❌
Κυριακή, 01 Σεπτεμβρίου 2024

Αρχή της Ινδίκτου, Αγίες Τεσσαράκοντα Παρθένες και Ασκήτριες και Αμμούν ο διδάσκαλος αυτών, Όσιος Συμεών ο Στυλίτης, Όσιος Μελέτιος ο νέος που ασκήτευσε στο όρος της Μυουπόλεως
† ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄. † Ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου, ἤ τοι τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους· Ἰησοῦ τοῦ Ναυή (1440 π.Χ.), Ἀμμοὺν διακόνου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ 40 γυναικῶν μαρτύρων· Καλλίστης, Εὐόδου καὶ Ἑρμογένους τῶν αὐταδέλφων μαρτύρων· Συμεὼν στυλίτου (†459). Μελετίου ὁσίου.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' Β´ 1 - 7


1 Παρακαλῶ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, 2 ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι. 3 τοῦτο γὰρ καλὸν καὶ ἀπόδεκτον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, 4 ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. 5 εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς, 6 ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων, τὸ μαρτύριον καιροῖς ἰδίοις, 7 εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κῆρυξ καὶ ἀπόστολος, - ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, - διδάσκαλος ἐθνῶν ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ.

ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' Β´ 1 - 7


1 Αφοῦ δὲ σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω ὀφείλομεν νὰ ἀγαπῶμεν ὅλους καὶ ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθε νὰ σώσῃ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, λοιπόν, καὶ ἑγὼ προτρέπω καὶ σέ, ὦ Τιμόθεε, καὶ τοὺς λοιποὺς ἀδελφοὺς πρῶτον ἀπὸ ὅλα να κάνετε δεήσεις, προσευχάς, παρακλήσεις, εὐχαριστίας δι’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, 2 διὰ τοὺς βασιλεῖς καὶ δι’ ὅλους ὅσοι ἔχουν ἀξίωμα καὶ θέσιν ἀνωτέραν, διὰ νὰ τοὺς φωτίζῃ καὶ τοὺς κραταιώνῃ ὁ Θεός, ὅπως ἐξασφαλίζουν τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν πολιτῶν, ὥστε νὰ περνῶμεν καὶ ἡμεῖς βίον ἤρεμον καὶ ἥσυχον μὲ πᾶσαν εὐσέβειαν καὶ σεμνότητα. 3 Διότι τοῦτο, ἤτοι τὸ νὰ προσευχώμεθα δι’ ὅλους, εἶναι καλὸν καὶ εὐάρεστον ἐνώπιον τοῦ σωτῆρος μας Θεοῦ. 4 Καὶ εἶναι τοῦτο εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν, διότι αὐτὸς θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ διὰ τῆς πίστεως νὰ λάβουν πλήρη γνῶσιν τῆς ἀληθείας. 5 Θέλει δὲ τὴν σωτηρίαν ὅλων, διότι ἕνας καὶ μόνος εἶναι Θεός, Θεὸς ὅλων, ὄχι ὡρισμένου μόνον ἔθνους Θεός· ἕνας εἶναι καὶ μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ἔγινεν ἄνθρωπος, 6 καὶ ἔδωκε τὸν ἑαυτόν του λύτρον διὰ νὰ ἑξαγοράσῃ ὅλους. Διὰ τὸ γεγονὸς δὲ αὐτὸ τῆς ἑξαγορᾶς μᾶς κάνει λόγον ἡ μαρτυρία, ἡ ὁποία καὶ ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς Ἀποστόλους δίδεται, Ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἐδόθη ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἐπεσφραγίσθη εἰς τοὺς ὡρισμένους ὑπὸ τῆς θείας Προνοίας καιροὺς μὲ τὸν θάνατόν του. 7 Διὰ τὴν μαρτυρίαν αὐτὴν ἀνεδείχθην καὶ ὡρίσθην ἀπὸ τὸν Θεόν κῆρυξ καὶ Ἀπόστολος ἐγώ. Λέγω ἀλήθειαν, ὅπως μοῦ τὸ ἐπιβάλλει ἡ μετὰ τοῦ Χριστοῦ κοινωνία μου· δὲν ψεύδομαι. Ἐτάχθην νὰ εἶμαι διδάσκαλος τῶν ἐθνικῶν ἐν τῇ πίστει καὶ τῇ ἀληθείᾳ.

ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' Β´ 1 - 7


1 Σας παρακαλώ, λοιπόν, και σας προτρέπω πρώτον από όλα να κάμνετε δεήσεις, προσευχάς, παρακλήσεις, ευχαριστίας δι' όλους τους ανθρώπους, 2 δια τους βασιλείς και δι' όλους εκείνους που κατέχουν αξιώματα και θέσεις μέσα εις την κοινωνίαν, ώστε να τους φωτίζη ο Θεός να κυβερνούν με σύνεσιν, δια να διερχώμεθα τον βίον μας ειρηνικόν και ήσυχον με κάθε ευσέβειαν και σεμνότητα. 3 Διότι το να προσευχώμεθα δια την πρόοδον και την σωτηρίαν των άλλων, αυτό είναι καλόν, ευάρεστον και ευπρόσδεκτον ενώπιον του Σωτήρος ημών Θεού, 4 ο οποίος θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, να προχωρήσουν και να λάβουν πλήρη και καθαράν γνώσιν της αληθείας (δια να βαδίσουν ανεπηρέαστοι από τας πλάνας στον δρόμον της σωτηρίας). 5 Διότι ένας είναι ο Θεός, Θεός όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, ένας είναι και ο μεσίτης ματαξύ του Θεού και των ανθρώπων, ο Ιησούς Χριστός, ο υιός του Θεού, που έγινεν άνθρωπος 6 και έδωκε τον εαυτόν του λύτρον δια την εξαγοράν και απολύτρωσιν όλων από την δουλείαν και τον θάνατον της αμαρτίας, γεγονός το οποίον επεμαρτυρήθη και επεβεβαιώθη από αυτόν τον ίδιον στους καθωρισμένους από τον Θεόν καιρούς. 7 Δι' αυτήν δε την μαρτυρίαν και διακήρυξιν έχω κληθή και τεθή από τον Θεόν κήρυξ και απόστολος-σας λέγω την αλήθειαν ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι-διδάσκαλος των εθνικών, δια να τους φανερώσω την πίστιν και την αλήθειαν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 16 - 22


16 Καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, οὗ ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθεν κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη ἀναγνῶναι. 17 καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον Ἡσαΐου τοῦ προφήτου, καὶ ἀναπτύξας τὸ βιβλίον εὗρεν τὸν τόπον οὗ ἦν γεγραμμένον· 18 Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, 19 κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν. 20 καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε· καὶ πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ. 21 ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς ὅτι Σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν. 22 καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς Ἰωσὴφ ;

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 16 - 22


16 Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, ἐκεῖ ὅπου εἶχεν ἀνατραφῇ καὶ εἶχε μεγαλώσει. Καὶ ὅπως ἐσυνήθιζε καὶ ἀπὸ προτήτερα, ἐμβῆκε κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν θέσιν του διὰ νὰ ἀναγνώσῃ προφητικὴν περικοπὴν ἀπὸ τὴν Βίβλον. 17 Καὶ παρεδόθη εἰς αὐτὸν τὸ βιβλίον τοῦ προφήτου Ἡσαΐου καὶ ἀφοῦ ἐξεδίπλωσε τὸ βιβλίον, ποὺ ἦτο τυλιγμένον εἰς σχῆμα κυλίνδρου, εὗρε τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅπου ἦτο γραμμένον· 18 Πνεῦμα Κυρίου μένει καὶ ἐπαναπαύεται εἰς ἐμὲ τὸν Μεσσίαν, διὰ νὰ συνεργάζεται μαζί μου εἰς τὸ σωτηριῶδες ἔργον μου. Καὶ μένει τὸ Πνεῦμα τοῦτο εἰς ἐμέ, διότι ὁ Κύριος μὲ ἔχρισεν ὡς ἄνθρωπον καὶ μὲ ἀπέστειλε νὰ κηρύξω τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας εἰς ἐκείνους, ποὺ στεροῦνται τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι πνευματικῶς πτωχοὶ καὶ εἰς ἀθλίαν κατάστασιν. Μὲ ἔστειλε νὰ ἰατρεύσω ἐκείνους, τῶν ὁποίων ἡ καρδία ἔχει συντριβῆ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. 19 Μὲ ἔστειλε νὰ κηρύξω ἄφεσιν καὶ ἐλευθερίαν εἰς τοὺς δούλους καὶ αἱχμαλώτους τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ χαρίσω ἀνάβλεψιν εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔχουν τυφλωμένον τὸν νοῦν ἀπὸ τὸν σκοτισμὸν τῶν παθῶν. Μὲ ἔστειλε νὰ ἀπολύσω καὶ νὰ στείλω ἐλευθέρους ἀπὸ κάθε ἐνοχὴν ἐκείνους, ποὺ ἔχουν καταπληγωθῇ καὶ συντριβῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Μὲ ἔστειλε νὰ κηρύξω καὶ νὰ ἀναγγείλω τὴν ἔναρξιν τῆς νέας περιόδου, ἡ ὁποία εἶναι ἀρεστὴ εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐπιθυμητὴ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διότι κατ’ αὐτὴν πραγματοποιεῖται ὑπὸ τοῦ Μεσσίου ἡ περὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων βουλὴ τοῦ Θεοῦ. 20 Καὶ ἀφοῦ ἐτύλιξε τὸ βιβλίον, τὸ ἔδωσε πάλιν εἰς τὸν ὑπηρέτην τῆς συναγωγῆς καὶ ἐκάθισε διὰ νὰ ἐξηγήσῃ καὶ ἀναπτύξῃ τὴν ἀναγνωσθεῖσαν περικοπήν. Τὰ μάτια δὲ ὅλων, ὅσοι ἦσαν εἰς τὴν συναγωγήν, εἶχον στραφῆ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον καὶ προσοχὴν εἰς αὐτόν. 21 Εἴρχισε δὲ νὰ λέγῃ εἰς αὐτούς, ὅτι σήμερον ἐπραγματοποιήθη καὶ ἐπηλήθευσεν ἡ προφητεία αὐτὴ διὰ τοῦ κηρύγματος, ποὺ ἀκούεται τὴν στιγμὴν αὐτὴν εἰς τὰ αὐτιά σας. 22 Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἤκουσαν τὴν ἐξήγησιν τῆς προφητείας, ποὺ ἐν συνεχείᾳ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, ἔδιδαν μαρτυρίαν περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἐκήρυξε λαμπρῶς καὶ εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν διὰ τὰ γεμᾶτα θείαν χάριν καὶ γλυκύτητα λόγια, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του. Καὶ ἔλεγαν· Περίεργον! Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ ἕως χθὲς εἰργάζετο σὰν ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς;

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Δ´ 16 - 22


16 Και ήλθεν εις την Ναζαρέτ όπου είχε ανατραφή και εισήλθε, όπως εσυνήθιζε, κατά την ημέραν του Σαββάτου εις την συναγωγήν, και εσηκώθη από την θέσιν του, δια να αναγνώση περικοπήν από την Βιβλον. 17 Και εδόθη εις τα χέρια του το βιβλίον του προφήτου Ησαΐου και αφού εξεδίπλωσε το βιβλίον, ευρήκε το μέρος εκείνο, που ήσαν γραμμένα τα εξής· 18 “Πνεύμα Κυρίου μένει εις εμέ, διότι με αυτό με έχρισεν ο Κυριος ως άνθρωπον και με έστειλε να κηρύξω στους πτωχούς και γυμνούς από πίστιν ανθρώπους το χαρμόσυνον μήνυμα της λυτρώσεως, να θεραπεύσω αυτούς των οποίων η καρδία έχει συντριβή από το βάρος της αμαρτίας. 19 Να κηρύξω στους δούλους της αμαρτίας την άφεσιν και την απελευθέρωσιν, να χαρίσω ανάβλεψιν εις εκείνους που έχουν σκοτισμένον και τυφλωμένον τον νου από τα πάθη της αμαρτίας, να στείλω υγιείς και ελευθέρους από κάθε ενοχήν εκείνους, που έχουν καταπληγωθή και συντριβή από την αμαρτίαν· με έστειλε να κηρύξω στους ανθρώπους την αρχήν νέας εποχής, η οποία θα είναι ευχαρίστως δεκτή από τον Θεόν, ποθητή δε και χαρμόσυνος δια τους ανθρώπους”. 20 Και αφού ετύλιξεν το βιβλίον εις σχήμα κυλίνδρου, το παρέδωσε στον υπηρέτην και εκάθισε. Τα βλέματα δε όλων αυτών, που ευρίσκοντο εις την συναγωγήν, ήσαν προσηλωμένα με μεγάλην προσοχήν εις αυτόν. 21 Ηρχισεν δε να λέγη εις αυτούς ότι “σήμερον, με όσα την στιγμήν αυτήν ακούουν τα αυτιά σας, έχει εκπληρωθή και επαληθεύσει αυτή η προφητεία”. 22 Και όλοι επεβεβαίωναν δι' αυτόν, ότι εκήρυττε με πολλήν δύναμιν και εθαύμαζαν δια τα λόγια τα γεμάτα χάριν, που έβγαιναν από το στόμα του και έλεγαν· “δεν είναι αυτός ο υιός του γνωστού μας Ιωσήφ, ο μαραγκός;”

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος α´ - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. 2 ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. 3 λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ· Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. 4 πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. 5 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Παιδία, μή τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Οὔ. 6 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. 7 λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, τῷ Πέτρῳ· Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνός· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν· 8 οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ’ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. 9 ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον. 10 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. 11 ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν σὺ τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. 13 ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον καὶ δίδωσιν αὐτοῖς καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. 14 Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος α´ - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσε τὸν ἑαυτόν του πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του εἰς τὴν λίμνην τῆς Τιβεριάδος. Τὸν ἐφανέρωσε δὲ κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. 2 Ἦσαν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος, καὶ ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἐλέγετο Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναήλ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. 3 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Σίμων Πέτρος· Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Λέγουν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Ἐρχόμεθα καὶ μεῖς μαζί σου. Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά των πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ ἐμβῆκαν ἀμέσως εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἤρχισαν νὰ ψαρεύουν. Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν νύκτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν δὲ πλέον ἔγινε πρωΐ, ἐστάθη ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθηταὶ ὅμως δὲν ἀντελήφθησαν, ὅτι αὐτός, ποὺ ἐστέκετο, ἦτο ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦτο λοιπὸν ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάγι; Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν· Ὄχι. 6 Ἐκεῖνος δὲ τότε εἶπε πρὸς αὐτούς· Ρίψατε τὸ δίκτυον εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ εὕρετε. Ἔρριψαν λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὴν σύστασιν αὐτὴν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τραβήξουν ἐπάνω τὸ δίκτυον ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν, ποὺ εἶχε πιάσει. 7 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴν ἐπιτυχίαν, λέγει ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, εἰς τὸν Πέτρον· Αὐτός, ποὺ τὸν ἐνομίσαμεν ὡς ξένον, εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ἐκεῖ ἦτο ὁ Κύριος, ἐφόρεσε βιαστικὰ καὶ ἐζώσθη τὸν ἐργατικὸν σάκκον του, διότι μέχι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦτο σχεδὸν γυμνός· καὶ ὁρμητικός, καθὼς ἦτο, ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ συναντήσῃ τὸ συντομώτερον τὸν Διδάσκαλον. 8 Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ ὅμως ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰησοῦν μὲ τὸ πλοιάριον· διότι δὲν ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τὴν ξηράν, ἀλλ’ ἀπεῖχον περίπου διακόσιες πήχεις. Καὶ ἦλθαν σύροντες τὸ γεμᾶτον ἀπὸ τὰ συλληφθέντα ψάρια δίκτυον. 9 Εὐθὺς λοιπὸν ὡς ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν ξηράν, κάθυγροι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμον κατὰ γῆς σωρὸν ἀπὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸν ἕνα ψάρι καὶ χωριστὰ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἕνα ἄρτον. Ηὗραν δηλαδὴ φωτιά, διὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ ξηρανθοῦν τὰ ἐνδύματά των, καὶ φαγητὸν διὰ τὸ πρωϊνόν τους. 10 Καὶ διὰ νὰ συμπληρωθῇ τὸ πρωϊνὸν αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸ προϊὸν τοῦ κόπου των, λέει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Φέρετε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια, ποὺ ἐπιάσατε τώρα. 11 Ἐπειδὴ δὲ τὸ δίκτυον ἦτο ἀκόμη μέσα εἰς τὴν λίμνην καὶ ἕνεκα τοῦ βάρους του ἦτο δύσκολον νὰ τραβηχθῇ, ἀνέβη ὁ Σίμων Πέτρος ὡς ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐτράβηξε τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηράν, γεμᾶτον ἀπὸ ψάρια μεγάλα ἑκατὸν πεντήκοντα τρία. Καίτοι δὲ ἦσαν τόσον πολλὰ τὰ ψάρια, δὲν ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἔλθετε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωϊνόν σας. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν ἐξετάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ· Ποῖος εἶσαι σύ; Διότι ἤξευραν, ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ συνεπῶς ᾐσθάνοντο ἀπέναντι τοῦ φόβον καὶ βαθὺν σεβασμόν. 13 Ἀφοῦ λοιπὸν κατόπιν τῆς προσκλήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθηταὶ νὰ φάγουν, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει εἰς τὰς χεῖρας του τὸν ἄρτον καὶ ἐμοίρασε τοῦτον εἰς αὐτούς, ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ὀψάριον. 14 Αὐτὴ ἦτο ἡ τρίτη φορὰ ἕως τότε, ποὺ ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς εἰς συναθροισμένους τοὺς μαθητάς του, ἀφ’ ὅτου ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος α´ - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Επειτα από αυτά, εφανέρωσε τον ευατόν του πάλιν ο Ιησούς κοντά εις την λίμνην της Τιβεριάδος· εφανερώθηκε δε ως εξής· 2 Ησαν μαζή ο Σιμων Πετρος και ο Θωμάς, που ελέγετο Διδυμος, και ο Ναθαναήλ, που κατήγετο από την Κανά της Γαλιλαίας, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητάς του. 3 Λεγει εις αυτούς ο Σιμων Πετρος· “πηγαίνω να ψαρέψω”. Λεγουν εις αυτόν και εκείνοι· “ερχόμαστε και ημείς μαζή σου”. Εβγήκαν, λοιπόν, προς την θάλασσαν, εμπήκαν αμέσως στο πλοίον και ήρχισαν να ρίπτουν τα δίκτυα. Εκείνη όμως την νύκτα δεν έπιασαν τίποτε. 4 Οταν δε πλέον έγινε πρωϊ, εστάθηκεν ο Ιησούς εις την παραλίαν. Οι μαθηταί όμως δεν αντελήφθησαν ότι αυτός είναι ο Ιησούς. 5 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς σαν άγνωστος διαβάτης και με την συνηθισμένην τότε οικειότητα μεταξύ των ανθρώπων, “παιδιά, μήπως έχετε κανένα ψάρι για προσφάγι;” Του απήντησαν· “όχι· δεν έχομεν τίποτε”. 6 Εκείνος τότε τους είπε· “ρίξτε το δίκτυ εις τα δεξιά μέρη του πλοίου και θα βρήτε ψάρια”. Ερριξαν τότε το δίκτυ και επιασαν τόσον πολλά, ώστε δεν ημπόρεσαν πλέον να σηκώσουν το δίκτυον και να το τραβήξουν επάνω στο πλοίον από το πλήθος των ψαριών. 7 Ο μαθητής εκείνος, τον οποίον αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς, εθυμήθηκε τότε και άλλην, προ τριών ετών, θαυμαστήν αλιείαν πλήθους ψαριών και λέγει στον Πετρον· “αυτός είναι ο Κυριος”. Οταν, λοιπόν, ο Σιμων Πετρος ήκουσε ότι αυτός που στέκεται εκεί είναι ο Κυριος, έρριξε επάνω του και εζώστηκε τον επενδύτην. Διότι ήτο σχεδόν γυμνός κατά τας ώρας του ψαρέματος. Ερρίφθη εις την θάλασσαν, δια να έλθη όσον ημπορούσε συντομώτερα προς τον Κυριον. 8 Οι άλλοι όμως μαθηταί ήλθαν με το πλοιάριον, διότι δεν απείχαν πολύ από την ξηράν, αλλά περίπου διακόσιες πήχες, δηλαδή εκατό περίπου μέτρα. Και ήλθαν σύροντες το δίκτυ, που ήτο γεμάτο ψάρια. 9 Αμέσως δε μόλις εβγήκαν εις την ξηράν, βρεγμένοι και πεινασμένοι, βλέπουν αναμμένα κάρβουνα σωρόν και επάνω εις αυτά ψάρι και κοντά εις την φωτιά ψωμί. 10 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “φέρτε και από τα ψάρια, που επιάσατε τώρα”. 11 Ανέβηκε ο Σιμων Πετρος στο πλοιάριον και ετράβηξε εις την ξηράν το δίκτυ, γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ τόσον πολλά και μεγάλα ήσαν τα ψάρια, δεν εσχίσθηκε το δίκτυον. 12 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ελάτε τώρα να φάτε το πρωϊνό σας φαγητό”. Κανείς δε από τους μαθητάς δεν ετολμούσε να τον εξετάση και να τον ερωτήση, ποιός είσαι συ, διότι όλοι εγνώριζαν πολύ καλά ότι αυτός είναι ο Κυριος. 13 Ερχεται λοιπόν ο Ιησούς και παίρνει το ψωμί εις τα χέρια του και τους το εμοίρασε, επίσης δε και το ψάρι. 14 Αυτή ήτο η τρίτη φορά, που εφανερώθηκε ο Ιησούς εις συγκεντρωμένους μαθητάς του, από την ημέραν που ανεστήθη εκ νεκρών.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος