❌
Δευτέρα, 07 Οκτωβρίου 2024

Άγιοι Σέργιος και Βάκχος, Άγιος Πολυχρόνιος ο Ιερομάρτυρας, Όσιος Ιωάννης ο Ερημίτης και οι συν αυτώ Eνενήντα Oκτώ Θεοφόροι Πατέρες που ασκήτευσαν στην Κρήτη
Σεργίου καὶ Βάκχου μεγαλομαρτύρων (†290-303). Πολυχρονίου ἱερομάρτυρος (δ΄ αἰ.), Ἰουλιανοῦ πρεσβυτέρου, Καισαρίου διακόνου (α΄ αἰ.) μαρτύρων.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 28 - 31


28 ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, κατὰ Ἰσαὰκ ἐπαγγελίας τέκνα ἐσμέν. 29 ἀλλ’ ὥσπερ τότε ὁ κατὰ σάρκα γεννηθεὶς ἐδίωκε τὸν κατὰ πνεῦμα, οὕτω καὶ νῦν. 30 ἀλλὰ τί λέγει ἡ γραφή; ἔκβαλε τὴν παιδίσκην καὶ τὸν υἱὸν αὐτῆς· οὐ μὴ γὰρ κληρονομήσει ὁ υἱὸς τῆς παιδίσκης μετὰ τοῦ υἱοῦ τῆς ἐλευθέρας. 31 Ἄρα, ἀδελφοί, οὐκ ἐσμὲν παιδίσκης τέκνα, ἀλλὰ τῆς ἐλευθέρας.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Ε´ 1 - 10


1 Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε. 2 Ἴδε ἐγὼ Παῦλος λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει. 3 μαρτύρομαι δὲ πάλιν παντὶ ἀνθρώπῳ περιτεμνομένῳ ὅτι ὀφειλέτης ἐστὶν ὅλον τὸν νόμον ποιῆσαι. 4 Κατηργήθητε ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε· 5 ἡμεῖς γὰρ Πνεύματι ἐκ πίστεως ἐλπίδα δικαιοσύνης ἀπεκδεχόμεθα. 6 ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη. 7 Ἐτρέχετε καλῶς· τίς ὑμᾶς ἐνέκοψε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι; 8 ἡ πεισμονὴ οὐκ ἐκ τοῦ καλοῦντος ὑμᾶς. 9 μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. 10 ἐγὼ πέποιθα εἰς ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ ὅτι οὐδὲν ἄλλο φρονήσετε· ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τὸ κρίμα, ὅστις ἂν ᾖ.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 28 - 31


28 Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ὅσοι ἐπιστεύσαμεν εἰς τὸν Χριστόν, εἴμεθα τέκνα ἐπαγγελίας, ὅπως καὶ ὁ Ἰσαὰκ ἐγεννήθη σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραάμ. 29 Ἀλλὰ καθὼς τότε ὁ Ἰσμαήλ, ποὺ ἐγεννήθη κατὰ τοὺς φυσικοὺς τῆς σαρκὸς νόμους, ἐπεβουλεύετο τὸν Ἰσαάκ, ποὺ ἐγεννήθη ὑπερφυσικῶς ἐξ ἐπαγγελίας, ἔτσι καὶ τώρα. Οἱ διὰ τοῦ Χριστοῦ πνευματικοὶ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς σαρκικοὺς ἀπογόνους του. 30 Τί λέγει ὅμως ἡ Γραφή; Εἶπεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ· ἐκδίωξε τὴν δούλην Ἄγαρ καὶ τὸν υἱὸν τῆς Ἰσμαήλ· διότι δὲν θὰ ἀποκτήσῃ κληρονομικὰ δικαιώματα καὶ ὃ υἱὸς τῆς δούλης, ὅπως ὃ υἱὸς τῆς ἐλευθέρας. 31 Τὸ συμπέρασμα δέ, ποὺ βγαίνει ἀπὸ ὅσα εἴπομεν, ἀδελφοί, εἶναι, ὅτι δὲν εἴμεθα τέκνα δούλης, ἤτοι τῆς ἐπιγείου Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ τέκνα τῆς ἐλευθέρας, ἤτοι τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι Ἱερουσαλὴμ ἐπουράνιος.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Ε´ 1 - 10


1 Μείνατε λοιπὸν στερεοὶ εἰς τὴν ἐκ τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ νόμου ἐλευθερίαν, τὴν ὁποίαν μᾶς ἠλευθέρωσεν ὁ Χριστός, καὶ μὴ ὑποκύπτετε πάλιν εἰς ζυγὸν δουλείας. 2 Ἰδού ἐγῶ ὁ Παῦλος, ὁ κατ’ εὐθείαν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἐκλεγεὶς Ἀπόστολος, σᾶς λέγω ὅτι, ἐὰν περιτέμνεσθε, ὁ Χριστὸς τίποτε δὲν θὰ σᾶς ὠφελήσῃ. 3 Παρέχω δὲ καὶ πάλιν τὴν βεβαίωσιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ περιτέμνεται, ὅτι ὀφείλει καὶ ἔχει χρέος νὰ τηρήσῃ ὅλον τὸν νόμον, ἐφοῦ μὲ τὴν περιτομὴν ποὺ λαμβάνει, προτιμᾷ τὴν διὰ τοῦ νόμου δικαίωσιν ἀπὸ τὴν δικαίωσιν ποὺ δίδει ὁ Χριστός. 4 Ἀπεξενώθητε ἀπὸ τὸν Χριστόν σεῖς, οἱ ὁποῖοι προσπαθεῖτε νὰ δικαιωθῆτε διὰ μέσου του νόμου.Ἐγίνατε ἔκπτωτοι ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ δὲν ὁμοιάζετε πλέον πρὸς ἡμᾶς. 5 Διότι ἡμεῖς οἱ ἄλλοι διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἔχομεν μέσα μας, περιμένομεν χωρὶς δισταγμὸν τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἡ ἐκ πίστεως δικαίωσις μᾶς ὑπόσχεται καὶ ἐλπίζομεν νὰ τὰ λάβωμεν δυνάμει τῆς πίστεως ταύτης καὶ μόνον. 6 Διότι δι’ ἐκείνους, ποὺ διά τῆς πίστεως ἐνώθησαν μὲ τὸνἸησοῦν Χριστόν, οὔτε ἡ περιτομὴ ἔχει καμμίαν ἰσχὺν πρὸς δικαίωσιν, οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἀλλ’ ἰσχύει μόνον πίστις, ἡ ὁποῖα ἀποδεικνύεται ζωντανὴ καὶ ἐνεργὸς μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. 7 Ἐτρέχατε καλῶς σὰν ἀγωνισταὶ ἀκούραστοι εἰς τὸν δρόμον τῆς Ἀληθείας. Ποῖος σᾶς ἐσταμάτησε, ὥστε νὰ μὴ πείθεσθε τώρα εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου, καὶ νὰ μὴ θεωρῆτε ἀρκετὴν διὰ τὴν σωτηρίαν σας τὴν ὑπακοήν εἰς τὸν Χριστόν; 8 Ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη, ποὺ δεικνύετε, ὥστε νὰ μὴ πείθεσθε εἰς τὴν ἀλήθειαν, δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Κύριον, ποὺ σᾶς καλεῖ εἰς τὴν αἰώνιον δόξαν. 9 Ἢ μήπως θεωρεῖτε ὡς ἀσήμαντον τὸ νὰ ἐπιστρέφετε πάλιν εἰς τόν νόμον μὲ τὴν περιτομὴν ποὺ λαμβάνετε; Ὀλίγον προζύμιον κάνει ἔνζυμον ὅλην τὴν μάζαν τῆς ζύμης. Ἔτσι καὶ ὀλίγα ψευδῆ φρονήματα ἠμποροῦν νὰ ἀποπλανήσουν ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν. 10 Ἀλλ’ ὄχι· σεῖς δὲν θὰ ἀποπλανηθῆτε. Ἐγὼ ἔχω διὰ σᾶς πεποίθησιν, τὴν ὁποίαν μοῦ ἐμπνέει ἡ σχέσις καὶ κοινωνία μου μὲ τὸν Κύριον, ὅτι δὲν θὰ δεχθῆτε ἄλλο φρόνημα παρὰ τὸ φρόνημα τῆς ἀληθείας ποὺ ἐδιδάχθητε. Ἐκεῖνος ὅμως, ὁ ὁποῖος σᾶς ταράσσει μὲ τὰς ψευδοδιδασκαλίας του, θὰ βαστάσῃ ὡς φορτίον βαρὺ τὴν δικαίαν κατάκρισιν τοῦ Θεοῦ, ὁποιοσδήποτε καὶ ἄν εἶναι. Εἶναι δὲ τόσον ἀνειλικρινεῖς καὶ συκοφάνται αὐτοὶ ποὺ σᾶς ταράττουν, ὥστε φθάνουν μέχρι τοῦ νὰ διαδίδουν, ὅτι καὶ ἐγὼ τώρα ἔχω κηρυχθῆ ὑπὲρ τῆς περιτομῆς.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 28 - 31


28 Ημείς δε οι Χριστιανοί, αδελφοί, είμεθα τέκνα, που εγεννήθημεν σύμφωνα με τας υποσχέσστου Θεού προς τον Αβραάμ, όπως είχε γεννηθή τότε και ο Ισαάκ. 29 Αλλ' όπως τότε ο υιός, που εγεννήθη κατά τους βιολογικούς νόμους της σαρκός, εφθονούσε και κατεδίωκε τον Ισαάκ, που είχε γεννηθή με την δύναμιν του Πνεύματος και με τρόπον υπερφυσικόν, έτσι και τώρα οι πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ, οι Χριστιανοί, διώκονται από τους κατά σάρκα απογόνους, δηλαδή από τους Εβραίους. 30 Αλλά τι λέγει επί του γεγονότος αυτού η Γραφή; “Διώξε την δούλην, την Αγαρ, και το παιδί της, τον Ισμαήλ, είπεν ο Θεός στον Αβραάμ· διότι δεν θα κληρονομήση ο υιός της δούλης μαζή με τον υιόν της ελευθέρας”. 31 Κατά συνέπειαν, αδελφοί, δεν είμεθα παιδιά της δούλης, της επιγείου δηλαδή Ιερουσαλήμ, η οποία ευρίσκεται υπό την κυριαρχίαν του Νομου, αλλ' είμεθα τέκνα της ελευθέρας, δηλαδή της επουρανίου Ιερουσαλήμ, της Εκκλησίας του Χριστού.

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Ε´ 1 - 10


1 Σταθήτε, λοιπόν, και μένετε στερεοί και ακλόνητοι εις την ελευθερίαν, με την οποίαν ο Χριστός μας ηλευθέρωσε και μη βάζετε πάλιν τον εαυτόν σας κάτω από τον ζυγόν της δουλείας των τυπικών διατάξεων του Νομου. 2 Ιδού εγώ ο Παύλος σας το λέγω και σας το διαβεβαιώνω, ότι εάν περιτέμνεσθε, όπως σας συνιστούν οι ψευδοδιδάσκαλοι, ο Χριστός τίποτε δεν θα σας ωφελήση. 3 Καταθέτω και πάλιν επίσημον μαρτυρίαν ενώπιον του Θεού εις κάθε άνθρωπον που περιτέμνεται, ότι υποχρεούται να τηρήση όλον τον Νομον, (εφ' όσον από αυτόν περιμένει την δικαίωσιν και όχι από τον Χριστόν). 4 Σεις οι οποίοι επιμένετε και προσπαθήτε να εύρετε την δικαίωσιν δια του Μωσαϊκού Νομου, δεν έχετε πλέον καμμίαν σχέσιν με τον Χριστόν, εγίνατε έκπτωτοι από την χάριν του Χριστού. Δεν είσθε όπως ημείς. 5 Διότι ημείς δια του Αγίου Πνεύματος, που έχομεν λάβει, πληροφορούμεθα και περιμένομεν με βεβαιότητα την ελπίδα της δικαιώσεως από την πίστιν στον Χριστόν και όχι από τα έργα του Νομου. 6 Διότι εις την νέαν ζωήν και πολιτείαν την εν Χριστώ Ιησού, ούτε η περιτομή έχει καμμίαν ισχύν δια την δικαίωσιν ούτε η ακροβυστία, αλλά ισχύει μόνον η πίστις, η οποία εκδηλώνεται με τα έργα της ζωντανής και αληθινής αγάπης. 7 Ετρέχατε στον δρόμον του καταρτισμού σας καλά. Ποιός τώρα έβαλε προσκόμματα στον δρόμον σας και σας ανέκοψε την ορμήν, ώστε να μη πείθεσθε και να μη επαναπαύεσθε εις την αλήθειαν του Ευαγγελίου; 8 Το πείσμα και η ισχυρογνωμοσύνη σας αυτή δεν προέρχεται από τον Κυριον, ο οποίος όπως προηγουμένως, έτσι και τώρα σας καλεί εις την δικαίωσιν και την σωτηρίαν. 9 Μη νομίσετε δε ότι είναι ασήμαντον γεγονός να τηρήτε και μερικάς έστω διατάξστου Νομου. Διότι μικρό προζύμι μεταβάλλει και ζυμώνει όλο το ζυμάρι. 10 Εν τούτοις εγώ έχω δια σας πεποίθησιν, που μου εμπνέει ο Κυριος, ότι κανένα άλλο φρόνημα ξένο προς την διδασκαλίαν του Χριστού δεν θα υιοθετήσετε. Εκείνος δε ο οποίος σας αναταράσσει με τας ψευδοδιδασκαλίας του θα βαστάση επάνω του την δικαίαν κρίσιν και κατάκρισιν εκ μέρους του Θεού, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 36 - 50


36 Ἠρώτα δέ τις αὐτὸν τῶν Φαρισαίων ἵνα φάγῃ μετ’ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. 37 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου 38 καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ. 39 ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι. 40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. ὁ δέ φησί· Διδάσκαλε, εἰπέ. 41 δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. 42 μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον ἀγαπήσει αὐτόν; 43 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· Ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ὀρθῶς ἔκρινας. 44 καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε. 45 φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ’ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. 46 ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας. 47 οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. 48 εἶπε δὲ αὐτῇ· Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. 49 καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· Τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν; 50 εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 36 - 50


36 Τὸν παρεκάλει δὲ κάποιος ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους νὰ φάγῃ μαζί του. Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου, ἐξηπλώθη πλησίον τῆς τραπέζης, ὅπως τότε ἐσυνηθίζετο. 37 Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖκα, ποὺ ἔζη εἰς τὴν πόλιν, ἡ ὁποία ἦτο ἁμαρτωλή, ὅταν ἐπληροφορήθη ὅτι εἶναι καθισμένος καὶ τρώγει εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου, ἔφερεν ἀγγεῖον ἀπὸ ἀλάβαστρον γεμᾶτον ἀπὸ μῦρον 38 καὶ ἀφοῦ ἐστάθη πλησίον τῶν ποδῶν του, ὀπίσω ἀπὸ τὴν τράπεζαν, ὅπως ἦτο ἑξαπλωμένος ὁ Κύριος, σκεπτομένη τὰς ἁμαρτίας της ἐξέσπασεν εἰς κλαυθμούς. Καὶ ἤρχισε νὰ βρέχει τοὺς πόδας του μὲ τὰ ἄφθονα δάκρυά της καὶ τοὺς ἐσπόγγιζε μὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της. Συγχρόνως δὲ ἐφιλοῦσε μὲ εὐλαβῆ πόθον τοὺς πόδας του καὶ τοὺς ἔλειφε μὲ τὸ μύρον. 39 Ὅταν δὲ εἶδεν αὐτὸ ὁ Φαρισαῖος, ποὺ τὸν ἐκάλεσεν εἰς τὸ γεῦμα, ἐσκέφθη μέσα του καὶ εἶπεν· Αὐτός, ἐὰν ἦτο προφήτης, θὰ ἐγνώριζε διὰ τοῦ διορατικοῦ πνεύματος, ποὺ ἔχουν οἱ προφῆται, ποία εἶναι καὶ ποίαν διαγωγὴν καὶ ποῖον βίον διεφθαρμένον ἔχει ἡ γυναῖκα αὐτή, ποὺ τὸν ἐγγίζει· θὰ ἐγνώριζε δηλαδὴ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή. 40 Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπαντῶν εἰς τοὺς ἀποκρύφους αὐτοὺς διαλογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου τοῦ εἶπε· Σίμων, ἔχω κάτι νὰ σοῦ εἴπω. Αὐτὸς δὲ εἶπε· Διδάσκαλε, εἰπέ. 41 Ἦσαν εἰς κάποιον δανειστὴν δύο χρεωφειλέται. Ὁ ἕνας ἐχρεώστει πεντακόσια δηνάρια, ὁ ἄλλος πεντήκοντα. 42 Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ δώσουν πάλιν τὰ δανεικά, ὁ δανειστὴς ἐχάρισε τὸ χρέος καὶ εἰς τοὺς δύο. Εἰπέ μου λοιπὸν τώρα, ποῖος ἐξ αὐτῶν θὰ ἀγαπήσῃ τοῦτον περισσότερον; 43 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Σίμων καὶ εἶπε· Νομίζω, ὅτι ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον ὁ δανειστὴς ἐχάρισε τὸ περισσότερον χρέος, αὐτὸς καὶ θὰ ἀγαπήσῃ περισσότερον. Ὁ Ἰησοῦς δὲ τοῦ εἶπε τότε· Ὀρθῶς ἔκρινας. 44 Καὶ ἀφοῦ ἔστρεψε πρὸς τὴν γυναῖκα, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Βλέπεις αὐτὴν τὴν γυναῖκα; Ἐμβῆκα εἰς τὸν οἶκον σου καὶ δέν μοῦ ἔρριψες νερὸ διὰ νὰ πλύνω τοὺς πόδας μου· αὐτὴ ὅμως ὄχι μὲ κοινὸν νερό, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ τὰ δάκρυά της μοῦ ἔβρεξε τοὺς πόδας καὶ μοῦ τοὺς ἐσπόγγισε μὲ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς της. 45 Σὺ δέν μοῦ ἔδωκες φίλημα οὔτε εἰς τὸ πρόσωπον. Αὐτὴ ὅμως, ἀπὸ τὴν ὥραν ποὺ ἐμβῆκε, δὲν ἔπαυσε μὲ πολλὴν ταπείνωσιν νὰ μοῦ καταφιλῇ τοὺς πόδας. 46 Σὺ δὲν μοῦ ἤλειψες τὴν κεφαλὴν μὲ ἀπλοῦν ἔλαιον, ποὺ εἶναι τόσον ἐθηνόν. Αὐτὴ ὅμως μὲ πανάκριβον μύρον μοῦ ἤλειψεν ὄχι τὴν κεφαλήν, ἀλλὰ τοὺς πόδας. 47 Ἕνεκα δὲ τούτου, σὲ βεβαιῶ καὶ μάθε το, εἶναι συγχωρημέναι αἱ πολλαί της ἁμαρτίαι, διότι ἠγάπησε πολύ. Ἐζήτησε τὴν ἄφεσιν τοῦ χρέους τῶν ἁμαρτιῶν της, γεμᾶτη εὐγνωμοσύνην καὶ ἀφοσίωσιν πρὸς ἐμέ, ποὺ θὰ τὴν συνεχώρουν. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ νομίζει, ὅτι δὲν χρεωστεῖ πολλά, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον κατὰ τὴν ἰδέαν του ἀφίνεται ὀλίγον χρέος, ὀλίγον ἀγαπᾷ, ὅπως συμβαίνει μὲ σέ. Ἡ γυναῖκα δηλαδὴ αὐτὴ μὲ ἠγάπησεν ὡς σωτῆρα της πολὺ περισσότερον ἀπὸ σέ, ποὺ δὲν αἰσθάνεσαι τόσον τὴν ἀνάγκην νὰ σὲ σώσω. 48 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτήν· Εἶναι συγχωρημέναι αἱ ἁμαρτίαι σου. 49 Καὶ ἤρχισαν αὐτοί, ποὺ ἐκάθηντο μαζὶ εἰς τὸ τραπέζι, νὰ λέγουν μέσα τους· Ποῖος εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος καὶ ἁμαρτίας ἀκόμη τολμᾷ νὰ συγχωρῇ; 50 Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα· Οἱ ὁμοτράπεζοί μου δὲν ἔχουν τὴν πίστιν τὴν ἰδικήν σου. Σὺ ἦλθες εἰς ἐμὲ μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ λάβῃς τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Ἡ πίστις σου αὐτὴ σὲ ἔσωσε. Πήγαινε μὲ τὴν συνείδησιν ἤρεμον καὶ μὲ τὴν καρδίαν γεμᾶτην εἰρήνην. Καὶ πρόσεξε νὰ μὴ χάσῃς ποτὲ τὴν εἰρήνην αὐτήν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 36 - 50


36 Τον παρακαλούσε δε κάποιος από τους Φαρισαίους να φάγη μαζή του. Και αφού εισήλθεν στο σπίτι του Φαρισαίου, εξηπλώθη, κατά συνήθειαν που επικρατούσε τότε, πλησίον της τραπέζης του φαγητού. 37 Και ιδού μία γυναίκα της πόλεως αυτής, η οποία ήτο αμαρτωλή, όταν επληροφορήθη ότι ο Ιησούς τρώγει εις την οικίαν του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον. 38 Και αφού εστάθη πίσω, πλησίον στους πόδας του Ιησού, ανελύθη εις δάκρυα και ήρχισεν να βρέχη τους πόδας του με τα δάκρυά της, και να τους σπογγίζη με τας τρίχας της κεφαλής της. Συγρόνως δε εφιλούσε συνεχώς με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τους ήλειφε με μύρον. 39 Οταν δε ο Φαρισαίος, που τον είχε καλέσει στο γεύμα, είδε το γεγονός αυτό, είπε μέσα του· Εάν αυτός ήτο προφήτης, θα εγνώριζε ποίας διαγωγής είναι η γυναίκα αυτή που τον εγγίζει, θα εγνώριζε δηλαδή ότι είναι αμαρτωλή. 40 Και ο Ιησούς απαντών στους διαλογισμούς αυτούς του Σιμωνος είπε· “Σιμων, έχω κάτι να σου πω”. Εκείνος δε είπε· “διδάσκαλε, λέγε”. 41 “Ησαν δύο χρεωφειλέται προς κάποιον δανειστήν. Ο ένας του εχρεωστούσε πεντακόσια δηνάρια ο δε άλλος πενήντα. 42 Επειδή δε δεν είχαν αυτοί να εξοφλήσουν το χρέος των, ο δανειστής το εχάρισε και στους δύο. Πες μου. ποιός από τους δύο θα τον αγαπήση περισσότερον;” 43 Απεκρίθη δε ο Σιμων και είπε· νομίζω, ότι εκείνος στον οποίον εχάρισε το μεγαλύτερον χρέος”. Ο δε Ιησούς του είπε· “ορθή είναι η κρίσις σου”. 44 Και αφού εγύρισε προς την γυναίκα, είπε στον Σιμωνα· “βλέπεις αυτήν την γυναίκα; Ηλθα στο σπίτι σου και δεν μου έδωσες νερό να δια το πλύσιμο των ποδιών μου. Αυτή όμως έβρεξε τα πόδια μου με τα δάκρυα της και τα εσπόγγισε με τας τρίχας της κεφαλής της. 45 Συ δεν μου έδωσες φίλημα, όπως συνηθίζουν δια τον κάθε φιλοξενούμενον· αυτή δε από την ώραν που εμπήκε στο σπίτι, δεν έπαυσε με πολλήν ευλάβειαν να καταφιλή τους πόδας μου. 46 Συ δεν μου άλειψες την κεφαλήν ούτε με απλό λάδι. Αυτή δε μου άλειψε τους πόδας με πανάκριβο μύρον. 47 Ενεκα δε τούτου ακριβώς σου λέγω ότι είναι συγχωρημέναι αι πολλαί αυτής αμαρτίαι, διότι ηγάπησε πολύ εμέ τον Λυτρωτήν, και επόθησε βαθύτατα την λύτρωσίν της. Εκείνος δε που νομίζει ότι ολίγον χρέος έχει απέναντι του Θεού, ολίγον αγαπά”. 48 Είπε δε προς αυτήν ο Ιησούς· “είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου” 49 Και αυτοί, που παρεκάθηντο μαζή του στο τραπέζι ήρχισαν να σκέπτωνται και να λέγουν από μέσα των· “ποιός είναι αυτός, ο οποίος και αμαρτίας ακόμη συγχωρεί;” 50 Είπε δε προς την γυναίκα ο Ιησούς· “η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρηνική και καθαράν την καρδίαν σου στον δρόμον της ειρήνης”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα