❌
Δευτέρα, 11 Νοεμβρίου 2024

Άγιος Μηνάς «ὁ ἐν τῷ Κοτυαείῳ» ο Μεγαλομάρτυρας, Άγιος Βίκτωρ ο Μεγαλομάρτυρας, Άγιος Βικέντιος ο Διάκονος Ιερομάρτυρας, Όσιος Θεόδωρος ο Ομολογητής ηγούμενος Μονής Στουδίου
Μηνᾶ (†304), Βίκτωρος (β΄ αἰ.) καὶ Βικεντίου διακόνου (†304), μαρτύρων· Θεοδώρου ὁσ. τοῦ Στουδίτου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Δ´ 10 - 23


10 Ἐχάρην δὲ ἐν Κυρίῳ μεγάλως ὅτι ἤδη ποτὲ ἀνεθάλετε τὸ ὑπὲρ ἐμοῦ φρονεῖν· ἐφ’ ᾧ καὶ ἐφρονεῖτε ἠκαιρεῖσθε δέ. 11 οὐχ ὅτι καθ’ ὑστέρησιν λέγω· ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι. 12 οἶδα καὶ ταπεινοῦσθαι οἶδα καὶ περισσεύειν· ἐν παντὶ καὶ ἐν πᾶσι μεμύημαι καὶ χορτάζεσθαι καὶ πεινᾶν, καὶ περισσεύειν καὶ ὑστερεῖσθαι· 13 πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ. 14 πλὴν καλῶς ἐποιήσατε συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει. 15 οἴδατε δὲ καὶ ὑμεῖς, Φιλιππήσιοι, ὅτι ἐν ἀρχῇ τοῦ εὐαγγελίου, ὅτε ἐξῆλθον ἀπὸ Μακεδονίας, οὐδεμία μοι ἐκκλησία ἐκοινώνησεν εἰς λόγον δόσεως καὶ λήψεως εἰ μὴ ὑμεῖς μόνοι, 16 ὅτι καὶ ἐν Θεσσαλονίκῃ καὶ ἅπαξ καὶ δὶς εἰς τὴν χρείαν μοι ἐπέμψατε. 17 οὐχ ὅτι ἐπιζητῶ τὸ δόμα, ἀλλ’ ἐπιζητῶ τὸν καρπὸν τὸν πλεονάζοντα εἰς λόγον ὑμῶν. 18 ἀπέχω δὲ πάντα καὶ περισσεύω· πεπλήρωμαι δεξάμενος παρὰ Ἐπαφροδίτου τὰ παρ’ ὑμῶν, ὀσμὴν εὐωδίας, θυσίαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. 19 ὁ δὲ Θεός μου πληρώσει πᾶσαν χρείαν ὑμῶν κατὰ τὸν πλοῦτον αὐτοῦ ἐν δόξῃ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 20 Τῷ δὲ Θεῷ καὶ πατρὶ ἡμῶν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. 21 Ἀσπάσασθε πάντα ἅγιον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ σὺν ἐμοὶ ἀδελφοί. 22 ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἅγιοι, μάλιστα δὲ οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας. 23 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Δ´ 10 - 23


10 Ἂς ἔλθω τώρα καὶ εἰς τὸ προσωπικόν μου ζήτημα. Ἐχάρην πάρα πολὺ τὴν ἐν Κυρίῳ χαράν, διότι ἐπὶ τέλους ἑξαναβλάστησε τώρα τὸ ἐνδιαφέρον σας δι’ ἐμέ. Καὶ εἴχατε μὲν καὶ εἰς τὸ παρελθὸν τὸ ἐνδιαφερον αὐτὸ καὶ μὲ ἐσκέπτεσθε καὶ ἐφροντίζατε δι’ ἐμέ, δὲν σᾶς ἐδίδετο ὅμως ἡ εὐκαιρία νὰ δείξετε τοῦτο ἐμπράκτως. 11 Δὲν λέγω ταῦτα, διότι εὑρίσκομαι εἰς στέρησιν καὶ ὑποφέρω. Ὄχι δὲν ὑποφέρω· διότι ἑγὼ ἔμαθον εἰς ὅλας τὰς περιστάσεις, ὑπὸ τὰς ὁποίας εὑρίσκομαι, νὰ ἀρκοῦμαι εἰς ὅσα ἔχω. 12 Γνωρίζω καὶ νὰ ὑπομένω τὰς ταπεινώσεις τῶν στερήσεων, γνωρίζω καὶ νὰ μὴ τὸ παίρνω ἐπάνω μου, ὅταν τὰ ἔχω περισσά. Εἰς κάθε περίστασιν καὶ εἰς κάθε τι ποὺ μοῦ συμβαίνει, ἔχω μάθει τὸ μυστικὸν καὶ νὰ χορταίνω καὶ νὰ πεινῶ, καὶ νὰ κάνω καλὴν χρῆσιν, ὅταν τὰ ἔχω ἄφθονα, καὶ νὰ ὑπομένω εὐχαρίστως τὴν στέρησιν. 13 Τὰ πάντα κατορθώνω μὲ τὴν δύναμιν, ποὺ μοῦ δίδει ἡ κοινωνία καὶ ἡ σχέσις μὲ τὸν Χριστόν. 14 Καίτοι ὅμως ἐγὼ γνωρίζω νὰ ὑποφέρω τὴν στέρησιν, ἐν τούτοις σεῖς ἐκάματε πρᾶξιν καλὴν καὶ ἀξιέπαινον, ποὺ ἐγίνατε συμμέτοχοι εἰς τὴν θλῖψιν μου. 15 Δὲν ὑπῆρξε δὲ μόνη αὐτὴ ἡ φορά, ποὺ ἐδείξατε τὴν συμμετοχήν σας αὐτήν. Ξεύρετε καὶ σεῖς, ὦ Φιλιππήσιοι, ὅτι κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ εἰς σᾶς κηρύγματός μου ὅταν διὰ πρώτην φορὰν ἦλθον εἰς Φιλίππους, καὶ ὅταν ὕστερα ἀνεχώρησα ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν, καμμία Ἐκκλησία δὲν ἦλθεν εἰς σχέσιν μαζί μου μὲ λογαριασμὸν δοσοληψίας, ὥστε νὰ δίδῃ αὐτὴ καὶ ἑγὼ νὰ λαμβάνω, παρὰ μόνοι σεῖς. 16 Διότι ἀκόμη καὶ εἰς τὴν Θεσσαλονίκην καὶ μίαν καὶ δύο φορὰς μοῦ ἐστείλατε διὰ τὰς ἀνάγκας μου. 17 Λέγω τοῦτο ὄχι διότι ἐνδιαφέρομαι διὰ τὸ δῶρον, ἀλλ’ ἐνδιαφέρομαι καὶ ζητῶ τὴν πνευματικὴν ὠφέλειαν, ποὺ διὰ λογαριασμὸν ἰδικόν σας θὰ προέλθῃ ἀπὸ τὴν ἀγαθοεργίαν αὐτήν. 18 Ἔχω δὲ τώρα ἐγὼ ὅλα μὲ τὸ παραπάνω καὶ μοῦ περισσεύουν. Εἶμαι γεμᾶτος καὶ τὰ ἔχω ὅλα ὑπεράφθονα, ἀφοῦ ἐδέχθην ἀπὸ τὸν Ἐπαφρόδιτον αὐτὰ ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ σᾶς, τὰ ὁποῖα εἶναι μυρωδιὰ ποὺ μοσχομυρίζει, θυσία ποὺ δέχεται καὶ εὐχαριστεῖται εἰς αὐτὴν ὁ Θεός. 19 Ὁ δὲ Θεός μου εἰς ἀνταμοιβήν σας θὰ πληρώσῃ πᾶσαν ἀνάγκην σας σύμφωνα μὲ τὸν ἀνεξάντλητον πλοῦτον τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἔχει, διὰ νὰ δοξάζεται καὶ ἐπαινῆται ἡ μεγαλόδωρος ἀγαθότης του. Καὶ θὰ πληρώσῃ πᾶσαν ἀνάγκην σᾶς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 20 Εἰς τὸν Θεόν δὲ καὶ Πατέρα μας ἂς εἶναι ἡ δόξα παντοτεινὴ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 21 Χαιρετήσατε κάθε πιστόν, ὁ ὁποῖος ἡγιάσθη διὰ τῆς κοινωνίας καὶ σχέσεώς του μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Σᾶς χαιρετοῦν οἱ ἀδελφοί, ποὺ εἶναι μαζί μου. 22 Σᾶς χαιρετοῦν ὅλοι οἰ πιστοὶ τῆς ἐδῶ Ἐκκλησίας, μάλιστα δὲ αὐτοὶ ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸ προσωπικὸν τῆς οἰκίας τοῦ Καίσαρος. 23 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴθε νὰ εἶναι μὲ ὅλους σας. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Δ´ 10 - 23


10 Παρά πολύ εχάρην με την εν Κυρίω χαράν, διότι επί τέλους εξαναβλάστησε το ενδιαφέρον και η συμπάθεια της καρδίας σας δι' εμέ· και είχατε μεν και στο παρελθόν το ίδιο ενδιαφέρον και φρόνημα δι' εμέ, δεν σας παρουσιάζετο όμως ευκαιρία να το εκδηλώσετε εμπράκτως. 11 Δεν λέγω αυτά ως παράπονον, διότι ευρίσκομαι εις στέρησιν και ανάγκην, διότι εγώ έμαθα να αρκούμαι εις όσα έχω, υπό οιασδήποτε περιστάσεις και αν ευρίσκομαι. 12 Γνωρίζω να υπομένω με ταπείνωσιν την έλλειψιν ενδύματος και τροφής, την πείναν και την φτώχειαν· γνωρίζω πως να φέρωμαι και όταν έχω με το παραπάνω τα υλικά αγαθά· εις κάθε τι που μου συμβαίνει και εις όλας τας περιστάσεις της ζωής έχω μάθει το μυστικόν και να χορταίνω και να πεινώ και να κάμνω καλήν χρήσιν των αγαθών, όταν τα έχω άφθονα και να υπομείνω με ειρήνην την στέρησιν. 13 Τα πάντα ημπορώ και κατορθώνω με την δύναμιν, που μο δίδει ο Χριστός. 14 Αλλά και σεις καλώς επράξατε και είσθε αξιέπαινοι, που εγίνατε συμμέτοχοι εις την θλίψιν και στέρησίν μου. 15 Ξεύρετε δε και ενθυμείσθε και σεις, ω Φιλιππήσιοι, ότι εις την αρχήν του ευαγγελικού μου κηρύγματος προς σας, όταν δια πρώτην φορά ήλθον στους Φιλίππους και από εκεί εξεκίνησα δια την Μακεδονίαν, καμμία Εκκλησία δεν επεκοινώνησε μαζή μου με λογαριασμόν δοσοληψίας, καμμία δεν μου προσέφερε τίποτε και από καμμίαν δεν έλαβα βοήθειαν, παρά μόνον από σας. 16 Διότι και όταν ήμουν εις την Θεσσαλονίκην και μια και δυό φορές μου εστείλατε βοηθήματα δια τας ανάγκας τας ιδικάς μου και του έργου μου. 17 Σας τα γράφω αυτά, όχι διότι εγώ ενδιφέρομαι και ζητώ το δώρον, αλλά διότι ενδιαφέρομαι και ζητώ τον πνευματικόν καρπόν, ο οποίος από την καλήν αυτήν πράξιν σας, θα προκύψη πλούσιος δια σας. 18 Εχω δε τώρα όλα με το παραπάνω, ώστε και να μου περισσεύουν· είμαι γεμάτος από όλα, αφού έλαβα από τον Επαφρόδιτον αυτά που μου εστάλησαν από σας και τα οποία είναι ευώδες άρωμα, θυσία ευπρόσδεκτος και ευάρεστος στον Θεόν. 19 Ο δε Θεός μου, ο οποίος ανταμείβει και βραβεύει τα καλά έργα της αγάπης, θα πληρώση και θα ικανοποιήση κάθε ανάγκην σας, σύμφωνα με τον άπειρον πλούτον των ανεκτιμήτων αγαθών του, δια να δοξάζεται έτσι η άπειρος αγαθότης του, δια του Ιησού Χριστού, που εδίδαξε και έδιξε το ύψος της αγάπης. 20 Εις δε τον Θεόν και Πατέρα ημών ας είναι και ας αναπέμπεται η δόξα στους αιώνας των αιώνων· αμήν. 21 Χαιρετήσατε κάθε πιστόν, ο οποίος εκλήθη και παίρνει την αγιότητα δια του Ιησού Χριστού. Σας χαιρετούν όλοι οι αδελφοί, που ευρίσκονται μαζή μου. 22 Σας χαιρετούν όλοι οι Χριστιανοί, που ευρίσκονται εις την Ρωμην, μάλιστα δε αυτοί που ανήκουν και ευρίσκονται εις την οικίαν του Καίσαρος. 23 Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είθε να είναι μαζή με όλους σας· αμήν

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 1 - 1


1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον, καὶ αὐτοὶ ἦσαν παρατηρούμενοι αὐτόν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 12 - 15


12 Ἔλεγε δὲ καὶ τῷ κεκληκότι αὐτόν· Ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ δεῖπνον, μὴ φώνει τοὺς φίλους σου μηδὲ τοὺς ἀδελφούς σου μηδὲ τοὺς συγγενεῖς σου μηδὲ γείτονας πλουσίους, μήποτε καὶ αὐτοὶ σε ἀντικαλέσωσι, σε καὶ γενήσεταί σοι ἀνταπόδομα. 13 ἀλλ’ ὅταν ποιῇς δοχὴν, κάλει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς, 14 καὶ μακάριος ἔσῃ, ὅτι οὐκ ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι· ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων. 15 Ἀκούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος ὅς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 1 - 1


1 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι κάποιου ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας τῶν Φαρισαίων ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου διὰ νὰ φάγῃ ἄρτον, συνέβη αὐτοὶ νὰ τὸν παρατηροῦν καὶ νὰ τὸν παρακολουθοῦν μετὰ προσοχῆς, μήπως εἴπῃ ἢ πράξῃ κάτι παράνομον καὶ ἀξιοκατάκριτον.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 12 - 15


12 Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ τὸν εἶχε καλέσει· ὅταν κάνῃς πρωινὸν ἢ βραδυνὸν τραπέζι, μὴ περιορίζεσαι νὰ προσκαλῇς ἀποκλειστικῶς τοὺς φίλους σου, οὔτε τοὺς ἀδελφούς σου, οὔτε τοὺς συγγενεῖς σου, οὔτε γείτονας πλουσίους· μήπως καὶ ἐκεῖνοι σὲ καλέσουν, καὶ σοῦ γίνῃ ὑπ’ αὐτῶν καὶ ὄχι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἀνταπόδοσις καὶ ἀνταμοιβὴ δι’ αὐτό, ποὺ τοὺς ἔκαμες. 13 Ἀλλ’ ὅταν κάνῃς ὑποδοχὴν καὶ τραπέζι, προσκάλει εἰς αὐτὸ πτωχούς, σακάτηδες, κουτσούς, τυφλούς. 14 Καὶ θὰ εἶσαι μακάριος, διότι αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἄλλο τι ἀπὸ εὐχὰς νὰ σοῦ ἀνταποδώσουν. Εἶσαι δὲ μακάριος δι’ αὐτό, διότι θὰ σοῦ ἀνταποδοθῇ αὐτό, ποὺ ἔκαμες, κατὰ τὴν ἀνάστασιν τῶν δικαίων, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ ἀνταμείψῃ κάθε ἀγαθοεργίαν καὶ ἀρετήν. 15 Ὅταν δὲ ἤκουσεν αὐτὰ κάποιος ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ συμπαρεκάθηντο εἰς τὸ τραπέζι, εἶπεν εἰς αὐτόν: Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ φάγῃ γεῦμα εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν Μεσσίαν καὶ τοὺς πατριάρχας καὶ τοὺς ἄλλους δικαίους.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 1 - 1


1 Οταν ο Κυριος εις ημέραν Σαββάτου ήλθεν στο σπίτι ενός από τους άρχοντας των Φαρισαίων να φάγη άρτον, αυτοί τον παρατηρούσαν με προσοχήν, μήπως πη η πράξη κάτι το παράνομον.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 12 - 15


12 Ελεγε δε και προς εκείνον ο οποίος τον είχε προσκαλέσει· “όταν παραθέτης γεύμα η δείπνον μη προσκαλείς τους φίλους σου ούτε τους αδελφούς σου ούτε τους συγγενείς σου ούτε τους πλουσίους γείτονάς σου, μήπως και αυτοί με την σειρά των σε καλέσουν και γίνει έτσι ανταπόδοσις, όχι από τον Θεόν, αλλά από τους ανθρώπους.(Και οι κακοί κάνουν το ίδιο, αποβλέποντες εις ανταπόδομα εκ μέρους των ανθρώπων). 13 Αλλά όταν κάνης τραπέζι και υποδέχεσαι φιλοξενουμένους, προσκάλεσε πτωχούς, αναπήρους, χωλούς, τυφλούς. 14 Και θα είσαι μακάριος διότι, επειδή αυτοί δεν έχουν τι να σου ανταποδώσουν, θα σου ανταποδοθή το καλόν που έκανες κατά την επίσημον εκείνην ημέραν της αναστάσεως των νεκρών”. 15 Οταν δε κάποιος από τους παρακαθημένους ήκουσε αυτά είπε· “μακάριος εκείνος, που θα παρακαθίση στο γεύμα της βασιλείας του Θεού”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα