ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Α´ 5 - 25
5 Ἔζησε κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας κάποιος ἱερεύς, ποὺ ἐλέγετο Ζαχαρίας, ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν λειτουργῶν τοῦ ναοῦ, ἡ ὁποία κατήγετο ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἀβιά. Καὶ ἡ γυναῖκα του ἦτο ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀαρών, καὶ τὸ ὄνομά της ἦτο Ἐλισάβετ.
6 Ἦσαν δὲ καὶ οἱ δύο ἐνάρετοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐρευνᾷ καὶ γνωρίζει τὰς καρδίας ὅλων, καὶ ἐπολιτεύοντο σύμφωνα μὲ ὅλας ἐν γένει τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου, ἄμεμπτοι εἰς ὅλα καὶ ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε σοβαρὰν ἐνοχήν.
7 Καὶ δὲν εἶχαν τέκνον, διότι ἡ Ἐλισάβετ ἦτο στεῖρα, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ οἱ δύο ἦσαν ἀρκετὰ προχωρημένοι εἰς τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς των.
8 Ἐνῷ δὲ ὁ Ζαχαρίας ἐτέλει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ἱερατικήν του λειτουργίαν κατὰ τὴν σειρὰν τῆς τάξεως καὶ πατριᾶς τῶν ἱερέων, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνῆκε, συνέβη τὸ ἑξῆς:
9 Σύμφωνα πρὸς τὴν κρατοῦσαν μεταξὺ τοῦ ἱερατείου συνήθειαν τοῦ νὰ ἐκλέγεται διὰ κλήρου ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος θὰ προσέφερε τὸ θυμίαμα, ἔλαχεν εἰς τὸν Ζαχαρίαν ὁ κλῆρος νὰ ἔμβῃ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ νὰ προσφέρῃ θυμίαμα ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου τῶν θυμιαμάτων.
10 Καὶ ὅλον τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ εὑρίσκετο συναθροισμένον καὶ προσηύχετο ἐκεῖ ἔξω εἰς τὰ προαύλια τοῦ ναοῦ τὴν ὥραν, ποὺ ἐκαίετο τὸ θυμίαμα.
11 Ἐφανερώθη δὲ εἰς αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐστέκετο εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ θυσιαστηρίου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔκαιαν τὸ θυμίαμα.
12 Καὶ ἐταράχθη ὁ Ζαχαρίας, ὅταν τὸν εἶδε, καὶ φόβος ἐκυρίευσεν αὐτόν.
13 Τοῦ εἶπε δὲ ὁ ἄγγελος· Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία. Τουναντίον χαῖρε, διότι εἰσακούσθῃ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ παράκλησις, τὴν ὁποίαν πολλὰς φορὰς ἕως τώρα ἔκαμες. Καὶ ἡ γυναῖκα σου ἡ Ἐλισάβετ θὰ σοῦ γεννήσῃ τέκνον, καὶ θὰ καλέσῃς τὸ ὄνομά του Ἰωάννην.
14 Καὶ θὰ δοκιμάσῃς χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν καὶ πολλοί, ὅταν θὰ ἀκούσουν τὸ προφητικὸν κήρυγμά του, θὰ χαροῦν διὰ τὴν γέννησίν του.
15 Θὰ προκληθῇ δὲ ἡ μεγάλη αὐτὴ χαρά, διότι θὰ εἶναι πραγματικῶς μέγας ἄνθρωπος, ἀπὸ αὐτὸν τὸν Κύριον ἀνεγνωρισμένος τοιοῦτος. Καὶ δὲν θὰ πίῃ οἶνον ἢ ἄλλο μεθυστικὸν ποτόν. Καὶ θὰ τοῦ δοθοῦν ἄφθονα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ αὐτὸν ἀκόμη τὸν καιρόν, ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας του.
16 Καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ ἔχουν ἀπομακρυνθῆ καὶ ἀποπλανηθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὰς ἁμαρτίας των, θὰ τοὺς ἐπαναφέρῃ διὰ τῆς μετανοίας εἰς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Κύριον, τὸν Θεόν τους.
17 Καὶ αὐτὸς θὰ προπορευθῇ ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ θεανθρώπου Μεσσίου, μὲ τὸ αὐτὸ προφητικὸν χάρισμα τοῦ Πνεύματος καὶ μὲ τὴν αὐτὴν παρρησίαν καὶ ἄφοβον δραστηριότητα, τὴν ὁποίαν εἶχε καὶ ὁ Ἠλίας. Καὶ θὰ χρησιμοποιῇ ταῦτα διὰ νὰ ξαναγυρίσῃ εἰς τὰ παιδιὰ τὰς καρδίας τῶν πατέρων, ποὺ ἐψυχράνθησαν καὶ ἔχασαν καὶ αὐτὴν τὴν φυσικὴν στοργήν των, καὶ νὰ θερμάνῃ ἔτσι καὶ σφίξῃ στενώτερον τοὺς οἰκογενειακοὺς δεσμούς· ἀκόμη δὲ τοὺς ἀπειθεῖς καὶ δυστρόπους νὰ τοὺς ἐπαναφέρῃ εἰς τὰς σκέψεις καὶ εἰς τὸ φρόνημα τῶν δικαίων, μεταβάλλων αὐτοὺς εἰς ἐναρέτους. Καὶ ἔτσι νὰ ἑτοιμάσῃ εἰς τὸν Κύριον λαὸν θρησκευτικῶς καὶ ἠθικῶς προπαρασκευασμένον, ἵνα ὑποδεχθῇ καὶ ἐγκολπωθῇ αὐτὸν ὡς Σωτῆρα.
18 Καὶ εἶπεν ὁ Ζαχαρίας πρὸς τὸν ἄγγελον· Μὲ ποῖον σημεῖον θὰ βεβαιωθῶ περὶ αὐτοῦ, ποὺ μοῦ λέγεις; Φαίνεται τοῦτο ἀπίθανον καὶ ἀπίστευτον, διότι ἐγὼ εἶμαι γέρων καὶ ἡ γυναῖκα μου εἶναι περασμένης ἡλικίας.
19 Καὶ ὁ ἄγγελος ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπεν· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ποὺ παραστέκομαι ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεόν, διὰ νὰ τὸν ὑπηρετῶ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαγγέλους του. Καὶ ἐστάλην ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ σοῦ ὁμιλήσω καὶ νὰ σοῦ φέρω τὰς χαροποιοὺς αὐτὰς εἰδήσεις.
20 Καὶ ἀφοῦ ζητεῖς σημεῖον, ἰδού, ἔχεις αὐτό, ὄχι ὅμως ὅπως τὸ θέλεις: Θὰ εἶσαι βωβὸς καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇς νὰ ὁμιλήσῃς μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ θὰ γίνουν αὐτά, δηλαδὴ ἡ γέννησις τοῦ παιδίου καὶ ἡ ὀνομασία αὐτοῦ. Καὶ σοῦ ἐπιβάλλεται ἡ τιμωρία αὐτή, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστευσες εἰς τοὺς λόγους μου, οἱ ὁποῖοι θὰ πραγματοποιηθοῦν ἐξ ὁλόκλήρου εἰς τὸν καιρόν τους.
21 Καὶ ὁ λαὸς ἐν τῷ μεταξὺ ἐξηκολούθει νὰ περιμένῃ τὸν Ζαχαρίαν. Καὶ εὑρίσκοντο ὅλοι εἰς ἀπορίαν, διότι ἐβράδυνε καὶ ἠργοπορεῖ οὗτος μέσα εἰς τὸν ναόν.
22 Ὅταν δὲ ὁ Ζαχαρίας ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον, δὲν ἠδύνατο νὰ τοὺς ὁμιλήσῃ καὶ νὰ ἀπαντήσῃ εἰς ὅσους τὸν ἠρώτων διὰ τὴν ἀργοπορίαν του. Καὶ ἐκατάλαβαν, δὴ εἶχεν ἴδει ὀπτασίαν μέσα εἰς τὸν ναόν. Καὶ αὐτὸς ἐξηκολούθει νὰ συνεννοῆται μὲ αὐτοὺς διὰ νευμάτων καὶ ἔμενε κωφὸς καὶ ἄλαλος.
23 Καὶ ὅταν συνεπληρώθησαν αἱ ἡμέραι, ποὺ ἦτο ὑποχρεωμένος νὰ λειτουργῇ εἰς τὸν ναόν, συνέβη νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ σπίτι του.
24 Ὕστερα δὲ ἀπὸ αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἔμεινεν ἔγκυος ἡ σύζυγος του ἡ Ἐλισάβετ, καὶ ἐπὶ μήνας πέντε ἔκρυπτεν ἐπιμελῶς τὸν ἑαυτόν της ἀπὸ συστολὴν διὰ τὴν ἐγκυμοσύνην της.
25 Ἀλλ’ ὅταν πλέον δὲν ἠδύνατο νὰ κρυβῇ, ἔλεγεν εἰς αὐτοὺς ποὺ τὴν συνέχαιρον, ὅτι ἔτσι εἰς ἡλικίαν περασμένην μου ἔχει κάμει τὸ καλὸ αὐτὸ ὁ Θεὸς κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς, ποὺ ἐπέβλεψε μὲ εὐμένειαν διὰ νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν στείρωσιν καὶ ἀτεκνίαν μου, ἡ ὁποία μοῦ ἔφερεν ἐντροπὴν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.