❌
Κυριακή, 22 Σεπτεμβρίου 2024

Άγιος Φωκάς Ιερομάρτυρας ο Θαυματουργός, Άγιος Φωκάς ο κηπουρός
† ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ (Α΄ ΛΟΥΚΑ). Φωκᾶ ἱερομάρτυρος, ἐπισκόπου Σινώπης (†117). Φωκᾶ τοῦ κηπουροῦ (†320), Ἰσαὰκ καὶ Μαρτίνου μαρτύρων.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙϚ´ 13 - 24


13 Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε. 14 πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω. 15 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί· οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ, ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς· 16 ἵνα καὶ ὑμεῖς ὑποτάσσησθε τοῖς τοιούτοις καὶ παντὶ τῷ συνεργοῦντι καὶ κοπιῶντι. 17 χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φορτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμῶν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν· 18 ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. Ἐπιγινώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους. 19 Ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τῆς Ἀσίας. ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα σὺν τῇ κατ’ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίᾳ. 20 ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀδελφοὶ πάντες. ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ. 21 Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου. 22 εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ. 23 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ’ ὑμῶν. 24 ἡ ἀγάπη μου μετὰ πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙϚ´ 13 - 24


13 Προσέχετε σὰν ἄγρυπνοι φρουροί. Μένετε στερεοὶ καὶ ὄρθιοι εἰς τὴν πίστιν. Ἀγωνίζεσθε σὰν ἄνδρες γενναῖοι. Πάρετε δύναμιν καὶ θάρρος. 14 Ὅλα ὅσα κάνετε, ἂς γίνωνται μὲ ἀ 15 Σᾶς ἀπευθύνω δὲ καὶ μίαν ἄλλην παράκλησιν, ἀδελφοί. Γνωρίζετε τὸ σπίτι τοῦ Στεφανᾶ, ὅτι εἶναι ἡ οἰκογένεια, ποὺ πρώτη εἰς τὴν Ἀχαΐαν ἐπίστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτόν τους εἰς τὸ νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς Χριστιανούς. 16 Σᾶς παρακαλῶ λοιπὸν νὰ ὑποτάσσεσθε καὶ σεῖς εἰς τοὺς τοιούτους διακεκριμένους Χριστιανούς, καθὼς καὶ εἰς κάθε ἄλλον, ποὺ συνεργάζεται καὶ κοπιάζει εἰς μίαν τόσον θεάρεστον διακονίαν. 17 Χαίρω δέ, διότι εἶναι παρόντες ἐδῶ ὁ Στεφανᾶς καὶ ὁ Φουρτοονᾶτος καὶ ὁ Ἀχαϊκός, διότι αὐτοὶ ἀνεπλήρωσαν τὸ κενὸν ποὺ αἰσθάνομαι, ἐπειδὴ δὲν σᾶς ἔχω πλησίον μου. 18 Διότι μὲ τὰς πληροφορίας καὶ εἰδήσεις των ἀνέπαυσαν τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου καὶ μὲ τὴν ἐπιστολήν μου αὐτήν, ποὺ θὰ σᾶς φέρουν, εἶμαι βέβαιος, ὅτι θὰ ἀναπαύσουν καὶ τὰ βάθη τῆς ἰδικῆς σας ψυχῆς. Νὰ ἐκτιμᾶτε λοιπὸν τοὺς τοιούτους Χριστιανοὺς καὶ νὰ ἀναγνωρίζετε τὴν ἀξίαν τους. 19 Σᾶς στέλλουν ἐγκαρδίους χαιρετισμοὺς αἱ Ἐκκλησίαι τῆς Ἀσίας. Σᾶς στέλλουν πολλοὺς χαιρετισμοὺς ἐν Κυρίῳ ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα μαζὶ μὲ τοὺς Χριστιανούς, ποὺ συνάζονται εἰς τὸ σπίτι των. 20 Σᾶς στέλλουν ἐγκαρδίους χαιρετισμοὺς ὅλοι οἰ ἀδελφοί. Ἀσπασθῆτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ φίλημα ἅγιον. 21 Ὁ χαιρετισμὸς αὐτὸς ἐγράφη μὲ τὸ χέρι ἐμοῦ τοῦ Παύλου. 22 Ἐὰν κανεὶς δὲν ἀγαπᾷ μὲ τὴν καρδιά του τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἂς εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Κύριος θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ ἀπολέσῃ κάθε ἀναθεματισμένον. 23 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας. 24 Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη μου ἂς εἶναι μὲ ὅλους σας. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙϚ´ 13 - 24


13 Μενετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Σταθήτε στερεοί και ακλόνητοι εις την πίστιν. Δειχθήτε άνδρες γενναίοι· παρέτε δύναμιν και ισχύν. 14 Ολα όσα λέγετε και κάνετε ας γίνωνται με αγάπην. 15 Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, και δια το εξής ακόμη· γνωρίζετε την οικογένειαν του Στεφανά, ότι είναι οικογένεια που πρώτη αυτή από όλην την Αχαΐαν επίστευσεν στον Χριστόν και έταξαν τον εαυτόν τους εις την υπηρεσίαν των Χριστιανών. 16 Σας παρακαλώ, λοιπόν, να υποτάσσεσθε και σεις εις τέτοιους εκλεκτούς Χριστιανούς και εις καθένα, ο οποίος συνεργεί και κοπιάζει στο έργον του Κυρίου. 17 Χαίρω δε, διότι είναι παρόντες εδώ ο Στεφανάς και ο Φουρτουνάτος και ο Αχαϊκός, οι οποίοι ανεπλήρωσαν εις αρκετόν βαθμόν την στέρησιν της ιδικής σας παρουσίας. 18 Διότι ανέπαυσαν το πνεύμα μου με τας πληροφορίας που μου έφεραν, και πιστεύω ότι θα αναπαύσουν και το ιδικόν σας πνεύμα με την επιστολήν, που θα σας φέρουν. Να αναγνωρίζετε την αξίαν των και να εκτιμάτε τους τοιούτους Χριστιανούς. 19 Σας στέλνουν αδελφικούς χαιρετισμούς αι Εκκλησίαι της Ασίας. Σας χαιρετούν πολύ εν Κυρίω ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα μαζή με τους πιστούς, οι οποίοι συναθροίζονται στο σπίτι των. 20 Σας χαιρετούν όλοι οι αδελφοί. Ασπασθήτε ο ένας τον άλλον με το άγιον φίλημα της αγάπης. 21 Οχαιρετισμός αυτός εγράφη με το χέρι εμού, του Παύλου. 22 Εάν κανείς δεν αγαπά με όλην του την ψυχήν και την δύναμιν τον Κυριον Ιησούν, ας είναι χωρισμένος από την Εκκλησίαν και τον Χριστόν. Ο Κυριος θα έλθη και θα τον κρίνη όπως του πρέπει. 23 Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού είθε να είναι μαζή σας πάντοτε. 24 Η αγάπη μου, η εν Χριστώ Ιησού, είναι και θα είναι με όλους σας. Αμήν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 1 - 11


1 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυνον τὰ δίκτυα. 3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. 4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5 καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι’ ὅλης νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. 6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7 καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· Ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10 ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11 καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 1 - 11


1 Ενῷ δὲ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ τὸν ἐπίεζαν καὶ τὸν ἐστρίμωναν διὰ νὰ ἀκούουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, συνέβη νὰ στέκεται αὐτὸς πλησίον τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. 2 Καὶ εἶδε δύο μικρὰ πλοῖα ἀραγμένα πλησίον τῆς λίμνης· οἱ ψαράδες δὲ εἶχαν βγῆ ἀπ’ αὐτὰ εἰς τὴν παραλίαν καὶ ἐπλεναν τὰ δίκτυα. 3 Ἀφοῦ δὲ ἐμβῆκεν εἰς ἐν ἀπὸ τὰ πλοῖα αὐτά, τὸ ὁποῖον ἦτο τοῦ Σίμωνος, παρεκάλεσεν αὐτὸν νὰ τὸ προχωρήσῃ ὀλίγον καὶ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἀπὸ τὴν ξηράν. Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισεν ἐδίδασκεν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ πλοῖον τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν παραλίαν. 4 Ὅταν δὲ ἔπαυσε νὰ ὁμιλῇ, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Φέρε πάλιν τὸ πλοῖον εἰς τὰ βαθειὰ νερὰ τῆς λίμνης καὶ ρίψατε τὰ δίκτυά σας διὰ νὰ πιάσετε ψάρια. 5 Καὶ ὁ Σίμων ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, ὅλην τὴν νύκτα ἐκοπιάσαμεν ρίπτοντες τὰ δίκτυα καὶ δὲν ἐπιάσαμεν τίποτε. Ἀλλ’ ἀφοῦ τὸ διατάσσεις, μὲ τελείαν πεποίθησιν καὶ ὑπακοὴν εἰς τὸν λόγον σου θὰ ρίψω τὸ δίκτυον. 6 Καὶ ἀφοῦ ἔκαμαν αὐτό, ἔκλεισαν μέσα εἰς τὸ δίκτυον πλῆθος πολὺ ψάρια. Καὶ ἤρχισε νὰ σπάζῃ τὸ δίκτυόν τους, ἐπειδὴ δὲν άντεῖχεν εἰς τὸ βάρος τοῦ πλήθους τῶν ψαριῶν. 7 Καὶ προσεκάλεσαν μὲ νεύματα τοὺς συνεταίρους των, ποὺ ἦσαν εἰς τὸ ἄλλο πλοῖον, νὰ ἔλθουν καὶ νὰ πιάσουν μαζὶ μὲ αὐτοὺς τὰ δίκτυα καὶ νὰ τοὺς βοηθήσουν διὰ νὰ τὰ σύρουν ἐπάνω. Καὶ ἦλθον καὶ ἐγέμισαν καὶ τὰ δύο πλοῖα τόσον πολύ, ὥστε ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν ἐκινδύνευαν ταῦτα νὰ βυθισθοῦν. 8 Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Σίμων Πέτρος τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ καὶ ἀνέλπιστον πλῆθος τῶν ψαριῶν, ἔπεσε κάτω εἰς τὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶπεν· Ἔβγα ἀπὸ τὸ πλοῖον μου καὶ φύγε ἀπὸ ἐμέ, Κύριε, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ ἔχω εἰς τὸ πλοῖον μου. 9 Καὶ εἶπε τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Πέτρος, διότι μεγάλη ἔκπληξις κατέλαβε καὶ αὐτὸν καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί του, διὰ τὴν πρωτοφανῆ σύλληψιν τῶν ψαριῶν, τὰ ὁποῖα εἶχαν πιάσει, καὶ ἡ ὁποία μόνον ἀπὸ παρέμβασιν τῆς θείας δυνάμεως ἠδύνατο νὰ ἐξηγηθῇ. 10 Ὁμοίως δὲ κατέλαβεν ἔκπληξις καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην τοὺς υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου, οἱ ὁποῖοι ἦσαν συνεταῖροι τοῦ Σίμωνος. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβεῖσαι· ἀπὸ τώρα, ποὺ σὲ καλῶ νὰ γίνῃς ἀπόστολός μου, θὰ ἑξακολουθῇς νὰ πιάνῃς ζωντανοὺς ὄχι ψάρια, ἀλλὰ ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους διὰ τοῦ κηρύγματός σου θὰ ὁδηγῇς εἰς τὴν σωτηρίαν. 11 Καὶ ἀφοῦ ἐπανέφεραν τὰ πλοῖα εἰς τὴν ξηράν, ἀφῆκαν τὰ πάντα, καὶ ψάρια δηλαδὴ καὶ δίκτυα καὶ πλοῖα, καὶ τὸν ἠκολούθησαν.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ε´ 1 - 11


1 Ενώ δε τα πλήθη τον περιτριγύριζαν εις πυκνάς μάζας και τον εστρίμωχναν, δια να ακούουν τον λόγον του Θεού, αυτός εστέκετο πλησίον της λίμνης Γεννησαρέτ. 2 Και είδε δύο πλοία αραγμένα και ακίνητα εκεί κοντά εις την λίμνην· οι ψαράδες είχαν βγη από αυτά και έπλυναν τα δίκτυα εις την παραλίαν. 3 Και αφού εμπήκε εις ένα από αυτά, που ανήκε στον Σιμωνα, τον παρεκάλεσε να προχωρήση εις μικράν απόστασιν από την ξηράν. Και καθίσας εδίδασκε από το πλοίον τα πλήθη του λαού. 4 Οταν δε έπαυσε να ομιλή, είπε στον Σιμωνα· “ξαναφέρε το πλοίον πάλιν εις τα ανοικτά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυά σας για ψάρεμα”. 5 Και αποκριθείς ο Σιμων του είπε· “διδάσκαλε, όλην την νύκτα, που είναι κατάλληλες οι ώρες για ψάρεμα, εκοπιάσαμε ρίχνοντες τα δίκτυα και δεν επιάσαμε τίποτε. Αλλά, θα υπακούσω στον λόγον σου και θα ρίξω το δίκτυ”. 6 Και αφού έκαμαν τούτο, έκλεισαν πολύ πλήθος ιχθύων· ήρχισε δε να σχίζεται το δίκτυον από το πολύ βάρος. 7 Και επροσκάλεσαν με νεύματα τους συνεταίρους των, που ήσαν στο αλλο πλοίον, να έλθουν, δια να πιάσουν μαζή με αυτούς τα δίκτυα με τα ψάρια. Και εκείνοι ήλθαν και εγέμισαν και τα δύο πλοία τόσον πολύ, ώστε εκινδύνευσαν να βυθισθούν. 8 Οταν δε ο Σιμων είδε το θαυμαστόν αυτό γεγονός, έπεσε κάτω εμπρός εις τα γόνατα του Ιησού και είπε· “Κυριε, έβγα από το πλοίον μου, διότι εγώ είμαι ένας άνθρωπος αμαρτωλός και δεν μου αξίζει να ευρίσκομαι τόσον κοντά σου”. 9 Τα είπε δε αυτά, διότι κατέλαβε αυτόν και όλους εκείνους, που ήσαν μαζή του, μεγάλη έκπληξις, δια το πλήθος των ψαριών, που είχαν κλείσει εις τα δίκτυα. 10 Η ίδια δε έκπληξις κατέλαβε τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, που ήσαν συνεταίροι του Σιμωνος. Και είπεν ο Ιησούς προς τον Σιμωνα· “μη φοβάσαι· από τώρα θα πιάνης με τα δίκτυα του κηρύγματός σου ζωντανούς ανθρώπους και θα τους οδηγής εις την βασιλείαν των ουρανών”. 11 Και αφού έφεραν πάλιν εις την ξηράν τα πλοία, αφήκαν ολα, και ψάρια και δίκτυα και πλοία, και ηκολούθησαν ως πιστοί μαθηταί τον Χριστόν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος δ' - Ἑωθινόν Β´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 1 - 8


1 Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. 2 καὶ λίαν πρωῒ τς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. 3 καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; 4 καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. 5 καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. 6 ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. 7 ἀλλ’ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. 8 καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Ἦχος δ' - Ἑωθινόν Β´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 1 - 8


1 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε τὸ Σάββατον, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη ἠγόρασαν τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, διὰ νὰ ἔλθουν τὸ πρωῒ εἰς τὸν τάφον καὶ ἀλείψουν τὸν Ἰησοῦν. 2 Καὶ πολὺ πρωῒ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται εἰς τὸ μνημεῖον τὴν ὥραν, ποὺ ὁ ὑποκάτω ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα ἀνατέλλων ἥλιος ἤρχισε νὰ διαλύῃ τὸ πρωϊνὸ σκοτάδι. 3 Καὶ ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους· Ποῖος θὰ μᾶς ἀποκυλίσῃ τὴν μεγάλην πέτραν ἀπὸ τὴν εἴσοδον τοῦ μνημείου; 4 Καὶ μόλις ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους, εἶδαν, ὅτι εἶχε κυλισθῆ μακρὰν ἀπὸ τὸ μνημεῖον ἡ πέτρα. Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους αὐτά, διότι ἡ πέτρα αὐτὴ ἦτο πολὺ μεγάλη καὶ δὲν ἦτο εὔκολον νὰ ἀποκυλισθῇ. 5 Καὶ μόλις ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους, εἶδαν, ὅτι εἶχε κυλισθῆ μακρὰν ἀπὸ τὸ μνημεῖον ἡ πέτρα. Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους αὐτά, διότι ἡ πέτρα αὐτὴ ἦτο πολὺ μεγάλη καὶ δὲν ἦτο εὔκολον νὰ ἀποκυλισθῇ. 6 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Μὴ ἐκπλήττεσθε καὶ μὴ φοβεῖσθε. Ἠξεύρω ποῖον ζητάτε. Ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον. Ἀνεστήθη. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Ἰδού, εἶναι ἀδειανὸ τὸ μέρος, ὅπου τὸν ἔβαλαν. 7 Ἀλλὰ πηγαίνετε, εἴπατε εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τὸν Πέτρον, ποὺ ἔχει ἀνάγκην παρηγορίας καὶ βεβαιώσεως ὅτι συνεχωρήθη διὰ τὴν ἄρνησίν του, ὅτι πηγαίνει προτήτερα ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἰδῆτε, καθὼς σᾶς εἶπε, προτοῦ νὰ σταυρωθῇ. 8 Καὶ ἐκεῖναι, ἀφοῦ ἐβγῆκαν, ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον. Τὰς κατεῖχε δὲ τρόμος καὶ ἦσαν ἐκστατικαί. Καὶ δὲν εἶπαν τίποτε εἰς κανένα, διότι ἐφοβοῦντο.

Ἦχος δ' - Ἑωθινόν Β´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 1 - 8


1 Κατά την επομένην, όταν έδυσε το ήλιος και επερασε το Σαββατον, η Μαρία Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, δια να έλθουν στον τάφον και αλείψουν τον Ιησούν. 2 Και πολύ πρωϊ την πρώτην ημέρα της εβδομάδος, την ώρα που εγλυκοχάραζε το φως του ήλιου, ήλθαν στο μνημείον. 3 Και έλεγαν μεταξύ των· ποιός θα μας αποκυλίση τον βαρύν λίθον από την θύραν του μνημείου; 4 Και μόλις εσήκωσαν τα βλέματά των είδαν ότι είχε αποκυλισθή ο λίθος ο οποίος άλωστε ήτο πολύ μεγάλος. 5 Και αφού εμπήκαν στο μνημείον, είδαν να κάθεται εις τα δεξιά ένας νέος, ντυμένος λευκήν στολήν και κατελήφθησαν από φόβον και κατάπληξιν. 6 Αυτός δε τους είπε· “μη απορείτε και μη φοβείσθε. Γνωρίζω ότι ζητείτε Ιησούν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Ανεστήθη, δεν είναι εδώ. Ιδού ο τόπος που τον είχαν θέσει. 7 Αλλά πηγαίνετε, πέστε στους μαθητάς του, και ιδιαιτέρως στον Πετρον, ότι πηγαίνει ενωρίτερα από σας εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα τον ίδετε, όπως άλωστε σας είχε πη”. 8 Και αυταί αφού εβγήκαν, έφυγαν από το μνημείον. Τας είχε δε καταλάβει τρόμος και κατάπληξις και δεν είπαν εις κανένα τίποτε, διότι εφοβούντο.(Τας κατέλαβε δέος και κατάπληξις δια τον άγγελον που είδαν και προ παντός δια την ανάστασιν, που ήκουσαν).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος