❌
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου 2024

Άγιοι Τρόφιμος, Σαββάτιος και Δορυμέδων
Τροφίμου, Σαββατίου καὶ Δορυμέδοντος μαρτύρων (†276).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ι´ 7 - 18


7 Τὰ κατὰ πρόσωπον βλέπετε. εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι, τοῦτο λογιζέσθω πάλιν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ὅτι καθὼς αὐτὸς Χριστοῦ οὕτω καὶ ἡμεῖς Χριστοῦ. 8 ἐάν τε γὰρ καὶ περισσότερόν τι καυχήσομαι περὶ τῆς ἐξουσίας ἡμῶν, ἧς ἔδωκεν ὁ Κύριος ἡμῖν εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν, οὐκ αἰσχυνθήσομαι, 9 ἵνα μὴ δόξω ὡς ἂν ἐκφοβεῖν ὑμᾶς διὰ τῶν ἐπιστολῶν. 10 ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαὶ, φησί, βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος. 11 τοῦτο λογιζέσθω ὁ τοιοῦτος, ὅτι οἷοί ἐσμεν τῷ λόγῳ δι’ ἐπιστολῶν ἀπόντες, τοιοῦτοι καὶ παρόντες τῷ ἔργῳ. 12 Οὐ γὰρ τολμῶμεν ἐγκρῖναι ἢ συγκρῖναι ἑαυτούς τισιν τῶν ἑαυτοὺς συνιστανόντων· ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς ἑαυτοὺς μετροῦντες καὶ συγκρίνοντες ἑαυτοὺς ἑαυτοῖς οὐ συνιοῦσιν. 13 ἡμεῖς δὲ οὐχὶ εἰς τὰ ἄμετρα καυχησόμεθα, ἀλλὰ κατὰ τὸ μέτρον τοῦ κανόνος οὗ ἐμέρισεν ἡμῖν ὁ Θεὸς μέτρου, ἐφικέσθαι ἄχρι καὶ ὑμῶν. 14 οὐ γὰρ ὡς μὴ ἐφικνούμενοι εἰς ὑμᾶς ὑπερεκτείνομεν ἑαυτούς· ἄχρι γὰρ καὶ ὑμῶν ἐφθάσαμεν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, 15 οὐκ εἰς τὰ ἄμετρα καυχώμενοι ἐν ἀλλοτρίοις κόποις, ἐλπίδα δὲ ἔχοντες, αὐξανομένης τῆς πίστεως ὑμῶν, ἐν ὑμῖν μεγαλυνθῆναι κατὰ τὸν κανόνα ἡμῶν εἰς περισσείαν, 16 εἰς τὰ ὑπερέκεινα ὑμῶν εὐαγγελίσασθαι, οὐκ ἐν ἀλλοτρίῳ κανόνι εἰς τὰ ἕτοιμα καυχήσασθαι. 17 Ὁ δὲ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω· 18 οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ’ ὃν ὁ Κύριος συνίστησιν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ι´ 7 - 18


7 Ναί· δὲν εἶναι ἀκόμη τελεία ἡ ὑπακοή σας. Δίδετε προσοχὴν εἰς τὴν ἐξωτερικὴν ὄψιν τῶν πραγμάτων καὶ δ’ αὐτὸ σᾶς ἑξαπατοῦν εὔκολα. Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ αὐτούς, ποὺ σᾶς πλησιάζουν, ἔχῃ πεποίθησιν περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅτι εἶναι δοῦλος καὶ διάκονος τοῦ Χριστοῦ, ἂς συλλογίζεται πάλιν μόνος του τοῦτο, ὅτι καθὼς αὐτὸς εἶναι διάκονος τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ ἡμεῖς εἴμεθα διάκονοι τοῦ Χριστοῦ. 8 Διότι καὶ ἂν καυχηθῶ κάπως καὶ περισσότερον διὰ τὴν ἐξουσίαν μας, τὴν ὁποίαν μᾶς ἔδωκεν ὁ Κύριος διὰ νὰ σᾶς οἰκοδομοῦμεν καὶ ὄχι διὰ νὰ σᾶς σκανδαλίζωμεν καὶ σᾶς βλάπτωμεν, δὲν θὰ ἐντροπιασθῶ, ὅπως ἐντροπιάζονται οἱ καυχηματίαι. 9 Δὲν θὰ καυχηθῶ ὅμως περισσότερον, διὰ νὰ μὴ φανῶ σὰν νὰ σᾶς ἐκφοβίζω μὲ τὰς ἐπιστολάς. 10 Καὶ λέγω, ὅτι δὲν θέλω νὰ φανῶ, ὅτι σᾶς ἐκφοβίζω, διότι οἱ ψευδαπόστολοι, ποὺ μᾶς συκοφαντοῦν, λέγουν, ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαί (τοῦ Παύλου) εἶναι σοβαραὶ καὶ δυναταί, ἡ προσωπική του ὅμως ἐμφάνισις εἶναι ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος τοῦ τιποτένιος. 11 Αὐτὸς ὅμως, ποὺ λέγει αὐτὰς τὰς κατηγορίας, ἂς συλλογίζεται καλὰ τοῦτο, ὅτι ὅποιοι εἴμεθα μὲ τὸν λόγον, ὅταν ἀπουσιάζωμεν καὶ στέλλωμεν ἐπιστολάς, τέτοιοι εἴμεθα καὶ μὲ τὸ ἔργον, ὅταν εἴμεθα παρόντες. 12 Πράγματι εἶμαι ἀσθενής! Διότι δὲν τολμῶ νὰ κατατάξω ἢ νὰ συγκρίνω τὸν ἑαυτόν μου πρὸς μερικούς, ποὺ αὐτοσυσταίνονται. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι μετροῦν τὸν ἑαυτόν τους πρὸς τὸν ἑαυτόν τους καὶ συγκρίνουν τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὸν ἑαυτόν τους. Εἶναι δηλαδὴ ἄνθρωποι, ποὺ αὐτοθαυμάζονται καὶ ἐπαινοῦνται μεταξύ των. Φουσκώνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ δὲν καταλαβαίνουν πόσον εἶναι ἀνόητοι. 13 Ἡμεῖς ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶμεν διὰ κόπους ἄλλων εἰς μέρη ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα τῆς δικαιοδοσίας μας, ἀλλὰ θὰ καυχηθῶμεν διὰ τὰ ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας, ποὺ μᾶς ἐξεχώρισεν ὁ Θεὸς ὡς μέτρον καὶ περιφέρειαν τῆς δράσεως μας. Τὸ μέτρον δὲ αὐτὸ περιλαμβάνει καὶ σᾶς. Ἡ ἀποστολική μας δικαιοδοσία δηλαδὴ εἶναι νὰ φθάσωμεν ἕως καὶ εἰς σᾶς κηρύττοντες τὸ εὐαγγέλιον. 14 Διότι δὲν παρατεντώνομεν τὸν ἑαυτόν μας μὲ καυχησιολογίας καὶ μὲ λόγους, ποὺ δὲν στηρίζονται εἰς τὰ πράγματα. Αὐτὸ θὰ συνέβαινεν, ἐὰν καμπτόμενοι ἀπὸ τοὺς κόπους δὲν ἔχομεν φθάσει ἕως σας. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν συνέβη· διότι ἡμεῖς ἐφθάσαμεν καὶ μέχρι τῆς πόλεως σας κηρύττοντες τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. 15 Καὶ δὲν καυχώμεθα ἔξω ἀπὸ τὴν σφαῖραν καὶ τὸ μέτρον τῆς δικαιοδοσίας μας διὰ κόπους, ποὺ κατέβαλαν ἄλλοι, διὰ νὰ διαδώσουν ἐκεῖ τὸ εὐαγγέλιον. Ἀλλ’ ἔχομεν ἐλπίδα, ὅτι ὅσον αὐξάνεται ἡ πίστις σας, θὰ ἀναδειχθῶμεν διὰ τῆς ἰδικῆς σας προόδου καὶ ἡμείς οἰ διδάσκαλοί σας ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας, ποὺ μᾶς ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἐπεκταθῇ δὲ καὶ ἡ δρᾶσις μας μὲ τὸ παραπάνω, 16 ὥστε νὰ κηρύξωμεν τὸ εὐαγγέλιον εἰς τὰς χώρας, ποὺ εἶναι πολὺ πέραν ἀπὸ τὴν πατρίδα σας, χωρὶς νὰ καυχηθῶμεν εἰς ξένην δικαιοδοσίαν διὰ κατορθώματα, ποὺ ἔγιναν ἕτοιμα ἀπὸ ἄλλους. 17 Μὲ ἰδικούς μας δὲ κόπους, ποὺ θὰ εὐλογῇ ὁ Θεός, ἐπιτυγχάνοντες νέας κατακτήσεις διὰ τὸ εὐαγγέλιον, θὰ καυχώμεθα μὲ ταπείνωσιν ἀποδίδοντες τὸ πᾶν εἰς τὸν Κύριον, ὥστε νὰ ἐφαρμόζωμεν τὸν λόγον τῆς Γραφῆς· Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καυχᾶται, ἂς καυχᾶται ὄχι ἀλαζονικῶς νομίζων, δὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ἔγιναν ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα καυχᾶται, ἀλλ’ ἂς δοξάζῃ τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος δι’ αὐτοῦ εἰργάσθη τὰ κατορθώματα αὐτὰ καὶ ἔτσι ἂς καυχᾶται ἐν Κυρίῳ. 18 Διότι δὲν εἶναι δόκιμος καὶ ἀρεστὸς εἰς τὸν Θεόν ἐκεῖνος, ποὺ συσταίνει μόνος του τὸν ἑαυτόν του, ἀλλ’ ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου εὐλογεῖ τὸ ἔργον ὁ Κύριος καὶ ἔτσι συσταίνεται καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν Κύριον.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ι´ 7 - 18


7 Σεις όμως βλέπετε ακόμη την επιφάνειαν των πραγμάτων και όχι το βάθος. Εάν κανείς κολακεύεται να πιστεύη, ότι ανήκει στον Χριστόν, ας συλλογισθή πάλιν από τον εαυτόν του και τούτο, ότι, όπως αυτός είναι του Χριστού, έτσι και ημείς είμεθα του Χριστού. 8 Διότι και αν ακόμη καυχηθώ κάπως περισσότερον δια την εξουσίαν, που έχομεν ημείς οι Απόστολοι και την οποίαν μας έχει δώσει αυτός ο Κυριος, δια να σας οικοδομούμεν εις την πνευματικήν ζωήν και όχι να σας κατακρημνίζωμεν, δεν θα εντροπιασθώ, διότι την αλήθειαν θα είπω. 9 Δεν το πράττω όμως, δια να μη φανώ σαν να θέλω με τας επιστολάς μου να σας εκφοβίσω. 10 Διότι λέγουν και τούτο οι κατήγοροί μας, ότι αι μεν επιστολαί του είναι καταθλιπτικαί με το βάρος των και αυστηραί με την δύναμιν των ελέγχων· η σωματική του όμως εμφάνισις είναι ασθενής και ο λόγος του σαν ένα τίποτε. 11 Αυτός όμως που μας κατηγορεί, ας σκεφθή τούτο· ότι οποίοι είμεθα με όσα γράφομεν εις τας επιστολάς μας, όταν απουσιάζωμεν, τέτοιοι είμεθα και με τα έργα μας, όταν είμεθα παρόντες. 12 Πράγματι δεν έχομεν την τόλμην να συναριθμήσωμεν τους ευατούς μας η και να τους συγκρίνωμεν με μερικούς, που συσταίνουν τους εαυτούς των ως μεγάλους και ισχυρούς. Αυτοί όμως είναι άνθρωποι που αυτοθαυμάζονται μετρούντες τον εαυτόν των με τους εαυτούς των και συγκρίνοντες τον εαυτόν των προς εαυτούς και δεν καταλαβαίνουν ούτε τι είναι ούτε τι λέγουν. 13 Ημείς δε δεν θα καυχηθώμεν κατά τρόπον υπερβολικόν και έξω από την αλήθειαν, αλλά θα καυχηθώμεν σύμφωνα με το μέτρον της δικαιοδοσίας, που εξεχώρισεν εις ημάς ο Θεός σαν περιοχήν της αποστολικής μας δράσεως και που μας έχει αξιώσει να φθάσωμεν μέχρις εις σας. 14 Διότι δεν εξυψώνομεν με κενάς καυχησιολογίας τον ευατόν μας, σαν να μη είχαμεν φθάσει μέχρι και εις την χώραν σας κηρύττοντες το Ευαγγέλιον, διότι τότε θα εψεδόμεθα. Ενώ ημείς λέγομεν την αλήθειαν, διότι εφθάσαμεν πράγματι μέχρις υμών δια το έργον του Ευαγγελίου του Χριστού. 15 Οχι, δεν καυχώμεθα έξω από το μέτρον δι' εργασίας και κόπους, που άλλοι έχουν κάμει. Αλλ' έχομεν ελπίδα, καθ' όσον αυξάνει η χριστιανική σας πίστις και ζωη, ότι θα δοξασθώμεν με την ιδικήν σας πρόοδον και ημείς, έντος των ορίων πάντοτε της δικαιοδοσίας και της δράσεως, που μας έχει δοθή από τον Θεόν. Ετσι δε θα εκτείνωμεν την αποστολικήν δράσιν και ακόμη περισσότερον, 16 ώστε να κηρύξωμεν το Ευαγγέλιον και εις περιοχάς, που είναι πέραν από τα ιδικά σας σύνορα, εις ανθρώπους προς τους οποίους κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει διδάξει τον Χριστόν, ώστε και πάλιν να μη καυχώμεθα εις ξένην δικαιοδοσίαν δι' έργα, που έχουν πραγματοποιήσει και ετοιμάσει άλλοι. 17 Ας εφαρμόζεται και εις ημάς ο λόγος της Γραφής· “εκείνος που καυχάται, ας καυχάται όχι αλαζωνικώς, αλλά με ταπείνωσιν αποδίδων στον Κυριον την δόξαν δια τα καλά έργα, που αυτός ο ίδιος ο Θεός του έχει δώσει δύναμιν και χάριν να τα κάμη”. 18 Διότι ενάρετος και ευάρεστος στον Θεόν δεν είναι εκείνος ο οποίος αυτοσυσταίνεται και αυτοεγκωμιάζεται, αλλ' εκείνος τον οποίον συσταίνει και εγκωμιάζει ο Θεός.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 16 - 22


16 Καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθεν κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι. 17 καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον Ἡσαΐου τοῦ προφήτου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρεν τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον· 18 Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, 19 κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν. 20 καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε· καὶ πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ. 21 ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι Σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν. 22 καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσὴφ ;

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 16 - 22


16 Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, ἐκεῖ ὅπου εἶχεν ἀνατραφῇ καὶ εἶχε μεγαλώσει. Καὶ ὅπως ἐσυνήθιζε καὶ ἀπὸ προτήτερα, ἐμβῆκε κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν θέσιν του διὰ νὰ ἀναγνώσῃ προφητικὴν περικοπὴν ἀπὸ τὴν Βίβλον. 17 Καὶ παρεδόθη εἰς αὐτὸν τὸ βιβλίον τοῦ προφήτου Ἡσαΐου καὶ ἀφοῦ ἐξεδίπλωσε τὸ βιβλίον, ποὺ ἦτο τυλιγμένον εἰς σχῆμα κυλίνδρου, εὗρε τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅπου ἦτο γραμμένον· 18 Πνεῦμα Κυρίου μένει καὶ ἐπαναπαύεται εἰς ἐμὲ τὸν Μεσσίαν, διὰ νὰ συνεργάζεται μαζί μου εἰς τὸ σωτηριῶδες ἔργον μου. Καὶ μένει τὸ Πνεῦμα τοῦτο εἰς ἐμέ, διότι ὁ Κύριος μὲ ἔχρισεν ὡς ἄνθρωπον καὶ μὲ ἀπέστειλε νὰ κηρύξω τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας εἰς ἐκείνους, ποὺ στεροῦνται τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι πνευματικῶς πτωχοὶ καὶ εἰς ἀθλίαν κατάστασιν. Μὲ ἔστειλε νὰ ἰατρεύσω ἐκείνους, τῶν ὁποίων ἡ καρδία ἔχει συντριβῆ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. 19 Μὲ ἔστειλε νὰ κηρύξω ἄφεσιν καὶ ἐλευθερίαν εἰς τοὺς δούλους καὶ αἱχμαλώτους τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ χαρίσω ἀνάβλεψιν εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔχουν τυφλωμένον τὸν νοῦν ἀπὸ τὸν σκοτισμὸν τῶν παθῶν. Μὲ ἔστειλε νὰ ἀπολύσω καὶ νὰ στείλω ἐλευθέρους ἀπὸ κάθε ἐνοχὴν ἐκείνους, ποὺ ἔχουν καταπληγωθῇ καὶ συντριβῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Μὲ ἔστειλε νὰ κηρύξω καὶ νὰ ἀναγγείλω τὴν ἔναρξιν τῆς νέας περιόδου, ἡ ὁποία εἶναι ἀρεστὴ εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐπιθυμητὴ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διότι κατ’ αὐτὴν πραγματοποιεῖται ὑπὸ τοῦ Μεσσίου ἡ περὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων βουλὴ τοῦ Θεοῦ. 20 Καὶ ἀφοῦ ἐτύλιξε τὸ βιβλίον, τὸ ἔδωσε πάλιν εἰς τὸν ὑπηρέτην τῆς συναγωγῆς καὶ ἐκάθισε διὰ νὰ ἐξηγήσῃ καὶ ἀναπτύξῃ τὴν ἀναγνωσθεῖσαν περικοπήν. Τὰ μάτια δὲ ὅλων, ὅσοι ἦσαν εἰς τὴν συναγωγήν, εἶχον στραφῆ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον καὶ προσοχὴν εἰς αὐτόν. 21 Εἴρχισε δὲ νὰ λέγῃ εἰς αὐτούς, ὅτι σήμερον ἐπραγματοποιήθη καὶ ἐπηλήθευσεν ἡ προφητεία αὐτὴ διὰ τοῦ κηρύγματος, ποὺ ἀκούεται τὴν στιγμὴν αὐτὴν εἰς τὰ αὐτιά σας. 22 Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἤκουσαν τὴν ἐξήγησιν τῆς προφητείας, ποὺ ἐν συνεχείᾳ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, ἔδιδαν μαρτυρίαν περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἐκήρυξε λαμπρῶς καὶ εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν διὰ τὰ γεμᾶτα θείαν χάριν καὶ γλυκύτητα λόγια, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του. Καὶ ἔλεγαν· Περίεργον! Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ ἕως χθὲς εἰργάζετο σὰν ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς;

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 16 - 22


16 Και ήλθεν εις την Ναζαρέτ όπου είχε ανατραφή και εισήλθε, όπως εσυνήθιζε, κατά την ημέραν του Σαββάτου εις την συναγωγήν, και εσηκώθη από την θέσιν του, δια να αναγνώση περικοπήν από την Βιβλον. 17 Και εδόθη εις τα χέρια του το βιβλίον του προφήτου Ησαΐου και αφού εξεδίπλωσε το βιβλίον, ευρήκε το μέρος εκείνο, που ήσαν γραμμένα τα εξής· 18 “Πνεύμα Κυρίου μένει εις εμέ, διότι με αυτό με έχρισεν ο Κυριος ως άνθρωπον και με έστειλε να κηρύξω στους πτωχούς και γυμνούς από πίστιν ανθρώπους το χαρμόσυνον μήνυμα της λυτρώσεως, να θεραπεύσω αυτούς των οποίων η καρδία έχει συντριβή από το βάρος της αμαρτίας. 19 Να κηρύξω στους δούλους της αμαρτίας την άφεσιν και την απελευθέρωσιν, να χαρίσω ανάβλεψιν εις εκείνους που έχουν σκοτισμένον και τυφλωμένον τον νου από τα πάθη της αμαρτίας, να στείλω υγιείς και ελευθέρους από κάθε ενοχήν εκείνους, που έχουν καταπληγωθή και συντριβή από την αμαρτίαν· με έστειλε να κηρύξω στους ανθρώπους την αρχήν νέας εποχής, η οποία θα είναι ευχαρίστως δεκτή από τον Θεόν, ποθητή δε και χαρμόσυνος δια τους ανθρώπους”. 20 Και αφού ετύλιξεν το βιβλίον εις σχήμα κυλίνδρου, το παρέδωσε στον υπηρέτην και εκάθισε. Τα βλέματα δε όλων αυτών, που ευρίσκοντο εις την συναγωγήν, ήσαν προσηλωμένα με μεγάλην προσοχήν εις αυτόν. 21 Ηρχισεν δε να λέγη εις αυτούς ότι “σήμερον, με όσα την στιγμήν αυτήν ακούουν τα αυτιά σας, έχει εκπληρωθή και επαληθεύσει αυτή η προφητεία”. 22 Και όλοι επεβεβαίωναν δι' αυτόν, ότι εκήρυττε με πολλήν δύναμιν και εθαύμαζαν δια τα λόγια τα γεμάτα χάριν, που έβγαιναν από το στόμα του και έλεγαν· “δεν είναι αυτός ο υιός του γνωστού μας Ιωσήφ, ο μαραγκός;”

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα