❌
Κυριακή, 20 Οκτωβρίου 2024

Άγιος Αρτέμιος ο Μεγαλομάρτυρας, Οσία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα, η θαυματουργή, Ανακομιδή Ιερών λειψάνων του Οσίου Γερασίμου του Νέου Ασκητή, του Πελοποννήσιου
† ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ (Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ). Ἀρτεμίου μεγαλομ. (†326), Ματρώνης ὁσίας τῆς Χιοπολίτιδος (†462), Γερασίμου ὁσίου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ (†1581).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Ε´ 22 - 26


22 ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, 23 πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. 24 οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. 25 Εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. 26 μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Ϛ´ 1 - 2


1 Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. 2 ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Ε´ 22 - 26


22 Ὁ καρπὸς ὅμως, τὸν ὁποῖον παράγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν χάριν, ποὺ χορηγεῖ εἰς τὰς ψυχᾶς μας, εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγαθὴν συνείδησιν, ἡ ἀχώριστος ἀπὸ αὐτὴν εἰρήνη, ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ πλατειὰ καρδία εἰς τὰς ἀδικίας ποὺ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, ἡ ἀγαθὴ διάθεσις καὶ καλοσύνη, ἡ εὐεργετικὴ ἐκδήλωσις καὶ ἡ ἐξωτερίκευσίς της, ἡ ἀξιοπιστία εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις μας, 23 ἡ πρᾳότης, ἡ εἰς κάθε πονηρόν ἐγκράτεια. Κατὰ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, ποὺ ἔχουν τὰς ἀρετὰς αὐτάς, δὲν ἰσχύει νόμος, 24 Ὅσοι δὲ ἀνήκουν πράγματι εἰς τὸν Χριστόν, ἐνέκρωσαν τὸν σαρκικὸν ἄνθρωπον μὲ τὰ πάθη καὶ τὰς ἐπιθυμίας του. 25 Ἐὰν ζῶμεν σύμφωνα πρὸς τὰς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἂς συμπεριφερώμεθα καὶ σύμφωνα μὲ τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ Πνεύματος καὶ ὄχι κινούμενοι ἀπὸ ἐλατήρια ἰδιοτελείας καὶ ματαιοδοξίας. 26 Ἂς μὴ γινώμεθα ματαιόδοξοι, προκαλοῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον εἰς φιλονεικίας καὶ φθονοῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Ϛ´ 1 - 2


1 Σᾶς κάνω προσεκτικοὺς διὰ τὴν ματαιοδοξίαν καὶ τὸν φθόνον, διότι αἱ ἀδυναμίαι τῶν ἀσθενῶν ἀδελφῶν γίνονται ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐκδηλώνῃ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος τὴν φιλαρχίαν του. Ὄχι, ἀδελφοί· καὶ ἐὰν ἀπὸ ἀδυναμίαν περιπέσῃ κανένας ἄνθρωπος εἰς κάποιο ἁμάρτημα, σεῖς οἱ πνευματικῶς ἰσχυροὶ διορθώνετε καὶ παιδαγωγεῖτε τὸν τοιοῦτον μὲ πνεῦμα πραότητος. Πρόσεχε δὲ τὸν ἑαυτόν σου, σὺ ποὺ διορθώνεις τὸν ἄλλον, νὰ μὴ περιπέσῃς καὶ σὺ εἰς πειρασμὸν εἴτε παρασυρόμενος εἰς τὸ αὐτὸ ἁμάρτημα, εἴτε κυριευόμενος ἀπὸ ἀνυπομονησίαν, ἢ ἀπὸ ματαιοδοξίαν καὶ φιλαρχίαν, καὶ ἐν γένει ἀπὸ ἐγωϊσμόν. 2 Διὰ νὰ ἀσφαλίζεσθε δὲ ἀπὸ τὸν κίνδυνον τοῦ νὰ πειραχθῆτε καὶ σεῖς, ὑπομένετε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὰς ἐνοχλήσεις, ποὺ σᾶς γίνονται ἀπὸ τὰ ἐλαττώματά του καὶ τὰς ἐλλείψείς του, καὶ ἔτσι μὲ τὴν ὑπομονητικὴν αὐτὴν ἀνοχὴν ἐκπληρώσατε τελείως τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τὴν ἐντολὴν τῆς ἀγάπης. Ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ὑπομένει φιλαδέλφως τὴν ἀδυναμίαν τοῦ πλησίον, δὲν συναισθάνεται ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸς ἐλαττώματα, ἀλλ’ ἔχει μεγάλην ἰδέαν διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ἡ ἰδέα του ὅμως αὐτὴ εἶναι ψευδής.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Ε´ 22 - 26


22 Ο καρπός όμως, τον οποίον το Αγιον Πνεύμα παράγει εις τας καλοπροαιρέτους και πιστάς καρδίας, είναι η αγάπη προς όλους, η χαρά από την λύτρωσιν που δίδει ο Χριστός, η ειρήνη που παρέχει η αγαθή συνείδησις, η μακροθυμία προς εκείνους που πταίουν απέναντι μας, η καλωσύνη και η διάθεσις να είμεθα εξυπηρετικοί προς τους άλλους, η αγαθότης της καρδίας, η αξιοπιστία στους λόγους και τας υποσχέσεις μας, 23 η πραότης απέναντι εκείνων, που μας φέρονται κατά τρόπον εξοργιστικόν, η εγκράτεια και η αποφυγή κάθε πονηράς επιθυμίας και πράξεως. Εναντίον των ανθρώπων, που έχουν αυτάς τας αρετάς, δεν υπάρχει και δεν ισχύει ο νόμος. 24 Οι δε αληθινοί οπαδοί και μαθηταί του Χριστού έχουν σταυρώσει και νεκρώσει τον παλαιόν σαρκικόν άνθρωπον, μαζή με τα πάθη και τας αμαρτωλάς επιθυμίας του. 25 Εάν πράγματι ζώμεν την ζωήν του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να πορευθώμεθα και να συμπεριφερώμεθα σύμφωνα με όσα το Πνεύμα μας διδάσκει. 26 Ας μη γινώμεθα κενόδοξοι, προσκαλούντες και εξερεθίζοντες ο ένας τον άλλον εις αντιθέσεις και φιλονεικίας και φθονούντες ο ένας τον άλλον.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Ϛ´ 1 - 2


1 Αδελφοί, εάν από αδυναμίαν παρασυρθή κανείς και περιπέση εις κάποιο αμάρτημα, σεις οι πνευματικώς προωδευμένοι και ισχυροί ας διορθώνετε αυτόν και ας τον καθοδηγήτε με πνεύμα πραότητος. Αλλά και συ που διορθώνστον άλλον, πρόσεχε τον ευατόν σου, μήπως και ο ίδιος περιπέσης εις πειρασμόν και παρασυρθής είτε στο ίδιον αμάρτημα, είτε στο αμάρτημα της υψηλοφροσύνης. 2 Ας υπομένετε με πραότητα ο ένας του άλλου τα ελαττώματα, τα οποία, καθό αλαττώματα, είναι φορτικά και ενοχλητικά και έτσι τηρήσατε πλήρως τον νόμον του Χριστού, που διδάσκει την αγάπην. (Ανθρωπος, που δεν δείχνει τέτοιαν υπομονήν, αλλ' οργίζεται και περιφρονεί τον παρασυρθέντα, δεν έχει την αγάπην του Χριστού).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η´ 27 - 39


27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν. 28 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. 29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. 30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· 31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. 32 Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. 33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. 34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. 35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονὸς, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. 36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. 37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. 38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· 39 Ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η´ 27 - 39


27 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκεν εἰς τὴν ξηράν, τὸν συνήντησε κάποιος ἄνθρωπος καταγόμενος ἀπὸ τὴν πόλιν, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἐφοροῦσεν ἐπάνω του ροῦχα καὶ δὲν ἔμενεν εἰς σπίτι, ἀλλὰ μέσα εἰς τὰ μνήματα. 28 Ὅταν ὅμως εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ ἐφώναξε δυνατὰ καὶ ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας του καὶ μὲ φωνὴν μεγάλην εἶπε· Ποία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ τὶ ζητᾷς ἀπὸ ἐμέ, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσῃς, καὶ μὴ μοῦ ἐπιβάλῃς τὴν τιμωρίαν νὰ ἐγκλεισθῶ ἀπὸ τώρα εἰς τὰ σκότη τοῦ Ἅδου. 29 Εἶπε δὲ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ δαιμονιζόμενος, διότι ὁ Ἰησοῦς παρήγγειλε καὶ διέταξε τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα νὰ βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Διότι ἐπὶ πολλὰ ἔτη τὸν εἶχε κυριεύσει. Καὶ λόγῳ τῆς ἀγρίας ἑξάψεως, ποὺ τοῦ ἐδημιουργεῖ, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλύσεις καὶ μὲ σιδηρᾶ δεσμὰ εἰς τὰ πόδια, ἐπειδὴ τὸν ἐφύλαττον νὰ μὴ κακοποιήσῃ ἢ βλάψῃ τινά. Ἀλλ’ αὐτὸς ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ ἐσύρετο βιαίως ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους. 30 Τὸν ἠρώτησε δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Τί εἶναι τὸ ὄνομά σου; Αὐτὸς δὲ εἶπε· Λεγεών, δηλαδὴ σύνταγμα στρατιωτῶν. Καὶ ἦτο αὐτὸ τὸ ὄνομά του, διότι οὐχὶ ἕν, ἀλλὰ πολλὰ δαιμόνια εἶχον εἰσέλθει εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν. 31 Καὶ διὰ στόματος τοῦ δαιμονιζομένου παρεκάλουν αὐτὸν νὰ μὴ διατάξῃ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδου. 32 Ἦτο δὲ ἐκεῖ ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν εἰς τὸ βουνόν. Καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτὰ νὰ ἔμβουν εἰς ἐκείνους τοὺς χοίρους. Καὶ ἐπειδὴ αὐτοί, ποὺ ἔτρεφον τοὺς χοίρους, ἔπραττον τοῦτο παρὰ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, ὁ ὁποῖος ἀπηγόρευεν ὡς ἀκάθαρτον τὸ χοιρινὸν κρέας, ὁ Κύριος τιμωρῶν τὴν παρανομίαν ταύτην ἐπέτρεψε τοῦτο εἰς αὐτά. 33 Ἀφοῦ δὲ ἐβγῆκαν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἐμβῆκαν εἰς τοὺς χοίρους. Καὶ ἔτρεξεν ἀσυγκράτητα καὶ μὲ μανίαν τὸ κοπάδι ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ κρημνοῦ πρὸς τὰ κάτω εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐπνίγη. 34 Ὅταν δὲ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους, εἶδαν αὐτὸ ποὺ ἔγινεν, ἔφυγαν. Καὶ ἀνήγγειλαν τὸ συμβὰν τῆς καταστροφῆς τῶν χοίρων εἰς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔμεναν ἔξω εἰς τοὺς ἀγρούς. 35 Ἐβγῆκαν δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ τὰ περίχωρα οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ ἴδουν ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε. Καὶ ἦλθον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ηὗραν τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῇ τὰ δαιμόνια, νὰ κάθεται κοντὰ εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἐνδεδυμένος καὶ σωφρονισμένος. Καὶ ἐφοβήθησαν. 36 Τοὺς διηγήθησαν δὲ καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν ἴδει τὸ περιστατικόν, πῶς ἔγινε καλὰ ὁ δαιμονισμένος. 37 Καὶ τὸν παρεκάλεσαν ὅλον τὸ πλῆθος τῆς περιφερείας τῶν Γαδαρηνῶν νὰ φύγῃ ἀπὸ αὐτούς, διότι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ μεγάλον φόβον, ὅταν εἶδαν τὴν δικαίαν τιμωρίαν, ποὺ ἐπεβλήθη εἰς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὴν ἀπαγόρευσιν τοῦ νόμου ἔτρεφον χοίρους. Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸ πλοῖον, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον εἶχεν ἔλθει. 38 Παρεκάλει δὲ αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῇ τὰ δαιμόνια, νὰ μένῃ μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἀφῆκεν ἐλεύθερον καὶ τοῦ παρήγγειλε νὰ φύγῃ λέγων· 39 Γύρισε ὀπίσω εἰς τὸ σπίτι σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἔκαμεν εἰς σὲ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀπήλλαξεν ἀπὸ τὰ δαιμόνια. Καὶ ἔφυγεν ἐκεῖνος καὶ διεκήρυττεν εἰς ὅλην τὴν πόλιν ὅσα τοῦ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η´ 27 - 39


27 Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν εις την ξηράν, τον συνάντησεν ένας άνθρωπος της πόλεως εκείνης, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια από πολλά χρόνια και δεν εφορούσε ένδυμα και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά μέσα εις τα μνήματα. 28 Οταν όμως είδε τον Ιησούν εκραύγασε δυνατά, έπεσεν εις τα πόδια του και με φωνήν μεγάλην είπε· “ποία σχέσις υπάρχει ανάμεσα εις εμέ και σε, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσης και μη με κλείσης από τώρα στον φρικτόν Αδην”. 29 Είπε δε αυτά ο δαιμονιζόμενος, διότι ο Χριστός διέταξε το ακάθαρτον πνεύμα να βγη και να φύγη από τον άνθρωπον, επειδή από πολλά χρόνια τον είχεν αρπάξει και κυριεύσει. Οι δε άλλοι άνθρωποι, ένεκα της αγριότητος αυτού, τον έδεναν με αλυσίδες και με ισχυρά δεσμά εις τα πόδια, δια να τον φυλάσσουν, ώστε να μη επιτίθεται και κακοποιή τους άλλους. Αλλά αυτός έσπαζε τα δεσμά και ωδηγείτο βιαίως από τον δαίμονα εις ερημικούς τόπους. 30 Τον ερώτησε δε ο Ιησούς, λέγων· “ποιό είναι το όνομά σου;” Εκείνος δε απήντησε· “λεγεών”. Διότι πολλά δαιμόνια είχαν εισέλθει στον άνθρωπον αυτόν. 31 Και παρακαλούσαν τα δαιμόνια αυτόν, να μη τα διατάξη και πάνε εις τα τρίσβαθα του Αδου. 32 Ητο δε εκεί μία αγέλη με πολλούς χοίρους, που έβοσκαν στο βουνό· και τον παρακαλούσαν τα δαιμόνια να τους δώση την άδειαν να μπουν εις εκείνους τους χοίρους. Και τους το επέτρεψεν ο Κυριος (διότι κατά λόγον δικαιοσύνης έπρεπε να τιμωρηθούν με την απώλειαν των χοίρων οι ιδιοκτήται των, επειδή τους έτρεφαν, μολονότι αυτό απηγορεύετο από τον μωσαϊκόν νόμον). 33 Αφού δε εξήλθον τα δαιμόνια από τον άνθρωπον, εμπήκαν στους χοίρους και ώρμησε ασυγκράτητο όλο το καπάδι επάνω στον κρυμνόν, ερρίφθη από εκεί εις την θάλασσαν και επνίγησαν οι χοίροι. 34 Οταν δε οι βοσκοί είδαν το γεγονός αυτό, έφυγαν και το ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις όσους συναντούσαν, από αυτούς που έμεναν στους αγρούς. 35 Εβγήκαν δε από την πόλιν οι άνθρωποι, δια να ίδουν αυτό που έγινε. Ηλθαν στον Ιησούν και είδαν τον άνθρωπον, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ντυμένος, ήρεμος και φρόνιμος, και εφοβήθησαν. 36 Είχαν δε διηγηθή εις αυτούς εκείνοι που είδαν το γεγονός, πως ελευθερώθηκε ο δαιμονιζόμενος. 37 Και όλον το πλήθος της περιοχής των Γαδαρηνών τον παρεκάλεσαν να φύγη από αυτούς, διότι είχαν κυριευθή από μεγάλον φόβον, δια την τιμωρίαν που τους επεβλήθη. Ενοχοι δε και δι' άλλα καθώς ήσαν, εφοβούντο πολύ και άλλας τιμωρίας. Ο δε Ιησούς εμπήκε στο πλοίον και επέστρεψε. 38 Παρακαλούσε δε αυτόν ο άνθρωπος, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να μένη μαζή του. Ο Ιησούς όμως τον έστειλε ειρηνικά εις την πόλιν του, λέγων· 39 “γύρισε στο σπίτι σου και να διηγήσαι όσα έκαμε εις σε ο Θεός”. Και εκείνος έφυγε και διαλαλούσε εις όλην την πόλιν, όσα ο Ιησούς έκαμε εις αυτόν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος πλ. δ´ - Ἑωθινόν Ϛ´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 36 - 53


36 Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 37 πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. 38 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 39 ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. 40 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. 41 ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; 42 οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, 43 καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. 44 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. 45 τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς, 46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, 47 καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. 48 ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. 49 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ’ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. 50 Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. 51 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ’ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. 52 καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, 53 καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.

Ἦχος πλ. δ´ - Ἑωθινόν Ϛ´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 36 - 53


36 Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ διηγοῦντο αὐτά, αἴφνης αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐστάθη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Εἴθε νὰ εἶναι εἰς σᾶς εἰρήνη· εἰρήνη μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ μεταξύ σας· εἰρήνη καὶ εἰς τὸ ἐσωτερικόν σας. 37 Ἡ αἰφνίδια ὅμως ἐμφάνισις τοῦ Κυρίου τοὺς κατετάραξε. Καὶ καταληφθέντες ἀπὸ φόβον ἐνόμιζαν, ὅτι ἔβλεπαν ψυχὴν ἀποθαμένου, ποὺ ἦλθεν ἀπὸ τὸν Ἅδην, χωρὶς νὰ ἔχῃ καὶ σῶμα. 38 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς αὐτούς· Διατὶ εἶσθε ταραγμένοι; Καὶ διατὶ διαλογισμοὶ ἀμφιβολίας περὶ τοῦ ἂν πράγματι εἶμαι ὁ ἀναστὰς Διδάσκαλός σας, γεννῶνται εἰς τὰς διανοίας σας; 39 Ἴδετε τὰς χεῖρας μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι φέρουν τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ βεβαιωθῆτε, ὅτι εἶμαι ὁ σταυρωθεὶς Διδάσκαλός σας. Ψηλαφήσατέ με διὰ τῶν χειρῶν σας καὶ βεβαιωθῆτε, ὅτι δὲν εἶμαι ἄσαρκον πνεῦμα. Διότι ἡ ψυχὴ καὶ τὸ φάντασμα τοῦ πεθαμένου δὲν ἔχει σῶμα καὶ ὀστᾶ, καθὼς βλέπετε καὶ πείθεσθε, ὅτι ἔχω ἐγώ. 40 Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. 41 Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ ἠπίστουν ἀκόμη λόγῳ τῆς χαρᾶς των νομίζοντες, ὅτι ἔβλεπον ὄνειρον, καὶ ἐπειδὴ ἐθαύμαζον διὰ τὰ πρωτοφανῆ ταῦτα καὶ ἀνέλπιστα, τοὺς εἶπεν ὁ Κύριος· Ἔχετε ἐδῶ τίποτε φαγώσιμον διὰ νὰ φάγω καὶ διὰ νὰ πεισθῆτε ἔτσι ἀκόμη περισσότερον, ὅτι δὲν εἶμαι πνεῦμα; 42 Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἔδωκαν ἕνα τεμάχιον ἀπὸ ψάρι ψημένον καὶ ὀλίγην κηρήθραν. 43 Καὶ ἀφοῦ τὰ ἐπῆρεν, ἔφαγεν ἐμπρός των, ὄχι διότι εἶχε ἀνάγκην συντηρήσεως τὸ σῶμα του, ἀλλ’ ἔπραξε τοῦτο διὰ νὰ βεβαιώσῃ αὐτούς, ὅτι ὄντως ἀνέστη. 44 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Αὐτὰ τὰ γεγονότα, ποὺ βλέπετε καὶ σᾶς προκαλοῦν τὸν θαυμασμόν, εἶναι ἡ πραγματοποίησις τῶν λόγων, ποὺ σᾶς εἶπα προφητικῶς, ὅταν ἀκόμη ἤμην μαζί σας ζῶν, προτοῦ νὰ σταυρωθῶ. Σᾶς ἔλεγα δηλαδή, ὅτι σύμφωνα πρὸς τὸ προκαθωρισμένον σχέδιον τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ πληρωθοῦν καὶ νὰ πραγματοποιηθοῦν ὅλα, ὅσα ἔχουν γραφῆ περὶ ἐμοῦ εἰς τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως καὶ εἰς τοὺς προφήτας καὶ εἰς τοὺς ψαλμούς. 45 Τότε τοὺς μετέδωκε θεῖον φωτισμὸν καὶ τοὺς ἤνοιξε τὸν νοῦν διὰ νὰ ἐννοοῦν τὰς Γραφάς. 46 Καὶ ἀφοῦ ἀνέπτυξεν εἰς αὐτοὺς τὰς κυριωτέρας προφητείας, τοὺς εἶπεν, ὅτι ἔτσι ἔχει γραφῆ προφητικῶς εἰς τὰς Γραφάς, καὶ ἔτσι ἔπρεπε σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας αὐτὰς νὰ πάθῃ ὁ Χριστὸς καὶ νὰ ἀναστηθῇ τὴν τρίτην ἀπὸ τοῦ θανάτου του ἡμέραν, 47 καὶ σύμφωνα μὲ ὅσα ἐδιδάχθητε καὶ ἐμάθετε διὰ τὸ ὄνομά μου ὡς τοῦ μόνου Σωτῆρος καὶ λυτρωτοῦ τῶν ἀνθρώπων νὰ κηρυχθῇ μετάνοια καὶ ἄφεσις ἁμαρτίων εἰς ὅλα τὰ Ἔθνη, νὰ ἀρχίσῃ δὲ τὸ κήρυγμα τοῦτο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. 48 Σεῖς δὲ εἶσθε μάρτυρες ὅλων αὐτῶν, δηλαδὴ τοῦ κηρύγματός μου, τοῦ βίου μου, τοῦ πάθους μου καὶ τῆς ἀναστάσεώς μου. Καὶ μὲ τὴν μαρτυρίαν, τὴν ὁποίαν θὰ κάνετε περὶ ἐμοῦ, θὰ συντελεσθῇ τὸ μέγα τοῦτο ἔργον τοῦ κηρύγματος μετανοίας καὶ ἀφέσεως ἁμαρτίων εἰς ὅλα τὰ ἔθνη. 49 Σᾶς ὑπόσχομαι δὲ καὶ ἐγὼ νὰ σᾶς βοηθήσω ἀποτελεσματικῶς εἰς τὸ ἔργον αὐτό. Ἰδοὺ ἐγώ, ποὺ ἀπὸ τώρα εἶμαι καὶ ὡς ἄνθρωπος ὁ βασιλεὺς τοῦ κόσμου καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀποστέλλω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω σας τὴν ἐπαγγελίαν, τὴν ὁποίαν ὁ Πατὴρ ὑπεσχέθη, δηλαδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, περὶ τοῦ ὁποίου οἱ προφῆται προανήγγειλαν, ὅτι θὰ δοθῇ εἰς πᾶσαν σάρκα. Σεῖς δὲ καθίσατε εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλὴμ καὶ μὴ ἀπομακρυνθῆτε ἐξ αὐτῆς, ἕως ὅτου φορέσετε ὡς πνευματικὸν ἔνδυμα δύναμιν καὶ ἐνίσχυσιν, ποὺ θὰ σᾶς ἔλθῃ ἐξ οὐρανοῦ διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 50 Ὅταν δὲ ἐτελείωσε τὰς διδασκαλίας ταύτας, τοὺς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἕως ποὺ ἐπλησίασαν πρὸς τὴν Βηθανίαν. Καὶ ἀφοῦ ὕψωσε τὰς χεῖρας του τοὺς ηὐλόγησε. 51 Καὶ συνέβη, ἐνῷ αὐτὸς τοὺς ηὐλόγει, ἐχωρίσθη καὶ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐφέρετο πρὸς τὰ ἐπάνω, πρὸς τὸν οὐρανόν. 52 Καὶ αὐτοί, ἀφοῦ τὸν προσεκύνησαν, ἐπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μὲ χαρὰν μεγάλην διὰ τὴν ἔνδοξον ἀνύψωσιν τοῦ διδασκάλου καὶ διὰ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, περὶ τῆς ὁποίας τοὺς ἐβεβαίωσε. 53 Καὶ ἦσαν πάντοτε, κατὰ τὰς ὤρας τῆς προσευχῆς καὶ λατρείας, εἰς τὸ ἱερόν, ὑμνοῦντες καὶ δοξολογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.

Ἦχος πλ. δ´ - Ἑωθινόν Ϛ´
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΔ´ 36 - 53


36 Ενώ δε αυτοί ωμιλούσαν περί αυτών, αίφνης ο ίδιος ο Ιησούς εστάθηκε στο μέσον αυτών και τους λέγει· “ειρήνη ας είναι μαζή σας”. 37 Εκείνοι εξαφνιάστηκαν, εταράχθησαν και κατελήφθησαν από φόβον, διότι ενόμιζαν ότι έβλεπαν κάποιον πνεύμα. 38 Και είπεν ο Κυριος εις αυτούς· “διατί είσθε ταραγμένοι, και διατί ανεβαίνουν εις τας καρδίας σας διαλογισμοί απιστίας; 39 Ιδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου, που φέρουν τα σημάδια από τα καρφιά, δια να πεισθήτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος. Ψηλαφήσατέ με με τα χέρια σας και ιδέτε, ότι δεν είμαι πνεύμα, όπως νομίζετε, διότι το πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμέ να έχω”. 40 Και αφού είπε τούτο, έδειξε εις αυτούς τας χείρας και τους πόδας. 41 Επειδή δε εκείνοι, ένεκα της χαράς, απιστούσαν ακόμη και εθαύμαζαν δια το καταπληκτικόν και ανέλπιστον αυτό γεγονός, είπεν εις αυτούς ο Κυριος· “μήπως έχετε τίποτε φαγώσιμον εδώ;” 42 Εκείνοι δε του έδωσαν ένα κομάτι ψητό ψάρι και κηρήθρα. 43 Και αφού τα επήρε, έφαγε ενώπιον των, όχι διότι είχε ανάγκην τροφής το αναστημένον σώμα του, αλλά δια να πεισθούν εκείνοι ότι αυτός είναι όντως ο αναστημένος διδάσκαλος. 44 Είπε δε προς αυτούς· “αυτά που βλέπετε τώρα και θαυμάζετε, είναι ακριβώς όσα σας έλεγα, όταν ήμουν μαζή σας, ότι πρέπει δηλαδή να εκπληρωθούν και να πραγματοποιηθούν όλα όσα έχουν γραφή για μένα στον νόμον του Μωϋσέως, στους προφήτας και στους ψαλμούς”. 45 Τοτε εφώτισε και ήνοιξε αυτών τον νουν, ώστε να εννοούν τας Γραφάς. 46 Και είπεν εις αυτούς· “ότι έτσι, όπως ακριβώς έγιναν, είναι γραμμένα εις την Αγίαν Γραφήν, και έτσι σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, έπρεπε να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή εκ νεκρών την τρίτην ημέραν, 47 και να κηρυχθή εν τω ονόματι αυτού εις όλα τα έθνη μετάνοια και άφεσις αμαρτιών. Να αρχίση δε το κήρυγμα από την Ιερουσαλήμ. 48 Σεις δε είσθε οι φιλαλήθεις και αξιόπιστοι μάρτυρες, οι οποίοι θα κηρύξετε και θα βεβαιώσετε όλα όσα έχετε ακούσει και όσα έχετε ιδεί από εμέ. 49 Σας αναγγέλω δε, ότι εγώ σας στέλνω τώρα αυτό που υπεσχέθη ο Πατήρ, δηλαδή το Πνεύμα το Αγιον, δια νας σας φωτίζη και σας ενισχύη και σας περιφρουρή στο αποστολικόν σας έργον. Σεις λοιπόν καθίσατε εις την πόλιν Ιερουσαλήμ έως ότου φορέσετε, σαν άλλο ένδυμα, και κάμετε ιδικήν σας πλέον την σοφίαν και την δύναμιν, που θα σας έλθη από τον ουρανόν με την επιφοίτησιν του Αγίου Πνεύματος”. 50 Επειτα δε από αυτάς και άλλας διδασκαλίας, τους έβγαλε έξω από την πόλιν κάπου εκεί κοντά εις την Βηθανίαν, και αφού εσήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε. 51 Και συνέβη τούτο το θαυμαστόν· ενώ αυτός τους ευλογούσε, εχωρίσθη από αυτούς και εφέρετο προς τα επάνω στον ουρανόν. 52 Και αυτοί, αφού τον επροσκύνησαν, επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ με μεγάλην χαράν. 53 Και ήσαν συνεχώς κατά τας ώρας της λατρείας στο ιερόν υμνούντες και δοξολογούντες τον Θεόν. Αμήν. (εδοξολογούσαν τον Θεόν δι' όλα όσα είδαν και ήκουσαν κατά το διάστημα των τριών ετών, και μάλιστα δια την ένδοξον ανάστασιν και την θριαμβευτικήν ανάληψιν του Κυρίου).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος