❌
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου 2024

Άγιοι Φιλήμων ο Απόστολος, Άρχιππος, Ονήσιμος και Απφία, Άγιοι Κικιλία, Βαλεριανός και Τιβούρτιος, Όσιος Αββάς, Όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης), ο Θεοφόρος, καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυΐδ του εν Ευβοία
Ἀρχίππου, Φιλήμονος, Ὀνησίμου ἀποστόλων· Κικιλίας μάρτυρος καὶ τῶν σὺν αὐτῇ (†230). Κλήμεντος καὶ Σισινίου ἱερομαρτύρων. Ἰακώβου ὁσίου τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ νέου ἀσκητοῦ (†1991).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΦΙΛΗΜΟΝΑ Α´ 1 - 25


1 Παῦλος, δέσμιος Χριστοῦ Ἰησοῦ καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφὸς Φιλήμονι τῷ ἀγαπητῷ καὶ συνεργῷ ἡμῶν 2 καὶ Ἀπφίᾳ τῇ ἀδελφῇ καὶ Ἀρχίππῳ τῷ συστρατιώτῃ ἡμῶν καὶ τῇ κατ’ οἶκόν σου ἐκκλησίᾳ· 3 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. 4 Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε μνείαν σου ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου, 5 ἀκούων σου τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν ἣν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς ἁγίους, 6 ὅπως ἡ κοινωνία τῆς πίστεώς σου ἐνεργὴς γένηται ἐν ἐπιγνώσει παντὸς ἀγαθοῦ τοῦ ἐν ἡμῖν εἰς Χριστόν Ἰησοῦν. 7 χάριν γὰρ ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τῇ ἀγάπῃ σου, ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διὰ σοῦ, ἀδελφέ. 8 Διό, πολλὴν ἐν Χριστῷ παρρησίαν ἔχων ἐπιτάσσειν σοι τὸ ἀνῆκον, 9 διὰ τὴν ἀγάπην μᾶλλον παρακαλῶ, τοιοῦτος ὢν ὡς Παῦλος πρεσβύτης, νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος Ἰησοῦ Χριστοῦ, 10 παρακαλῶ σε περὶ τοῦ ἐμοῦ τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοῖς μου, Ὀνήσιμον, 11 τόν ποτέ σοι ἄχρηστον νυνὶ δὲ σοὶ καὶ ἐμοὶ εὔχρηστον, ὃν ἀνέπεμψά 12 σὺ δὲ αὐτόν, τοῦτ’ ἔστι τὰ ἐμὰ σπλάγχνα προσλαβοῦ· 13 ὃν ἐγὼ ἐβουλόμην πρὸς ἐμαυτὸν κατέχειν, ἵνα ὑπὲρ σοῦ διακονῇ μοι ἐν τοῖς δεσμοῖς τοῦ εὐαγγελίου, 14 χωρὶς δὲ τῆς σῆς γνώμης οὐδὲν ἠθέλησα ποιῆσαι, ἵνα μὴ ὡς κατὰ ἀνάγκην τὸ ἀγαθόν σου ᾖ, ἀλλὰ κατὰ ἑκούσιον. 15 τάχα γὰρ διὰ τοῦτο ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν ἵνα αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς, 16 οὐκέτι ὡς δοῦλον ἀλλ ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν, μάλιστα ἐμοί, πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν Κυρίῳ. 17 Εἰ οὖν με ἔχεις κοινωνόν, προσλαβοῦ αὐτὸν ὡς ἐμέ. 18 εἰ δέ τι ἠδίκησέ σε ἢ ὀφείλει, τοῦτο ἐμοὶ ἐλλόγει· 19 ἐγὼ Παῦλος ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί, ἐγὼ ἀποτίσω· ἵνα μὴ λέγω σοι ὅτι καὶ σεαυτόν μοι προσοφείλεις. 20 ναί, ἀδελφέ, ἐγώ σου ὀναίμην ἐν Κυρίῳ· ἀνάπαυσόν μου τὰ σπλάγχνα ἐν Κυρίῳ. 21 Πεποιθὼς τῇ ὑπακοῇ σου ἔγραψά σοι, εἰδὼς ὅτι καὶ ὑπὲρ ὃ λέγω ποιήσεις. 22 ἅμα δὲ καὶ ἑτοίμαζέ μοι ξενίαν, ἐλπίζω γὰρ ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν ὑμῶν χαρισθήσομαι ὑμῖν. 23 Ἀσπάζεταί σε Ἐπαφρᾶς ὁ συναιχμάλωτός μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, 24 Μᾶρκος, Ἀρίσταρχος, Δημᾶς, Λουκᾶς, οἱ συνεργοί μου. 25 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν· ἀμὴν.

ΠΡΟΣ ΦΙΛΗΜΟΝΑ Α´ 1 - 25


1 Ο Παῦλος, δέσμιος καὶ φυλακισμένος διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφὸς γράφομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν πρὸς σὲ τὸν Φιλήμονα, τὸν ἀγαπητὸν καὶ συνεργάτην μας εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου 2 καὶ πρὸς τὴν Ἀπφίαν τὴν ἀγαπητὴν καὶ πρὸς τὸν Ἄρχιππον τὸν συστρατιώτην μας εἰς τὸν ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου ἀγῶνα, καὶ πρὸς τὴν σύναξιν τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία συναθροίζεται εἰς τὸ σπίτι σου. 3 Εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας ἡ χάρις καὶ ἡ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ Πατέρα μας καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. 4 Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν μου πάντοτε, ὁσάκις σὲ ἐνθυμοῦμαι κατὰ τὰς προσευχάς μου. 5 Καὶ τὸν εὐχαριστῶ, ἐπειδὴ ἀκούω τὴν πίστιν ποὺ ἔχεις πρὸς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἀγάπην τὴν ὁποίαν δεικνύεις πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς. 6 Συγχρόνως δὲ καὶ τὸν παρακαλῶ, ἡ πίστις, τὴν ὁποίαν ἔχεις κοινὴν μὲ τοὺς Χριστιανούς, νὰ γίνῃ τόσον ἔμπρακτος καὶ ζωντανή, ὥστε νὰ λάβουν ὅλοι τελείαν γνῶσιν κάθε ἀγαθοῦ, τὸ ὁποῖον ὑπάρχει καὶ γίνεται μεταξύ μας πρὸς δόξαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 7 Πρέπει δὲ νὰ εὐχαριστῶ τὸν Θεόν διὰ σέ, διότι ἔχομεν πολλὴν χαρὰν καὶ παρηγορίαν διὰ τὴν ἀγάπην σου, διότι αἱ καρδίαι τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν ἔχουν εὔρει ἀνάπαυσιν μὲ τὰς εὐεργεσίας καὶ ἀγαθοεργίας σου, ἀδελφέ. 8 Ἐπειδὴ δὲ τόσον εὐεργετικὸς δεικνύεσαι εἰς τοὺς Χριστιανούς, διὰ τοῦτο, καίτοι ἡ σχέσις καὶ κοινωνία μας μὲ τὸν Χριστὸν μοῦ δίδει τὸ θάρρος νὰ διατάσσω εἰς σὲ ἐκεῖνο, ποὺ πρέπει ὡς Χριστιανὸς νὰ πράττῃς, 9 Ἕνεκα ὅμως τῆς ἀγάπης, ποὺ σοῦ ἔχω, προτιμῶ νὰ σὲ παρακαλέσω. Καὶ σὲ παρακαλῶ σὰν τέτοιος ποὺ εἶμαι δηλαδὴ σὰν Παῦλος, ἠλικιωμένος, τώρα δὲ καὶ φυλακισμένος διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 10 Σὲ παρακαλῶ διὰ τὸ πνευματικόν μου τέκνον, τὸ ὁποῖον ἐγέννησα πνευματικῶς τώρα, ποὺ εἶμαι εἰς τὰ δεσμὰ καὶ τὴν φυλακήν. Σὲ παρακαλῶ δηλαδὴ διὰ τὸν Ὀνήσιμον, 11 ποὺ ἄλλοτε, ὅταν σὲ ἔκλεψε καὶ ἐδραπέτευσε, σοῦ ἦτο ἄχρηστος, τώρα ὅμως, ποὺ ἐπίστευσε καὶ ἐβαπτίσθη, καὶ εἰς σὲ καὶ εἰς ἐμὲ ἔγινε χρήσιμος, τὸν ὁποῖον καὶ σοῦ ἔστειλα πάλιν. 12 Σὺ δὲ δέχθητι μὲ εὐμένειαν αὐτόν, ποὺ τόσον πολὺ τὸν ἀγαπῶ, ὥστε εἶναι αὐτὴ ἡ καρδία μου καὶ αὐτὰ τὰ σωθικά μου. 13 Τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἤθελα νὰ τὸν κρατήσω πλησίον μου, διὰ νὰ μὲ ὑπηρετῇ ἀντὶ σοῦ, ὅσον καιρὸν εἶμαι φυλακισμένος διὰ τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα. 14 Ἄλλα χωρὶς τὴν ἰδικήν σου γνώμην καὶ ἔγκρισιν δὲν ἠθέλησα νὰ κάμω τίποτε, διὰ νὰ μὴ εἶναι ἡ ἀγαθὴ ἐξυπηρέτησις, τὴν ὁποίαν δι’ αὐτοῦ θὰ μοῦ προσέφερες σὰν ἐξ ἀνάγκης, ἀλλὰ ὑπηρεσία ἀπὸ τὴν καρδία σου καὶ ἀπὸ τὴν πρόθυμον θέλησίν σου. 15 Ναί· πρέπει νὰ τὸν δεχθῇς μὲ καλωσύνην. Διότι ἴσως δι’ αὐτὸ ἐχωρίσθη ἀπὸ σὲ δι’ ὀλίγον χρόνον, διὰ νὰ τὸν λάβῃς πάλιν καὶ τὸν ἔχῃς αἰωνίως. 16 Καὶ νὰ τὸν ἔχῃς ὄχι πλέον ὡς δοῦλον, ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ δοῦλον, ὡς ἀδελφὸν ἀγαπητόν, ἰδιαιτέρως ἀγαπητὸν εἰς ἑμέ, πόσῳ δὲ μᾶλλον εἰς σέ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν ἔχῃς καὶ σωματικῶς σονδεδεμένον, διότι θὰ σὲ ὑπηρετῇ πλέον πιστά, ἀλλὰ καὶ ἀδελφὸν πνευματικὸν διὰ τῆς μετὰ τοῦ Κυρίου ἑνώσεώς σας. 17 Ἐὰν λοιπὸν ἔχῃς κοινὰ μὲ ἐμὲ τὴν πίστιν καὶ τὰ φρονήματα καὶ τοὺς πόθους, παράλαβέ τον μὲ ἀγάπην, ὅπως θὰ ἐδέχεσο ἐμέ. 18 Ἐὰν δὲ σὲ ἠδίκησεν ἢ σοῦ χρεωστῇ τίποτε, τοῦτο λογάριασέ το εἰς ἑμέ. 19 Ἐγὼ ὁ Παῦλος ἔγραψα μὲ τὸ χέρι μου. Ἐγὼ θὰ πληρώσω τὸ χρέος. Καὶ γίνομαι ἐγὼ χρεώστης σου, διὰ νὰ μὴ σοῦ εἴπω, ὅτι σὺ εἶσαι ὀφειλέτης μου μέχρι σημείου, ὥστε καὶ τὸν ἑαυτόν σου νὰ μοῦ χρεωστῇς. 20 Ναί, ἀδελφέ. Εἴθε νὰ ἀπολαύσω ἀπὸ σὲ τὶς χάρες καὶ τὰ πνευματικὰ ὀφέλῃ, ποὺ δημιουργεῖ ἡ μετὰ τοῦ Κυρίου ἕνωσίς μας. Ἀνάπαυσε τὴν καρδία μου μὲ ἀνάπαυσιν πνευματικὴν ἒν Κυρίῳ. 21 Ἐπειδὴ ἔχω πεποίθησιν εἰς τὴν ὑπακοήν σου, ἔγραψα εἰς σὲ τὴν ἐπιστολὴν αὐτήν, γνωρίζων ὅτι θὰ πράξῃς καὶ παραπάνω ἀπ’ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον λέγω. 22 Συγχρόνως δὲ καὶ ἐτοίμαζέ μου φιλοξενίαν. Διότι ἐλπίζω, ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν σας θὰ σωθῶ καὶ θὰ δοθῶ ὡς δῶρον εἰς σᾶς. 23 Σὲ χαιρετᾷ ἐγκαρδίως ὁ Ἐπαφρᾶς, ποὺ μὲ συντροφεύει εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 24 Σὲ ἀσπάζονται καὶ ὁ Μᾶρκος, ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ Δημᾶς, ὁ Λουκᾶς, ο συνεργάται μου. 25 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴθε νὰ εἶναι μετὰ τοῦ πνεύματός σας. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΦΙΛΗΜΟΝΑ Α´ 1 - 25


1 Εγώ ο Παύλος, δέσμιος και φυλακισμένος εις την Ρωμην δια το Ευαγγέλιον του Ιησού Χριστού και Τιμόθεος ο αδελφός, προς τον Φιλήμονα, τον αγαπητόν δια την αρετήν του και συνεργάτην μας στο κήρυγμα 2 και προς την Απφιάν την αγαπητήν, και τον Αρχιππον, τον συστρατιώτην μας και συναγωνιστήν στους πνευματικούς αγώνας, και εις όλην την συνάθροισιν των πιστών, που γίνεται στο σπίτι σου· 3 είθε να είναι μαζή σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν και Πατέρα ημών και από τον Κυριον Ιησούν Χριστόν. 4 Ευχαριστώ τον Θεόν μου πάντοτε, ενθυμούμενος σε εις τας προσευχάς μου. 5 Τον ευχαριστώ δε επειδή πληροφορούμαι την αγάπην και την πίστιν σου· την πίστιν, την οποίαν έχεις προς τον Κυριον Ιησούν, και την αγάπην που εκδηλώνεις προς όλους τους Χριστιανούς. 6 Και παρακαλώ τον Κυριον να γίνη η συμμετοχή σου εις την πίστιν έμπρακτος και ενεργητική, με πλήρη επίγνωσιν και ακριβή πραγματοποίησιν παντός αγαθού, που είναι στο χέρι μας να κάμωμεν προς δόξαν του Ιησού Χριστού. 7 Ευχαριστώ δε τον Θεόν δια σε, αδελφέ, διότι έχομεν πολλήν παρηγορίαν και ενίσχυσιν και χαράν δια την αγάπην σου, επειδή αι καρδίαι των αδελφών Χριστιανών ευρίσκουν εις σε άνεσιν και ανάπαυσιν. 8 Δι' αυτό, μολονότι με το δικαίωμα, που μου δίδει ο Χριστός και η κοινή πίστις μας προς τον Χριστόν, έχω το θάρρος να διατάσσω εις σε εκείνο που πρέπει να πράττης, 9 εν τούτοις δια την αγάπην, που σου έχω, σε παρακαλώ· και το πράττω αυτό με το κύρος που έχω, σαν Παύλος ηλικιωμένος, τώρα δε φυλακισμένος και δέσμιος προς χάριν του Ιησού Χριστού. 10 Σε παρακαλώ, λοιπόν, δια το πνευματικόν μου τέκνον, τον οποίον εγέννησα πνευματικώς κατά το διάστημα αυτό που είμαι δέσμιος, δια τον Ονήσιμον, 11 ο οποίος άλλοτε σου ήτο άχρηστος, διότι σε είχε κλέψει και είχε δραπετεύσει, τώρα όμως που εδέχθη την χάριν του Ευαγγελίου, είναι χρήσιμος εις σε και εις εμέ και σου τον στέλλω πάλιν. 12 Συ δε να τον δεχθής και να κρατήσης πάλιν πλησίον σου με καλωσύνην αυτόν, που είναι σπλάγνο μου. 13 Εγώ ήθελα να τον κρατήσω δια τον ευατόν μου και να τον έχω κοντά μου, δια να με υπηρετή προς λογαριασμόν ιδικόν σου κατά το διάστημα των δεσμών και της φυλακίσεώς μου. 14 Αλλά χωρίς την ιδικήν σου γνώμην και συγκατάθεσιν δεν ηθέλησα να κάμω τίποτε μόνος μου, δια να μην είναι κατ' ανάγκην το καλόν, το οποίον θα μου προσέφερες, αλλά να προέρχεται από την ιδικήν σου καλήν θέλησιν και καρδίαν. 15 Λοιπόν, αυτόν πρέπει να τον δεχθής με αδελφικήν αγάπην, διότι ίσως δι' αυτό εχωρίσθη από σε επί ολίγον διάστημα, δια να τον ξαναπάρης πάλιν και να τον έχης αιωνίως μαζή σου, 16 όχι πλέον ως δούλον, αλλά παρά πάνω από δούλον σαν αγαπητόν αδελφόν, αγαπητόν μάλιστα εις εμέ, πόσω μάλλον αγαπητόν εις σε και ως άνθρωπος που θα σε υπηρετή με πίστιν και αφωσίωσιν και ως αδελφός εν Κυρίω. 17 Εάν, λοιπόν, έχης, εμέ αδελφόν συγκοινωνόν και συμμέτοχον εις την ιδίαν πίστιν και τα ίδια φρονήματα, να δεχθής πάλιν αυτόν όπως θα εδέχεσο εμέ. 18 Εάν δε σε έχη αδικήσει εις τίποτε η σου οφείλη κάτι, αυτό λογάριασέ το εις εμέ. 19 Εγώ ο Παύλος, που έγραψα με το χέρι μου την επιστολήν, εγώ θα πληρώσω εις σε το χρέος του· δια να μη είπω, ότι συ μου χρεωστείς όχι μόνον όλα όσα σου ανήκουν, αλλά και τον ευατόν σου ακόμη. 20 Ναι, αδελφέ, περιμένω από σε αυτήν την χαράν και την εξυπηρέτησιν εν Κυρίω. Ανάπαυσε και χαροποίησε την καρδίαν μου με την εν Κυρίω χαράν. 21 Επειδή έχω πεποίθησιν εις την υπακοήν σου, σου έγραψα αυτήν την επιστολήν γνωρίζων καλά, ότι θα κάμης και παρά πάνω από αυτό που σου λέγω. 22 Συγχρόνως δε ετοίμαζέ μου και φιλοξενίαν. Διότι ελπίζω, ότι με τας προσευχάς σας θα με ελευθερώση ο Θεός από τα δεσμά και την φυλακήν και θα με χαρίση σαν δώρον εις σας. 23 Σε χαιρετά με όλη του την καρδιά ο Επαφράς, ο οποίος προς χάριν του Ιησού Χριστού μένει θεληματικά μαζή μου φυλακισμένος και αιχμάλωτος. 24 Επίσης σε χαιρετούν ο Μάρκος, ο Αρίσταρχος, ο Δημάς, ο Λουκάς, οι συνεργάται μου. 25 Είθε η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι πάντοτε μετά του πνεύματος σας· αμήν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 12 - 28


12 εἶπεν οὖν· Ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι. 13 καλέσας δὲ δέκα δούλους ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι. 14 οἱ δὲ πολῖται αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ’ ἡμᾶς. 15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί διεπραγματεύσατο. 16 παρεγένετο δὲ ὁ πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς. 17 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω δέκα πόλεων. 18 καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου, ἐποίησε πέντε μνᾶς. 19 εἶπε δὲ καὶ τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων. 20 καὶ ἕτερος ἦλθε λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ. 21 ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας. 22 λέγει αὐτῷ· ἐκ τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγὼ, αἴρων ὃ οὐκ ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα. 23 καὶ διατί οὐκ ἔδωκας τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτὸ; 24 καὶ τοῖς παρεστῶσιν εἶπεν· ἄρατε ἀπ’ αὐτοῦ τὴν μνᾶν καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι. 25 καὶ εἶπον αὐτῷ· κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς. 26 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. 27 πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ’ αὐτοὺς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου. 28 Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 12 - 28


12 Εἶπε λοιπόν· κάποιος ἄνθρωπος καταγόμενος ἀπὸ λαμπρὸν καὶ ὑψηλὸν γένος ἐπῆγεν εἰς μακρυνὴν χώραν διὰ νὰ λάβῃ βασιλείαν καὶ ὕστερα νὰ ἐπιστρέψῃ. (Εἶναι φανερὸν ὅτι οὐδεὶς ἄλλος εἶναι εὐγενέστερος τοῦ Κυρίου, τόσον διὰ τὴν θείαν προαιώνιον γέννησιν αὐτοῦ ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅσον καὶ διὰ τὴν βασιλικὴν καταγωγὴν αὐτοῦ ὡς ἀνθρώπου. Ὄντως δὲ παραλαβὼν ὁ Κύριος τὴν ἐν οὐρανοῖς βασιλείαν διὰ τῆς ἀναλήψεως αὐτοῦ, μέλλει μετὰ χρόνον πολὺν νὰ ἐπιστρέψῃ ἔνδοξος κατὰ τὴν δευτέραν αὐτοῦ παρουσίαν). 13 Ἀφοῦ δὲ ἐκάλεσε δέκα δούλους ἰδικούς του, τοὺς ἔδωκε δέκα χρυσὰ ἑκατοντάδραχμα, ἤτοι ἀπὸ ἐν ἑκατοντάδραχμον εἰς τὸν καθένα, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐμπορευθῆτε μὲ τὸ κεφάλαιον αὐτό, ἕως ὅτου ἔλθω. (Ἐν τῷ μεταξὺ τουτέστιν ἐμπιστεύεται ὁ Κύριος εἰς πάντας τοὺς πιστοὺς χαρίσματα καὶ τάλαντα διάφορα, διὰ νὰ χρησιμοποιήσουν αὐτὰ ἐπ’ ἀγαθῷ ἑαυτῶν καὶ τοῦ πλησίον, καὶ ἐπιφυλάσσεται νὰ ζητήσῃ λόγον διὰ τὸν καθένα μας, ὅταν θὰ ἐπανέλθῃ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν του). 14 Οἱ δὲ συμπολῖται του (οἱ Ἰουδαῖοι τουτέστιν) ἐμίσουν αὐτὸν (τὸν Ἰησοῦν) καὶ ἀπέστειλαν ἐπιτροπὴν ἐξ ἀντιπροσώπων ἀπὸ πίσω του καὶ ἔλεγαν· Δὲν θέλομεν αὐτὸν νὰ γίνῃ βασιλεύς μας. (Αὐτὴ ἦτο καὶ εἶναι ἡ περὶ τοῦ Ἰησοῦ εὐχὴ τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων πρὸς τὸν Θεόν). 15 Καὶ ὅταν αὐτὸς ἐπανῆλθεν, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν βασιλείαν, εἶπε νὰ τοῦ φωνάξουν τοὺς δούλους αὐτούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἔδωκε τὰ χρήματα, διὰ νὰ μάθῃ τί ὁ καθένας των μὲ τὸ ἐμπόριόν του ἐκέρδησε. 16 Ἦλθε δὲ ὁ πρῶτος καὶ εἶπε· Κύριε, τὸ ἑκατοντάδραχμόν σου καὶ ὄχι ἡ ἰδική μου ἐργασία ἐκέρδησε δέκα ἀκόμη ἑκατοντάδραχμα. 17 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ κύριος· εὖγε, καλέ μου δοῦλε, διότι εἰς τὸ ἐλάχιστον ποσὸν τοῦ ἑνὸς ἑκατονταδράχμου δὲν ἀδιαφόρησες, ἀλλ’ ἐδείχθης πιστὸς εἰς ὅ,τι σοῦ παρήγγειλα. Λάβε τώρα πλησίον μου τιμὴν καὶ δόξαν βασιλικὴν καὶ ἔχε μονίμως ἐξουσίαν ἐπὶ δέκα πόλεων τοῦ βασιλείου μου. 18 Καὶ ἦλθεν ὁ δεύτερος καὶ εἶπε· Κύριε, τὸ ἑκατονταδραχμόν σου ἔβγαλε κέρδος ἄλλα πέντε ἑκατοντάδραχμα. 19 Εἶπε δὲ ὁ κύριος καὶ εἰς τὸν δοῦλον τοῦτον· Καὶ σὺ λάβε ἐξουσίαν ἐπὶ πέντε πόλεων τοῦ βασιλείου μου. 20 Καὶ ἄλλος δοῦλος ἦλθε καὶ εἶπε· Κύριε, ἰδοὺ τὸ ἑκατοντάδραχμόν σου, τὸ ὁποῖον εἶχα δεμένον καὶ φυλαγμένον εἰς μανδήλιον. 21 Καὶ τὸ ἐφύλαττον δεμένον, διότι σὲ ἐφοβούμην, ἐπειδὴ εἶσαι ἄνθρωπος δύσκολος καὶ ἀπαιτητικός. Παίρνεις σὰν νὰ ἦτο ἰδικόν σου ἐκεῖνο, ποὺ δὲν τὸ ἔβαλες σύ, ἀλλὰ τὸ ἔβαλαν ἐκεῖ ἄλλος, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ ἀνήκει. Καὶ θερίζεις τὸ χωράφι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔσπειρες· καὶ μαζεύεις ἀπὸ ἀλώνι, εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἐσκόρπισες καὶ δὲν ἐλίχνισες αὐτά, ποὺ παίρνεις. Ἀπαιτεῖς δηλαδὴ ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐκοπίασες σύ, ἀλλ’ ἐκοπίασαν ἄλλοι καὶ σὺ τὰ εὑρίσκεις ἕτοιμα. 22 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος· Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ στόματός σου θὰ σὲ κρίνω καὶ θὰ σὲ καταδικάσω, κακὲ δοῦλε. Διότι, ὅπως ὠμολόγησες, ἐγνώριζες, ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος δύσκολος καὶ σκληρός, ποὺ παίρνω ὅ,τι δὲν ἔβαλα καὶ θερίζω ὅ,τι δὲν ἔσπειρα, καὶ μαζεύω ἀπ’ ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐσκόρπισα εἰς τὸ ἀλῶνι, διὰ νὰ λιχνισθῇ εἰς τὸν ἀέρα. 23 Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ ἤξερες τέτοιον, διατὶ δὲν ἔβαλες τὸ χρῆμα μου εἰς τὴν τράπεζαν, ὅπου καὶ περισσότερον ἀσφαλισμένον θὰ ἦτο, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ὅταν θὰ ἠρχόμην, θὰ τὸ εἰσέπραττον ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὸν τόκον του; 24 Καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ παρέστεκαν ἐκεῖ, εἶπε· Πάρετε ἀπὸ αὐτὸν τὸ ἑκατοντάδραχμον καὶ δώσατέ το εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει κερδήσει τὰ δέκα ἑκατοντάδραχμα. 25 Καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Κύριε, αὐτὸς ἔχει δέκα ἑκατοντάδραχμα. 26 Ἐκτελέσατε τὴν διαταγήν μου καὶ δώσατε τὸ ἑκατοντάδραχμον εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα. Διότι σᾶς λέγω, εἰς καθένα, ὁ ὁποῖος ἔχει πίστιν καὶ προθυμίαν καὶ ἐργατικότητα καὶ ηὔξησε τὰ χαρίσματα, ποὺ τοῦ ἐδόθησαν, θὰ δοθῇ τιμὴ καὶ ἀμοιβὴ καὶ χαρίσματα ἀκόμη περισσότερα καὶ μεγαλύτερα· ἀπὸ ἐκεῖνον δὲ ποὺ δὲν ἔχει ἐπιμέλειαν καὶ προθυμίαν καὶ παρημέλησε τὰ δοθέντα εἰς αὐτὸν χαρίσματα, θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ θὰ παρθῇ ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὸ ὀλίγον χάρισμα, τὸ ὁποῖον κατακρατεῖ παραμελημένον καὶ ἀκαλλιέργητον. 27 Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, ποὺ δὲν ἠθέλησαν νὰ βασιλεύσω ἐπ’ αὐτῶν, φέρετέ τους ἐδῶ καὶ κατασφάξατέ τους ἐμπρός μου. Ρίψατέ τους εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον, τοῦ ὁποίου προαναγγελία καὶ προεικόνισις ὑπῆρξεν ἡ ἐπὶ τοῦ Τίτου πανωλεθρία τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῶν Ἰουδαίων. 28 Καὶ ἀφοῦ εἶπε ταῦτα, ἐξηκολούθει νὰ προχωρῇ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ νὰ ἀναβαίνῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 12 - 28


12 Είπε λοιπόν· “ένας άνθρωπος ευγενούς καταγωγής, επήγεν εις μακρυνήν χώραν, δια να πάρη βασιλείαν και κατόπιν να επιστρέψη. 13 Αφού δε εκάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε δέκα μνας, μίαν στον καθένα, δηλαδή εκατό περίπου δραχμάς της εποχής εκείνης, και τους είπε· Εμπορευθήτε με τα χρήματα αυτά, έως ότου έλθω, οπότε και θα μου δώσετε λογαριασμόν. 14 Οι συμπολίται του όμως τον εμισούσαν και αμέσως μόλις αυτός ανεχώρησε, έστειλαν μίαν επιτρπήν και έλεγαν· Δεν θέλομεν να γίνη αυτός βασιλεύς μας. 15 Και όταν αυτός επέστρεψε, αφού πλέον είχε λάβει την βασιλείαν, είπε να φωνάξουν τους δούλους του, στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα δια να μάθη τι ο καθένας των εμπορεύθηκε και τι εκέρδησε. 16 Ηρθε ο πρώτος και είπε· Κυριε, η μνα σου εκέρδησε δέκα άλλας μνας. 17 Και είπεν εις αυτόν ο Κυριος· Εύγε καλέ και πιστέ δούλε. Επειδή δε εδείχθης εις τα ολίγα, που σου έδωσα, αξιόπιστος, σου δίνω τώρα εξουσίαν επάνω εις δέκα πόλεις. 18 Και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· Κυριε, η μνα σου έφερε ως κέρδος άλλας πέντε μνας. 19 Είπε και στον πιστόν αυτόν δούλον ο κύριος· και συ γίνε διοικητής επάνω εις πέντε πόλεις. 20 Και άλλος δούλος ήλθε λέγων· Κύριε, ιδού η μνα, που μου έδωσες, την οποίαν είχα φυλαγμένην και ασφαλισμένην εις ένα μανδήλι. 21 Την εφύλαττα δια να σου την επιστρέψω ασφαλώς, επειδή σε εφοβούμην, διότι είσαι άνθρωπος σκληρός και απαιτητικός. Παίρνεις ως ιδικόν σου, εκείνο που δεν έδωσες και θερίζεις χωράφι που δεν έσπειρες, και μαζεύεις εις αλώνι, στο οποίον δεν εσκόρπισες και δεν ελύχνισες. 22 Είπε δε προς αυτόν ο κύριος· Από τα λόγια σου θα σε κρίνω, πονηρέ δούλε. Εγνώριζες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, που παίρνω ο,τι δεν έβαλα, και θερίζω εκεί που δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί που δεν ελίχνισα. 23 Τοτε, διατί δεν έδωσες το χρήμα μου εις την τράπεζαν, ώστε όταν εγώ θα ηρχόμην, να το εισέπραττα μαζή με τον τόκον; 24 Και εις εκείνους, που εστέκοντο εκεί κοντά είπε· Παρτε από αυτόν την μναν και δώστε την εις εκείνον που έχει τας δέκα μνας. 25 Και εκείνοι του είπαν· Κυριε έχει δέκα μνας. 26 Καμετε όπως σας είπα. Διότι σας λέγω τούτο· εις εκείνον που έχει τα χαρίσματα και τα καλλιεργεί και τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει, θα δοθή ακόμη περισσότερον. Από εκείνον όμως που δεν έχει ούτε ελάχιστον καλόν έργον να παρουσιάση, θα του αφαιρεθή και το μικρόν χάρισμα, που έχει. 27 Οσον δε δια τους εχθρούς μου εκείνους που δεν με ήθελαν βασιλέα των, φέρετέ τους εδώ και κατασφάξατέ τους εμπρός μου”. 28 Και αφού είπεν αυτά, συνέχισε την πορείαν του, αναβαίνων εις τα Ιεροσόλυμα.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα