❌
Παρασκευή, 04 Οκτωβρίου 2024

Άγιος Ιερόθεος Επίσκοπος Αθηνών, Άγια μάρτυρας Δομνίνη και οι θυγατέρες αυτής Βερνίκης και Προσδόκης, Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής
εροθέου ἀρεοπαγίτου, πρώτου ἐπισκόπου Ἀθηνῶν (α΄ αἰ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 8 - 21


8 Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς μὴ φύσει οὖσι θεοῖς· 9 νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε; 10 ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς; 11 φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς. 12 Γίνεσθε ὡς ἐγώ, ὅτι κἀγὼ ὡς ὑμεῖς, ἀδελφοί, δέομαι ὑμῶν. οὐδέν με ἠδικήσατε. 13 οἴδατε δὲ ὅτι δι’ ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν τὸ πρότερον, 14 καὶ τὸν πειρασμόν μου τὸν ἐν τῇ σαρκί μου οὐκ ἐξουθενήσατε οὐδὲ ἐξεπτύσατε, ἀλλ’ ὡς ἄγγελον Θεοῦ ἐδέξασθέ με, ὡς Χριστὸν Ἰησοῦν. 15 τίς οὖν ἦν ὁ μακαρισμὸς ὑμῶν; μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι. 16 ὥστε ἐχθρὸς ὑμῶν γέγονα ἀληθεύων ὑμῖν; 17 ζηλοῦσιν ὑμᾶς οὐ καλῶς, ἀλλὰ ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν, ἵνα αὐτοὺς ζηλοῦτε. 18 καλὸν δὲ ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ πάντοτε καὶ μὴ μόνον ἐν τῷ παρεῖναί με πρὸς ὑμᾶς. 19 τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν! 20 ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι καὶ ἀλλάξαι τὴν φωνήν μου, ὅτι ἀποροῦμαι ἐν ὑμῖν. 21 Λέγετέ μοι οἱ ὑπὸ νόμον θέλοντες εἶναι· τὸν νόμον οὐκ ἀκούετε;

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 8 - 21


8 Ἀλλὰ τότε μέν, ὅταν ἦσθε εἰς τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρείας, ἐπειδὴ δὲν ἐγνωρίζατε Θεόν, ἐδουλεύσατε εἰς θεούς, ποὺ δὲν εἶναι πραγματικοὶ θέοι. 9 Τώρα ὅμως, ποὺ ἐγνωρίσατε τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἢ διὰ νὰ εἴπω καλύτερα, τώρα ποὺ ἐγνωρίσθητε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς τέκνα του, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν εἰς τὴν στοιχειώδη καὶ ἀτελῆ θρησκευτικὴν διδασκαλίαν, τὴν πτωχὴν καὶ ἀδύνατον καὶ ἀνίκανον νὰ σᾶς σώσῃ, εἰς τὴν ὁποίαν πάλιν καὶ ἐξ ἀρχῆς, ὅπως προτήτερα, θέλετε καὶ τώρα νὰ δουλεύετε; 10 Ἔτσι ἐκαταντήσατε νὰ φυλάττετε τὰς ἡμέρας ἐκείνας τῆς ἑβδομάδος, τὰς ὁποίας καὶ οἱ Ἑβραῖοι, καὶ τὰς ἑορτὰς ἐκάστου μηνὸς καὶ τὰς ἐορτασίμους ἐποχὰς καὶ τὰς ἑορτὰς τῶν ἐτῶν. 11 Σᾶς φοβοῦμαι, μήπως ματαίως ἐκοπίασα διὰ σᾶς. 12 Λάβετε παράδειγμα ἐμὲ καὶ γίνεσθε ὅμοιοι μὲ ἑμέ, διότι καὶ ἐγὼ ἄλλοτε ἤμην ζηλωτὴς τοῦ νόμου, καθὼς θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς τώρα, ἀδελφοί. Σᾶς παρακαλῶ, ὅπως ἐγὼ ἀπεκήρυξα τὰς τυπικὰς διατάξεις τοῦ νόμου καὶ προσεκολλήθην εἰς τὸν Χριστόν, ἔτσι νὰ γίνετε καὶ σεῖς. Δὲν μὲ ἠδικήσατε εἰς τίποτε, ὥστε νὰ θέλω τὸ κακόν σας καὶ νὰ σᾶς ὁμιλῶ ἐκ πάθους. Τοὐναντίον ἔχω λόγους νὰ σᾶς ἀγαπῶ πολύ. 13 Διότι ἠξεύρετε, ὅτι λόγῳ ἀσθενείας τοῦ σώματός μου ἠναγκάσθην νὰ μείνω μεταξύ σας καὶ ἐκήρυξα εἰς σᾶς τὸ εὐαγγέλιον, ὅταν διὰ πρώτην φορὰν ἦλθον πρὸς σᾶς. 14 Καὶ σεῖς τότε τὸν πειρασμόν μου, τὸν ὁποῖον εἶχον εἰς τὸ σῶμά μου, δὲν ἐξουθενήσατε, οὔτε μὲ ἀηδιάσατε δι’ αὐτόν, ἀλλὰ μὲ ἐδέχθητε σὰν ἄγγελον Θεοῦ, ὅπως θὰ ἐδέχεσθε τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. 15 Πόσον λοιπὸν μεγάλος ἦτο ὁ μακαρισμός, τὸν ὁποῖον σᾶς ἐμακάριζαν διὰ τὴν διάθεσιν καὶ προθυμίαν, ποὺ ἐδείξατε τότε εἰς ἑμέ; Δικαίως δὲ σᾶς ἐπαινοῦσαν καὶ σᾶς ἐμακάριζαν. Διότι δίδω μαρτυρίαν διὰ σᾶς, ὅτι ἂν ἦτο δυνατὸν καὶ τὰ μάτια σας ἀκόμη θὰ ἐβγάζατε καὶ θὰ μοῦ τὰ ἐδίδατε. Τόσον πολὺ μὲ ἠγαπᾶτε. 16 Ὥστε τώρα ἔγινα ἐχθρός σας, ἐπειδὴ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν; 17 Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι δεικνύουν ζῆλον καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς σᾶς ὄχι πρὸς καλὸν σκοπόν, ἀλλὰ θέλουν νὰ σᾶς ἀποκλείσουν ἀπὸ τὸ ἀληθὲς εὐαγγέλιον, διὰ νὰ δεικνύετε ζῆλον καὶ ἀφοσίωσιν εἰς αὐτούς. 18 Εἶσθε δηλαδὴ ζηλευτοὶ καὶ ποθητοί. Καλὸν δὲ εἶναι νὰ γίνεσθε ζηλευτοὶ πράττοντες τὸ καλὸν καὶ προοδεύοντες εἰς τὴν ἀρετὴν πάντοτε καὶ ὄχι μόνον ὅταν εἶμαι παρών. Σᾶς γράφω ἔτσι, διότι τώρα, ποῦ εἶμαι ἀπών, ἐξεφύγατε ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ σᾶς κάνει ἀληθινὰ ζηλευτούς. 19 Παιδάκια μου, ποὺ σᾶς ἀνεγέννησα πνευματικῶς καὶ ποὺ ξαναδοκιμάζω τώρα πόνους καὶ ὠδῖνας διὰ τὴν ἀναγέννησίν σας, ἕως ὅτου ὁ χαρακτὴρ τοῦ Χριστοῦ μορφωθῇ μέσα σας. 20 Ναί· πονῶ καὶ τώρα διὰ σᾶς. Ἤθελα δὲ νὰ παρευρίσκωμαι μεταξύ σας τώρα καὶ νὰ ἀλλάξω τὸν τόνον τῆς φωνῆς μου εἰς θρῆνον, διότι εὑρίσκομαι εἰς ἀπορίαν διὰ σᾶς καὶ δὲν ἠξεύρω, πῶς νὰ σᾶς ὁμιλήσω. 21 Καὶ ἂν τὰ δάκρυά μου δὲν σᾶς πείθουν, προσέξατε εἰς τὰ λογικά μου ἐπιχειρήματα. Εἴπατέ μου σεῖς, οἱ ὁποῖοι θέλετε νὰ εἶσθε ὑπὸ τὸν νόμον, δὲν ἀκούετε τί λέγει ὁ νόμος;

ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Δ´ 8 - 21


8 Αλλά τότε μεν, εις την εποχήν της αγνοίας και ειδωλολατρίας σας, που δεν είχατε γνωρίσει τον αληθινόν Θεόν, εδουλεύσατε εις θεούς, οι οποίοι εις την πραγματικότητα δεν είναι θεοί. 9 Τωρα όμως που εγνωρίσατε τον αληθινόν Θεόν, η μάλλον έχετε γνωρισθή και αναγνωρισθή από τον Θεόν ως παιδιά του, πως ξαναγυρίζετε πάλιν εις τα ατελή και αδύνατα και φτωχά στοιχεία της ειδωλολατρικής θρησκείας και των τυπικών διατάξεων του Νομου, εις τα οποία θέλετε, όπως και πριν, να υποδουλωθήτε πάλιν; 10 Εξετάζετε τώρα και φυλάσσετε, όπως οι Εβραίοι, ωρισμένας ημέρας της εβδομάδος και μήνας και εποχάς του έτους και εορτάς των ετών; 11 Φοβούμαι, μήπως ματαίως και ανωφελώς έχω κοπιάσει δια σας. 12 Θελήστε, αδελφοί, να γίνετε όπως τώρα είμαι εγώ, ο οποίος άλλοτε ήμουν όπως σεις τώρα, (και επρόσεχα με πολύν ζήλον τας διατάξστου Νομου, τας εβραϊκάς εορτάς και τα άλλα ιουδαϊκά έθιμα, τα οποία όμως τώρα έχω αποκηρύξει και ακολουθώ τον Χριστόν). Σας παρακαλώ δια τούτο, αδελφοί· δεν με έχετε αδικήσει εις τίποτε, (ώστε εγώ να θέλω να σας βλάψω. Εξ αντιθέτου, εγώ σας αγαπώ και ποθώ πάντοτε το καλόν σας). 13 Ξεύρετε άλλωστε, ότι ένεκα σωματικής ασθενείας έμεινα μεταξύ σας, καθώς επερνούσα από την χώρα σας, και εκύρυξα εις σας πρώτην φοράν το Ευαγγέλιον του Χριστού. 14 Και την θλίψιν μου αυτήν την σωματικήν δεν την περιφρονήσατε, ούτε και με αηδιάσατε, αλλά τουναντίον με εδέχθητε σαν άγγελον Θεού, σαν αυτόν τον Ιησούν Χριστόν. 15 Τι έγινε, λοιπόν, ο μακαρισμός σας εκ μέρους των ανθρώπων, που με εδεχθήκατε με τέτοιαν διάθεσιν και προθυμίαν; Διότι, το καταθέτω προς τιμήν σας, ότι αν ήτο δυνατόν και αυτά ακόμη τα μάτια σας θα τα εβγάζατε και θα μου τα εδίδατε. Τοσον πολύ με είχατε εκτιμήσει και αγαπήσει. 16 Ωστε έχω γίνει τώρα εχθρός σας, επειδή σας λέγω την αλήθειαν; 17 Διατί πείθεσθε στους ψευδοδιδασκάλους; Αυτοί δεικνύουν ζήλον για σας, όχι βέβαια δια το καλόν σας, αλλά διότι θέλουν να σας αποκλείσουν από την ορθήν πίστιν του Χριστού, δια να δεικνύετε ζήλον και υπακοήν εις αυτούς τους ιδίους και να γίνετε έτσι όργανα εξυπηρετήσεως των. 18 Καλόν είναι το να είσθε πάντοτε ζηλευτοί και αξιομίμητοι, στο καλόν όμως και το σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού. Και αυτό πρέπει να γίνεται πάντοτε, και όχι μόνον όταν εγώ ευρίσκωμαι μαζή σας. 19 Παιδάκια μου, αγαπημένα μου πνευματικά παιδιά, δια τους οποίους πάλιν ξαναδοκιμάζω πόνους και ωδίνας, μέχρις ότου η προσωπικότης του Χριστού μορφωθή μέσα σας. 20 Ηθελα δε να είμαι πάλιν παρών μεταξύ σας τώρα και να αλλάξω τον πατρικόν τόνον της φωνής μου εις θρήνον και δάκρυα, διότι ευρίσκομαι εις απορίαν και δεν γνωρίζω πως να φερθώ απέναντί σας. 21 Πεστε μου, σεις οι οποίοι θέλετε να είσθε κάτω από την εξουσίαν του Νομου, δεν ακούετε τι λέγει αυτός ο Νομος;

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 31 - 35


31 Τίνι οὖν ὁμοιώσω τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενεᾶς ταύτης, καὶ τίνι εἰσὶν ὅμοιοι; 32 ὅμοιοί εἰσι παιδίοις τοῖς ἐν ἀγορᾷ καθημένοις καὶ προσφωνοῦσιν ἀλλήλοις καὶ λέγουσιν· ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ἐκλαύσατε. 33 ἐλήλυθε γὰρ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς μήτε ἄρτον ἐσθίων μήτε οἶνον πίνων, καὶ λέγετε, δαιμόνιον ἔχει. 34 ἐλήλυθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγετε· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν. 35 καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς πάντων.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 31 - 35


31 Κατόπιν λοιπὸν τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῆς τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν νομικῶν πρὸς ποῖον νὰ παρομοιάσω τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενεᾶς αὐτῆς; Καὶ πρὸς ποῖον εἶναι ὅμοιοι; 32 Εἶναι ὅμοιοι πρὸς παιδιὰ ἄτακτα καὶ ὀκνηρά, ποὺ κάθηνται εἰς τὴν ἀγοράν, καὶ φωνάζουν δυνατὰ μεταξύ των καὶ λέγουν· Σᾶς ἐπαίξαμεν χαρούμενα μὲ τὸν αὐλὸν καὶ δὲν ἐχόρευσατε· σᾶς ἐμοιρολογήσαμεν καὶ σᾶς εἴπαμεν τραγούδια θλιβερὰ καὶ δὲν ἐκλαύσατε. Οὔτε μὲ τὸ ἕνα λοιπὸν εὐχαριστεῖσθε, οὔτε μὲ τὸ ἄλλο ἰκανοποιεῖσθε. 33 Ἔτσι καὶ σεῖς οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι· εἶσθε δύστροποι καὶ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ σᾶς εὔρῃ πουθενά. Διότι ἦλθεν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ ὁποῖος οὔτε ἄρτον ἔτρωγε, οὔτε οἶνον ἔπινε. Καὶ λέγετε· ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ὑποχόνδριος καὶ μελαγχολικὸς καὶ ἔχει μέσα του δαιμόνιον, δι’ αὐτὸ δὲ ζῇ καὶ μακρὰν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. 34 Ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τρώγει καὶ πίνει, ὡς ἐγκρατὴς ἀλλὰ καὶ κοινωνικὸς ἄνθρωπος, καὶ λέγετε· Ἰδοὺ ἄνθρωπος φαγᾶς καὶ οἰνοπότης, φίλος τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν. 35 Παρὰ ταῦτα ὅμως ἐθαυμάσθη ἡ θεία σοφία ὡς δικαία καὶ σοφῶς ἐργασθεῖσα διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ ὅλα τὰ τέκνα της, δηλαδὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς πράγματι συνετοὺς καὶ πνεῦμα σοφίας ἔχοντας ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐπληροφορήθησαν ἀπὸ τῶν πραγμάτων, ὅτι καὶ διὰ τῶν δύο αὐτῶν μεθόδων ἡ θεία σοφία ἐνήργει θαυμαστῶς.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 31 - 35


31 “Με τι λοιπόν να παρομοιάσω τους ανθρώπους της γενεάς αυτής; Με ποιόν είναι όμοιοι; 32 Ομοιάζουν με άτακτα αργόσχολα παιδιά, που κάθονται εις την αγοράν και φωνάζουν μεταξύ των και λέγουν· Σας επαίξαμεν με τον αυλόν χαρούμενους σκοπούς και δεν εχορέψατε, σας ετραγουδήσαμε μοιρολόγια και δεν εκλάψατε. Ούτε με το ένα ούτε με το άλλο δεν σας ικανοποιήσαμεν. 33 Ετσι και σεις που δεν πιστεύετε. Διότι ήλθεν ο Ιωάννης ο βαπτιστής, ο οποίος, νηστευτής και ασκητής καθώς ήτο, ούτε ψωμί έτρωγε ούτε κρασί έπινε, και λέγετε· Εχει δαιμόνιον. 34 Ηλθεν ο υιός του ανθρώπου, ο οποίος τρώγει και πίνει, όπως κάθε κοινωνικός και συνετός άνθρωπος, και λέγετε· Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. 35 Και έτσι η θεία σοφία εθαυμάσθη από τα τέκνα της ως δικαία, διότι ορθώς εις κάθε περίστασιν ενεργεί, χρησιμοποιούσα τας αρίστας και δικαιοτάτας μεθόδους δια την σωτηρίαν των ανθρώπων”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα