❌
Κυριακή, 03 Νοεμβρίου 2024

Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου και Ανάμνηση εγκαινίων του Ναού του στη Λύδδα της Ιόππης, Άγιοι Ακεψιμάς, Ιωσήφ και Αειθαλάς, Άγιος Γεώργιος ο νέος Ιερομάρτυρας, ο Νεαπολίτης
† ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΘ΄ (Ε΄ ΛΟΥΚΑ). Ἀκεψιμᾶ, Ἰωσήφ, Ἀειθαλᾶ μαρτύρων (δ΄ αἰ.)· ἀνακομιδὴ λειψάνων Γεωργίου τοῦ τροπαιοφόρου. Γεωργίου νέου ἱερομάρτυρος τοῦ Νεαπολίτου (†1797).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 31 - 33


31 Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. 32 ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, 33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΒ´ 1 - 9


1 Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. 2 Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. 5 ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. 7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. 8 ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ· 9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 31 - 33


31 Θὰ σᾶς εἴπω πράγματα, ποὺ ἴσως σᾶς φανοῦν ἀπίστευτα. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, γνωρίζει, ὅτι δὲν ψεύδομαι. 32 Εἰς τὴν Δαμασκὸν ὁ διοικητής, ποὺ εἶχε διορισθῆ ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἄρέταν, ἐφρούρει τὴν πόλιν τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μὲ συλλάβῃ. 33 Καὶ ἀπὸ κάποιο παράθυρο μὲ κατέβασαν κάτω μέσα εἰς κάλαθον δικτυωτὸν διὰ μέσου τοῦ τείχους τῆς πόλεως καὶ ἐξέφυγα ἀπὸ τὰς χεῖρας του.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΒ´ 1 - 9


1 Νὰ σᾶς ὁμιλήσω λοιπὸν καὶ δι’ ἄλλους διωγμούς μου, δὲν μὲ συμφέρει νὰ καυχῶμαι. Παύω διὰ τοῦτο νὰ ὁμιλῶ περὶ τῶν διωγμῶν καὶ τῶν ἄλλων κόπων μου, διότι ἄλλως τε θὰ ἔλθω εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις τὰς ὁποίας ἔλαβον ἀπὸ τὸν Κύριον. 2 Γνωρίζω ἄνθρωπον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς στενὴν σχέσιν καὶ ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Χριστόν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν, εἴτε ἦτο εἰς τὸ σῶμα του κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην, εἴτε ἦτο εἰς ἔκστασιν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, δὲν γνωρίζω.Ὁ Θεὸς ἠξεύρει. Γνωρίζω μόνον ὅτι ἡρπάγῃ ὁ τοιοῦτος καὶ ἐσηκώθη ἕως τὸν τρίτον οὐρανόν, ποὺ διαμένουν αἱ ἀγγελικαὶ δυνάμεις. 3 Καὶ γνωρίζω, ὅτι ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος (εἴτε μὲ τὸ σῶμα του, εἴτε ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του μὲ μόνην τὴν ψυχήν του δὲν γνωρίζω· ὁ Θεὸς γνωρίζει) 4 ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσε λόγους, ποὺ γλῶσσα ἀνθρωπίνη δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ τοὺς εἴπη, καὶ τοὺς ὁποίους διὰ τὴν ἱερότητά των δὲν ἐπιτρέπεται εἰς ἄνθρωπον νὰ τοὺς εἴπῃ. 5 Διὰ τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον θὰ καυχηθῶ. Δὲν εἶναι ὁ συνήθης Παῦλος αὐτός, ἀλλὰ ἄλλος Παῦλος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἔδωκε χάριτας. Διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ παρὰ μόνον εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς μου, ὅπου δεικνύεται ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μὲ ἀφίνει νὰ καταβληθῶ. 6 Μόνον διὰ τὰς ἀσθενείας μου αὐτὰς θὰ καυχηθῶ καὶ ὄχι διὰ τὰς ἐπιτυχίας καὶ τὴν δρᾶσιν μου. Διότι, ἐὰν θελήσω καὶ δι' αὐτὰ νὰ καυχηθῶ, δὲν θὰ εἶμαι ἄφρων καὶ ἀνόητος, διότι θὰ εἴπω ἀλήθειαν. Δυσκολεύομαι ὅμως νὰ καυχηθῶ, διὰ νὰ μὴ μοῦ λογαριάσῃ κανεὶς παραπάνω ἀπ’ ἐκεῖνο, ποὺ βλέπει εἰς ἑμὲ ἢ ἀκούει ἀπὸ ἑμέ. 7 Καὶ ἕνεκα τῆς ὑπερβολῆς τῶν ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς καὶ μοῦ ἐδόθη ξύλον ἀκανθωτὸν εἰς τὸ σῶμα, ἀρρώστια ἀθεράπευτος, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ διὰ νὰ μὲ κτυπᾶ κατὰ πρόσωπον καὶ μὲ ταλαιπωρῇ, διά νὰ μὴ ὑπερηφανεύωμαι. 8 Διὰ τὸν πειρασμὸν αὐτὸν τρεῖς φορὰς παρεκάλεσα τὸν Κύριον νὰ μοῦ τὸν ἀπομακρύνῃ. 9 Καὶ μοῦ ἔχει εἴπει ὁ Κύριος· Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρις ποὺ σοῦ δίδω. Διότι ἡ δύναμίς μου ἀναδεικνύεται τελεία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενὴς καὶ μὲ τὴν ἐνίσχυσίν μου κατορθώνῃ μεγάλα καὶ θαυμαστά. Πάρα πολὺ εὐχαρίστως λοιπὸν θὰ καυχῶμαι περισσότερον εἰς τὰς ἀσθενείας μου, διὰ νὰ κατοικήσῃ μέσα μου ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 31 - 33


31 Ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, που είναι ευλογημένος και δοξασμένος στους αιώνας, γνωρίζει ότι δεν ψεύδομαι, αλλ' ότι αυτά που θα σας πω είναι απολύτως αληθινά. 32 Εις την Δαμασκόν ο διοικητής ο διωρισμένος από τον βασιλέα Αρέταν εφρουρούσε την πόλιν των Δαμασκηνών, επειδή ήθελε να με συλλαβή· 33 και από κάποιο παράθυρο, μέσα εις ένα καλάθι πλεγμένο με σχοινί με κατέβασαν έξω από το τοίχος και εξέφυγα από τα χέρια του.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΒ´ 1 - 9


1 Να καυχηθώ δια τόσα και τόσα άλλα, που υπέστην και έπραξα δια το Ευαγγέλιον, δεν με συμφέρει από πνευματικής απόψεως. Θα προχωρήσω όμως εις οράματα και αποκαλύψεις, που έλαβα εκ μέρους του Κυρίου. 2 Γνωρίζω ένα άνθρωπον, που εζούσε εν Χριστώ, και ο οποίος προ δεκατεσσάρων ετών-είτε ευρίσκετο στο σώμα του κατά την ώραν εκείνην δεν γνωρίζω· είτε ήτο εκτός του σώματος, δεν γνωρίζω, ο Θεός το γνωρίζει-είχεν αρπαγή και αναληφθ έως τον τρίτον ουρανόν. 3 Και γνωρίζω, ότι αυτός ο άνθρωπος-είτε με το σώμα του έξω από το σώμα του, δεν γνωρίζω, ο Θεός γνωρίζει- 4 ότι ηρπάγη έως στον παράδεισον και ήκουσε λόγους, τους οποίους ανθρωπίνη γλώσσα δεν ημπορεί να διατυπώση και τους οποίους δεν είναι επιτετραμμένον στον άνθρωπον να τους είπη και τους αποκαλύψη. 5 Δια τον άνθρωπον αυτόν θα καυχηθώ, που τον ετίμησε τόσον πολύ ο Θεός. Δια τον ευατόν μου όμως δεν θα καυχηθώ, παρά μόνον δια τας ασθενείας μου, όπως αυταί αφάνησαν εις τας περιόδους των διωγμών και των κινδύνων. 6 Εάν όμως θελήσω να καυχηθώ δια τους αγώνας μου και δια τα έργα, τα οποία με την βοήθειαν του Θεού υπέρ του Ευαγγελίου έκαμα, δεν θα είμαι άφρων, διότι θα πω την αλήθειαν. Διστάζω όμως και αποφεύγω να το πράξω, μήπως τυχόν κανείς σχηματίση δι' εμέ ιδέαν ανωτέραν, από ο,τι βλέπεις εις εμέ η απ' ο,τι ακούει από εμέ. 7 Και ένεκα του πολλού πλήθους των αποκαλύψεων, δια να μη υπερηφανεύωμαι, επέτρεψεν ο Θεός και μου εδόθη σκληρό αγκάθι στο σώμα, άγγελος δηλαδή του σατανά, δια να με γρονθοκοπή και να με ταλαιπωρή, ανίατος ασθένεια δια να μη το παρώ επάνω μου. 8 Δια την θλίψιν και δοκιμασίαν αυτήν τρεις φορές παρεκάλεσα τον Κυριον να μου την απομακρύνη. 9 Και ο Κυριος μου είπε· “σου αρκεί η χάρις μου· διότι η δύναμίς μου φαίνεται ολοένα και τελειοτέρα μέσα εις την ανθρωπίνην αδυναμίαν με τα μεγάλα και θαυμαστά έργα που κατορθώνει”. Με πολύ μεγάλην εσωτερικήν γλυκύτητα και ευχαρίστησιν θα καυχώμαι περισσότερον δια τας ασθενείας μου, ώστε να μένω έτσι εις την ταπεινοφροσύνην, δια να κατοικήση εις εμέ η δύναμις του Χριστού.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙϚ´ 19 - 31


19 Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἐπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙϚ´ 19 - 31


19 Καὶ διὰ νὰ συνεχίσω τὴν διδασκαλίαν περὶ τῆς καλῆς χρησιμοποιήσεως τοῦ πλούτου, σᾶς λέγω καὶ τὴν ἀκόλουθον παραβολήν. Ὑπῆρχε κάποιος ἄνθρωπος πλούσιος καὶ ἐφόρει βασιλικὰ ἐνδύματα. Ἀπ’ ἔξω ἐνεδύετο μάλλινον ροῦχον κόκκινον καὶ πανάκριβον. Ἀπὸ μέσα δὲ ἐφόρει λευκὸν χιτῶνα πολυτελῆ ἀπὸ λεπτόν αἰγυπτιακὸν λινάρι. Καὶ διεσκέδαζε εἰς πλούσια συμπόσια κάθε ἡμέραν μεγαλοπρεπῶς. 20 Ἦτο δὲ καὶ κάποιος πτωχός, ποὺ ἐλέγετο Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦτο πεταγμένος πλησίον τῆς ἐξώπορτας τοῦ πλουσίου, γεμᾶτος ἀπὸ πληγάς. 21 Καὶ ἐπεθύμει νὰ χορτασθῇ ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπιπταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀλλὰ σὰν νὰ μὴ ἔφθανεν ἡ στέρησις αὐτή, ἐπειδὴ ἦτο σχεδὸν καὶ γυμνός, ἤρχοντο καὶ οἱ σκύλοι καὶ ἔγλυφαν τὰς πληγάς του. Παρ’ ὅλα δὲ αὐτὰ ὁ Λάζαρος δὲν ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ στόμα του οὔτε τὴν παραμικρὰν λέξῃ παραπόνου κατὰ τοῦ πλουσίου, ἢ γογγυσμόν τινα κατὰ τοῦ Θεοῦ. 22 Συνέβη δὲ νὰ ἀποθάνῃ ὁ πτωχὸς καὶ νὰ μεταφερθῇ οὗτος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ Ἀβραάμ, διὰ νὰ εὔρη ἀνάπαυσιν εἰς αὐτὰς ἐν μέσῳ τοῦ Παραδείσου. Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μεγαλοπρεπῶς, χωρὶς νὰ φανοῦν πουθενὰ ἄγγελοι ἀγαθοὶ δι’ αὐτόν. 23 Καὶ εἰς τὸν τόπον τοῦ ᾅδου ἐσήκωσε τὰ μάτια του, ἐνῶ ἐβασανίζετο, καὶ βλέπει τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρυὰ καὶ τὸν Λάζαρον νὰ εἶναι εἰς τοὺς κόλπους του. 24 Καὶ αὐτός, ποὺ εἰς τὴν γῆν τὰ εἶχεν ὅλα καὶ δὲν παρεκάλε κανένα νὰ τὸν βοηθήσῃ, ἐφώναξε τώρα καὶ εἶπε· Πάτερ Ἀβραάμ, κάμε ἔλεος εἰς ἐμέ· λυπήσου με· καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρον νὰ βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου του εἰς τὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσῃ τὴν γλῶσσαν μου, διότι τυραννοῦμαι καὶ πονῶ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν φλόγα. 25 Εἶπε δὲ ὁ Ἀβραάμ· Παιδί μου, ἐνθυμήσου ὅτι σὺ ἔλαβες μὲ τὸ παραπάνω τὰ ἀγαθά σου, ὅταν ἔζης εἰς τὴν γῆν. Καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως ἀπήλαυσε τὰ κακὰ τῆς δυστυχίας καὶ τῆς ἀσθενείας. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται δι’ αὐτά, ποὺ συνεχῶς ἄλλοτε ὑπέφερε, σὺ δὲ πονεῖς καὶ βασανίζεσαι χωρὶς διακοπήν, ὅπως ἀδιάκοπος καὶ συνεχὴς ἦτο καὶ ἡ ἐπὶ τῆς γῆς εὐτυχία σου. 26 Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτά, ποὺ σοῦ εἶπα, ἔχει ἐπὶ πλέον στηριχθῇ μεγάλο βάραθρον μεταξύ μας, ὥστε ἐκεῖνοι, ποὺ θέλουν νὰ περάσουν ἀπ’ ἐδῶ πρὸς σᾶς, νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ διαβοῦν, οὔτε αὐτοί, ποὺ εἶναι ἀπ’ ἐκεῖ, νὰ ἠμποροῦν νὰ διαπεράσουν πρὸς ἡμᾶς. 27 Εἶπε δὲ ὁ πλούσιος· Ἀφοῦ μετὰ θάνατον δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπὶς διὰ πάντα μὴ μετανοήσαντα κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς ζωήν του, σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ, νὰ στείλῃς τὸν Λάζαρον εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. 28 Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς· στεῖλε τον νὰ τοὺς βεβαιώσῃ ὡς αὐτόπτης μάρτυς περὶ αὐτῶν, ποὺ συμβαίνουν ἐδῶ, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν τῆς τιμωρίας καὶ τῶν βασάνων, ποὺ εὑρίσκομαι ἐγώ. 29 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ· Ἔχουν τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, ποὺ τοὺς βεβαιώνουν δι’ αὐτά. Ἂς ἀκούσουν ἐκείνους. 30 Ἐκεῖνος δὲ εἶπεν· Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας. Ἐὰν ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς πεθαμένους ἀνθρώπους ὑπάγῃ εἰς αὐτούς, θὰ μετανοήσουν. 31 Εἶπεν ὅμως εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ· Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν καλὴν διάθεσιν νὰ ὑπακούσουν εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, δὲν θὰ πεισθοῦν καὶ ἐὰν ἀκόμη ἀναστηθῇ κάποιος ἐκ νεκρῶν· διότι, ὅταν ἡ πρώτη των ἐντύπωσις ἐκ τῆς ἀναστάσεως ταύτης παρέλθῃ, θὰ ἐπανέλθουν πάλιν εἰς τὴν προτέραν των σκληρότητα.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙϚ´ 19 - 31


19 Ειδικώτερα δε δια τον πλούτον ακούσατε και αυτήν την παραβολήν· Ενας άνθρωπος ήτο πλούσιος και εφορούσε κόκκινον πανάκριβον ένδυμα και λευκόν, λινόν πολυτελή χιτώνα. Και κάθε ημέρα ηυφραίνετο με πολυδάπανα λαμπρά συμπόσια. 20 Εζούσε δε τότε και κάποιος πτωχός ονάματι Λαζαρος, ο όποιος ήτο παραπεταμένος κοντά εις την μεγάλην εξώπορτα του πλουσίου, γεμάτος από πληγάς. 21 Και αυτός επιθυμούσε να χορτάση την πείνα του από τα ψίχουλα, που έπιπταν από το τραπέζι του πλουσίου. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι σκύλοι έγλειφαν τας πληγάς του γυμνού σχεδόν σώματός του. 22 Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να μεταφερθή από τους αγγέλους εις τας αγκάλας του Αβραάμ, στον παράδεισον δηλαδή όπου ο Αβραάμ μαζή με τους δικαίους αναπαύονται και ευφραίνονται. Επέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη με πολλήν μεγαλοπρέπειαν. Η ψυχή του όμως κατέβηκε στον Αδην. 23 Και στον Αδην όπου εβασανίζετο, εσήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ από μακρυά και τον Λαζαρον εις τας αγκάλας του. 24 Και αυτός, που τόσην αδιαφορίαν και σκληρότητα είχε δείξει, όταν ζούσε εις την γην, εφώναξε τώρα και είπε· Πατερ Αβραάμ, σπλαγχνίσου με και στείλε τον Λαζαρον να βρέξη την άκρη από το δάκτυλο του στο νερό και να δροσίση την γλώσσαν μου, διότι πονώ φοβερά μέσα εις την βασανιστικήν αυτήν φλόγα του Αδου. 25 Είπε δε ο Αβραάμ· Τεκνον, θυμήσου, ότι συ απήλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου εις την ζωήν σου και ο Λαζαρος ομοίως εδοκίμασε τα κακά της φτώχειας και της ασθενείας. Τωρα δε αυτός εδώ παρηγορείται και ευφραίνετε δια την υπομονήν, που έδειξε στον καιρόν της θλίψεώς του, συ δε κατά λόγον δικαιοσύνης βασανίζεσαι δια την φιλαυτίαν σου και την σκληρότητα της καρδίας σου. 26 Και επί πλέον μεταξύ του τόπου, που είμεθα ημείς, και του τόπου που είσθε σεις, έχει στηριχθή μέγα και ανυπέρβλητον χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ εις σας να μη ημπορούν ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην ημπορούν να περάσουν προς ημάς. 27 Είπε δε ο πλούσιος· Τοτε σε παρακαλώ, πάτερ, να στείλης τον Λαζαρον στο πατρικό μου σπίτι, 28 διότι έχω εκεί πέντε αδελφούς, στείλε τον να τους διαβεβαιώση δι' αυτά που συμβαίνουν εδώ, ώστε να μη καταντήσουν και αυτοί στον τόπον τούτον των βασάνων. 29 Λεγει εις αυτόν ο Αβραάμ· Εχουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας· ας ακούσουν αυτών τας μαρτυρίας. 30 Εκείνος δε είπε· όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα προσέξουν την μαρτυρίαν του Μωϋσέως και των προφητών. Αλλά εάν κανείς από τους πεθαμένους υπάγη προς αυτούς, θα μετανοήσουν. 31 Είπε δε εις αυτόν ο Αβραάμ· εάν δεν ακούσουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθή κάποιος εκ νεκρών”. (Οταν λείπη η καλή διάθεσις ούτε και το μεγαλύτερον θαύμα ημπορεί να οδηγήση εις πίστιν και μετάνοιαν).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος β´ - Ἑωθινόν Η´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 11 - 18


11 Μαρία δὲ εἱστήκει πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω. 12 ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 13 καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· Γύναι, τί κλαίεις; λέγει αὐτοῖς· Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. 14 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. 15 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστι, λέγει αὐτῷ· Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ. 16 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μαρία. στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ· Ραββουνί, ὃ λέγεται, διδάσκαλε. 17 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μή μου ἅπτου· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν. 18 ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἦχος β´ - Ἑωθινόν Η´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 11 - 18


11 Ἡ Μαρία ὅμως ἐν τῷ μεταξὺ ἔστεκε πλησίον τοῦ μνήματος καὶ ἔκλαιε ἔξω ἀπὸ αὐτὸ μὴ φανταζομένη ποτέ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη. 12 Ἐνῷ λοιπὸν ἐξηκολούθει νὰ κλαίῃ, ἔσκυψε σὲ μιὰ στιγμὴν εἰς τὸ μνημεῖον ἀναζητοῦσα καὶ πάλιν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, οἱ ὁποῖοι φρουροὶ τοῦ τάφου ἔνδοξοι καὶ ἀκαταγώνιστοι ἐκάθηντο ὡς ὑπηρέται τοῦ ἀναστάντος Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδῶν, ὅπου προτήτερα ἦτο τοποθετημένον κατὰ γῆς τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. 13 Καὶ λέγουν εἰς αὐτὴν ἐκεῖνοι· Γυναῖκα, διατὶ κλαίεις; Λέγει εἰς αὐτούς· Διότι ἐπῆραν τὸν Κύριόν μου ἀπὸ τὸν τάφον καὶ δὲν ἠξεύρω, ποὺ τὸν ἔβαλαν. 14 Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτά, ἔστρεψεν ὀπίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦν νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλ’ εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχεν ὑποστῇ μεταβολὴν διὰ τῆς Ἀναστάσεως, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑπώπτευε κάν, ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀνέστη, δὲν ἤξευρεν αὐτή, ὅτι αὐτὸς ποὺ τὴν ἠρώτα ἦτο ὁ Ἰησοῦς. 15 Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Γυναῖκα, διατὶ κλαίεις; Ποῖον ζητεῖς; Ἐκείνη ἐνόμισε, πῶς ἦτο ὁ κηπουρὸς καὶ δι’ αὐτὸ εἶπε πρὸς αὐτόν· Κύριε, ἐὰν τὸν ἐπῆρες σύ, πές μου ποὺ τὸν ἔβαλες, καὶ ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπον σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω εἰς ἄλλον τάφον. 16 Τότε λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸν εἰς ἐκείνην τόνον τῆς φωνῆς του· Μαρία. Ἀναγνωρίσασα δὲ ἐκείνη εὐθὺς τὴν φωνὴν τοῦ Ἰησοῦ ἔστρεψεν ὀπίσω καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· Ραββουνί, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν σημαίνει. Διδάσκαλέ μου. 17 Καὶ ἐπειδὴ ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθῇ μὲ σεβασμὸν τοὺς πόδας του, νομίσασα, ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἐξηκολούθει καὶ τώρα νὰ ζῇ σωματικῶς, ὅπως καὶ πρὸ τοῦ παθήματος, μετὰ τῶν μαθητῶν του, λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· Μὴ μὲ ἐγγίζῃς καὶ μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον πρὸς ἐμὲ σὰν νὰ πρόκειται νὰ μὲ ἔχετε πάλιν μεταξύ σας μὲ αὐτὴν τὴν μορφὴν τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ὁ ζῶν μαζί σας καὶ πρὸ τοῦ Πάθους. Μὴ μὲ ἐγγίζῃς, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθη ἀκόμη ἡ νέα σχέσις τῆς εὐλαβοῦς καὶ λατρευτικῆς οἰκειότητος, τὴν ὁποίαν μετὰ τὴν ἀνάληψίν μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐνωμένος μὲ αὐτὴν θὰ συνάψω πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Πήγαινε δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ εἰς αὐτούς· Ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος δι’ ἐμοῦ ἔγινε καὶ ἰδικός σας κατὰ χάριν Πατήρ, ἔγινε δὲ καὶ ἀφ’ ὅτου ἐνηνθρώπησα καὶ Θεός μου, ὅπως εἶναι καὶ Θεὸς ἰδικός σας. 18 Ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει εἰς τοὺς μαθητάς, ὅτι εἶδε τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος καὶ εἶπεν εἰς αὐτὴν τοὺς λόγους αὐτούς.

Ἦχος β´ - Ἑωθινόν Η´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Κ´ 11 - 18


11 Η Μαρία όμως εστέκετο κοντά στο μνημείον και έκλαιεν έξω, διότι επίστευσεν ότι είχαν κλέψει το σώμα του Ιησού. 12 Καθώς, λοιπόν, έκλαιε, έσκυψε στο μνημείον και βλέπει αίφνης δύο αγγέλους με ολόλευκη στολή να κάθωνται ο ένας προς το μέρος της κεφαλής και ο άλλος προς το μέρος των ποδών, όπου πρωτύτερα έκειτο το σώμα του Ιησού. 13 Και λέγουν εκείνοι εις αυτήν· “γύναι, διατί κλαίεις;” Λεγει εις αυτούς· “κλαίω, διότι επήραν τον Κυριον μου από τον τάφον και δεν ξέρω που τον έβαλαν”. 14 Και αφού είπαν αυτά εγύρισε πίσω και βλέπει τον Ιησούν να στέκεται όρθιος και, διότι ίσως τα μάτια της ήσαν βουρκωμένα από τα δάκρυα, δεν αντελήφθη ότι αυτός είναι ο Ιησούς. 15 Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “γύναι, διατί κλαίεις; Ποιόν ζητείς;” Εκείνη, νομίζουσα ότι αυτός που της ομιλεί είναι ο κηπουρός, του λέγει· “κύριε, εάν συ επήρες αυτόν, πες μου που τον έβαλες και εγώ θα τον πάρω και θα τον ξαναφέρω στον τάφον”. 16 Λεγει τότε εις αυτήν ο Ιησούς· “Μαρία”. Εκείνη ανεγνώρισε αμέσως την φωνήν, εστράφη προς αυτόν και του είπε· “ραββουνί”, που σημαίνει εις την ελληνικήν, διδάσκαλε. 17 Και επειδή η Μαρία έσπευσε να αγκαλιάση με σεβασμόν τα πόδια του, ο Ιησούς της είπε· “μη με εγγίζεις, διότι δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου και δεν ήρχισεν ακόμη η νέα περίοδος της λατρείας και της τιμής, που θα μου προσφέρουν απ' εδώ και πέρα οι άνθρωποι. Αλλά πήγαινε στους αδελφούς μου και πες τους· ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου, ο οποίος χάρις εις την λυτρωτικήν μου θυσίαν έγινε και ιδικός σας Πατέρας, και έγινε δι' εμέ από την ημέραν που πήρα την ανθρωπίνην σάρκα Θεός μου, όπως επίσης είναι και Θεός ιδικός σας”. 18 Ερχεται η Μαρία η Μαγδαληνή και αναγγέλει στους μαθητάς, ότι είδε τον Κυριον, και ότι ο Κυριος της είπε να αναγγείλη εις αυτούς την ανάστασίν του.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος