Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ὃ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς· 1 Δια τον Υιόν και Λογον του Θεού, ο οποίος υπήρχε προαιωνίως, προ πάσης πνευματικής και υλικής δημιουργίας, τον οποίον ηκούσαμεν με τα αυτιά μας και τον είδαμεν καλά με τα ίδια μας τα μάτια, και είδαμε και ξαναείδαμε πολλές φορές, και αι χείρες μας εψηλάφησαν, δια τον ενυπόστατον Λογον, ο οποίος έχει προαιωνίως την ζωήν και μεταδίδει ζωήν. 1 Εκεῖνο ποὺ ὑπῆρχεν, ὅταν ἤρχισεν ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, τὸ ὁποῖον ἡμεῖς οἰ Ἀπόστολοι μὲ τὰ αὐτιά μας ἠκούσαμεν, τὸ ὁποῖον μὲ τὰ μάτια μας ἔχομεν ἴδει, τὸ ὁποῖον εἴδαμεν καλὰ καὶ αἱ χεῖρες μας ἐψηλάφησαν, θέλω δηλαδὴ νὰ εἴπω περὶ τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔχει μέσα του ζωὴν καὶ τὴν μεταδίδει καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.
2 - καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· - 2 -Και αυτή η ενυπόστατος ζωή έλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εφανερώθη μεταξύ μας και την έχομεν ίδει με τα μάτια μας και δίδομεν επίσημον μαρτυρίαν και σας αναγγέλλομεν την αιωνίαν ζωήν, που υπήρχε πάντοτε πλησίον του Πατρός και εφανερώθη εις ημάς τους Αποστόλους και πολλούς άλλους ανθρώπους. 2 (Καὶ ἡ ἐνυπόστατος ζωὴ ἐνηνθρώπησε καὶ ἐφανερώθη μὲ σάρκα ὡς ἄνθρωπος καὶ ἔχομεν ἴδει μὲ τὰ μάτια μας τὴν ζωὴν αὐτὴν καὶ δίδομεν μαρτυρίαν δι’ αὐτὴν καὶ σᾶς ἀναγγέλλομεν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ποὺ ἀϊδίως ὑπῆρχε πλησίον τοῦ Πατρὸς καὶ ἦτο ἐνωμένη μὲ αὐτὸν καὶ ἐφανερώθη εἰς ἡμᾶς τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς πρώτους μαθητάς).
3 ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 3 Αυτόν, λοιπόν, που έχομεν ίδει και ακούσει, και είμεθα κατά πάντα αξιόπιστοι μάρτυρες, κηρύττομεν εις σας, δια να έχετε μέσω του Χριστού μαζή μας στενόν σύνδεσμον και ενεργόν συμμετοχήν. Αυτή δε η συμμετοχή και ο σύνδεσμος μαζή μας είναι συμμετοχή, επικοινωνία και σύνδεσμος με τον Θεόν Πατέρα και με τον Υιόν αυτού, τον Ιησούν Χριστόν. 3 Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἔχομεν ἴδει καὶ ἀκούσει ὡς αὐτόπται καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες, ἀναγγέλλομεν εἰς σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν τὸ εἴδατε μὲ τὰ σωματικά σας μάτια καὶ δὲν τὸ ἠκούσατε μὲ τὰ σωματικά σας αὐτιά. Καὶ σᾶς ἀναγγέλλομεν τοῦτο διὰ νὰ ἔχετε συμμετοχὴν καὶ στενὸν σύνδεσμον μαζί μας. Ἐκεῖνος δέ, ποὺ ἔχει στενὴν σχέσιν καὶ συμμετοχὴν μαζί μας, ἔχει σχέσιν καὶ κοινωνίαν μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸν Υἱὸν τοῦ Ἰησοῦν Χριστόν.Ὁ στενὸς δηλαδὴ σύνδεσμος τῶν Χριστιανῶν δὲν δημιουργεῖ μόνον στενὴν σχέσιν μεταξύ των, ἀλλὰ καὶ στενὴν σχέσιν καὶ ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Θεὸν καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν.
4 καὶ ταῦτα γράφομεν ἡμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη. 4 Και αυτά σας τα γράφομεν δια να είναι πλήρης και τελεία η χαρά μας, που πηγάζει από αυτήν ακριβώς την στενήν επικοινωνίαν με τον Θεόν, και μεταξύ μας. 4 Καὶ σᾶς γράφομεν αὐτά, διὰ νὰ εἶναι τελεία ἡ χαρά μας, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν στενὸν σύνδεσμον καὶ τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Θεὸν καὶ μεταξύ μας.
5 Καὶ αὕτη ἔστιν ἡ ἐπαγγελία ἣν ἀκηκόαμεν ἀπ’ αὐτοῦ καὶ ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία. 5 Και αυτή είναι η υπόσχεσις, την οποίαν έχομεν ακούσει από αυτόν τον Υιόν και σας αναγγέλλομεν, ότι ο Θεός είναι φως, το απόλυτον φως της απείρου αγιότητος και πάσης τελειότητος και δεν υπάρχει εις αυτόν σκότος ούτε ίχνος σκότους, ουδεμία, ούτε η παραμικροτέρα, κηλίς ατελείας. 5 Διὰ νὰ ὑπάρχῃ ὅμως καὶ νὰ διατηρῆται ἡ ἐπικοινωνία αὐτή, ποὺ τόσην χαρὰν μᾶς φέρει, δὲν πρέπει νὰ ξεχάνετε, ὅτι ἡ ὑπόσχεσις, τὴν ὁποίαν ἔχομεν ἀκούσει ἀπὸ αὐτὸν τὸν Υἱὸν καὶ ἀναγγέλλομεν εἰς σᾶς, εἶναι αὕτη· ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φῶς, ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἁγιότητα καὶ ἀλήθειαν καὶ δὲν ὑπάρχει μέσα του κανένα ἴχνος σκότους ἀγνοίας καὶ ἁμαρτίας.
6 ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ’ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθειαν· 6 Εάν, λοιπόν, είπωμεν ότι έχομεν στενόν σύνδεσμον και επικοινωνίαν με αυτόν, αλλά ζώμεν μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας και της αγνοίας και έχομεν συμπεριφοράν αμαρτωλήν, τότε ψευδόμεθα και ούτε έχομεν ως φρόνημά μας την αλήθειαν ούτε και την τηρούμεν. 6 Ἐὰν λοιπὸν εἴπωμεν, ὅτι ἔχομεν στενὴν σχέσιν καὶ κοινωνίαν μὲ τὸν Θεόν, καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ἡ ἐν γένει συμπεριφορά μας εἶναι σκοτεινὴ καὶ ἁμαρτωλή, ψευδόμεθα καὶ δὲν συμμορφωνόμεθα πρὸς τὴν ἀλήθειαν.
7 ἐὰν δὲ ἐν τῷ φωτὶ περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ’ ἀλλήλων, καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας. 7 Εάν όμως ζώμεν και συμπεριφερώμεθα σύμφωνα με το φως της θείας αληθείας, όπως ζη και υπάρχει πάντοτε μέσα στο απόλυτον ηθικόν φως αυτός ούτος ο Θεός, τότε έχομεν στενήν σχέσιν και κοινωνίαν μεταξύ μας και το αίμα του Ιησού Χριστού, του Υιού του, που εχύθη κατά την σταυρικήν θυσίαν, μας καθαρίζει από κάθε αμαρτίαν. 7 Ἐὰν ὅμως συμπεριφερώμεθα μὲ φωτεινὴν καὶ ἐνάρετον διαγωγήν, ὅπως ζῇ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰς τὸ ἠθικὸν φῶς, ἔχομεν στενὴν σχέσιν καὶ κοινωνίαν μεταξύ μας, καὶ ἡ θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ του μᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν.
8 ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν. 8 Εάν είπωμεν, ότι δεν έχομεν αμαρτίαν, εξαπατώμεν τους εαυτούς μας και η αλήθεια του Θεού δεν υπάρχει μέσα μας. 8 Ἔχομεν δὲ ἀπόλυτον ἀνάγκην τοῦ καθαρισμοῦ τούτου, διότι φέρομεν μέσα μας τὴν ἁμαρτίαν. Ἐὰν εἴπωμεν, ὅτι δὲν ἔχομεν ἁμαρτίαν, πλανῶμεν τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἡ ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει μέσα μας.
9 ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας. 9 Εάν όμως, με αυτογνωσίαν και συναίσθησιν της ενοχής μας, ομολογούμεν τας αμαρτίας μας, είναι αξιόπιστος ο Θεός, δια την τήρησιν της υποσχέσεώς του περί της αφέσεως των αμαρτιών μας, είναι δε και δίκαιος, ώστε βάσει της θυσίας του Υιού του, να συγχωρήση τας αμαρτίας μας και να μας καθαρίση από κάθε αδικίαν. 9 Ἐὰν ὅμως ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας μας μὲ συναίσθησιν τῆς ἐνοχῆς μας, εἶναι ἀξιόπιστος τηρητὴς τῶν ὑποσχέσεών του περὶ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας. Εἶναι δὲ καὶ δίκαιος καὶ ὡς ἒκ τούτου ὕστερα ἀπὸ τὴν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνον ἡ ἀξιοπιστία του, ἀλλὰ καὶ ἡ δικαιοσύνη του ἀπαιτεῖ νὰ μᾶς συγχωρήσῃ τὰς ἁμαρτίας καὶ νὰ μᾶς καθαρίσῃ ἀπὸ κάθε ἀδικίαν.
10 ἐὰν εἴπωμεν ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν, ψεύστην ποιοῦμεν αὐτὸν, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν. 10 Εάν είπωμεν, ότι δεν έχομεν αμαρτήσει, είναι ως εάν να διαψεύδωμεν τον Θεόν (ο οποίος βεβαιώνει εις την Αγία Γραφήν ότι· Παντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ εστί ποιών χρηστότητα, ουκ εστίν έως ενός). Και εν τοιαύτη περιπτώσει ο λόγος και η αλήθεια του Θεού δεν υπάρχει έντος ημών. 10 Ἐὰν εἴπωμεν, ὅτι δὲν ἔχομεν διαπράξει καμμίαν ἁμαρτίαν, διαψεύδομεν καὶ παρουσιάζομεν ὡς ψεύστην τὸν Θεόν, ποὺ βεβαιώνει εἰς τὴν Γραφήν, ὅτι ὅλοι οἰ ἄνθρωποι εἶναι ἁμαρτωλοί. Καὶ ὁ λόγος του τότε δὲν ἐφώτισε τὰς καρδίας μας καὶ δὲν ἐπέδρασεν εἰς τὸ ἐσωτερικόν μας.