❌
Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου 2024

Άγιος Παράμονος και οι Τριακόσιοι Εβδομήντα Μάρτυρες που μαρτύρησαν μαζί μ' αυτόν, Άγιος Φιλούμενος, Άγιος Διονύσιος επίσκοπος Κορίνθου, Άγιος Φαίδρος, Όσιος Μάρκος
Παραμόνου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ 370 μαρτύρων (†250)· Διονυσίου ἐπισκόπου Κορίνθου ἱερομάρτυρος. Φιλουμένου νεομάρτυρος τοῦ Ἰεροσολυμίτου (†1979).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 14 - 20


14 ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθετε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, 15 τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἰδίους προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων, καὶ Θεῷ μὴ ἀρεσκόντων, καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων, 16 κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν, εἰς τὸ ἀναπληρῶσαι αὐτῶν τὰς ἁμαρτίας πάντοτε. ἔφθασε δὲ ἐπ’ αὐτοὺς ἡ ὀργὴ εἰς τέλος. 17 Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ἀπορφανισθέντες ἀφ’ ὑμῶν πρὸς καιρὸν ὥρας, προσώπῳ οὐ καρδίᾳ, περισσοτέρως ἐσπουδάσαμεν τὸ πρόσωπον ὑμῶν ἰδεῖν ἐν πολλῇ ἐπιθυμίᾳ. 18 διὸ ἠθελήσαμεν ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, ἐγὼ μὲν Παῦλος καὶ ἅπαξ καὶ δίς, καὶ ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ σατανᾶς. 19 τίς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χαρὰ ἢ στέφανος καυχήσεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ; 20 ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 14 - 20


14 Λέγω ὅτι τὸν ἐδέχθητε σὰν λόγον Θεοῦ, διότι σεῖς, ἀδελφοί, ἐγίνατε μιμηταὶ τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἐνωμέναι μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ ἐγίνατε μιμηταὶ ἐκείνων, διότι καὶ σεῖς ἐπάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς σας, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἀπιστήσαντας Ἰουδαίους, 15 οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ τοὺς προφήτας των ἐθανάτωσαν, καὶ ἡμᾶς σκληρὰ κατεδίωξαν καὶ εἰς τὸν Θεόν δὲν ἀρέσκουν καὶ εἶναι ἐναντίοι πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ καταπολεμοῦν τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου. 16 Αὐτοὶ μᾶς ἐμποδίζουν να λαλήσωμεν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς διὰ να σωθοῦν καὶ αὐτοί. Πράττουν δὲ ταῦτα διὰ να γεμίσουν ἕως ἐπάνω τὸ μέτρον τῶν ἁμαρτιῶν των, πάντοτε καὶ εἰς κάθε ἐποχὴν ἁμαρτάνοντες. Ἔφθασεν ὅμως ἡ θεία ὀργὴ ἐπάνω των, διὰ να ἐπιφέρῃ τὸ τέλος καὶ τὴν καταστροφήν των. 17 Ἡμεῖς ὅμως, ἀδελφοί, ὅταν ἐχωρίσθημεν ἀπὸ σᾶς καὶ ἐμείναμεν σὰν ὀρφανὰ παιδιά, μακρὰν ἀπὸ σᾶς προσωρινὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα μόνον, ὄχι ὅμως καὶ μὲ τὴν καρδίαν, εἰς μεγάλον βαθμὸν καὶ μὲ πολλὴν ἐπιθυμίαν ἐποθήσαμεν νὰ ἴδωμεν τὸ πρόσωπόν σας. 18 Δι’ αὐτὸ ἠθελήσαμεν νὰ ἔλθωμεν πρὸς σᾶς, ἐγὼ μὲν ὁ Παῦλος καὶ μίαν καὶ δύο φοράς, καὶ μᾶς ἠμπόδισεν ὁ σατανᾶς. 19 Ἠθελήσαμεν δὲ νὰ ἔλθωμεν εἰς συνάντησίν σας, διότι ποῖος ἄλλος εἶναι ἡ ἐλπίδα μας ἢ χαρά μας ἢ στέφανός μας, διὰ τὸν ὁποῖον δυνάμεθα νὰ καυχώμεθα παρὰ καὶ σεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐκηρύξαμεν; Διὰ σᾶς ἐλπίζομεν νὰ ἔβρωμεν ἔλεος καὶ δόξαν ἐνώπιόν του Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν δυτέραν παρουσίαν του. 20 Καὶ ἐλπίζομεν αὐτὰ διὰ τότε, διότι καὶ τώρα σεῖς εἶσθε ἡ δόξα μας καὶ ἡ χαρά μας.

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 14 - 20


14 Διότι σεις, αδελφοί, εγίνατε μιμηταί των Εκκλησιών του Θεού, που ευρίσκονται εις την Ιουδαίαν και είναι θεμελιωμέναι εν τω ονόματι του Χριστού· επειδή και σεις επάθατε από τους ομοεθνείς σας τα ίδια, τα οποία έπαθαν και αυτοί από τους απίστους Ιουδαίους. 15 Αυτοί δε οι άπιστοι Εβραίοι είναι εκείνοι, οι οποίοι εθανάτωσαν τον Κυριον Ιησούν και τους προφήτας του και ημάς τους Αποστόλους κατεδίωξαν και εξεδίωξαν και στον Θεόν δεν αρέσουν και είναι προς όλους τους ανθρώπους αντίθετοι και πολέμιοι. 16 Αυτοί δεν ηρκέσθησαν να μας εκδιώξουν από την περιοχήν του έθνους των, αλλά μας εμποδίζουν να κηρύξωμεν τον Χριστόν και στους εθνικούς, δια να σωθούν και αυτοί. Και το κάμνουν αυτό, δια να γεμίση έως επάνω και ξεχειλίση το ποτήριον των αμαρτιών των, παρανομούντες και αμαρτάνοντες πάντοτε. Εφθασεν όμως επάνω τους η οργή του Θεού, που θα σημάνη την τελειωτικήν πλέον καταστροφήν των. 17 Ημείς δε, αδελφοί, όταν εφύγαμεν από την Θεσσαλονίκην και εμείναμεν σαν ορφανά παιδιά μακρυά από σας, και εχωρίσθημεν προσωρινά κατά το σώμα μόνον και όχι κατά την καρδίαν, επεδιώξαμεν και κατεβάλαμεν κάθε προσπάθειαν να ίδωμεν το πρόσωπον σας με πολλήν και ιεράν επιθυμίαν. 18 Δια τούτο ηθελήσαμεν να έλθωμεν πάλιν προς σας, εγώ δε ειδικώτερα ο Παύλος και μίαν φοράν και δύο φοράς, αλλά μας ημπόδισε (κατά παραχώρησιν βέβαια Θεού) ο σατανάς. 19 Εποθήσαμεν δε να σας ίδωμεν, διότι ποίος άλλος παρά και σεις μαζή με τους άλλους είσθε η ελπίδα μας η η χαρά μας η ο στέφανος, δια τον οποίον ημπορούμε να καυχώμεθα έμπροσθεν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν; 20 Διότι σεις πράγματι είσθε η δόξα μας και η χαρά μας.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 19 - 26


19 Καὶ ἐζήτησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐπιβαλεῖν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, καὶ ἐφοβήθησαν τὸν λαόν· ἔγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὰς παραβολὰς ἔλεγε. 20 Καὶ παρατηρήσαντες ἀπέστειλαν ἐγκαθέτους, ὑποκρινομένους ἑαυτοὺς δικαίους εἶναι, ἵνα ἐπιλάβωνται αὐτοῦ λόγου εἰς τὸ παραδοῦναι αὐτὸν τῇ ἀρχῇ καὶ τῇ ἐξουσίᾳ τοῦ ἡγεμόνος. 21 καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· Διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ὀρθῶς λέγεις καὶ διδάσκεις, καὶ οὐ λαμβάνεις πρόσωπον, ἀλλ’ ἐπ’ ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ διδάσκεις· 22 ἔξεστιν ἡμῖν Καίσαρι φόρον δοῦναι ἢ οὔ; 23 κατανοήσας δὲ αὐτῶν τὴν πανουργίαν εἶπε πρὸς αὐτούς· Τί μέ πειράζετε; 24 δείξατέ μοι δηνάριον· τίνος ἔχει εἰκόνα καὶ ἐπιγραφήν; ἀποκριθέντες δὲ εἶπον· Καίσαρος. 25 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἀπόδοτε τοίνυν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. 26 καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἐπιλαβέσθαι αὐτοῦ ῥήματος ἐναντίον τοῦ λαοῦ, καὶ θαυμάσαντες ἐπὶ τῇ ἀποκρίσει αὐτοῦ ἐσίγησαν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 19 - 26


19 Καὶ ἐζήτησαν oὶ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς νὰ βάλουν χέρι ἐπάνω του καὶ νὰ τὸν συλλάβουν κατ’ ἐκείνην ἀκριβῶς τὴν ὥραν, ἀλλ’ ἐφοβήθησαν τὸν λαόν. Ἤθελαν δὲ αὐτοστιγμεὶ νὰ τὸν συλλάβουν, διότι ἐκατάλαβαν, ὅτι δι’ αὐτοὺς ἔλεγε τὰς παραβολάς. 20 Καὶ ἀφοῦ ἐκαιροφυλάκτησαν, ἀπέστειλαν κατασκόπους, oὶ ὁποῖοι ὑπεκρίνοντο ὅτι ἦσαν εὐσυνείδητοι καὶ ἐνδιεφέροντο πολὺ νὰ συμμορφώνωνται πρὸς τὸ δίκαιον. Τοὺς ἔστειλαν δέ, διὰ νὰ τοῦ ἀποσπάσουν κάποιον λόγον ἐνοχοποιητικόν, ὥστε νὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἡγεμόνος. 21 Καὶ τὸν ἠρώτησαν καὶ εἶπαν· Διδάσκαλε, γνωρίζομεν, ὅτι ὀρθὰ καὶ ἀληθῆ λέγεις καὶ διδάσκεις, χωρὶς νὰ παρεκκλίνῃς διόλου ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν γραμμήν, καὶ δὲν λογαριάζεις ἀνθρώπους, οὔτε χαρίζεσαι εἰς πρόσωπον, ἀλλὰ βασιζόμενος πάντοτε εἰς τὴν ἀλήθειαν διδάσκεις τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ. 22 Σὲ συμβουλευόμεθα λοιπόν· Ἐπιτρέπεται εἰς ἡμᾶς, ποὺ ἀνήκομεν εἰς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ καὶ βασιλέα ἔχομεν αὐτὸν τὸν Θεόν, νὰ δώσωμεν εἰς τὸν Καίσαρα φόρον, ἢ δὲν ἐπιτρέπεται; 23 Ἀντελήφθη ὅμως τὴν πονηρίαν των καὶ τοὺς εἶπε· Διατὶ μὲ ἐκθέτετε εἰς πειρασμὸν καὶ ζητεῖτε νὰ μὲ συλλάβετε εἰς παγίδα; 24 Δείξατέ μου ἓν δηνάριον. Ποίου τὴν εἰκόνα καὶ ἐπιγραφὴν ἔχει τὸ νόμισμα αὐτό; Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι καὶ εἶπον· τοῦ Καίσαρος. 25 Αὐτὸς δὲ τότε τοὺς εἶπε· Μόνοι σας ἐδέχθητε εἰς τὰς συναλλαγάς σας τὰ νομίσματα τοῦ Καίσαρος καὶ μὲ αὐτὰ διενεργεῖτε τὸ ἐμπόριον σας καὶ διευκολύνεσθε εἰς τὰς μεταξύ σας σχέσεις. Δώσατε λοιπὸν ὀπίσω εἰς τὸν Καίσαρα ἐκεῖνα, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸν Καίσαρα, τοὺς φόρους δηλαδὴ καὶ τὴν ὑποταγὴν εἰς τοὺς νόμους, ποὺ ἀσφαλίζουν τὴν ἀπονομὴν τοῦ δικαίου καὶ τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν πολιτῶν. Δώσατε δὲ καὶ εἰς τὸν Θεὸν ἐκεῖνα, ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν, δηλαδὴ ὁλόκληρον τὸν ἐσωτερικόν σας ἄνθρωπον καὶ ὅλον τὸν ἑαυτόν σας. 26 Καὶ δὲν κατώρθωσαν νὰ τοῦ πάρουν οὔτε τὸν παραμικρὸν ἐνοχοποιητικὸν λόγον ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν ἤκουε καὶ θὰ ἐχρησίμευεν ὡς μάρτυς. Καὶ θαυμάσαντες διὰ τὴν ἀπόκρισίν του ἐσιώπησαν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 19 - 26


19 Καταγανακτημένοι τότε οι γραμματείς και οι αρχιερείς εζήτησαν να τον συλλάβουν εκείνην την ώρα, διότι εκατάλαβαν καλά, ότι δι' αυτούς έλεγε τας παραβολάς, αλλά εφοβήθησαν τον λαόν. 20 Και αφού επερίμεναν κατάλληλον ευκαιρίαν, έστειλαν βαλτούς ανθρώπους των, που υπεκρίνοντο ότι είναι δίκαιοι, δια να αποσπάσουν από αυτόν κάποιον ενοχοποιητικόν η παρεξηγήσιμον λόγον, ώστε να τον παραδώσουν εις την αρχήν και εξουσίαν του ηγεμόνος. 21 Και, λοιπόν, τον ηρώτησαν λέγοντες· “διδάκαλε, γνωρίζομεν, ότι ορθά και σωστά λέγεις και διδάσκεις και δεν λαμβάνεις υπ' όψιν σου πρόσωπα ανθρώπων, αλλά, στηριζόμενος εις την αλήθειαν, διδάσκεις πάντοτε τον δρόμον του Θεού. 22 Σε παρακαλούμεν, λοιπόν να μας δώσης μίαν συμβουλήν. Επιτρέπεται εις ημάς, που ήμεθα ο εκλεκτός λαός του Θεού, να δίνωμεν φόρον στον Καίσαρα η όχι;” 23 Εκατάλαβε πολύ καλά ο Κυριος την πανουργίαν αυτών και τους είπε· “διατί με ερωτάτε με δολιότητα και θέλετε να με συλλάβετε εις παγίδαν; 24 Δείξατέ μου ένα δηνάριον· ποίου την εικόνα και την επιγραφήν έχει;” Εκείνοι απεκρίθησαν και είπαν “του Καίσαρος”. 25 Αυτός τότε τους είπε· “δώστε, λοιπόν, πίσω στον Καίσαρα, αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα, πληρώσατε φόρον στον Καίσαρα, του οποίου τα νομίσματα χρησιμοποιείτε εις τας συναλλαγάς σας και δηλώνετε έτσι, ότι ευρίσκεσθε υπό την εξουσίαν και προστασίαν του. Δώστε όμως και στον Θεόν αυτά που ανήκουν στον Θεόν, ολόκληρον τον ευατόν σας με αγάπην και υποταγήν εις εκείνον”. 26 Και δεν ημπόρεσαν να του αποσπάσουν εμπρός στον λαόν κανένα ενοχοποιητικόν λόγον. Και γεμάτοι θαυμασμόν δια την αποστομωτικήν απάντησίν του, έκλεισαν το στόμα των.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα