶ τοῦ θρόνου μου εἰς τὰ δεξιά μου δοξαζόμενος καὶ τιμώμενος μαζί μου, 43 ἕως ὅτου θέσω τοὺς ἐχθρούς σου σὰν ἄλλο ὑποστήριγμα, ποὺ θὰ πατοῦν ἐπάνω τὰ πόδια σου; 44 Ὁ Δαβὶδ λοιπὸν καλεῖ αὐτὸν Κύριον. Καὶ πῶς εἶναι υἱός του; Στέκει ὁ πρόγονος νὰ καλῇ τὸν τρισέγγονον καὶ ἀπόγονόν του Κύριον; Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν εἶναι μόνον υἱὸς τοῦ Δαβίδ, ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς τοιοῦτος εἶναι καὶ Κύριος τοῦ Δαβίδ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 27 - 44


27 Επλησίασαν τότε τον Ιησούν μερικοί από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι έλεγαν ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών και τον ηρώτησαν 28 λέγοντες· “διδάσκαλε, ο Μωϋσής έγραψε για μας στον νόμον του, ότι εάν ο αδελφός κάποιου αποθάνη και έχη γυναίκα και αυτός αποθάνη άτεκνος, πρέπει ο αδελφός του να λάβη σύζυγον την γυναίκα και να γεννήση απόγονον στον αδελφόν του. 29 Ησαν λοιπόν επτά αδελφοί· και ο πρώτος αφού ενυμφεύθη μίαν γυναίκα απέθανε άτεκνος. 30 Και επήρε ο δεύτερος την γυναίκα αυτήν, αλλά και αυτός απέθανε άτεκνος. 31 Και ο τρίτος επήρε επίσης αυτήν. Το ίδιο και οι επτά· και δεν αφήκαν τέκνα και απέθανον. 32 Υστερα δε από όλους απέθανε και η γυναίκα. 33 Κατά την ανάστασιν λοιπόν των νεκρών εις ποίον από τους επτά αδελφούς θα είναι σύζυγος η γυναίκα αυτή; Διότι και οι επτά την είχαν νόμιμον σύζυγον”. 34 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπεν· “οι άνθρωποι της παρούσης ζωής νυμφεύονται και δίδονται εις γάμον. 35 Εκείνοι όμως που θα αξιωθούν να απολαύσουν την μέλλουσαν ζωήν και την εκ νεκρών ανάστασιν ούτε νυμφεύονται ούτε δίδονται εις γάμον. 36 Διότι ούτε και να αποθάνουν πλέον δύνανται, επειδή τα σώματα των είναι άφθαρτα και αιώνια. Είναι όμοιοι με τους αγγέλους και υιοί του Θεού, υιοί που δεν προέρχονται από φυσικήν γέννησιν, αλλά από την ανάστασιν, που ο Θεός θα διατάξη και θα πραγματοποιήση. 37 Οτι δε ανασταίνονται οι νεκροί το ανήγγειλε και ο Μωϋσής εκεί εις την βάτον, όταν δηλαδή ονομάζη τον Κυριον ως τον Θεόν του Αβραάμ και τον Θεόν του Ισαάκ και τον Θεόν του Ιακώβ. 38 Μαθετε δε ότι ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών. Διότι όλοι, όσοι έχουν φύγει από την γην και είναι δι' ημάς νεκροί, δια τον Θεόν είναι ζωντανοί, ζουν πλησίον αυτού εις επικοινωνίαν με αυτόν”. 39 Μερικοί δε από τους γραμματείς, αντίθετοι των Σαδδουκαίων, έλαβαν τον λόγον τότε και είπαν· “Διδάσκαλε, πολύ καλά ωμίλησες”. 40 Δεν ετολμούσαν δε πλέον να τον ερωτούν κατά τρόπον δόλιον εις τίποτε, διότι έβγαιναν νικημένοι και εντροπιασμένοι. 41 Είπε δε προς αυτούς· “πως λέγουν ότι ο Χριστός είναι απόγονος του Δαυΐδ; 42 Ενώ ο ίδιος ο Δαυίδ στο βιβλίον των ψαλμών λέγει· είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου Χριστόν, κάθισε εις τα δεξιά μου επί του θρόνου, 43 έως ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιον εις τα πόδια σου. 44 Ο Δαυίδ λοιπόν ονομάζει αυτόν Κυριον, και πως είναι δυνατόν να είναι μόνον απόγονός του; Η προσφώνησις αυτή εκ μέρους του Δαυΐδ, φανερώνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνον απόγονος του Δαυΐδ, αλλά Κυριος και Θεός”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα