❌
Πέμπτη, 12 Σεπτεμβρίου 2024

Άγιος Αυτόνομος, Άγιος Κουρνούτος ο Ιερομάρτυρας επίσκοπος Ικονίου, Άγιος Ιουλιανός ο πρεσβύτερος Αγκύρας από τη Γαλατία
Ἀπόδοσις τοῦ γενεσίου τῆς Θεοτόκου. Αὐτονόμου (†313) καὶ Κουρνούτου (γ΄ αἰ.) ἱερομαρτύρων· Θεοδώρου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ζ´ 1 - 10


1 Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ. 2 Χωρήσατε ἡμᾶς· οὐδένα ἠδικήσαμεν, οὐδένα ἐφθείραμεν, οὐδένα ἐπλεονεκτήσαμεν. 3 οὐ πρὸς κατάκρισιν λέγω· προείρηκα γὰρ ὅτι ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἐστε εἰς τὸ συναποθανεῖν καὶ συζῆν. 4 πολλή μοι παρρησία πρὸς ὑμᾶς, πολλή μοι καύχησις ὑπὲρ ὑμῶν· πεπλήρωμαι τῇ παρακλήσει, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν. 5 καὶ γὰρ ἐλθόντων ἡμῶν εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἔσχηκεν ἄνεσιν ἡ σὰρξ ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν παντὶ θλιβόμενοι· ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι. 6 ἀλλ’ ὁ παρακαλῶν τοὺς ταπεινοὺς παρεκάλεσεν ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν τῇ παρουσίᾳ Τίτου· 7 οὐ μόνον δὲ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ παρακλήσει ᾗ παρεκλήθη ἐφ’ ὑμῖν, ἀναγγέλλων ἡμῖν τὴν ὑμῶν ἐπιπόθησιν, τὸν ὑμῶν ὀδυρμόν, τὸν ὑμῶν ζῆλον ὑπὲρ ἐμοῦ, ὥστε με μᾶλλον χαρῆναι, 8 ὅτι εἰ καὶ ἐλύπησα ὑμᾶς ἐν τῇ ἐπιστολῇ, οὐ μεταμέλομαι, εἰ καὶ μετεμελόμην· βλέπω γὰρ ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, εἰ καὶ πρὸς ὥραν, ἐλύπησεν ὑμᾶς. 9 νῦν χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ’ ὅτι ἐλυπήθητε εἰς μετάνοιαν· ἐλυπήθητε γὰρ κατὰ Θεόν, ἵνα ἐν μηδενὶ ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν. 10 ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ζ´ 1 - 10


1 Αφοῦ λοιπὸν ἔχομεν τὰς ὑποσχέσεις αὐτάς, ἀγαπητοί, ἂς καθαρίσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε τι, ποὺ μολύνει τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα μας καὶ ἂς τελειοποιούμεθα εἰς τὴν ἀγιωσύνην μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ. 2 Κάμετε μὲ τὴν ἀγάπην χῶρον εἰς τὰς καρδίας σᾶς δι' ἠμᾶς. Κανένα δὲν ἠδικήσαμεν· κανένα δὲν διεφθείραμεν· εἰς κανένα δὲν ἐδείχθημεν πλεονέκται. 3 Δὲν λέγω ταῦτα διὰ νὰ σᾶς κατακρίνω· διότι ἔχω εἴπει προτήτερα, ὅτι εἶσθε μέσα εἰς τὰς καρδίας μας διὰ νὰ συναποθάνωμεν καὶ συζήσωμεν μαζί σας. 4 Ἔχω πολὺ θάρρος καὶ πεποίθησιν εἰς σᾶς· ἔχω πολλὴν καύχησιν διὰ σᾶς· εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ τὴν παρηγορίαν, τὴν ὁποίαν μοῦ ἐπροξένησεν ἡ διόρθωσίς σας· ἔχω μὲ τὸ παραπάνω περισσεύουσαν τὴν χαράν, ὥστε αὐτὴ ὑπερτερεῖ ὅλην τὴν θλῖψιν μας. 5 Ναί· ὑπερτερεῖ καὶ ἐπικρατεῖ ἡ χαρά μας. Διότι πράγματι, ὅταν ἤλθαμεν εἰς Μακεδονίαν, δὲν εὗρε καμμίαν ἀνακούφισιν τὸ πονεμένον σῶμα μας, ἀλλ’ ἀπὸ κάθε τι ἐθλιβόμεθα. Ἀπ’ ἕξω ἀπὸ τοὺς ἀπίστους ἐγίνοντο μάχαι ἐναντίον μας, ἀπὸ μέσα διὰ τοὺς ἀσθενεῖς ἀδελφούς μας κατελάμβανον φόβοι, μήπως παρασυρθοῦν καὶ ἀποπλανηθοῦν ἀπὸ τὴν πίστιν. 6 Ἀλλ’ ὁ Θεός, ποὺ παρηγορεῖ τοὺς ταπεινωμένους, μᾶς ἐπαρηγόρησε μὲ τὴν παρουσίαν τοῦ Τίτου. 7 Ἐπαρηγορήθην δὲ ὄχι μόνον ἀπὸ τὸν ἐρχομὸν καὶ τὴν παρουσίαν του, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν παρηγορίαν ποὺ αὐτὸς ἐπαρηγορήθη ἐξ αἰτίας σας, ὅταν μᾶς ἀνήγγελλε τὸν μεγάλον πόθον σας δι’ ἐμέ, τὰ πολλὰ κλάματά σας ἐπειδὴ μὲ εἴχατε λυπήσει, τὸν ζῆλον ποὺ ἐδείξατε δι’ ἐμὲ κατ’ ἐκείνων, ποὺ μὲ συκοφαντοῦν, ὥστε ἑγὼ ἀκούων ὅλα αὐτὰ περισσότερον νὰ χαρῶ. 8 Ἐπαρηγορήθην δέ, διότι ἂν καὶ σᾶς ἐλύπησα μὲ τὴν ἐπιστολήν μου, δὲν μεταμέλομαι τώρα δι’ αὐτό, ἂν καὶ τότε ποὺ σᾶς ἔστειλα τὴν ἐπιστολήν, μετενόουν. Καὶ δὲν μεταμέλομαι τώρα, διότι βλέπω, ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, καίτοι σᾶς ἐλύπησε προσκαίρως, σᾶς ἐλύπησε πρὸς ὠφέλειάν σας. 9 Τώρα χαίρω, ὄχι διότι ἐλυπήθητε, ἀλλὰ διότι ἡ λύπη ποὺ ἐδοκιμάσατε, σᾶς ὠδήγησεν εἰς μετάνοιαν. Διότι ἐλυπήθητε ὅπως θέλει ὁ Θεός, διὰ νὰ μὴ βλαβῆτε πνευματικῶς εἰς τίποτε ἀπὸ ἡμᾶς. 10 Τουναντίον μάλιστα ὠφελήθητε πνευματικῶς. Διότι ἡ λύπη, ποὺ εἶναι σύμφωνος πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα μετάνοιαν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς σωτηρίαν. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ αἰσθάνεται τὴν μετάνοιαν αὐτήν, δὲν θὰ μεταμεληθῇ ποτὲ διὰ τὴν μεταβολὴν αὐτὴν καὶ τὸ ἄλλαγμα τῶν σκέψεων καὶ ἀποφάσεών του. Ἡ λύπη ὅμως, τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ἡ προσκόλλησις εἰς τὸν κόσμον, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸν ψυχικόν, κάποτε δὲ καὶ αὐτὸν τὸν σωματικὸν θάνατον.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ζ´ 1 - 10


1 Εφ' όσον, λοιπόν, αγαπητοί, έχομεν αυτάς τας μαγάλας υποσχέσστου Θεού, ας καθαρίσωμεν τους εαυτούς μας από κάθε μολυσμόν σαρκός και πνεύματος, αγωνιζόμενοι και συνεχώς προχωρούντες μέχρι τέλους στον δρόμον της αγιότητος, με φόβον Θεού. 2 Καμετε ευρύχωρες τις καρδιές σας με αγάπην, δια να μας χωρέσετε· κανένα δεν έχομεν αδικήσει· κανένα δεν εξωθήσαμεν και δεν παρεσύραμεν εις διαφθοράν· επάναντι κανενός δεν εφανήκαμεν πλεονέκται, ώστε να του αρπάσωμεν τα αγαθά του. 3 Δεν τα λέγω αυτά προς κατάκρισίν σας· διότι σας έχω πει, ότι είσθε μέσα εις τας καρδίας μας, δια να πεθάνωμεν και ζήσωμε μαζή σας (συμμέτοχοι των θλίψεων και των κινδύνων σας, όπως επίσης της χαράς και της επιτυχίας σας). 4 Εχω πολύ θάρρος και εμπιστοσύνην προς σας. Μεγάλο είναι το καύχημά μου δια σας. Είμαι γεμάτος από την παρηγορίαν, που μο έχετε χαρίσει. Υπερεκχειλίζει η χαρά μου, ώστε να υπερκαλύπτη κάθε θλίψιν μας. 5 Χαίρομεν τώρα, διότι, όταν ήλθαμε εις την Μακεδονίαν, δεν ευρήκε καμμίαν άνεσιν το σώμα μας, αλλ' από κάθε τι και εις κάθε στιγμήν εθλιβόμεθα. Απ' έξω ήσαν αι μάχαι των απίστων εναντίον μας, από μέσα εις την καρδίαν μας υπήρχεν ο φόβος δια τους ασθενείς πνευματικώς αδελφούς. 6 Αλλ' ο Θεός, που παρηγορεί και ενισχύει τους ταπεινούς και αδυνάτους, μας παρηγόρησε με την παρουσίαν του Τιτου. 7 Επαρηγορήθημεν όχι μόνον με την παρουσίαν αυτού, αλλά και με την παρηγορίαν, την οποίαν αυτός επήρεν εξ αιτίας σας, όταν κατέστησεν εις ημάς γνωστόν τον μεγάλον πόθον σας, τα κλάματα και τους στεναγμούς σας, τον ζήλον που εδείξατε δι' εμέ, ώστε εγώ πληροφορούμενος αυτά να δοκιμάσω μεγάλην χαράν. 8 Ακριβώς αυτή η αγάπη σας για μένα, με κάμνει να λέγω, ότι αν και σας ελύπησα με την επιστολήν μου, δεν μετανοώ, μολονότι είχα αισθανθή μεταμέλειαν που σας την έγραψα (μέχρις ότου όμως ήλθεν ο Τιτος και με επληροφόρησε τα της διορθόσεώς σας). Διότι βλέπω τώρα ότι η επιστολή μου εκείνη, καίτοι σας εστενοχώρησε επί ολίγον διάστημα, σας ελύπησε προς ωφέλειαν, διότι σας έφερε εις συναίσθησιν και μετάνοιαν. 9 Τωρα χαίρω, όχι διότι απλώς ελυπηθήκατε, αλλά διότι ελυπηθήκατε εις μετάνοιαν και διόρθωσιν. Εδοκιμάσατε την κατά Θεόν λύπην, εις τρόπον ώστε να μη υποστήτε καμμίαν ζημίαν εκ μέρους ημών. 10 Ωφέλειαν πνευματικήν σας έφερεν η λύπη αυτή. Διότι η κατά Θεόν λύπη κατεργάζεται την ειλικρινή μετάνοιαν, δια την οποίαν ποτέ δεν θα μεταμεληθή ο λυπούμενος και η οποία φέρει ως καρπόν την σωτηρίαν. Η λύπη όμως, την οποίαν δια της αμαρτίας του προκαλεί ο κόσμος, έχει ως καρπόν και αποτέλεσμά της τον θάνατον τον πνευματικόν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΑ´ 47 - 54


47 συνήγαγον οὖν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον· Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ; 48 ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος. 49 εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάφας, ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς· Ὑμεῖς οὐκ οἴδατε οὐδέν, 50 οὐδὲ διαλογίζεσθε ὅτι συμφέρει ὑμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται. 51 τοῦτο δὲ ἀφ’ ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου προεφήτευσεν ὅτι ἔμελλεν ὁ Ἰησοῦς ἀποθνήσκειν ὑπὲρ τοῦ ἔθνους, 52 καὶ οὐχ ὑπὲρ τοῦ ἔθνους μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ τὰ διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν. 53 ἀπ’ ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας συνεβουλεύσαντο ἵνα ἀποκτείνωσιν αὐτόν. 54 Ἰησοῦς οὖν οὐκέτι παρρησίᾳ περιεπάτει ἐν τοῖς Ἰουδαίοις, ἀλλὰ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν χώραν ἐγγὺς τῆς ἐρήμου, εἰς Ἐφραὶμ λεγομένην πόλιν, κἀκεῖ διέτριβε μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΑ´ 47 - 54


47 Κατόπιν τούτου λοιπὸν συνεκάλεσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι εἰς σύσκεψιν τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου καὶ ἔλεγον· Τί θὰ κάμωμεν; Ὁ κίνδυνος, ποὺ μᾶς παρουσιάζεται, εἶναι μεγάλος, διότι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ πολλὰ θαύματα. 48 Ἐὰν ἀφήσωμεν αὐτὸν ἐλεύθερον, ὅπως τὸν εἶχαμεν ἕως τώρα, ὅλοι θὰ πιστεύσουν εἰς αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, καὶ ἑπόμενον εἶναι νὰ γίνῃ κάποια ἐπανάστασις. Καὶ τότε θὰ ἔλθουν οἱ Ρωμαῖοι καὶ θὰ μᾶς πάρουν καὶ τὸν τόπον τοῦ ναοῦ τὸν ἅγιον καὶ τὴν ἀνεξαρτησίαν τοῦ ἔθνους μας θὰ καταλύσουν. 49 Κάποιος δὲ ἀπὸ αὐτούς, ἕνας ποὺ ἐκαλεῖτο Καϊάφας, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀρχιερεὺς τοῦ ἀξιομνημονεύτου καὶ σωτηριώδους ἐκείνου ἔτους, εἶπεν εἰς αὐτούς· Λόγῳ τῆς ἀτολμίας καὶ ἀβουλίας σας δὲν ἠξεύρετε τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ πρέπει νὰ γίνουν. 50 Οὔτε σᾶς περνᾷ ἀπὸ τὸν νοῦν, ὅτι μᾶς συμφέρει νὰ θανατωθῇ ἕνας ἄνθρωπος διὰ τὸν ἐκλεκτὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ χαθῇ ὁλόκληρον τὸ ἔθνος διὰ τῆς ὑποδουλώσεώς του εὶς τοὺς Ρωμαίους. 51 Τοῦτο δὲ δὲν τὸ εἶπεν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦτο ἀρχιερεὺς τοῦ ἀξιομνημονεύτου καὶ σωτηριώδους ἐκείνου ἔτους, ἐπροφήτευσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦτο προωρισμένον, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸ καλὸν καὶ τὴν σωτηρίαν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. 52 Καὶ θὰ ἀπέθνησκεν ὅχι μόνον διὰ τὸ καλὸν καὶ τὴν σωτηρίαν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ συναθροίσῃ εἰς ἕνα ποίμνιον καὶ σῶμα τοὺς διασκορπισμένους εἰς ὅλον τὸν κόσμον καλοπροαιρέτους ἐθνικούς, οἱ ὁποῖοι ἔμελλον διὰ τῆς πίστεως νὰ γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ. 53 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Καϊάφα, ἀπεφάσισαν ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὅλοι των νὰ τὸν θανατώσουν. 54 Ἐξ αἰτίας λοιπὸν τῶν φονικῶν τούτων διαθέσεων καὶ σχεδίων τῶν ἐχθρῶν του ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐπεριπάτει πλέον φανερὰ καὶ ἐλεύθερα μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων, ποὺ τὸν ἐμίσουν, ἀλλ’ ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν χώραν, ἡ ὁποία κεῖται πλησίον τῆς έρήμου, εἰς μίαν πόλιν, ποὺ ἐλέγετο Ἐφραίμ, καὶ ἐκεῖ ἔμενε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΑ´ 47 - 54


47 Τοτε, λοιπόν, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι εκάλεσαν εις συνεδρίασιν τα μέλη του συνεδρίου και έλεγαν· “τι κάνομεν τώρα; Πολλοί θα πιστεύσουν εις αυτόν, διότι ο άνθρωπος αυτός κάνει πολλά θαύματα. 48 Εάν τον αφήσωμεν έτσι ελεύθερον, θα εξακολουθή να κάνη θαύματα και όλοι οι Ιουδαίοι θα πιστεύσουν ότι είναι ο Μεσσίας και ο βασιλεύς των. Είναι δε βέβαιον, ότι θα παρασυθούν εις επανάστασιν και τότε οι Ρωμαίοι θα έλθουν εναντίον μας και θα καταλάβουν και την Ιερουσαλήμ και όλον το έθνος μας και θα μας υποδουλώσουν πλήρως εις την εξουσίαν των”. 49 Ενας δε από αυτούς, Καϊάφας ονόματι, που ήτο αρχιερεύς κατά το ιστορικόν εκείνο έτος, τους είπε· “σεις δεν ξέρετε τίποτε 50 ούτε και συλλογίζεσθε ότι μας συμφέρει να θανατωθή ένας άνθρωπος δια τον λαόν και να μη χαθή ολόκληρον το έθνος”. 51 Και είπε τούτο, αυτήν την αλήθειαν, όχι από τον ευατόν του, αλλά επειδή ήτο αρχιερεύς κατά το έτος εκείνο, επροφήτευσε, χωρίς να το καταλάβη, ότι έμελλε πράγματι ο Ιησούς, σύμφωνα με το σχέδιον του Θεού, να αποθάνη δια την σωτηρίαν του έθνους. 52 Και όχι μόνον δια την σωτηρίαν του Ιουδαϊκού έθνους, αλλά και δια να συναθροίση εις μίαν ποίμνην όλους τους διασκορπισμένους εις την οικουμένην καλοπροαιρέτους εθνικούς, οι οποίοι με την πίστιν εις αυτόν θα εγίνοντο τέκνα του Θεού. 53 Υστερα, λοιπόν, από την ημέραν εκείνην, που είπε αυτά τα λόγια ο Καϊάφας, επήραν πλέον οριστικήν την απόφασιν τα μέλη του συνεδρίου να τον θανατώσουν. 54 Δια τούτο και ο Ιησούς δεν επεριπατούσε πλέον φανερά μεταξύ των Ιουδαίων, αλλά ανεχώρησεν από εκεί και ήλθεν εις μίαν περιοχήν πλησίον της ερήμου και συγκεκριμένα εις μίαν πόλιν, που ελέγετο Εφραίμ. Και εκεί έμενε με τους μαθητάς του.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα