❌
Πέμπτη, 28 Νοεμβρίου 2024

Όσιος Στέφανος ο Ομολογητής, ο Νέος, Άγιος Ειρήναρχος και οι Επτά Άγιες Γυναίκες, Άγιοι Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες
Στεφάνου ὁσίου τοῦ νέου ὁμολογητοῦ (†767), Εἰρηνάρχου μάρτυρος (†303). Τῶν ἐν Τιβεριουπόλει πεντεκαίδεκα μαρτύρων (πολιούχων Κιλκίς).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 9 - 14


9 μνημονεύετε γάρ, ἀδελφοί, τὸν κόπον ἡμῶν καὶ τὸν μόχθον· νυκτὸς γὰρ καὶ ἡμέρας ἐργαζόμενοι πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν ἐκηρύξαμεν εἰς ὑμᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ. 10 ὑμεῖς μάρτυρες καὶ ὁ Θεός ὡς ὁσίως καὶ δικαίως καὶ ἀμέμπτως ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν ἐγενήθημεν, 11 καθάπερ οἴδατε ὡς ἕνα ἕκαστον ὑμῶν ὡς πατὴρ τέκνα ἑαυτοῦ παρακαλοῦντες ὑμᾶς καὶ παραμυθούμενοι 12 καὶ μαρτυρόμενοι εἰς τὸ περιπατήσαι ὑμᾶς ἀξίως τοῦ Θεοῦ τοῦ καλοῦντος ὑμᾶς εἰς τὴν ἑαυτοῦ βασιλείαν καὶ δόξαν. 13 Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ ἀδιαλείπτως, ὅτι παραλαβόντες λόγον ἀκοῆς παρ’ ἡμῶν τοῦ Θεοῦ ἐδέξασθε οὐ λόγον ἀνθρώπων, ἀλλὰ, καθώς ἐστιν ἀληθῶς, λόγον Θεοῦ, ὃς καὶ ἐνεργεῖται ἐν ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν. 14 ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθετε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων,

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 9 - 14


9 Δὲν πιστεύω δὲ νὰ ἀμφιβάλλετε διὰ τὴν ἀγάπην μας αὐτήν. Διότι ἐνθυμεῖσθε, ἀδελφοί, τὸν κόπον καὶ τὸν μόχθον, ποὺ ὑπεφέραμεν διὰ σᾶς. Διότι νύκτα καὶ ἡμέραν εἰργαζόμεθα διὰ να μὴ δώσωμεν βάρος εἰς κανένα ἀπὸ σᾶς καὶ μὲ τόσους κόπους ἐκηρύξαμεν εἰς σᾶς τὸ εὐαγγέλιον του Θεοῦ. 10 Εἶσθε μάρτυρες σεῖς καὶ ὁ Θεός, ὅτι συμπεριεφέρθημεν εἰς σᾶς τοὺς πιστεύοντας μὲ ἀφοσίωσιν καὶ εὐλάβειαν ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ δικαιοσύνην ἀπέναντι τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἀμέμπτως ἐν σχέσει πρὸς ὅλα τὰ καθήκοντά μας. 11 Καθὼς βεβαίως ἠξεύρετε, ὅτι καθένα ἀπὸ σᾶς, σὰν πατέρας τὰ παιδιά του, σᾶς ἐπροτρέπαμεν καὶ σᾶς ἐπαρηγορούσαμεν 12 καὶ σᾶς ἐξωρκίζαμεν διὰ νὰ πολιτευθῆτε, ὅπως ἤξιζε καὶ ἔπρεπε εἰς τὸν Θεόν, ποὺ σᾶς ἐκάλεσεν εἰς τὴν ἰδικήν του βασιλείαν καὶ δόξαν. 13 Ἐπειδὴ δὲ ἀνταπεκρίθητε εἰς τὴν κλῆσιν τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐχαριστοῦμεν τὸν Θεὸν ἀκατάπαυστα, διότι μὲ προθυμίαν ἠκούσατε ἀπὸ ἡμᾶς λόγον Θεοῦ, καὶ τὸν ἐδέχθητε ὄχι σὰν λόγον ἀνθρώπων, ἀλλά, καθὼς καὶ πράγματι εἶναι ὡς λόγον Θεοῦ, ποὺ παράγει τὰ θαυμαστὰ ἀποτελέσματά του μεταξὺ ὑμῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν πιστεύετε. 14 Λέγω ὅτι τὸν ἐδέχθητε σὰν λόγον Θεοῦ, διότι σεῖς, ἀδελφοί, ἐγίνατε μιμηταὶ τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἐνωμέναι μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ ἐγίνατε μιμηταὶ ἐκείνων, διότι καὶ σεῖς ἐπάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς σας, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἀπιστήσαντας Ἰουδαίους,

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' Β´ 9 - 14


9 Δεν είναι δε ανάγκη να σας ομιλώ δια την αγάπην μας αυτήν , διότι και σεις οι ίδιοι, αδελφοί, ενθυμείσθε τον κόπον και τον μόχθον μας εις την Θεσσαλονίκην. Επειδή νύκτα και ημέραν ειργαζόμεθα, δια να κερδήσωμεν αυτά που μας εχρειάζοντο προς συντήρησίν μας ώστε να μη επιβαρύνωμεν κανένα από σας και έτσι εκηρύξαμεν το Ευαγγέλιον του Θεού μεταξύ σας. 10 Σεις και ο Θεός είσθε μάρτυρες, πόσον και πως η συμπεριφορά και ανατροφή μας ανάμεσα εις σας τους πιστούς υπήρξεν αγνή και δικαία και άμεμπτος. 11 Καθώς άλλωστε ξέρετε, ότι σαν πατέρας τα παιδιά του επροτρέπαμεν τον καθένα από σας και σας ενισχύαμεν εις την νέαν ζωήν και σας επαρηγορούσαμεν εις τας θλίψεις σας 12 και εντόνως και ζωηρώς διεμαρτυρόμεθα και σας εξωρκίζαμεν να πορευθήτε και να ζήσετε, όπως αξίζει και πρέπει στον Θεόν, που σας εκάλεσεν εις την ιδικήν του βασιλείαν και δόξαν. 13 Δια τούτο (δια το γεγονός δηλαδή ότι σεις ανταπεκρίθητε εις την κλήσιν του Θεού) ευχαριστούμεν τον Θεόν συνεχώς, διότι παρελάβατε το προφορικόν κήρυγμα του Θεού, όπως το ακούσατε από ημάς και το εδέχθητε όχι σαν λόγον ανθρώπων, αλλά-όπως και πράγματι είναι-σαν λόγον Θεού, που ενεργεί και φέρει θαυμαστούς καρπούς εις σας, οι οποίοι πιστεύετε. 14 Διότι σεις, αδελφοί, εγίνατε μιμηταί των Εκκλησιών του Θεού, που ευρίσκονται εις την Ιουδαίαν και είναι θεμελιωμέναι εν τω ονόματι του Χριστού· επειδή και σεις επάθατε από τους ομοεθνείς σας τα ίδια, τα οποία έπαθαν και αυτοί από τους απίστους Ιουδαίους.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 9 - 18


9 Ἤρξατο δὲ πρὸς τὸν λαὸν λέγειν τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἄνθρωπός τις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα, καὶ ἐξέδετο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησε χρόνους ἱκανούς. 10 καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς δοῦλον ἵνα ἀπὸ τοῦ καρποῦ τοῦ ἀμπελῶνος δώσωσιν αὐτῷ· οἱ δὲ γεωργοὶ δείραντες αὐτὸν ἐξαπέστειλαν κενόν. 11 καὶ προσέθετο αὐτοῖς πέμψαι ἕτερον δοῦλον. οἱ δὲ κἀκεῖνον δείραντες καὶ ἀτιμάσαντες ἐξαπέστειλαν κενόν. 12 καὶ προσέθετο πέμψαι τρίτον. οἱ δὲ καὶ τοῦτον τραυματίσαντες ἐξέβαλον. 13 εἶπε δὲ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος· τί ποιήσω; πέμψω τὸν υἱόν μου τὸν ἀγαπητόν· ἴσως τοῦτον ἰδόντες ἐντραπήσονται. 14 ἰδόντες δὲ αὐτὸν οἱ γεωργοὶ διελογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν, ἵνα ἡμῶν γένηται ἡ κληρονομία. 15 καὶ ἐκβαλόντες αὐτὸν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος ἀπέκτειναν. τί οὖν ποιήσει αὐτοῖς ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος; 16 ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργοὺς τούτους, καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις. ἀκούσαντες δὲ εἶπον· Μὴ γένοιτο. 17 ὁ δὲ ἐμβλέψας αὐτοῖς εἶπε· Τί οὖν ἐστι τὸ γεγραμμένον τοῦτο, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας; 18 πᾶς ὁ πεσὼν ἐπ’ ἐκεῖνον τὸν λίθον συνθλασθήσεται· ἐφ’ ὃν δ’ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 9 - 18


9 Ἤρχισε δὲ νὰ λέγῃ πρὸς τὸν λαὸν τὴν ἀκόλουθον παραβολήν· Ἕνας ἄνθρωπος ἐφύτευσεν ἄμπελον· Ὁ Θεὸς δηλαδὴ παρεσκεύασε καὶ ἐπεμελήθη ὡς λαὸν ἰδικόν του τὸν Ἰουδαϊκον λαόν. Καὶ ἐνοικίασε τὴν ἄμπελόν του αὐτὴν εἰς γεωργοὺς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς ξένην χώραν δι’ ἀρκετὰ χρόνια. Ἐνεπιστεύθη δηλαδὴ ὁ Θεὸς τὸν λαόν του εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας διὰ νὰ τὸν καλλιεργήσουν πρὸς παραγωγὴν ἔργων πίστεως καὶ ἀρετῆς. 10 Καὶ εἰς τὸν κατάλληλον χρόνον, δηλαδὴ εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐσοδείας, ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς δοῦλον, διὰ νὰ τοῦ δώσουν μέρος ἀπὸ τὸν καρπὸν τῆς ἀμπέλου. Οἱ γεωργοὶ ὅμως ἀφοῦ ἔδειραν αὐτόν, τὸν ἐδίωξαν μὲ ἀδειανὰ χέρια. Ἔστειλε δηλαδὴ ὁ Θεὸς τὴν πρώτην σειρὰν τῶν προφητῶν διὰ νὰ διαπιστώσουν τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, ποὺ ὤφειλεν ὡς ἄλλη καλλιεργημένη ἄμπελος νὰ καρποφορήσῃ ὁ τόσον εὐνοηθεῖς ἀπὸ τὸν Θεὸν λαός. Ἀλλ’ ἡ πρώτη αὐτὴ σειρὰ τῶν προφητῶν ἐστάλη ματαίως καὶ χωρὶς κανὲν ἀγαθὸν ἀποτέλεσμα. 11 Καὶ προσθέτως ἀπεφάσισεν ὁ οἰκοδεσπότης νὰ ἀποστείλῃ εἰς αὐτοὺς ἄλλον δοῦλον· αὐτοὶ δέ, ἀφοῦ ἔδειραν καὶ ἠτίμασαν καὶ ἐκεῖνον, τὸν ἐδίωξαν μὲ ἀδειανὰ χέρια. Μὲ ἄλλας λέξεις καὶ δευτέρα σειρὰ προφητῶν ἀπεστάλη, ἀλλὰ ἀντὶ ἐκ τῆς διδασκαλίας τούτων νὰ συνέλθουν οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ καὶ νὰ στηριχθοῦν εἰς τὴν ὑπακοὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς, ἐκακομεταχειρίσθησαν καὶ αὐτὴν τὴν σειρὰν περισσότερον ἀπὸ τὴν πρώτην. 12 Καὶ ἐπρόσθεσε καὶ τρίτην ἀποστολήν· ἔστειλε λοιπὸν πάλιν τρίτον δοῦλον. Αὐτοὶ ὅμως, ἀφοῦ ἐτραυμάτισαν καὶ αὐτόν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἄμπελον. Ἡ τρίτη δηλαδὴ σειρὰ τῶν προφητῶν ἔτυχε πολὺ μεγαλυτέρας κακομεταχειρίσεως. 13 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος τῆς ἀμπέλου· Τί νὰ κάμω; Ἂν στείλω καὶ ἄλλον δοῦλον, δὲν ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ μεταχειρισθοῦν καὶ τοῦτον καλύτερον. Θὰ στείλω τὸν υἱόν μου τὸν ἀγαπητόν. Ἴσως ὅταν ἴδουν αὐτόν, θὰ ἐντραποῦν. Καὶ ἔστειλε τὸν ἐνανθρωπήσαντα υἱόν του, τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. 14 Ὅταν ὅμως οἱ γεωργοὶ εἶδον αὐτόν, ἐσκέπτοντο μεταξύ των καὶ ἔλεγαν· Αὐτὸς εἶναι ὁ κληρονόμος τῆς ἀμπέλου. Ἐλᾶτε νὰ τὸν φονεύσωμεν, διὰ νὰ γίνῃ ἡ ἄμπελος κληρονομία ἰδική μας, καὶ ἀνενόχλητοι πλέον νὰ ἐξουσιάζωμεν τὴν συναγωγὴν καὶ νὰ ἐκμεταλλευώμεθα αὐτήν. 15 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἄμπελον, τὸν ἐφόνευσαν. Τί λοιπὸν θὰ κάμῃ εἰς αὐτοὺς ὁ κύριος τῆς ἀμπέλου: 16 Θὰ ἔλθῃ αὐτοπροσώπως πλέον καὶ θὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς γεωργοὺς αὐτοὺς καὶ θὰ δώσῃ τὴν ἄμπελον εἰς ἄλλους. Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, ὅταν ἤκουσαν τὴν παραβολήν, εἶπαν· Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ, ὥστε νὰ μὴ μᾶς γίνῃ ἕνας τέτοιος ἐξολοθρευμός. 17 Ὁ Κύριος δὲ τοὺς παρετήρησε μὲ ζωηρὸν βλέμμα, διὰ να τοὺς προσελκύσῃ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν προσοχήν, καὶ τοὺς εἶπε· Ἐὰν σύμφωνα μὲ τὴν εὐχήν σας δὲν ἐπέλθῃ ἡ καταστροφή, ποὺ σᾶς προεῖπον, ποίαν λοιπὸν ἔννοιαν καὶ σημασίαν ἔχει αὐτό, ποὺ εἶναι γραμμένον ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα; Λίθον,τὸν ὁποῖον ἐπέταξαν ὡς ἀκατάλληλον οἱ κτίσται, αὐτὸς ἔγινε τῆς ὅλης οἰκοδομῆς ἡ κεφαλὴ καὶ ἀκρογωνιαῖος λίθος. Δηλαδὴ ἐγώ, τὸν ὁποῖον σεῖς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, ποὺ ἔχετε καθῆκον καὶ ἔργον νὰ οἰκοδομῆτε τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου, ἀπερρίψατε σὰν ἄλλον λίθον ἀκατάλληλον διὰ τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Θεοῦ, ἔγινα θεμέλιον καὶ ἀγκωνάρι, ποὺ βαστᾷ καὶ συνδέει ὁλόκληρον τὴν οἰκοδομὴν καὶ συνενώνει εἰς ἕνα λαὸν τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ τοὺς ἐθνικούς, ὅπως τὸ ἀγκωνάρι συνδέει δύο τοίχους. 18 Καὶ καθένας ποὺ θὰ ἐπιπέσῃ μὲ ἐχθρικὰς διαθέσεις ἐπάνω εἰς τὸν λίθον ἐκεῖνον, θὰ τσακισθῇ· ἐκεῖνον δὲ ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ πέσῃ βαρὺς ὁ λίθος αὐτός, θὰ τὸν κάμῃ θρύμματα καὶ θὰ τὸν σκορπίσῃ σὰν σκόνην. Ὄλεθρος δηλαδὴ καὶ ἀφανισμὸς ἐπιφυλάσσεται εἰς ἐκεῖνον, ποὺ θὰ πολεμήσῃ τὸν Χριστόν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 9 - 18


9 Ηρχισε δε να διδάσκη προς τον λαόν την εξής παραβολήν· “ένας άνθρωπος εφύτευσε αμπέλι και έδωσεν αυτό με ενοίκιον στους γεωργούς και εταξίδευσε δια πολύν καιρό εις ξένην χώραν. 10 Εις τον καιρόν δε της εσοδείας έστειλε προς τους γεωργούς ένα δούλον, δια να του δώσουν το μέρος του καρπού, που εδικαιούτο. Οι γεωργοί όμως αφού τον έδειραν, τον εδίωξαν αδειανόν. 11 Τοτε ο οικοδεσπότης απεφάσισε να στείλη ακόμη εις αυτούς άλλον δούλον. Αυτοί δε, αφού και εκείνον έδειραν και εξευτέλισαν, τον έστειλαν με αδειανά χέρια. 12 Και απεφάσισε ακόμη να στείλη και τρίτον δούλον. Εκείνοι όμως και τούτον, αφού ετραυμάτισαν, τον πέταξαν έξω από το αμπέλι. 13 Είπε τότε ο κύριος του αμπελιού· Τι να κάμω τώρα; Ενα μου μένει· θα στείλω τον υιόν μου τον αγαπητόν. Ισως, όταν τον ίδουν, να εντραπούν. 14 Οταν όμως τον είδαν οι γεωργοί, εσκέπτοντο μεταξύ των και έλεγαν· Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε λοιπόν να τον θανατώσωμεν, δια να γίνη πλέον ιδική μας η κληρονομία. 15 Και αφού τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι, τον εφόνευσαν. Τι λοιπόν θα κάμη εναντίον αυτών ο κύριος του αμπελιού; 16 Θα έλθη ο ίδιος και θα εξολοθρεύση τους γεωργούς αυτούς και θα δώση το αμπέλι εις άλλους”. Μερικοί δε από τους Φαρισαίους, που ήσαν εκεί, όταν ήκουσαν την παραβολήν και ενόησαν την σημασίαν της, είπαν· Μη γένοιτο! 17 Ο δε Κυριος τους εκύτταξε κατάματα και είπε· “και όμως έτσι θα γίνη, διότι τι σημασίαν έχει τότε αυτό που είναι γραμμένο στους προφήτας, ότι δηλαδή λίθον τον οποίον επέταξαν ως ακατάλληλον οι οικοδόμοι, αυτός έγινε κεφαλή και ακρογωνιαίος λίθος, δι' όλην την οικοδομήν; 18 Και καθένας που θα επιπέση εναντίον του λίθου αυτού, θα τσακισθή. Εκείνον δε, επάνω στον οποίον θα πέση βαρύς αυτός ο λίθος, θα τον συντρίψη, θα τον κάμη θρύψαλα και σκόνην και θα τον διαλύση. (Αμπελος ήτο ο Ισραηλιτικός λαός, κακοί γεωργοί οι άρχοντες του λαού, δούλοι ήσαν οι προφήται τους οποίους οι άπιστοι άρχοντες του λαού εκακοποίησαν και εφόνευσαν· υιός του κυρίου του αμπελώνος, ο εναθρωπήσας Υιός του Θεού, τον οποίον οι άρχοντες του λαού θα εσταύρωναν έξω από την Ιερουσαλήμ. Και ο Θεός κατά λόγον δικαιοσύνης, θα τους αφαιρούσε πλέον την ηγεσίαν του λαού, δια να δώση αυτήν εις άλλους και ο Υιός του Θεού, ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας, θα τους συνέτριβε δια την σκληροκαρδίαν αυτών και θα τους διέλυε).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα