❌
Σάββατο, 19 Οκτωβρίου 2024

Προφήτης Ιωήλ, Οσία Κλεοπάτρα, Άγιος Σαδώθ ο επίσκοπος και οι Εκατόν είκοσι Μάρτυρες από την Περσία
Ἰωὴλ προφήτου (630 π.Χ.), Οὐάρου μάρτυρος (†307).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Β´ 14 - 21


14 Σταθεὶς δὲ Πέτρος σὺν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς· Ἄνδρες Ἰουδαῖοι καὶ οἱ κατοικοῦντες Ἱερουσαλὴμ ἅπαντες, τοῦτο ὑμῖν γνωστὸν ἔστω καὶ ἐνωτίσασθε τὰ ῥήματά μου. 15 οὐ γὰρ, ὡς ὑμεῖς ὑπολαμβάνετε, οὗτοι μεθύουσιν· ἔστι γὰρ ὥρα τρίτη τῆς ἡμέρας· 16 ἀλλὰ τοῦτό ἐστι τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ. 17 καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται· 18 καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου, καὶ προφητεύσουσι. 19 καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ· 20 ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ. 21 καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Β´ 14 - 21


14 Ἐστάθη δὲ τότε εἰς τόπον κατάλληλον ὁ Πέτρος μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἕνδεκα Ἀποστόλους καὶ ὕψωσε τὴν φωνήν του, ὥστε νὰ ἀκούεται καλὰ ἀπὸ ὅλον τὸ πλῆθος ἐκεῖνο, καὶ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἄνδρες Ἰουδαῖοι καὶ σεῖς ὅλοι, ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἂς γίνῃ γνωστὸν εἰς σᾶς αὐτό, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω, καὶ ἀκούσατε προσεκτικὰ τοὺς λόγους μου αὐτούς, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ σᾶς δώσω τὴν ἀληθινὴν ἐξήγησιν αὐτῶν ποὺ βλέπετε. 15 Ἡ ἀντίληψις, ποὺ ἐσχηματίσατε δι’ αὐτούς, εἶναι πλανημένη. Διότι δὲν εἶναι μεθυσμένοι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, καθὼς νομίζετε σεῖς. Καὶ δὲν εἶναι μεθυσμένοι, διότι εἶναι ἡ τρίτη ὥρα ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, ἤτοι ἡ ἐνάτη πρωϊνή, καὶ λόγῳ τῆς ἑορτῆς, ἀλλὰ καὶ σύμφωνα πρὸς τὰς παραδόσεις τῶν μεγάλων ραββίνων μας δὲν ἐπιτρέπεται προτοῦ ἔλθῃ μεσημέρι ἢ τουλάχιστον προτήτερα ἀπὸ τὰς δέκα τὸ πρωῒ νὰ βάλωμεν εἰς τὸ στόμα μας τίποτε. 16 Ἀλλ’ αὐτό, τὸ ὁποῖον βλέπετε, εἶναι ἐπαλήθευσις καὶ πραγματοποίησις ἐκείνου, ποὺ ἔχει λεχθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος ἐπροφήτευσε τὰ ἑξῆς: 17 Καὶ κατὰ τὴν τελευταίαν χρονικὴν περίοδον, ποὺ θὰ ἀρχίσῃ ὅταν θὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας, λέγει ὁ Θεὸς ὅτι θὰ συμβῇ τοῦτο θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματός μου καὶ θὰ διαμοιράσω ταῦτα εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· καὶ θὰ προφητεύσουν οἱ υἱοί σας καὶ αἱ θυγατέρες σας· καὶ οἱ νέοι σας θὰ ἴδουν ὀπτασίας ὑπερφυσικὰς καὶ οἱ γέροντές σας θὰ ἐνυπνιασθοῦν θεία καὶ ἀποκαλυπτικὰ ὅνειρα. 18 Ἀκόμη καὶ εἰς τοὺς δούλους καὶ εἰς τὰς δούλας μου, ποὺ οἱ ἄνθρωποι τοὺς κατατάσσουν εἰς τὴν κατωτέραν κοινωνικὴν τάξιν, θὰ τοὺς μεταδώσω κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἄφθονα χαρίσματα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου καὶ θὰ προφητεύσουν. 19 Καὶ θὰ δώσω καταπληκτικὰ θαύματα εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάνω καὶ φαινόμενα ἀποδεικτικὰ τῆς θείας δυνάμεως ἐπὶ τῆς γῆς κάτω· καταστροφὰς μεγάλας καὶ ἐρημώσεις· αἱματοχυσίας καὶ πυρκαϊὰς καὶ σύννεφον καπνοῦ, ποὺ θὰ ἀνεβαίνῃ ἀπὸ τὰς καιομένας πόλεις καὶ χωρία. 20 Ὁ ἥλιος θὰ ὑποστῇ ἔκλειψιν καὶ θὰ μεταστροφῇ εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη θὰ πάρῃ τὸ χρῶμα αἵματος, προτοῦ νὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡ μεγάλη καὶ περίβλεπτος, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος θὰ ἔλθῃ ἐνδόξως διὰ νὰ κρίνῃ τοὺς ἐχθρούς του. Τέτοιαι καταστροφαὶ καὶ θεομηνίαι πρόκειται νὰ γίνουν καὶ τώρα, ὁπότε ὁ Κύριος ἐν δικαιοσύνῃ θὰ πατάξῃ ὅσους ἐκ τῶν Ἰουδαίων θὰ ἐπιμείνουν εἰς τὴν ἀπιστίαν· πρόκειται νὰ ἐπαναληφθοῦν καὶ ἐν τῷ μεταξύ, ὁσάκις διὰ μέσου τῶν αἰώνων θὰ ἐκσπᾷ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ κατὰ τῶν ἀποστατῶν, ἀλλὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ τελικῶς καὶ κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Κυρίου παρουσίαν. 21 Καὶ θὰ συμβῇ ὥστε καθένας, ποὺ θὰ ἐπικαλεσθῇ μὲ πίστιν καὶ εὐλάβειαν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, θὰ σωθῇ καὶ θὰ ἀπολαύσῃ τὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Μεσσίου.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Β´ 14 - 21


14 Και τότε ο Πετρος μαζή με τους ένδεκα εστάθηκε, ώστε να τον βλέπουν όλοι, ύψωσε την φωνήν αυτού και ήρχισε να ομιλή, όπως το Πνεύμα το Αγιον τον εφώτιζε· “άνδρες Ιουδαίοι και σεις όλοι που κατοικείτε την Ιερουσαλήμ, ας γίνη γνωστόν εις σας αυτό, που θα σας πω και ακούσατε με προσοχήν τα λόγια μου. 15 Δεν είναι ορθόν αυτό που είπατε, διότι αυτοί οι άνθρωποι που ομιλούν ενώπιόν σας ξένας γλώσσας, δεν είναι μεθυσμένοι, όπως σεις νομίζετε· άλλωστε η ώρα είναι τρεις μετά την ανατολήν του ηλίου, που ως γνωστόν και σύμφωνα με την διδασκαλίαν των ραββίνων δεν πίνουν ακόμη κρασί οι άνθρωποι. 16 Αλλά αυτό, που βλέπετε, είναι εκπλήρωσις εκείνου που ελέχθη από τον προφήτην Ιωήλ, ο οποίος και προείπε· 17 Και κατά τις τελευταίες εκείνες ημέρες, που θα επακολουθήσουν την έλευσιν του Μεσσίου, θα χύσω-λέγει ο Θεός-από τας δωρεάς και τα χαρίσματα του Πνεύματός μου εις κάθε άνθρωπον· και θα προφητεύσουν οι υιοί σας και αι θυγατέρες σας· οι δε νέοι σας θα ίδουν αποκαλυπτικά οράματα και οι γέροντές σας θα λάβουν θεία και αποκαλυπτικά όνειρα. 18 Ακόμη δε στους δούλους μου και εις τας δούλας μου θα χορηγήσω κατά τις ημέρες εκείνες από τα χαρίσματα του Πνεύματός μου και θα προφητεύσουν. 19 Και θα δώσω θαύματα επάνω στον ουρανόν και σημεία εις την γην κάτω, που θα μαρτυρούν την θείαν μου δύμαμιν· αιματοχυσίας και πυρκαϊάς και σύνεφα καπνού, που θα ανεβαίνουν από τας καιομένας πόλεις σας. 20 Ο ήλιος από φωτεινός που είναι, θα αλλάξη και θα γίνη σκοτάδι· το φεγγάρι θα φένεται σαν αίμα, πριν έλθη η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και περίβλεπτος. 21 Και τότε καθένας, που με πίστιν θα επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου θα σωθή.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 1 - 10


1 Ἐπεὶ δέ ἐπλήρωσε πάντα τὰ ῥήματα αὐτοῦ εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ λαοῦ, εἰσῆλθεν εἰς Καπερναούμ. 2 Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος. 3 ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ. 4 οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως, λέγοντες ὅτι Ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο, 5 ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν. 6 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γὰρ εἰμι ἱκανός ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς· 7 διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα πρὸς σὲ ἐλθεῖν· ἀλλ’ εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 8 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. 9 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ εἶπε· Λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 10 καὶ ὑποστρέψαντες οἱ πεμφθέντες εἰς τὸν οἶκον εὗρον τὸν ἀσθενοῦντα δοῦλον ὑγιαίνοντα.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 1 - 10


1 Όταν δὲ ἐτελείωσεν ὅλους τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ ἐγέμισε μὲ αὐτοὺς τὰ αὐτιὰ τοῦ λαοῦ, ἐμβῆκεν ἀπὸ τὸ πεδινὸν μέρος, ποὺ ἦτο, εἰς τὴν Καπερναούμ. 2 Ὁ δοῦλος δὲ κάποιου ἑκατοντάρχου εἶχεν ἄσχημα εἰς τὴν ὑγείαν του καὶ ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ. Καὶ ὁ δοῦλος αὐτὸς ἦτο ἀγαπητὸς εἰς τὸν ἑκατόνταρχον διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν πίστιν καὶ ὑπακοήν. 3 Ὅταν δὲ ἤκουσε περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι ἦλθεν εἰς τὴν Καπερναούμ, τοῦ ἔστειλε μερικοὺς προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ τὸν παρεκάλει νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ σώσῃ ἀπὸ τὸν μεγάλον κίνδυνον τὸν δοῦλον του. 4 Αὐτοὶ δὲ ἀφοῦ ἦλθον εἰς τὸν Ἰησοῦν, τὸν παρεκάλουν μὲ ἐπιμονὴν καὶ θερμότητα λέγοντες, ὅτι εἶναι ἄξιος αὐτός, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ παράσχῃ τὴν χάριν αὐτὴν ποὺ ζητεῖ. 5 διότι, ἔλεγον οἱ προεστοὶ οὗτοι, ἀγαπᾷ τὸ ἔθνος μας καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς δι’ ἰδίων του χρημάτων μᾶς τὴν ἔκτισε. 6 Πράγματι δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε μαζί τους εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου. Καὶ ὅταν πλέον δὲν ἦτο μακρὰν ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔστειλεν ὁ ἑκατόνταρχος κάποιους φίλους του καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, μὴ ἐνοχλῆσαι καὶ μὴ ἐμβαίνῃς εἰς τὸν μεγαλύτερον κόπον του νὰ ἔλθῃς εἰς τὸ σπίτι μου. Διότι δὲν εἶμαι ἄξιος διὰ νὰ ἔμβῃς κάτω ἀπὸ τὴν στέγην μου. 7 Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ δὲν ἔκρινα τὸν ἑαυτόν μου ἄξιον νὰ ἔλθω αὐτοπροσώπως εἰς σέ. Ἀλλὰ εἰπὲ μὲ ἀπλοῦν λόγον νὰ γίνῃ αὐτό, ποὺ σοῦ ζητῶ, καὶ θὰ ἰατρευθῇ ἀσφαλῶς ὁ ὑπηρέτης μου. 8 Διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος, ποὺ τίθεμαι ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ ἀνωτέρου μου καὶ ἐξαρτῶμαι ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ, ἔχω ὅμως καὶ ἐγὼ ὑπὸ τὸν ἑαυτόν μου στρατιώτας. Καὶ λέγω εἰς αὐτὸν τὸν στρατιώτην· Πήγαινε, καὶ πηγαίνει. Καὶ εἰς τὸν ἄλλον λέγω· Ἐλθέ, καὶ ἔρχεται. Καὶ εἰς τὸν ὑπηρέτην μου λέγω· Κάμε τοῦτο, καὶ τὸ κάνει. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἰδικός μου λόγος ἐκτελεῖται ἀμέσως, ἐὰν διατάξῃς σύ, ποὺ δὲν εἶσαι ὑπὸ τὰς διαταγὰς κανενὸς ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἔχεις ἐξουσίαν καὶ ἐπὶ τῶν ἀοράτων δυνάμεων, δὲν θὰ γίνῃ ἐκεῖνο, ποὺ θέλεις; 9 Ὅταν δὲ ἤκουσεν αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἐθαύμασε τὸν ἑκατόνταρχον καὶ ἀφοῦ ἐγύρισε πρὸς τὸ μέρος τοῦ πλήθους, ποὺ τὸν ἠκολούθει, εἶπε· Σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε εἰς τὸν Ἰσραήλ, τὸν ἐκλεκτὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, δὲν εὗρον τόσην μεγάλην πίστιν. 10 Καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου ἐκεῖνοι, ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ αὐτὸν διὰ νὰ παρακαλέσουν τὸν Ἰησοῦν, εὗρον τὸν δοῦλον νὰ εἶναι ἐν πλήρει ὑγείᾳ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 1 - 10


1 Οταν δε ετελείωσε ο Κυριος όλα τα λόγια αυτά προς το πλήθος, που με προσοχήν τον ήκουε, εισήλθε εις την Καπερναούμ. 2 Καποιου δε εκατοντάρχου ο δούλος ήτο ασθενής πολύ βαρειά και επρόκειτο να αποθάνη. Και ο δούλος αυτός ήτο δια την τιμιότητα και υπακοήν του πολύ αγαπητός στον εκατόνταρχον. 3 Οταν δε ο εκατόνταρχος επληροφορήθηκε περί του Ιησού, έστειλε προς αυτόν μερικούς πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, παρακαλών αυτόν να έλθη και σώση τον δούλον του. 4 Αυτοί δε, αφού ήλθαν στον Ιησούν, τον παρακαλούσαν με θερμόν ενδιαφέρον και επιμονήν λέγοντες, ότι αξίζει ο εκατόνταρχος να του κάμης αυτήν την χάριν, 5 διότι αγαπά το έθνος μας και με ιδικά του χρήματα έκτισε την συναγωγήν. 6 Ο δε Ιησούς επήγαινε μαζή με αυτούς. Και όταν επλησίαζε στο σπίτι, έστειλε προς αυτόν ο εκατόνταρχος μερικούς φίλους του και του είπε· “Κυριε, μη ενοχλείσαι· διότι δεν είμαι εγώ άξιος να εισέλθης κάτω από την στέγην μου. 7 Δι' αυτό και ούτε τον ευατόν μου έκρινα άξιον να έλθω προς σε. Αλλά πες μόνον λόγον, δώσε προσταγήν και θα θεραπευθή αμέσως ο υπηρέτης μου. 8 Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος, που θέτω τον ευατόν μου κάτω από την εξουσίαν των ανωτέρων μου, έχω όμως και εγώ υπό την εξουσίαν μου στρατιώτας και λέγω στούτον, πήγαινε και πηγαίνει και στον άλλον, έλα και έρχεται και στον υπηρέτην μου, κάμε τούτο και το κάμνει. Πολύ περισσότερον ο ιδικός σου λόγος θα γίνη αμέσως έργον”. 9 Οταν ήκουσε αυτά ο Ιησούς, εθαύμασε τον εκατόνταρχον, και αφού εγύρισε προς τον λαόν, που ακολουθούσε, είπε· “σας λέγω ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών, που είναι παρασκευασμένοι από τον νόμον και τους προφήτας, δεν ευρήκα τόσον μεγάλην πίστιν”. (Αμέσως δε την στιγμήν εκείνην εθεράπευσε με την άπειρόν του δύναμιν τον δούλον, χωρίς να τον επισκεφθή στο σπίτι”. 10 Και όταν οι απεσταλμένοι του εκατοντάρχου επέστρεψαν στο σπίτι, ευρήκαν τον ασθενή δούλον εντελώς υγιή.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα