❌
Τρίτη, 10 Σεπτεμβρίου 2024

Αγίες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα
Μηνοδώρας, Μητροδώρας, Νυμφοδώρας τῶν μαρτύρων (†305-311). Ἀνάμνησις θαύματος τῆς Ὑπ. Θεοτόκου ἐν Ὀρχομενῷ Βοιωτίας (†1943).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ε´ 15 - 21


15 κρίναντας τοῦτο, ὅτι εἰ εἷς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἄρα οἱ πάντες ἀπέθανον· καὶ ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ αὐτῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι. 16 Ὥστε ἡμεῖς ἀπὸ τοῦ νῦν οὐδένα οἴδαμεν κατὰ σάρκα· εἰ δὲ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα Χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν. 17 ὥστε εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα. 18 τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς, 19 ὡς ὅτι Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ, μὴ λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα αὐτῶν, καὶ θέμενος ἐν ἡμῖν τὸν λόγον τῆς καταλλαγῆς. 20 Ὑπὲρ Χριστοῦ οὖν πρεσβεύομεν ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι’ ἡμῶν· δεόμεθα ὑπὲρ Χριστοῦ, καταλλάγητε τῷ Θεῷ· 21 τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ε´ 15 - 21


15 Καὶ ἀπέθανε δι’ ὅλους ὁ Χριστός, ὥστε ὅσοι εὑρίσκονται εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν νὰ μὴ ζοῦν πλέον διὰ τὸν ἑαυτόν τους, ἀλλὰ δι’ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε καὶ ἀνέστη ὑπὲρ αὐτῶν, πράττοντες πάντοτε τὰ ἀρεστὰ εἰς αὐτόν. 16 Ὥστε ἡμεῖς ἀφ’ ὅτου ἔσχηματίσαμεν τὸ φρόνημα τοῦτο, δὲν λογαριάζομεν κανένα ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἐξωτερικῶν προσόντων τῆς σαρκός, δηλαδὴ ἐπὶ τῇ βάσει τῆς εὐγενοῦς καταγωγῆς του ἢ τοῦ πλούτου του ἢ τῆς κατὰ κόσμον σοφίας ἢ ἐπιρροής του. Ἐὰν δὲ κάποτε, προτοῦ νὰ πιστεύσωμεν, ἐγνωρίσαμεν τὸν Χριστόν, ὅπως τὸν παρουσίαζαν τὸ ταπεινὸν ἐξωτερικόν του καὶ ἡ καταδίκη του, τώρα ὅμως δὲν τὸν γνωρίζομεν πλέον ἔτσι. 17 Ἀλλ’ ἐὰν συναπεθάναμεν μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, ἐξάγεται λοιπὸν τὸ συμπέρασμα, ὅτι καθένας, ποὺ εἶναι ἐνωμένος μὲ τὸν Χριστόν, εἶναι νέον δημιούργημα. Ἡ ἀρχαία κατάστασις, τὴν ὁποίαν εἶχε δημιουργήσει ὁ νόμος καὶ ἡ ἁμαρτία, ἐπέρασεν. Ἰδοὺ ἔχουν γίνει ὅλα νέα. 18 Ὅλα δὲ αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐσυμφιλίωσε μὲ τὸν ἑαυτόν του διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τοὺς Ἀποστόλους τὴν διακονίαν τῆς συνδιαλλαγῆς. Μᾶς ἀνέθεσε τουτέστι νὰ περιοδεύωμεν καὶ μὲ τὸ κήρυγμά μας νὰ συμφιλιώνωμεν τοὺς ἀνθρώπους μὲ αὐτόν. 19 Ἐννοῶ δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς ἦτο ἐνωμένος μὲ τὸν Χριστὸν καὶ συνεπῶς ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπῆρξε θάνατος ἀπλοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ Θεανθρώπου. Καὶ αὐτὸς ὁ ἓν τῷ Χριστῷ Θεὸς συνεφιλίωσε τὸν κόσμον πρὸς τὸν ἑαυτόν του, μὴ λογαριάζων εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὰ ἁμαρτήματα των. Καὶ αὐτὸς μᾶς ἀνέθεσε τὸ κήρυγμα τῆς συμφιλιώσεως. 20 Ἀντιπροσωπεύοντες λοιπὸν τὸν Χριστὸν ἐνεργοῦμεν ὡς ἀπεσταλμένοί του καὶ ὡς πρεσβευταί του. Διότι ὁ Θεὸς παρακαλεῖ διὰ μέσου ἡμῶν. Παρακαλοῦμεν τοὺς ἀνθρώπους ἐξ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς λέγομεν· Συμφιλιωθῆτε μὲ τὸν Θεόν. 21 Εἶναι δὲ εὔκολον νὰ συμφιλιωθῆτε, διότι τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος δὲν ἐγνώρισεν ἐκ πείρας ἁμαρτίαν, ἀφῆκεν ὁ Θεὸς νὰ κατακριθῇ ὡς ἁμαρτωλὸς χάριν ἠμῶν, διὰ νὰ γίνωμεν ἠμεῖς δικαιοσύνη Θεοῦ διὰ τῆς ἑνώσεώς μας μετ' αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ).

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ε´ 15 - 21


15 Εσχηματίσαμεν δε ακλόνητον το φρόνημα και την πεποίθησιν, ότι εάν ένας, ο Χριστός, απέθανεν υπέρ όλων και ως αντιπρόσωπος όλων, άρα όλοι απέθανον και απέθανεν υπέρ όλων ίνα, όσοι ζουν και ευρίσκονται ακόμη εις την παρούσαν ζωήν, μη ζουν πλέον δια τον εαυτόν των, αλλά δι' εκείνον, ο οποίος εθυσιάσθη επί του σταυρού και ανεστήθη προς χάριν αυτών. 16 Ωστε ημείς από τότε που εσχηματίσαμεν αυτήν την πεποίθησιν, δεν αναγνωρίζομεν και δεν εκτιμώμεν κανένα, κατά τα εξωτερικά του προσόντα (όπως είναι η ευγενής κατά σάρκα καταγωγή του η τα αξιώματα του και η σοφία του). Εάν δε και κάποτε είχαμεν γνωρίσει τον Χριστόν, εις την ταπείνωσιν και ασημότητα της ανθρωπίνης του σαρκός, τώρα όμως δεν τον γνωρίζομεν πλέον έτσι, αλλά ως τον Θεάνθρωπον λυτρωτήν. 17 Κατά συνέπειαν όποιος είναι αναγεννημένος και ενωμένος με τον Χριστόν είναι νέα δημιουργία, νέος άνθρωπος. Η αρχαία κατάστασις της αμαρτίας και της καταδίκης επέρασεν. Ιδού όλα έχουν γίνει νέα. 18 Ολαι δε αυταί αι δωρεαί πηγάζουν από τον Θεόν, ο οποίος μας συνεφιλίωσε με τον εαυτόν του δια του Ιησού Χριστού και έδωσεν εις ημάς τους Αποστόλους το τιμητικόν έργον να υπηρετούμεν εις αυτήν την συνδιαλλαγήν και συμφιλίωσιν του Θεού με τους ανθρώπους. 19 Διότι ο Θεός ήτο ενωμένος με τον Χριστόν, εις μίαν θεανδρικήν υπόστασιν, συνδιαλλάσσων και συμφιλιώνων προς τον εαυτόν του τον κόσμον, μη καταλογίζων πλέον στους ανθρώπους τα αμαρτήματα των, και αναθέσας εις ημάς το ευαγγελικόν κήρυγμα της συμφιλιώσεως προς τον Θεόν. 20 Είμεθα, λοιπόν, ημείς οι Απόστολοι πρεσβευταί του Χριστού προς τους άλλους ανθρώπους· διότι ο Θεός δια μέσου ημών παρακαλεί. Παρακαλούμεν, λοιπόν, και ημείς εξ ονόματος του Χριστού, συμφιλιωθήτε με τον Θεόν. (Ο Απόστολος είναι θεόθεν εντεταλμένος να συνεχίζη το έργον του Χριστού ως εκπρόσωπος αυτού. Οταν δε ομιλή είναι ως να ομιλή δι' αυτού ο Χριστός). 21 Και είναι πλέον έργον εύκολον αυτή η συμφιλίωσις, διότι τον Χριστόν, ο οποίος δεν εγνώρισε ποτέ από προσωπικήν πείραν καμμίαν απολύτως αμαρτίαν, τον έκαμεν υπέρ ημών αμαρτίαν ο Θεός, του εφόρτωσε τας ιδικάς μας αμαρτίας και τον αφήκε να κατακριθή ως αμαρτωλός χάριν ημών, δια να δικαιωθώμεν ημείς δι' αυτού ενώπιον του Θεού.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Γ´ 16 - 21


16 Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 17 οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ. 18 ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν οὐ κρίνεται· ὁ δὲ μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 19 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς, ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. 20 πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ· 21 ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Γ´ 16 - 21


16 Μὴ σοῦ φαίνεται δὲ παράδοξον τὸ ὅτι πρόκειται διὰ τὴν σωτηρίαν σας νὰ ὑψωθῇ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Διότι τόσον πολὺ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔζῃ εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὥστε παρέδωκεν εἰς θάνατον τὸν μονάκριβον Υἱόν του, διὰ νὰ μὴ χαθῇ εἰς αἰώνιον θάνατον καθένας, ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 17 Διότι δὲν ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν του εἰς τὸ ἁμαρτωλὸν γένος τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ κατακρίνῃ καὶ καταδικάσῃ τὸ γένος αὐτό, ὅπως φρονεῖτε σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι περὶ τοῦ Μεσσίου, ὅτι θὰ σώσῃ μόνον τοὺς Ἰουδαίους καὶ θὰ κατακρίνῃ τὰ λοιπὰ ἔθνη. Ἀλλὰ τὸν ἀπέστειλε διὰ νὰ σωθῇ ὁλόκληρος ὁ κόσμος τῶν ἀνθρώπων δι’ αὐτοῦ. 18 Ὅποιος πιστεύει εἰς αὐτὸν εἴτε Ἰουδαῖος εἶναι, εἴτε ἐθνικός, δὲν κατακρίνεται· ὅποιος ὅμως δὲν πιστεύει, ἔχει κατακριθῇ μόνος του ἀπὸ τώρα, διότι δὲν ἔχει πιστεύσει εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τῆς ἀπιστίας του ἀπέκλεισε μόνος τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸν προσκαλοῦντα αὐτὸν εἰς σωτηρίαν Λυτρωτήν. 19 Ὁ λόγος λοιπὸν καὶ ἡ αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν κρίνονται καὶ καταδικάζονται οἱ ἄπιστοι, εἶναι οὗτος, ὅτι τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι ἐπροτίμησαν τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ ὄχι τὸ φῶς. Καὶ ἔκαμαν τὴν προτίμησιν αὐτήν, διότι ἦσαν πονηρὰ τὰ ἔργα τους. 20 Διότι καθένας, ποὺ ἐπιμένει νὰ πράττῃ ἔργα πονηρὰ καὶ κακά, δὲν ἀδιαφορεῖ ἁπλῶς, ἀλλ’ ἀποστρέφεται τὸ φῶς καὶ δὲν ἔρχεται εἰς τὸ φῶς, διὰ νὰ μὴ γίνῃ φανερὰ ἡ ἀσχημία καὶ ἡ φαυλότης τῶν ἔργων του καὶ προκληθῇ οὕτως ἡ ἀποδοκιμασία του καὶ ἡ ἐξέγερσις τῆς συνειδήσεώς του. 21 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πράττει τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐπιβάλλει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀλήθεια, ὅπως ἀλήθεια εἶναι καὶ αὐτὸς ὁ Θεός, ἔρχεται κοντὰ εἰς τὸ φῶς καὶ πλησιάζει εἰς τὸν Ἰησοῦν παραδιδόμενος εἰς αὐτὸν μετὰ πάσης ἐμπιστοσύνης. Πράττει δὲ τοῦτο, διότι θέλει νὰ γίνῃ φανερὰ ἡ ποιότης καὶ ἡ ἠθικὴ ἀξία τῶν ἔργων του, διὰ νὰ βεβαιωθῇ ἔτσι καὶ αὐτὸς καὶ πληροφορηθῇ ἡ συνείδησίς του, ὅτι τὰ ἔργα αὐτὰ ἔχουν γίνει σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Γ´ 16 - 21


16 Διότι τόσον πολύ ηγάπησεν ο Θεός τον βυθισμένον εις τας αμαρτίας κόσμον, ώστε παρέδωκεν εις σταυρικόν θάνατον τον μονογενή του Υιόν· δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κάθε ένας που θα πιστεύη εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον. 17 Διότι δεν έστειλεν ο Θεός τον Υιόν του στον κόσμον δια να κρίνη και καταδικάση τον κόσμον, αλλά δια να σωθή ο κόσμος με την θυσίαν αυτού. 18 Καθε ένας που πιστεύει εις αυτόν, εις οποιοδήποτε έθνος και αν ανήκη, δεν καταδικάζεται. Οποιος όμως δεν πιστεύει, έχει καταδικασθή από τώρα, ακριβώς διότι δεν επίστεψε στο όνομα του μονογενούς Υιού του Θεού, και με την απιστίαν του απέκλεισεν αυτός μόνος τον εαυτόν του από την σωτηρίαν. 19 Αυτή δε είναι και η αιτία της καταδίκης των απίστων· ότι δηλαδή το φως, ο Υιός του Θεού, ήλθεν στον κόσμον, αλλά οι άνθρωποι ηγάπησαν και έδωσαν μάλλον την καρδιά τους στο σκοτάδι και όχι στο φως. Και τούτο, διότι τα έργα των ήσαν πονηρά. 20 Διότι κάθε ένας που αμετανοήτως πράττει έργα κακά και διεστραμμένα, αντιπαθεί και αποστρέφεται το φως και δεν έρχεται στο φως, δια να μη φανερωθούν τα φαύλα έργα του. 21 Καθένας δε που ζη και πράττει σύμφωνα με την αλήθειαν του Θεού, έρχεται στο φως, πλησιάζει με εμπιστοσύνην στον Κυριον Ιησούν, δια να φανερωθή η ποιότης και η αξία των έργων του, να πληροφορηθή δε και ο ίδιος ότι πράγματι αυτά έχουν γίνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα