❌
Πέμπτη, 03 Οκτωβρίου 2024

Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Αγία Δάμαρις η Αθηναία
Διονυσίου ἀρεοπαγίτου ἱερομάρτυρος, ἐπισκόπου καὶ πολιούχου Ἀθηνῶν (†96). Ῥουστικοῦ, Ἐλευθερίου καὶ Δαμάριδος (α΄ αἰ.) μαρτύρων τῶν Ἀθηναίων.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ´ 16 - 34


16 Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν. 17 διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας. 18 τινὲς δὲ καὶ τῶν Ἐπικουρείων καὶ Στωϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· Τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· Ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς. 19 ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἄρειον Πάγον ἤγαγον, λέγοντες· Δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; 20 ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι. 21 Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι ἢ ἀκούειν καινότερον. 22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ· 23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, Ἀγνώστῳ θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. 24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ 25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα· 26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, 27 ζητεῖν τὸν Κύριον εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. 28 Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ’ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασιν· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. 29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. 30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, 31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 32 Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. 33 καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. 34 τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ´ 16 - 34


16 Ἐνῷ δὲ ὁ Παῦλος ἐπερίμενε τοὺς δύο αὐτοὺς συνεργάτας του εἰς τὰς Ἀθήνας, ἠρεθίζετο τὸ πνεῦμα του καὶ ἐξωργίζετο μέσα του, ἐπειδὴ ἔβλεπεν, ὅτι ἡ πόλις ἦτο γεμάτη ἀπὸ εἴδωλα. 17 Ἐν σχέσει λοιπὸν πρὸς τὴν εἰδωλολατρείαν αὐτὴν τῶν Ἀθηναίων, ἡ ὁποία ἐκίνει τὴν ἀγανάκτησίν του, συνδιελέγετο ὁ Παῦλος ἐν μὲν τῇ συναγωγῇ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ πρὸς τοὺς σεβομένους τὸν ἀληθινὸν Θεὸν προσηλύτους, ἐν δὲ τῇ ἀγορᾷ κάθε ἡμέραν πρὸς ἐκείνους, τοὺς ὁποίους συνήντα ἐκεῖ τυχαίως. 18 Μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων συνεζήτουν μαζί του καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἐπικουρείους καὶ τοὺς Στοϊκοὺς φιλοσόφους. Καὶ ἄλλοι μὲν ἔλεγον· Σὰν τί να θέλῃ ὁ φλύαρος αὐτὸς να μᾶς εἴπῃ; Ἄλλοι δὲ ἔλεγον· Φαίνεται νὰ εἶναι κῆρυξ ξένων θεοτήτων, ποὺ μᾶς εἶναι ἄγνωστοι. Ἔλεγον δὲ τοῦτο, διότι ὁ Παῦλος ἐκήρυττε τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν. 19 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπιασαν ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ὠδήγησαν εἰς τὸν Ἄρειον Πάγον καὶ τοῦ εἶπαν· Μποροῦμε νὰ μάθωμεν, ποία εἶναι ἡ νέα αὐτὴ διδασκαλία, ποὺ διδάσκεται ἀπὸ σέ; 20 Διότι κάποια παράδοξα καὶ πρωτάκουστα διδάγματα φέρεις μὲ τὴν διδασκαλίαν σου μέσα εἰς τὰς ἀκοάς μας. Θέλομεν λοιπὸν νὰ μάθωμεν, σὰν τί μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτά, ποὺ διδάσκεις. 21 Τὸ ἔκαμαν δὲ αὐτὸ ὅχι ἀπὸ πραγματικὸν θρησκευτικὸν ἐνδιαφέρον, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν συνηθισμένην τους περιέργειαν, διότι ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ μονίμως διαμένοντες ἐν Ἀθήναις ξένοι δὲν εἶχαν καιρὸν διὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ διὰ νὰ λέγουν καὶ νὰ ἀκούουν κάτι νεώτερον. 22 Ἀφοῦ δὲ ἐστάθη ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου εἶπεν· Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, σὰν πιὸ εὐλαβέστερους καθ’ ὅλα καὶ πιὸ θρήσκους ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους σᾶς βλέπω. 23 Καὶ λέγω τοῦτο, διότι διαβαίνων τοὺς δρόμους τῆς πόλεως σας καὶ ἐξετάζων προσεκτικὰ ἐκεῖνα, ποὺ λατρεύετε, εὗρον καὶ ἕνα βωμόν, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε τεθῇ ἡ ἐπιγράφή: Ἀφιεροῦται ὁ βωμὸς αὐτὸς εἰς τὸν ἄγνωστον Θεόν. Ἐκεῖνον λοιπὸν τὸν Θεόν, ποὺ λατρεύετε, χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζετε, αὐτὸν ἐγὼ σᾶς κηρύττω. 24 Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὸν κόσμον καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς τὸν κόσμον, αὐτὸς μὴ ἑξαρτώμενος ἀπὸ κανένα ἄλλον, ἀλλ’ ὑπάρχων ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ἀπόλυτος Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, δὲν κατοικεῖ εἰς ναούς, ποὺ κατασκευάζονται ἀπὸ χεῖρας ἀνθρώπων, ὅπως εἶναι καὶ οἱ μαρμάρινοι αὐτοὶ ναοί, τοὺς ὁποίους κατεσκεύασαν οἱ καλλιτέχναι σας. 25 Οὔτε ὑπηρετεῖται ἀπὸ χεῖρας ἀνθρώπων, σὰν νὰ ἐστερεῖτο καὶ νὰ εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ κάτι. Ὄχι δὲν ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε, ἀφοῦ αὐτὸς δίδει εἰς ὅλα τὰ ζῶντα δημιουργήματά του ζωὴν καὶ ἀναπνοὴν καὶ ὅλα ὅσα πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς των τοὺς χρειάζονται. 26 Καὶ ἐποίησεν ἀπὸ ἓν αἷμα καὶ ἀπὸ τὸ αὐτὸ πρωτόπλαστον ζεῦγος ὅλα τὰ ἔθνη τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ κατοικοῦν εἰς ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς. Καὶ αὐτὸς ὥρισε διὰ καθένα ἀπὸ τὰ ἔθνη αὐτὰ χρόνους ἐκ προτέρου προσδιορισμένους ὑπὸ τῆς προνοίας του διὰ τὴν ἐμφάνισιν καὶ ἑξαφάνισιν αὐτῶν, καθὼς καὶ τὰ σύνορα τῆς κατοικίας των. 27 Ὁ σπουδαιότερος δὲ σκοπός, διὰ τὸν ὁποῖον ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ ἔθνη, εἶναι νὰ ζητοῦν ταῦτα τὸν Κύριον, ἐὰν θὰ κατώρθωναν ψηλαφητὰ διὰ τῆς σκέψεως νὰ τὸν εὕρουν, καίτοι αὐτὸς ὑπάρχει ὅχι μακράν, ἀλλὰ πολὺ πλησίον πρὸς ἕνα ἕκαστον ἀπὸ ἡμᾶς. 28 Καὶ εἶναι πολὺ πλησίον μας, διότι μέσα εἰς αὐτὸν ὡς εἰς πνευματικήν τινα ἀτμόσφαιραν ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ὑπάρχομεν, καθὼς καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς σας ποιητὰς ἔχουν εἴπει· Διότι αὐτοῦ εἴμεθα καὶ γενηά. Καὶ εἴμεθα γενηά του, ὅχι διότι ἐβγήκαμεν ἀπὸ τὴν οὐσίαν του καὶ εἴμεθα ὅλοι ἕνα μὲ τὸν Θεόν, ὅπως τὸ ἐνόει ὁ ποιητής σας Ἄρατος, ἀλλὰ διότι μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα του καὶ μᾶς ἠγάπησεν ὡς οἰκείους του. 29 Ἀφοῦ λοιπὸν εἴμεθα γένος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλάβομεν παρ’ αὐτοῦ ζῶσαν καὶ πνευματικὴν φύσιν, δὲν πρέπει νὰ νομίζωμεν, ὅτι ἡ θεότης εἶναι ὁμοία πρὸς τὰ ἄψυχα καὶ τὰ νεκρά, πρὸς χρυσὸν δηλαδὴ ἢ ἄργυρον ἢ μάρμαρον, ποὺ ἔχουν χαραχθῇ καὶ πελεκηθῆ ὑπὸ τῆς γλυπτικῆς τέχνης καὶ τῆς καλλιτεχνικῆς φαντασίας καὶ ἐπινοήσεως ἀνθρώπου εἰς μαρμάρινα ἢ ἀργυρὰ ἢ χρυσὰ ἀγάλματα καὶ εἴδωλα. 30 Ὄχι· ἐπὶ τόσους δὲ χρόνους, ποὺ οἱ ἄνθρωποι λατρεύουν τὰ ἄψυχα αὐτὰ εἴδωλα, ἀγνοοῦν καὶ ἐξευτελίζουν τὸν δημιουργόν τους καὶ ἀσεβοῦν πρὸς αὐτόν. Τώρα λοιπὸν τοὺς μακροὺς αὐτοὺς χρόνους, κατὰ τοὺς ὁποίους καὶ σεῖς καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη εἴχατε ἄγνοιαν τοῦ ἀληθοῦς δημιουργοῦ σας, παρέβλεψεν ἐν τῇ μακροθυμίᾳ του ὁ Θεὸς καὶ παραγγέλλει εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατοικοῦν εἰς κάθε τόπον, νὰ μετανοοῦν καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ εἴδωλα καὶ τὴν εἰδωλολατρικὴν ζωὴν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν. 31 Πρέπει δὲ ὅλοι νὰ μετανοήσουν, διότι ὥρισεν ὁ Θεὸς ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ κρίνῃ τὴν οἰκουμένην μὲ δικαιοσύνην, δι’ ἀνδρὸς τὸν ὁποῖον ὥρισε κριτήν. Ὅτι δὲ αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ κριτὴς ὅλων μας, ἔδωκε βεβαίαν περὶ τούτου ἀπόδειξιν ὁ Θεὸς ἀναστήσας τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐκ νεκρῶν. 32 Ἀλλ’ ὅταν ἤκουσαν ἀνάστασιν νεκρῶν, ἄλλοι μὲν τὸν περιγελοῦσαν· ἄλλοι δὲ εἶπον· Θὰ σὲ ἀκούσωμεν καὶ πάλιν περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ. 33 Καὶ ἔτσι ὁ Παῦλος ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ μέσον τοῦ Ἀρείου Πάγου, ποὺ τὸν εἶχαν ἐκεῖνοι περικυκλώσει διὰ να τὸν ἀκούσουν. 34 Μερικοὶ ὅμως ἄνθρωποι συνεδέθησαν καὶ προσεκολλήθησαν μετ’ ἐμπιστοσύνης καὶ εὐλαβείας εἰς αὐτὸν καὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸ κήρυγμά του. Ἦσαν δὲ μεταξὺ τούτων καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ κάποια γυναῖκα, ποὺ ἐλέγετο Δάμαρις καὶ μερικοὶ ἄλλοι μαζὶ μὲ αὐτούς.

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΖ´ 16 - 34


16 Ενώ δε ο Παύλος επερίμενε αυτούς εις τας Αθήνας, εξερεθίζετο το πνεύμα του, διότι έβλεπε την πόλιν να είναι γεμάτη είδωλα. 17 Συζητούσε λοιπόν επί του θέματος αυτού εις την συναγωγήν με τους Ιουδαίους και με τους προσηλύτους Ελληνας, που εσέβοντο τον Θεόν, και με όσους συναντούσε κάθε ημέραν εις την αγοράν. 18 Μερικοί δε από τους Επικουρείους και τους Στωϊκούς φιλοσόφους συζητούσαν με αυτόν. Και μερικοί άλλοι έλεγαν· “τι θέλει να μας πη αυτός ο διαδοσίας;” Αλλοι δε έλεγαν· “φαίνεται ότι κηρύττει ξένας και αγνώστους θεότητας”. Αυτό δε το έλεγαν, διότι ο Παύλος εκύρυττε εις αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν. 19 Και αφού τον επήραν, τον έφεραν στον Αρειον Παγον και του είπαν· “ημπορούμεν να μάθωμεν ποιά είναι αυτή η νέα διδασκαλία, την οποίαν κηρύττεις; 20 Διότι εκαταλάβαμε, ότι κάτι παράδοξα πράγματα βάζεις εις τα αυτιά μας· θέλομεν να μάθωμεν, τι τάχα είναι αυτά”. 21 Εζήτησαν δε να μάθουν, διότι οι Αθηναίοι και όλοι οι ξένοι, που έμεναν εις τας Αθήνας, δια τίποτε άλλο δεν είχαν καιρόν, παρά μόνον δια να λέγουν και να ακούουν νεώτερα. 22 Αφού εστάθηκε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Παγου είπε· “άνδρες Αθηναίοι, εγώ σας θεωρώ ως τους περισσότερον θρήσκους από τους άλλους ανθρώπους. 23 Διότι, καθώς επερνούσα τους δρόμους της πόλεώς σας και έβλεπα με προσοχήν τα ιερά, που σέβεσθε, ευρήκα και ένα βωμόν, στον οποίον ήτο χαραγμένη η επιγραφή· Εις τον άγνωστον Θεόν. Αυτόν λοιπόν τον οποίον σέβεσθε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ κηρύττω εις σας. 24 Ο Θεός, ο οποίος έκαμε τον κόσμον και όλα όσα υπάρχουν εις αυτόν, αυτός υπάρχει απόλυτος κύριος του ουρανού και της γης και δεν κατοικεί εις ναούς, που τους κατασκευάζουν τα χέρια των ανθρώπων. 25 Ούτε και υπηρετείται από τα χέρια ανθρώπων, σαν να έχη ανάγκην από κάτι. Δεν έχει ανάγκην από τίποτε, εξ αντιθέτου δε δίδει εις όλα ζωήν και αναπνοήν και όλα όσα τους χρειάζονται δια την συντήρησίν των. 26 Αυτός έκαμε από ένα αίμα όλα τα έθνη των ανθρώπων, να κατοικούν στο πρόσωπον της γης και ώρισε δια τον καθένα από αυτά προσδιωρισμένους καιρούς εμφανίσεως και ζωής, όπως επίσης και τα σύνορα της κατοικίας των. 27 Τους ενεφύτευσε δε τον πόθον να αναζητούν πάντοτε τον Κυριον, μήπως και θα κατώρθωναν να τον ψηλαφήσουν και να τον εύρουν, αν και αυτός υπάρχη πολύ κοντά στον καθένα από ημάς. 28 Διότι μέσα εις την θείαν αυτού παρουσίαν και αγαθότητα ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν, όπως και μερικοί από τους ποιητάς σας έχουν πει. Διότι είμεθα ιδικόν του γένος, πλασθέντες από αυτόν κατ' εικόνα αυτού και καθ' ομοίωσιν. 29 Εφ' οσον λοιπόν είμεθα γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι η θεότης είναι ομοία με χρυσόν η με άργυρον η με μάρμαρον, με αγάλματα δηλαδή που έχουν χαραχθή με τέχνην και σύμφωνα με τας καλλιτεχνικάς επινοήσστου ανθρώπου. 30 Τωρα λοιπόν ο Θεός, μακρόθυμος καθώς είναι, αφήκε τους χρόνους αυτούς της αγνοίας και ειδωλολατρίας των ανθρώπων και παραγγέλει εις όλους τους ανθρώπους πανταχού της γης να μετανοήσουν. 31 Διότι ώρισεν ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη όλην την οικουμένην με δικαιοσύνην δια μέσου ενός ανδρός, τον οποίον ο ίδιος ώρισε κριτήν και τον επρόβαλε εις όλους με αδιαφιλονίκητον απόδειξιν και κύρος, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών”. 32 Οταν όμως ήκουσαν δι' ανάστασιν νεκρών, άλλοι μεν τον ενέπαιζαν, άλλοι δε του είπαν· “θα σε ακούσωμεν και πάλιν δια το ζήτημα αυτό”. 33 Ετσι δε, αφού είπε και ήκουσε αυτά ο Παύλος, ανεχώρησε από τον Αρειον Παγον εκ μέσου αυτών. 34 Μερικοί όμως άνθρωποι προσκολλήθηκαν εις αυτόν και τον ηκολούθησαν με εμπιστοσύνην και επίστευσαν στο κήρυγμά του. Μεταξύ δε αυτών ήτο και ο Διονύσιος ο Αεροπαγίτης και κάποια γυναίκα, ονόματι Δαμαρις, και μερικοί άλλοι μαζή με αυτούς.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 17 - 30


17 καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ. 18 Καὶ ἀπήγγειλαν Ἰωάννῃ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ πάντων τούτων. 19 καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ὁ Ἰωάννης ἔπεμψε πρὸς τὸν Ἰησοῦν λέγων· Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν; 20 παραγενόμενοι δὲ πρὸς αὐτὸν οἱ ἄνδρες εἶπον· Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἀπέστειλεν ἡμᾶς πρὸς σὲ λέγων· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν; 21 ἐν αὐτῇ δὲ τῇ ὥρᾳ ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν, καὶ τυφλοῖς πολλοῖς ἐχαρίσατο τὸ βλέπειν. 22 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἃ εἴδετε καὶ ἠκούσατε· τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται, πτωχοὶ εὐαγγελίζονται· 23 καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί. 24 Ἀπελθόντων δὲ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὄχλους περὶ Ἰωάννου· Τί ἐξεληλύθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον; 25 ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ ἐν ἱματισμῷ ἐνδόξῳ καὶ τρυφῇ ὑπάρχοντες ἐν τοῖς βασιλείοις εἰσίν. 26 ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; προφήτην· ναί λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου. 27 οὗτός ἐστι περὶ οὗ γέγραπται, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου. 28 λέγω γὰρ ὑμῖν, μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ οὐδείς ἐστιν· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ μείζων αὐτοῦ ἐστι. 29 καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου· 30 οἱ δὲ Φαρισαῖοι καὶ οἱ νομικοὶ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ ἠθέτησαν εἰς ἑαυτούς, μὴ βαπτισθέντες ὑπ’ αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 17 - 30


17 Καὶ διεδόθη ἡ φήμη τῆς ἀναστάσεως αὐτῆς τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἰς ὅλας τὰς γειτονικὰς χώρας, ποὺ ἦσαν τριγύρω ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν. 18 Καὶ ἀνέφεραν εἰς τὸν Ἰωάννην οἱ μαθηταί του δι’ ὅλα αὐτά, τόσον διὰ τὴν θεραπείαν τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου, ὅσον καὶ διὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας. 19 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσεν ὁ Ἰωάννης δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, τοὺς ἔστειλε πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπε· Σὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ποὺ ἀπὸ ὤρας εἰς ὤραν πρόκειται νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον, ἢ πρέπει νὰ περιμένωμεν ἄλλον; Καὶ ἔκαμε τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν ὁ Ἰωάννης, διὰ νὰ στηριχθοῦν οἱ κλονισμένοι μαθηταί του εἰς τὴν πίστιν πρὸς τὸν Χριστὸν μὲ τὴν ἀπάντησιν, ποὺ θὰ ἐλάμβανον ἀπὸ αὐτόν. 20 Ἀφοῦ δὲ ἦλθαν πρὸς αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, εἶπον· ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς μᾶς ἔστειλεν εἰς σὲ καὶ λέγει· Σὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ποὺ πρόκειται τώρα σύντομα νὰ ἔλθῃ, ἢ πρέπει νὰ περιμένωμεν ἄλλον διάφορον ἀπὸ σέ; 21 Κατ’ αὐτὴν δὲ τὴν ὥραν ὁ Ἰησοῦς ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ ἀσθενείας καὶ ἀπὸ βασανιστικὰ νοσήματα καὶ ἀπὸ πονηρὰ πνεύματα. Καὶ εἰς τυφλοὺς πολλοὺς ἐχάρισε τὸ φῶς των. 22 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Πηγαίνετε καὶ ἀναφέρετε εἰς τὸν Ἰωάννην αὐτά, ποὺ εἴδατε καὶ ἠκούσατε. Ὅτι δηλαδὴ τυφλοὶ ξαναβλέπουν, κουτσοὶ περιπατοῦν, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ γίνονται καλὰ καὶ ἀκούουν, νεκροὶ ἀνασταίνονται, καὶ περιφρονημένοι ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς καὶ ἐπισήμους πτωχοὶ ἀκούουν τὸ χαροποιὸν ἄγγελμα τῆς οὐρανίου βασιλείας, ἡ ὁποία θὰ τοὺς φέρῃ τὴν εὐδαιμονίαν καὶ δόξαν. 23 Καὶ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δὲν θὰ λάβῃ ἀφορμὴν ἀπὸ τὸ ταπεινὸν φαινόμενον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς μου διὰ νὰ πέσῃ πνευματικῶς καὶ νὰ σκληρυνθῆ ἕνεκα τῆς πτωχείας καὶ ταπεινώσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ἑκουσίως ὑπεβλήθην διὰ νὰ ὑψώσω τὸν ἄνθρωπον. 24 Ὅταν δὲ ἀνεχώρησαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἰωάννου, ἤρχησεν ὁ Ἰησοῦς νὰ λέγῃ εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ περὶ τοῦ Ἰωάννου· Τί ἐβγήκατε νὰ ἴδετε εἰς τὴν ἔρημον τὴν ἐποχήν, ποὺ ἐκήρυττεν ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης; Μήπως ἐβγήκατε νὰ ἴδετε κανένα ἄνθρωπον ἄστατον, ὁ ὁποῖος νὰ ὁμοιάζῃ μὲ κάλαμον, ποὺ σαλεύεται ἀπὸ κάθε φύσημα ἀέρος; Ὄχι βέβαια. Διότι δὲν θὰ ἄξιζε πλέον τὸν κόπον νὰ μεταβῆτε εἰς τὴν ἔρημον δ’ αὐτόν. 25 Ἀλλὰ τί ἐβγήκατε νὰ ἴδετε; Ἄνθρωπον ἐνδεδυμένον μαλακὰ φορέματα καὶ μαλθακόν; Ἰδοὺ αὐτοί, ποὺ φοροῦν φορέματα πολυτελῆ καὶ ζοῦν τὴν ἀποχαυνωτικὴν ζωὴν τῶν ἀπολαύσεων, μένουν εἰς τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα. 26 Ἀλλὰ τί ἐβγήκατε νὰ ἴδετε; Προφήτην; Ναί· σᾶς λέγω δὲ καὶ περισσότερον ἀπὸ προφήτην, διότι αὐτὸς ἠξιώθη νὰ ἴδῃ τὸν προφητευόμενον Μεσσίαν, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ ἐπροφητεύθη ἡ δρᾶσις καὶ ἡ ἀποστολή του. 27 Πράγματι αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, διὰ τὸν ὁποῖον ἔχει γραφῆ ἀπὸ τοῦ Μαλαχίου· Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἀγγελιαφόρον μου ἀμέσως προτήτερα ἀπὸ σέ, ποὺ θὰ προετοιμάσῃ τὸν δρόμον σου ἐμπρὸς ἀπὸ σὲ καὶ θὰ προπαρασκευάσῃ τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων νὰ σὲ δεχθοῦν. 28 Καὶ σᾶς εἶπα περισσότερον ἀπὸ προφήτην, διότι σᾶς προσθέτω· Μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐγέννησαν ἕως τώρα γυναῖκες, μεγαλύτερος κατὰ τὴν ἀξίαν προφήτης ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστὴν δὲν εἶναι κανείς. Πρέπει ὅμως νὰ ξεύρετε καὶ τοῦτο· ὅτι ὁ πλέον ταπεινὸς καὶ ἄσημος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τὸ τελευταῖον μέλος τῆς Ἐκκλησίας μου, εἶναι ὑπὸ τὴν ἔποψιν τῶν θείων χαρισμάτων καὶ τῆς σωτηριώδους γνώσεως τὰ ὁποῖα ἀπολαμβάνει ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας μου, μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννην, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπήλαυσε τὰς δωρεὰς καὶ τὸ χαρίσματα τῆς Καινῆς Διαθήκης. 29 Καὶ ὅλος ὁ λαός, ὅταν ἤκουσαν τὸν Ἰωάννην, καὶ αὐτοὶ οἱ τελῶναι, ποὺ θεωροῦνται ὡς οἱ πλέον ἁμαρτωλοί, ἀπέδειξαν διὰ τῆς μετανοίας των, ὅτι ὀρθῶς καὶ δικαίως ἐνήργησεν ἡ σοφία καὶ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔστειλεν ἕνα τέτοιον προφήτην. Ἀπέδειξαν δὲ τοῦτο, μὲ τὸ νὰ βαπτισθοῦν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν δι’ αὐτοῦ εἰς καλυτέρευσιν βίου καὶ διαγωγῆς. 30 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως, ποὺ θεωροῦνται ἐνάρετοι, καὶ οἱ νομικοί, ποὺ θεωροῦνται πεπαιδευμένοι εἰς τὸν νόμον, αὐτοὶ ἀπέδειξαν ἀνωφελὲς καὶ μάταιον διὰ τοὺς ἑαυτούς των τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπέβλεπεν εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου. Δι' αὐτοὺς ἡ ἀποστολὴ τοῦ Προφήτου ἀπεδείχθη ἄκαρπος καὶ ὁ σκοπός, διότι δὲν ἐδέχθησαν τὸ κήρυγμά του καὶ δὲν ἐβαπτίσθησαν ὑπ’ αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 17 - 30


17 Και διεδόθη το γεγονός της αναστάσεως του νεκρού εκ μέρους του Χριστού εις όλην την Ιουδαίαν και εις τας πλησίον γειτονικάς χώρας. (Οτι δηλαδή ο Ιησούς με ένα λόγον, χωρίς καμμίαν δυσκολίαν και χρονοτριβή ανέστησε τον νεκρόν). 18 Και οι μαθηταί του Ιωάννου ανέφεραν στον Ιωάννην, τον φυλακισμένον, όλα αυτά τα καταπληκτικά θαύματα, που έκανε ο Ιησούς. 19 Και ο Ιωάννης, αφού εκάλεσε δύο από τους μαθητάς του, τους έστειλε προς τον Ιησούν λέγων· “συ είσαι ο Μεσσίας, που τώρα έρχεται, η πρέπει να περιμένωμεν κανέναν άλλον; (Και έκαμε αυτό ο Ιωάννης δια να θέση εις επαφήν τους μαθητάς του με τον Κυριον και τους στηρίξη έτσι εις την πίστιν). 20 Αφού δε ήλθαν προς αυτόν οι άνθρωποι αυτοί του είπον· “ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μας έστειλε εις σε, λέγων· Συ είσαι ο Μεσσίας που έρχεται η πρέπει να περιμένωμεν άλλον;” 21 Κατά την ώραν δε εκείνην ο Ιησούς εθεράπευσε πολλούς από ασθενείας και από βασανιστικάς παθήσεις και από πονηρά πνεύματα. Και εις πολλούς τυφλούς εχάρισε το φως των. 22 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε· “πηγαίνετε και αναφέρετε στον Ιωάννην αυτά, που είδατε και ηκούσατε· ότι δηλαδή τυφλοί ξαναβλέπουν, χωλοί περιπατούν, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουν, νεκροί ανασταίνονται, πτωχοί και ταπεινοί άνθρωποι ακούουν και δέχονται το χαροποιόν μήνυμα της βασιλείας των ουρανών. 23 Και μακάριος είναι εκείνος, ο οποίος δεν θα κλονισθή εις την πίστιν του εξ αιτίας της πτωχής και ταπεινής εμφανίσεώς μου”. 24 Οταν δε ανεχώρησαν οι μαθηταί του Ιωάννου, ήρχισεν να λέγη ο Κυριος εις τα πλήθη του λαού δια τον Ιωάννην· “τι εβγήκατε εις την έρημον να ιδήτε; Καλάμι που το σαλεύει εδώ κι' εκεί ο άνεμος; Μηπως εβγήκατε να ιδήτε κανένα άνθρωπον άστατον, που παρασύρεται από τας γνώμας του ενός και του άλλου και προσπαθεί να συμφωνή με όλους; Οχι βέβαια. 25 Αλλά τι εξήλθατε να ιδήτε; Ανθρωπον κοσμικόν και μαλθακόν, ενδεδυμένον μαλακά και ακριβά φορέματα; Ιδού, αυτοί που φορούν τα πολύτιμα και φανταχτερά ενδύματα και ζουν μίαν τρυφηλήν και αμαρτωλήν ζωήν, μένουν εις τα βασιλικά ανάκτορα. 26 Αλλά τι εβγήκατε να ιδήτε; Προφήτην; Βεβαίως, ναι· σας λέγω ότι αυτός είναι πολύ περισσότερον από προφήτης. 27 Αυτός είναι, δια τον οποίον έχει γραφή από τον προφήτην Μαλαχίαν· Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός, αποστέλλω τον αγγελιοφόρον μου, ολίγον ενωρίτερα από σε, ο οποίος θα προετοιμάση έμπροσθέν σου τον δρόμον, θα προπαρασκευάση δηλαδή τας καρδίας των ανθρώπων να σε δεχθούν. 28 Διότι σας λέγω, ότι μεταξύ των ανθρώπων τους οποίους έως τώρα εγέννησαν αι γυναίκες, κανείς δεν υπάρχει μεγαλύτερος από τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν. Αλλά πρέπει να ξέρετε και τούτο, ότι ο πλέον ταπεινός και άσημος πολίτης της βασιλείας του Θεού, το ελάχιστον μέλος της Εκκλησίας μου, είναι, ως προς την σωτηρίαν και τα θεία χαρίσματα, που θα παίρνη μέσα εις την Εκκλησίαν, ανώτερος από τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν, ο οποίος δεν επήρε ακόμη τας ανεκτιμήτους αυτάς δωρεάς”. 29 Και όλος ο λαός και αυτοί ακόμη οι τελώναι, που είχαν ακούσει τον Ιωάννην, με το να βαπτισθούν το βάπτισμα του Ιωάννου και να μετανοήσουν, όπως εκείνος είπεν, απέδειξαν ότι σαφώς και δικαίως ενήργησε ο Θεός. 30 Αντιθέτως δε οι Φαρισαίοι και οι νομικοί, που εθεωρούντο ενάρετοι και γνώσται της Αγίας Γραφής, απέδειξαν δια τον εαυτόν των μάταιον και ανωφελές το σχέδιον του Θεού προς σωτηρίαν του ανθρώπου. Εθεώρησαν ματαίαν την αποστολήν του Προδρόμου, αφού ούτε το κήρυγμα ούτε το βάπτισμά του εδέχθησαν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα