Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΩΣ δὲ ἤκουσαν οἱ βασιλεῖς τῶν ᾿Αμορραίων οἱ ἐν τῷ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, οἱ ἐν τῇ ὀρεινῇ καὶ οἱ ἐν τῇ πεδινῇ καὶ οἱ ἐν πάσῃ τῇ παραλίᾳ τῆς θαλάσσης τῆς μεγάλης καὶ οἱ πρὸς τῷ ᾿Αντιλιβάνῳ καὶ οἱ Χετταῖοι καὶ οἱ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι καὶ οἱ Εὐαῖοι καὶ οἱ ᾿Αμορραῖοι καὶ οἱ Γεργεσαῖοι καὶ οἱ ᾿Ιεβουσαῖοι, 1 Οταν δε επληροφορήθησαν τα γεγονότα αυτά οι βασιλείς των Αμορραίων που ευρίσκοντο εις την ορεινήν και πεδινήν περιοχήν δυτικύς του Ιορδάνου, και όσοι κατοικούσαν εις όλην την παραλίαν της μεγάλης θαλάσσης, της Μεσογείου, και οι προς τα μέρη του Αντιλιβάνου, όπως επίσης οι Χετταίοι και οι Χαναναίοι και οι Φερεζαίοι, οι Ευαίοι, οι Αμορραίοι, οι Γεργεσαίοι και οι Ιεβουσαίοι, 1 Καὶ ὅταν ἐπληροφορήθησαν τὶς νίκες τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὴν ὁλοσχερῆ καταστροφὴν τῆς Ἱεριχοῦς καὶ τῆς Γαὶ οἱ βασιλεῖς τῶν Ἀμορραίων, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὰ δυτικὰ τοῦ Ἰορδάνη, ὅσοι ἑκατοικοῦσαν εἰς τὰ ὅρη (Ἰούδα καὶ Ἐφραίμ) καὶ εἰς τὶς πεδιάδες (νοτιοδυτικὰ τῆς Παλαιστίνης) καὶ κατὰ μῆκος τῆς παραλίας τῆς μεγάλης θαλάσσης (τῆς Μεσογείου θαλάσσης) καὶ ὅσοι ἐκατοικοῦσαν (πρὸς βορρᾶν) εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ Ἀντιλιβάνου, καθὼς ἐπίσης οἱ Χετταῖοι καὶ οἱ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι καὶ οἱ Εὐαῖοι καὶ οἱ Ἀμορραῖοι καὶ οἱ Γεργεσαῖοι καὶ οἱ Ἰεβουσαῖοι,
2 συνήλθοσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐκπολεμῆσαι ᾿Ιησοῦν καὶ ᾿Ισραὴλ ἅμα πάντες. Τότε ᾠκοδόμησεν ᾿Ιησοῦς θυσιαστήριον Κυρίῳ τῷ Θεῷ᾿Ισραὴλ ἐν ὄρει Γαιβάλ, καθότι ἐνετείλατο Μωυσῆς ὁ θεράπων Κυρίου τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, καθὰ γέγραπται ἐν τῷ νόμῳ Μωυσῆ, θυσιαστήριον λίθων ὁλοκλήρων, ἐφ' οὓς οὐκ ἐπεβλήθη σίδηρος, καὶ ἀνεβίβασεν ἐκεῖ ὁλοκαυτώματα Κυρίῳ καὶ θυσίαν σωτηρίου. καὶ ἔγραψεν ᾿Ιησοῦς ἐπὶ τῶν λίθων τὸ δευτερονόμιον, νόμον Μωυσῆ, ὃν ἔγραψεν ἐνώπιον τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ καὶ οἱ πρεσβύτεροι αὐτῶν καὶ οἱ δικασταὶ καὶ οἱ γραμματεῖς αὐτῶν παρεπορεύοντο ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κιβωτοῦ ἀπέναντι, καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται ᾖραν τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου, καὶ ὁ προσήλυτος καὶ ὁ αὐτόχθων, οἳ ἦσαν ἥμισυ πλησίον ὄρους Γαριζίν, καὶ οἳ ἦσαν ἥμισυ πλησίον ὄρους Γαιβάλ, καθότι ἐνετείλατο Μωυσῆς ὁ θεράπων Κυρίου εὐλογῆσαι τὸν λαὸν ἐν πρώτοις. καὶ μετὰ ταῦτα οὕτως ἀνέγνω ᾿Ιησοῦς πάντα τὰ ρήματα τοῦ νόμου τούτου, τὰς εὐλογίας καὶ τὰς κατάρας, κατὰ πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωυσῆ· οὐκ ἦν ρῆμα ἀπὸ πάντων ὧν ἐνετείλατο Μωυσῆς τῷ ᾿Ιησοῖ, ὃ οὐκ ἀνέγνω ᾿Ιησοῦς εἰς τὰ ὦτα πάσης ἐκκλησίας υἱῶν ᾿Ισραήλ, τοῖς ἀνδράσι καὶ ταῖς γυναιξὶ καὶ τοῖς παιδίοις καὶ τοῖς προσηλύτοις τοῖς προσπορευομένοις τῷ ᾿Ισραήλ. 2 συνεκεντρώθησαν όλοι συγχρόνως επί το αυτό, δια να πολεμήσουν μαζή τον Ιησούν και τον ίσραηλιτικόν λαόν. Τοτε ο Ιησούς έκτισε θυσιαστήριον στο όρος Γαιβάλ, προς τιμήν και λατρείαν Κυρίου του Θεού του Ισραήλ, όπως ο Μωϋσής, ο δούλος του Κυρίου, είχε δώσει εντολήν στους Ισραηλίτας, σύμφωνα με όσα έχουν γραφή στον Νομον του Μωϋσή, να κτισθή δηλαδή θυσιαστήριον από ακατεργάστους λίθους,επί των οποίων δεν εκτύπησε και δεν ειργάσθη σιδηρούν εργαλείον. Ο Ιησούς εθυσίασεν εκεί ολοκαυτώματα εις τιμήν του Κυρίου και ευχαριστήριον θυσίαν δια την σωτηρίαν των. Εχάραξε δε επάνω στους λίθους το Δευτερονόμιον, τον νόμον του Μωϋσή, τον οποίον αυτός είχε γράψει εμπρός στους Ισραηλίτας. Ολος ο ισραηλιτικός λαός, οι πρεσβύτεροι, οι δικασταί και οι γραμματείς αυτών επορεύοντο από το ένα και από το άλλο μέρος της Κιβωτού και απέναντι. Οι δε ιερείς και οι Λευίται μετέφεραν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου. Οι ξένοι και οι Ισραηλίται, ήσαν οι μισοί από αυτούς πλησίον του όρους Γαριζίν και οι άλλοι μισοί πλησίον του όρους Γαιβάλ, όπως είχε διατάξει προηγουμένως ο Μωϋσής ο υπηρέτης του Θεού, δια να ευλογηθή ο λαός κατά πρώτον. Μετά ταύτα ανέγνωσε μεγαλοφώνως ο Ιησούς όλους τους λόγους του Νομου τούτου, τας ευλογίας δηλαδή και τας κατάρας, όπως ακριβώς ήσαν γραμμένα στον Νομον του Μωϋσή. Δεν υπήρξε κανένας λόγος, από όσους διέταξεν ο Μωϋσής στον Ιησούν, τον οποίον να μη ανέγνωσεν ο Ιησούς εις επήκοον όλης της συγκεντρώσεως των Ισραηλιτών, στους άνδρας και τας γυναίκας και τα παιδία και τους ξένους, οι οποίοι συνεβάδιζαν με τους Ισραηλίτας. 2 ἑνώθηκαν ταυτοχρόνως καὶ ἐσυμμάχησαν ὅλοι μαζὶ διὰ νὰ ἐπιτεθοῦν καὶ πολεμήσουν τὸν Ἰησοῦν του Ναυῆ καὶ ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἔκτισε θυσιαστήριον διὰ τὴν λατρείαν Κυρίου τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἐπάνω εἰς τὸ ὅρος Γαιβάλ, ὅπως ὁ Μωϋσῆς, ὁ δοῦλος τοῦ Κυρίου, ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες (σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Νόμου τοῦ Μωϋσῆ) νὰ κτισθῇ θυσιαστήριον ἀπὸ ἀκατέργαστες πέτρες, εἰς τὶς ὁποῖες δὲν ἐχρησιμοποιήθη σιδερένιο ἐργαλεῖο γιὰ νὰ τὶς πελεκήσῃ· ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ἐπρόσφερε εἰς τὸν Κύριον θυσίαν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσίαν διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ λαοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔγραψεν ἐπάνω εἰς τὶς πέτρες τὸ Δευτερονόμιον, τὸν νόμον τοῦ Μωϋσῆ, τὸν ὁποῖον αὐτὸς εἶχε γράψει ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες. Καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ καὶ οἱ δικασταὶ καὶ οἱ γραμματεῖς των ἐπροχώρησαν καὶ ἐπαρακολουθοῦσαν ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μέρος (ἀπὸ τὶς δύο μεριές) τῆς Κιβωτοῦ καὶ ἀπέναντι, ἐνῷ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται ἐκρατοῦσαν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου. Οἱ ἐθνικοί, ποὺ εἶχαν προσελκυσθῆ εἰς τὴν Ἰουδαϊκὴν πίστιν καὶ ἔγιναν προσήλυτοι, καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἦσαν οἱ μισοὶ κοντὰ εἰς τὸ ὅρος Γαριζὶν μὲ τὰ νῶτα γυρισμένα πρὸς τὸ ὅρος, καὶ οἱ ἄλλοι μισοὶ κοντὰ εἰς τὸ ὅρος Γαιβάλ μὲ τὰ νῶτα γυρισμένα πρὸς τὸ ὅρος· (ἔτσι ὅλοι εἶχαν ἐστραμμένον τὸ πρόσωπόν των πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ Λευῖτες, ποὺ ἐκρατοῦσαν τὴν Κιβωτόν)· τοῦτο ἔγινε ὅπως εἶχε διατάξει προηγουμένως ὁ Μωϋσῆς, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ εὐλογηθῇ, ὅταν θὰ ἤρχετο ἡ ὥρα, κατὰ πρῶτον ὁ λαός. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς ἐδιάβασε δυνατὰ ὅλες τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου αὐτοῦ, μὲ ὅλες τὶς εὐλογίες καὶ τὶς κατάρες, ὅπως ἀκριβῶς εἶχαν γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Νόμου τοῦ Μωϋσῆ. Δὲν ἔμεινε καμμία λέξις καὶ κανένας λόγος ἀπὸ ὅλα, ὅσα διέταξεν ὁ Μωυσῆς εἰς τὸν Ἰησοῦν, ποὺ νὰ μὴ τὸν ἐδιάβασε ὁ Ἰησοῦς δυνατά, ὥστε νὰ τὸν ἀκούσῃ ὅλη ἡ συνάθροισις τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἀπετελεῖτο ἀπὸ τοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς ἐθνικούς, ποὺ εἶχαν προσελκυσθῆ εἰς τὴν Ἰουδαϊκὴν πίστιν καὶ ἔγιναν προσήλυτοι, οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
3 Καὶ οἱ κατοικοῦντες Γαβαὼν ἤκουσαν πάντα, ὅσα ἐποίησε Κύριος τῇ ῾Ιεριχὼ καὶ τῇ Γαί. 3 Οι κάτοικοι της Γαβαών επληροφορήθησαν όλα, όσα έκαμεν ο Κυριος εις την Ιεριχώ και την Γαι. 3 Καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Γαβαὼν ἐπληροφορήθησαν ὅλα, ὅσα ἔκαμεν ὁ Κύριος διὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ εἰς τὴν Ἱεριχὼ καὶ τὴν Γαί.
4 καὶ ἐποίησαν καί γε αὐτοὶ μετὰ πανουργίας καὶ ἐλθόντες ἐπεσιτίσαντο καὶ ἡτοιμάσαντο καὶ λαβόντες σάκκους παλαιοὺς ἐπὶ τῶν ὄνων αὐτῶν καὶ ἀσκοὺς οἴνου παλαιοὺς καὶ κατερρωγότας ἀποδεδεμένους, 4 Αυτοί όμως επενόησαν ένα πανούργον τρόπον διαφυγής των. Εξεκίνησαν εις συνάντησιν των Ισραηλιτών, αφού έλαβον προμηθείας δια την πορείαν των. Ελαβον δηλαδή και εφόρτωσαν στους όνους των παλαιούς σάκκους και ασκούς με κρασί παλαιούς, σκισμένους και δεμένους. 4 Αὐτοὶ ὅμως, ἀντίθετα πρὸς τοὺς ἄλλους, δὲν ἐπετέθησαν κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀλλὰ ἐφέρθησαν ἀπέναντί των μὲ ἀπατηλὸν στρατήγημα καὶ πανουργίαν. Ἐπῆγαν πρὸς τοὺς Ἰσραηλῖτες μεταμφιεσμένοι ὡς πρεσβευταὶ μὲ τὸν ἀκόλουθον τρόπον: Ἐπρομηθεύθησαν τρόφιμα καὶ ἐτοίμασαν προμήθειες ταξιδιοῦ καὶ ἐφόρτωσαν παλιὰ σακκιὰ ἐπάνω εἰς τοὺς ὄνους των καὶ ἀσκιὰ μὲ κρασί παλιά, σχισμένα, μπαλωμένα καὶ δεμένα·
5 καὶ τὰ κοῖλα τῶν ὑποδημάτων αὐτῶν, καὶ τὰ σανδάλια αὐτῶν παλαιὰ καὶκαταπεπελματωμένα ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν. καὶ τὰ ἱμάτια αὐτῶν πεπαλαιωμένα ἐπάνω αὐτῶν, καὶ ὁ ἄρτος αὐτῶν τοῦ ἐπισιτισμοῦ ξηρὸς καὶ εὐρωτιῶν καὶ βεβρωμένος. 5 Τα πέλματα των υποδημάτων των και τα υποδήματά των ήσαν παλαιά και μπαλωμένα. Επίσης δε και τα ενδύματα που έφεραν επάνω τους ήσαν παλαιά. Ολο το ψωμί το οποίον έφεραν μαζή των προς διατροφήν των, ήτο ξηρόν, μουχλιασμένον και αποσυντεθειμένον. 5 καὶ ἐφόρεσαν εἰς τὰ πόδια των παπούτσια μὲ σόλες μπαλωμένες καὶ παλιὲς καὶ σανδάλια παλιὰ καὶ φαγωμένα (τριμμένα), καὶ ἐντύθησαν μὲ φορεσιὲς παλιωμένες· τὸ δὲ ψωμί, ποὺ εἶχαν πάρει διὰ τὸ ταξίδι τους, ἦταν κατάξερο, μουχλιασμένο καὶ μισοφαγωμένο (ἢ κατ' ἄλλους: Ἀποσυντεθειμένο).
6 καὶ ἤλθοσαν πρὸς ᾿Ιησοῦν εἰς τὴν παρεμβολὴν ᾿Ισραὴλ εἰς Γάλγαλα καὶ εἶπαν πρὸς ᾿Ιησοῦν καὶ ᾿Ισραήλ· ἐκ γῆς μακρόθεν ἥκαμεν, καὶ νῦν διάθεσθε ἡμῖν διαθήκην. 6 Αυτοί ήλθαν προς τον Ιησούν στο ισραηλιτικόν στρατόπεδον, που ευρίσκετο εις τα Γαλγαλα, και είπον προς αυτόν και τους Ισραηλίτας· “έχομεν έλθει από μακρυνήν χώραν· και τώρα σας παρακαλούμεν συνάψατε συμφωνίαν με ημάς”. 6 Ἔπειτα ἦλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν εἰς τὰ Γάλγαλα, καὶ εἶπαν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς Ἰσραηλῖτες: «Ἤλθαμε ἀπὸ χώραν μακρινή»· δι' αὐτὸ τώρα κάμετε μαζί μας συνθήκην εἰρήνης καὶ συμμαχίαν φιλίας».
7 καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ πρὸς τὸν Χορραῖον· ὅρα μὴ ἐν ἐμοὶ κατοικεῖς, καὶ πῶς σοι διαθῶμαι διαθήκην; 7 Οι Ισραηλίται απήντησαν προς αυτούς, τους Χορραίους· “προσέξατε μήπως μένετε πολύ πλησίον μας. Διότι έτσι πως είναι δυνατόν να συνάψωμεν με σας συμφωνίαν φιλίας;” 7 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἀπάντησαν πρὸς τοὺς Χορραίους (τοὺς κατοίκους τῆς Γαβαών): «Προσέξετε μήπως τυχὸν κατοικεῖτε μεταξύ μας· διότι, ἂν συμβαίνῃ αὐτό, πῶς θὰ συνάψωμεν μαζί σας συνθήκην εἰρήνης καὶ συμμαχίαν φιλίας;».
8 καὶ εἶπαν πρὸς ᾿Ιησοῦν· οἰκέται σού ἐσμεν. καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ᾿Ιησοῦς· πόθεν ἐστὲ καὶ πόθεν παραγεγόνατε; 8 Εκείνοι απήντησαν προς τον Ιησούν· “είμεθα δούλοι σου”. Είπε δε προς αυτούς ο Ιησούς· “από που κατάγεσθε και από που ήλθατε;” 8 Καὶ οἱ Χορραῖοι ἀπάντησαν πρὸς τὸν Ἰησοῦν: «Εἴμαστε δοῦλοι σου». Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε: «Ἀπὸ ποὺ εἶσθε καὶ ἀπὸ ποὺ ἤλθατε;»
9 καὶ εἶπαν· ἐκ γῆς μακρόθεν σφόδρα ἥκασιν οἱ παῖδές σου ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· ἀκηκόαμεν γὰρ τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ ὅσα ἐποίησεν ἐν Αἰγύπτῳ 9 Εκείνοι απήντησαν· “ημείς οι δούλοι σου, έχομεν έλθει από χώραν πολύ μακρυνήν εν ονόματι Κυρίου του Θεού σας. Διότι ηκούσαμεν το όνομά του και όσα θαύματα έκαμεν εις την Αίγυπτον. 9 Αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν: «Ἀπὸ χώραν πολὺ μακρινὴν ἔχομεν φθάσει οἱ δοῦλοι σου διὰ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου· διότι ἔχομεν ἀκούσει τὴν μεγάλην φήμην καὶ τὴν καταπληκτικὴν δύναμιν τοῦ ὀνόματός του καὶ ὅλα τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, ποὺ ἔκαμεν εἰς τὴν Αἴγυπτον,
10 καὶ ὅσα ἐποίησε τοῖς βασιλεῦσι τῶν ᾿Αμορραίων, οἳ ἦσαν πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, τῷ Σηὼν βασιλεῖ τῶν ᾿Αμορραίων καὶ τῷ ῍Ωγ βασιλεῖ τῆς Βασάν, ὃς κατῴκει ἐν ᾿Ασταρὼθ καὶ ἐν ᾿Εδραΐν. 10 Και όσα έκαμεν εναντίον των βασιλέων των Αμορραίων, οι οποίοι ήσαν ανατολικώς πέραν του Ιορδάνου, στον Σηών, τον βασιλέα των Αμορραίων και στον Ωγ, βασιλέα της χώρας Βασάν, ο οποίος κατοικούσε εις τας πόλεις Ασταρώθ και Εδραΐν. 10 καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμεν εἰς τοὺς δύο βασιλεῖς τῶν Ἀμορραίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ Ἰορδάνη· δηλαδὴ εἰς τὸν Σηών, τὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀμορραίων, καὶ εἰς τὸν Ὤγ, τὸν βασιλιᾶ τῆς χώρας Βασάν, ὁ ὁποῖος ἐκατοικοῦσε εἰς τὴν Ἀσταρὼθ καὶ τὴν Ἐδραΐν.
11 καὶ ἀκούσαντες εἶπαν πρὸς ἡμᾶς οἱ πρεσβύτεροι ἡμῶν καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν ἡμῶν λέγοντες· λάβετε ἑαυτοῖς ἐπισιτισμὸν εἰς τὴν ὁδὸν καὶ πορεύθητε εἰς συνάντησιν αὐτῶν καὶ ἐρεῖτε πρὸς αὐτούς· οἰκέται σού ἐσμεν, καὶ νῦν διάθεσθε ἡμῖν τὴν διαθήκην. 11 Πληροφορηθέντες τα γεγονότα αυτά οι πρεσβύτεροι αρχηγοί μας και όλοι οι κάτοικοι της χώρας μας είπαν· Παρέτε μαζή σας τροφοδοσίαν δια τον δρόμον, πηγαίνετε να συναντήσετε τους Ισραηλίτας και θα είπετε προς αυτούς· είμεθα δούλοι σας, κλείσατε μαζή μας συμφωνίαν φιλίας. 11 Ὅταν ἐπληροφορήθησαν τὰ γεγονότα αὐτὰ οἱ πρεσβύτεροι ἀρχηγοί μας καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς χώρας μας μᾶς ἐμίλησαν καὶ μᾶς εἶπαν: «Πάρετε μαζί σας τρόφιμα, προμήθειες διὰ τὸ ταξίδι καὶ πηγαίνετε νὰ συναντήσετε τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ νὰ τοὺς εἰπῆτε· εἴμαστε δοῦλοι σας καὶ δι' αὐτὸ κάμετε τώρα μαζί μας συνθήκην εἰρήνης καὶ συμμαχίαν φιλίας».
12 οὗτοι οἱ ἄρτοι, θερμοὺς ἐφωδιάσθημεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐξήλθομεν παραγενέσθαι πρὸς ὑμᾶς. νῦν δὲ ἐξηράνθησαν καὶ γεγόνασι βεβρωμένοι. 12 Αυτοί οι άρτοι, με τους οποίους εφωδιάσθημεν, ήσαν ζεστοί την ημέραν που εξήλθομεν προς συνάντησίν σας. Τωρα έγιναν ξηροί και μουχλιασμένοι. 12 Αὐτὰ τὰ ψωμιὰ ποὺ βλέπετε, ἦσαν φρέσκα, ζεστά, ὅταν τὰ ἐπήραμε μαζί μας ὡς ἐφόδια τὴν ἡμέραν ποὺ ἐξεκινήσαμε νὰ ἔλθωμεν πρὸς σᾶς· τώρα φῶς, ὕστερα ἀπὸ τόσον μακρινὸ ταξίδι, ἐστέγνωσαν, ἔγιναν κατάξερα, ἐμούχλιασαν καὶ ἔχουν μισοφαγωθῆ (ἢ κατ' ἄλλους: Ἔχουν ἀποσυντεθῆ).
13 καὶ οὗτοι οἱ ἀσκοὶ τοῦ οἴνου, οὓς ἐπλήσαμεν καινούς, καὶ οὗτοι ἐρρώγασι· καὶ τὰ ἱμάτια ἡμῶν καὶ τὰ ὑποδήματα ἡμῶν πεπαλαίωται ἀπὸ τῆς πολλῆς ὁδοῦ σφόδρα. 13 Οι ασκοί αυτοί του οίνου ήσαν καινούργιοι, όταν τους εγεμίσαμεν, και τώρα έχουν σχισθή. Τα ενδύματά μας και τα υποδήματά μας επάληωσαν και εφθάρησαν από την πολύ μακρυνήν πορείαν, που εκάμαμε έως εδώ”. 13 Αὐτὰ τὰ ἀσκιὰ τοῦ κρασιοῦ, ὅταν τὰ ἐγεμίσαμεν, ἦσαν καινούργια· τώρα ὅμως ἐπάλιωσαν, ἐσχίσθησαν. Καὶ τὰ ροῦχα μας καὶ τὰ παπούτσια μας ἔχουν παλιώσει καὶ λειώσει ἀπὸ τὸν πάρα πολὺ μακρινὸν δρόμον, ποὺ ἐπερπατήσαμε, προκειμένου νὰ σᾶς συναντήσωμεν».
20 καὶ ἔλαβον οἱ ἄρχοντες τοῦ ἐπισιτισμοῦ αὐτῶν καὶ Κύριον οὐκ ἐπηρώτησαν. 20 Οι άρχοντες του ισραηλιτικού λαού επήραν από τους άρτους εκείνων (τους είδαν μουχλιασμένους και παρεδέχθησαν ως αληθινήν την ιστορίαν των Γαβαωνιτών) και επροχώρησαν εις σύναψιν συνθήκης, χωρίς να ερωτήσουν τον Κυριον. 14 Καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐπῆραν καὶ ἐγεύθησαν ἀπὸ τὰ τρόφιμα, ποὺ τοὺς παρουσίασαν οἱ Χορραῖοι, καὶ ἔτσι ἐσύναψαν μαζί τους συνθήκην εἰρήνης καὶ φιλίας χωρὶς νὰ συμβουλευθοῦν προηγουμένως τὸν Κύριον.
21 καὶ ἐποίησεν ᾿Ιησοῦς πρὸς αὐτοὺς εἰρήνην καὶ διέθεντο πρὸς αὐτοὺς διαθήκην τοῦ διασῶσαι αὐτούς, καὶ ὤμοσαν αὐτοῖς οἱ ἄρχοντες τῆς συναγωγῆς. 21 Ο Ιησούς έκλεισε με αυτούς ειρήνην και συνήψε μαζή των συνθήκην να σεβασθή την ζωήν των. Οι άρχοντες του λαού ωρκίσθησαν εις αυτούς δια την συμφωνίαν. 15 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔκλεισε μαζί τους συνθήκην εἰρήνης. Μὲ τὴν συνθήκην αὐτὴν τοὺς ὑπέσχετο ὅτι θὰ σεβασθῇ τὴν ζωήν των καὶ δὲν θὰ τοὺς φονεύσῃ, οἱ δὲ ἄρχοντες τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔδωσαν καὶ ὅρκον διὰ τὴν συμφωνίαν αὐτήν.
22 καὶ ἐγένετο μετὰ τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὸ διαθέσθαι πρὸς αὐτοὺς διαθήκην, ἤκουσαν ὅτι ἐγγύθεν αὐτῶν εἰσι, καὶ ὅτι ἐν αὐτοῖς κατοικοῦσι. 22 Μετά τρεις ημέρας αφού συνήφθη η συνθήκη με τους Γαβαωνίτας, επληροφορήθησαν ότι αυτοί ευρίσκοντο πλησίον των, ότι κατοικούν εκεί κοντά των. 16 Συνέβη ὅμως τοῦτο: Τρεῖς ἡμέρες ὕστερα ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ οἱ Ἰσραηλῖται ἔκλεισαν συνθήκην εἰρήνης, ἐπληροφορήθησαν ὅτι οἱ Γαβαωνῖται ἦσαν γείτονές των καὶ ὅτι ἑκατοικοῦσαν μεταξύ των.
23 καὶ ἀπῇραν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ἦλθον εἰς τὰς πόλεις αὐτῶν· αἱ δὲ πόλεις αὐτῶν Γαβαὼν καὶ Κεφιρὰ καὶ Βηρὼθ καὶ πόλεις ᾿Ιαρίν. 23 Οι Ισραηλίται ανεχώρησαν και ήλθαν εις τας πόλεις των Γαβαωνιτών. Αι πόλεις των ήσαν· Η Γαβαών, η Κεφιρά, η Βηρώθ και αι πόλεις Ιαρίν. 17 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἐξεκίνησαν καὶ ἔφθασαν εἰς τὶς πόλεις τῶν Γαβαωνιτῶν· οἱ δὲ πόλεις των ἦσαν ἡ Γαβαών, ἡ Κεφιρά, ἡ Βηρὼθ καὶ οἱ πόλεις Ἰαρίν.
24 καὶ οὐκ ἐμαχέσαντο αὐτοῖς οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ, ὅτι ὤμοσαν αὐτοῖς πάντες οἱ ἄρχοντες Κύριον τὸν Θεὸν ᾿Ισραήλ· καὶ διεγόγγυσαν πᾶσα ἡ συναγωγὴ ἐπὶ τοῖς ἄρχουσι. 24 Οι Ισραηλίται δεν επολέμησαν εναντίον των και δεν τους εφόνευσαν, διότι όλοι οι άρχοντες είχαν δώσει δι' αυτό όρκον εις Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ. Δια τούτο όλον το πλήθος του ισραηλιτικού λαού εγόγγυζαν εναντίον των αρχόντων. 18 Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως δὲν ἐπολέμησαν καὶ δὲν ἐφόνευσαν τοὺς κατοίκους τῶν πόλεων αὐτῶν, διότι ὅλοι οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰσραηλιτῶν ὡρκίσθησαν εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι θὰ σεβασθοῦν τὴν ζωήν των. Διὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐγόγγυσεν ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐναντίον τῶν ἀρχόντων των.
25 καὶ εἶπαν οἱ ἄρχοντες πάσῃ τῇ συναγωγῇ· ἡμεῖς ὠμόσαμεν αὐτοῖς Κύριον τὸν Θεὸν ᾿Ισραὴλ καὶ νῦν οὐ δυνησόμεθα ἅψασθαι αὐτῶν· 25 Είπαν τότε οι άρχοντες εις όλην την συγκέντρωσιν του λαού· “ημείς εδώσαμεν δι' αυτούς όρκον ενώπιον Κυρίου του Θεού των Ισραηλιτών. Εχομεν δεσμευθή και δεν ημπορούμεν να τους εγγίσωμεν. 19 Καὶ οἱ ἄρχοντες εἶπαν εἰς ὅλην τὴν συγκέντρωσιν τῶν Ἰσραηλιτῶν: «Ἔμεῖς ὠρκισθήκαμε δι' αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ· ἐπειδὴ δὲ ἔχομεν δεσμευθῆ, δὲν θὰ ἠμπορέσωμεν τώρα νὰ τοὺς ἐγγίσωμεν διὰ νὰ τοὺς σκοτώσωμεν·
26 τοῦτο ποιήσομεν, ζωγρῆσαι αὐτούς, καὶ περιποιησόμεθα αὐτούς, καὶ οὐκ ἔσται καθ' ἡμῶν ὀργὴ διὰ τὸν ὅρκον, ὃν ὠμόσαμεν αὐτοῖς· 26 Τούτο μόνον θα κάμωμεν. Θα τους αφήσωμεν ζωντανούς, θα σεβασθώμεν την ζωήν των και έτσι δεν θα οργισθή ο Κυριος εναντίον μας, διότι ετηρήσαμεν τον όρκον που εδώσαμεν εις αυτούς. 20 θὰ κάμωμεν ὅμως τοῦτο: Θὰ τοὺς ἀφήσωμεν νὰ ζήσουν, δὲν θὰ τοὺς σκοτώσωμεν. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν δὲν θὰ ἐκσπάσῃ ἐναντίον μας ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ἕνεκα τοῦ ὅρκου, τὸν ὁποῖον ἐδώσαμεν εἰς αὐτούς, ὅτι θὰ σεβασθῶμεν τὴν ζωήν των.
27 ζήσονται καὶ ἔσονται ξυλοκόποι καὶ ὑδροφόροι πάσῃ τῇ συναγωγῇ, καθάπερ εἶπαν αὐτοῖς οἱ ἄρχοντες. 27 Θα ζήσουν λοιπόν αυτοί, θα είναι όμώς ξυλοκόποι και νεροφόροι όλου του Εβραϊκού λαού, όπως είπαν προς αυτούς οι άρχοντες”. 21 Αὐτοὶ θὰ διατηρηθοῦν εἰς τὴν ζωὴν καὶ θὰ εἶναι ξυλοκόποι καὶ νεροφόροι ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὅπως ἀπεφάσισαν δι' αὐτοὺς οἱ ἄρχοντες».
28 καὶ συνεκάλεσεν αὐτοὺς ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· διατί παρελογίσασθέ με λέγοντες, μακρὰν ἀπὸ σοῦ ἐσμεν σφόδρα, ὑμεῖς δὲ ἐγχώριοί ἐστε τῶν κατοικούντων ἐν ἡμῖν; 28 Προσεκάλεσε κατόπιν ο Ιησούς τους Γαβαωνίτας και τους είπε· “διατί με εξηπατήσατε και μου είπατε ότι ανήκετε εις χώραν πολύ μακρυνήν, ενώ σεις είσθε εις την πραγματικότητα εντόπιοι και κατοικείτε εις την περιοχήν μας; 22 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐκάλεσε τοὺς Γαβαωνῖτες καὶ τοὺς εἶπε: «Διατί μὲ ἐξαπατήσατε καὶ μοῦ εἴπατε «εἴμαστε ἀπὸ χώραν πολὺ μακρινὴν ἀπὸ σέ», ἐνῶ εἶσθε πράγματι κάτοικοι τῆς χώρας, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦμεν καὶ ἐμεῖς;
29 καὶ νῦν ἐπικατάρατοί ἐστε· οὐ μὴ ἐκλίπῃ ἐξ ὑμῶν δοῦλος οὐδὲ ξυλοκόπος οὐδὲ ὑδροφόρος ἐμοὶ καὶ τῷ Θεῷ μου. 29 Επικατάρατοι να είσθε τώρα. Ποτέ δεν θα λείψουν από σας δούλοι, ξυλοκόποι και υδροφόροι δι' εμέ και τον Θεόν”. 23 Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ ἐξαπατήσατε, τώρα νὰ εἶσθε καταράμενοι· κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν θὰ παύσῃ νὰ εἶναι δοῦλος εἰς ἐμὲ καὶ τὸν Θεόν μου, ξυλοκόπος καὶ νεροφόρος».
30 καὶ ἀπεκρίθησαν τῷ ᾿Ιησοῖ λέγοντες· ἀνηγγέλη ἡμῖν ὅσα συνέταξε Κύριος ὁ Θεός σου Μωυσῇ τῷ παιδὶ αὐτοῦ, δοῦναι ὑμῖν τὴν γῆν ταύτην καὶ ἐξολοθρεῦσαι ἡμᾶς καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐπ' αὐτῆς πρὸ προσώπου ὑμῶν, καὶ ἐφοβήθημεν σφόδρα περὶ τῶν ψυχῶν ἡμῶν ἀπὸ προσώπου ὑμῶν καὶ ἐποιήσαμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο. 30 Οι Γαβαωνίται απεκρίθησαν στον Ιησούν και είπαν· “ανηγγέλθησαν εις ημάς όλα εκείνα, που διέταξε Κυριος ο Θεός σου στον Μωϋσήν τον δούλον του, ότι δηλαδή θα δώση εις σας την χώραν αυτήν και θα εξολοθρεύση από εμπρός σας όλους ημάς που κατοικούμεν εις αυτήν, και εφοβήθημεν πάρα πολύ από σας δια την ζωήν μας, δια τούτο δε και κατεφύγαμεν εις την πράξιν αυτήν. 24 Οἱ Γαβαωνῖται ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπαν: «Μᾶς ἐπληροφόρησαν ὅλα, ὅσα διέταξε Κύριος ὁ Θεός σου τὸν Μωϋσῆν, τὸν δοῦλον του, ὅτι δηλαδὴ θὰ δώσῃ εἰς σᾶς ὅλην αὐτὴν τὴν χώραν καὶ θὰ ἐξολοθρεύσῃ ὅλους ἐμᾶς καὶ ὅλους, ὅσοι κατοικοῦν εἰς αὐτὴν ἀπὸ τὸν δρόμον σας, καὶ διὰ τοῦτο ἐτρομοκρατηθήκαμε πάρα πολὺ διὰ τὴν ζωήν μᾶς, ὅταν ἐφθάσατε ἐδῶ καὶ εὐρεθήκαμε ἐμπρός σας· διὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἐχρησιμοποιήσαμε τὸ τέχνασμα τοῦτο καὶ ἐνεργήσαμε ἔτσι.
31 καὶ νῦν ἰδοὺ ἡμεῖς ὑποχείριοι ὑμῖν· ὡς ἀρέσκει ὑμῖν καὶ ὡς δοκεῖ ὑμῖν, ποιήσατε ἡμῖν. 31 Και τώρα ιδού, ημείς είμεθα δούλοι σας. Οπως θέλετε και όπως νομίζετε, κάμετε εις ημάς”. 25 Καὶ τώρα νά· εἴμαστε εἰς τὰ χέρια σας, εἰς τὴν ἐξουσίαν σας· ὅπως σᾶς ἀρέσει καὶ ὅπως σᾶς φαίνεται δίκαιον καὶ ὀρθόν, συμπεριφερθῆτε μας».
32 καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς οὕτως· καὶ ἐξείλατο αὐτοὺς ᾿Ιησοῦς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ χειρῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ οὐκ ἀνεῖλον αὐτούς. 32 Οι Ισραηλίται έκαμαν εις αυτούς, όπως είχαν είπει. Ο Ιησούς του Ναυή τους εγλύτωσεν από τα χέρια των Ισραηλιτών και δεν τους εφόνευσαν. 26 Ἔτσι οἱ Ἰσραηλῖται τοὺς συμπεριεφέρθησαν μὲ τὸν τρόπον ποὺ ἀνεφέρθη προηγουμένως. Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐγλύτωσε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Ἰσραηλιτῶν, καὶ ἔτσι δὲν τοὺς ἐφόνευσαν.
33 καὶ κατέστησεν αὐτοὺς ᾿Ιησοῦς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ξυλοκόπους καὶ ὑδροφόρους πάσῃ τῇ συναγωγῇ καὶ τῷ θυσιαστηρίῳ τοῦ Θεοῦ· διὰ τοῦτο ἐγένοντο οἱ κατοικοῦντες Γαβαὼν ξυλοκόποι καὶ ὑδροφόροι τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Θεοῦ ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας, καὶ εἰς τὸν τόπον, ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριος. 33 Αλλά από την ημέραν εκείνην υπεχρέωσεν αυτούς να είναι ξυλοκόποι και νεροφόροι εις όλον τον εβραϊκόν λαόν και στο θυσιαστήριον του Θεού. Δια τούτο έγιναν οι κάτοικοι της Γαβαών ξυλοκόποι και νεροφόροι στο θυσιαστήριον του Θεού, δηλαδή την Σκηνήν του Μαρτυρίου, μέχρι σήμερον, θα είναι δε και βραδύτερον εις ιερόν τόπον, τον οποίον θα εκλέξη ο Κυριος, ως ναόν του. 27 Καὶ ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Ἰησοῦς τοὺς κατέστησε ξυλοκόπους καὶ νεροφόρους εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ εἰς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο οἱ κάτοικοι τῆς Γαβαὼν ἔγιναν ξυλοκόποι καὶ νεροφόροι τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Θεοῦ μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονται τὰ γεγονότα αὐτά· τέτοιοι θὰ εἶναι καὶ ἀργότερα εἰς τὸν ἅγιον τόπον τοῦ ναοῦ, τὸν ὁποῖον θὰ διαλέξῃ καὶ θὰ καθορίσῃ ὁ Κύριος.