Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ὅθεν, ἀδελφοὶ ἅγιοι, κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι, κατανοήσατε τὸν ἀπόστολον καὶ ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, 1 Κατά συνέπειαν, αδελφοί άγιοι, που συμμετέχετε εις την επουρανίαν κλήσιν του Θεού, κατανοήσατε βαθειά και μάθετε καλά αυτόν, που ο επουράνιος Θεός μας απέστειλε, τον Αρχιερέα της πίστεώς μας, τον Ιησούν Χριστόν. 1 Διὰ τοῦτο, ἀδελφοὶ ἅγιοι, ποὺ συμμετέχετε εἰς πρόσκλησιν, ποὺ σᾶς ἔκαμεν ὁ ν οὐρανοῖς Θεὸς πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ κληρονομήσετε τὰ ἐπουράνια ἀγαθά, γνωρίσατε καλὰ ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον μᾶς ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς καὶ εἶναι Ἀρχιερεὺς τῆς ὁμολογίας μας καὶ τῆς πίστεώς μας, τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν δηλαδή.
2 πιστὸν ὄντα τῷ ποιήσαντι αὐτὸν, ὡς καὶ Μωϋσῆς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ. 2 Είναι αυτός δια την άφθαστον αρετήν του απολύτως αξιόπιστος ενώπιον εκείνου, ο οποίος τον κατέστησε Απόστολόν του και αρχιερέα μας, όπως και ο Μωϋσής υπήρξε πιστός εις όλον τον Ισραηλιτικόν λαόν, ο οποίος ήτο οίκος του Θεού. 2 Αὐτὸς ἀπεδείχθη ἀκριβὴς τηρητὴς τῆς ἐντολῆς, ποὺ τοῦ ἀνέθεσεν ὁ Πατὴρ καὶ ἀπολαμβάνει δι’ αὐτὸ πλήρη τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκαμεν ἀπόστολον καὶ Ἀρχιερέα, καθὼς καὶ ο Μωϋσῆς ἔγινε πιστὸς εις ὅλον τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὁ ὁποῖος ἦτο τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ.
3 πλείονος γὰρ δόξης οὗτος παρὰ Μωϋσῆν ἠξίωται, καθ’ ὅσον πλείονα τιμὴν ἔχει τοῦ οἴκου ὁ κατασκευάσας αὐτόν. 3 Ο Χριστός όμως είναι ασυγκρίτως ανώτερος από τον Μωϋσέα, διότι έχει αξιωθή και έλαβε πολύ μεγαλυτέραν δόξαν από εκείνον, επειδή έχει μεγαλυτέραν τιμήν και αξίαν από το σπίτι εκείνος, που κατεσκεύασε το σπίτι. 3 Γνωρίσατε καλὰ τὸν Ἰησοῦν, διότι αὐτὸς ἔχει ἀξιωθῆ μεγαλυτέραν δόξαν ἀπὸ τὴν δόξαν τοῦ Μωϋσέως. Καὶ εἶναι τόσον πολὺ μεγαλυτέρα ἠ δόξα του αὐτή, ὅσον ἔχει μεγαλυτέραν τιμὴν καὶ ἀξίαν ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκεῖνος, ποὺ τὸ κατεσκεύασε καὶ τὸ ἐτοίμασεν. Ἐνῷ δηλαδὴ ὁ Μωϋσῆς ἦτο μέλος τοῦ σπιτιοῦ, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ οἰκοδεσπότης τούτου.
4 πᾶς γὰρ οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός. 4 Διότι κάθε σπίτι κατασκευάζεται από κάποιον. Εκείνος δε που εδημιούργησε τα πάντα ορατά και αόρατα, ετακτοποίησε και ωργάνωσε την θεοκρατικήν πολιτείαν των Ισραηλιτών, είναι ο Θεός. 4 Διότι κάθε σπίτι φτιάχνεται ἀπὸ κάποιον, ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἐδημιούργησε καὶ ἐτακτοποίησε καὶ τὸν θεοκρατικὸν οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὸν νέον οἶκον τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ κτίσματα εἶναι ὁ Θεός.
5 καὶ Μωϋσῆς μὲν πιστὸς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ὡς θεράπων, εἰς μαρτύριον τῶν λαληθησομένων, 5 Και ο μεν Μωϋσής, σαν επιστάτης και υπηρέτης εκ μέρους του Θεού, ανεδείχθη πιστός και αξιόπιστος μέσα εις όλο το σπίτι του Θεού, στον Ισραηλιτικόν δηλαδή λαόν, εις πίστωσιν και βεβαίωσιν εκείνων που απρόκειτο να λεχθούν και αποκαλυφθούν προς τον λαόν. 5 Καὶ τὸν μὲν Μωϋσῆν ἔκαμεν ἔμπιστόν του ὁ Θεὸς εἰς ὅλον τὸ σπίτι του σὰν ἐπιστάτην τῶν δούλων, διὰ νὰ παρέχεται ἀπὸ αὐτὸν ἔγκυρος μαρτυρία δι’ ἐκεῖνα, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λαληθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας.
6 Χριστὸς δὲ ὡς υἱὸς ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ, οὗ οἶκός ἐσμεν ἡμεῖς, ἐὰνπερ τὴν παρρησίαν καὶ τὸ καύχημα τῆς ἐλπίδος μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν. 6 Ο Χριστός όμως ως Υιός, ανεδείχθη ασυγκρίτως περισσότερον πιστός και αξιόπιστος επάνω εις όλο το σπίτι του Θεού, το οποίον είναι και ιδικόν του. Σπίτι δε τώρα του Θεού είμεθα ημείς οι Χριστιανοί, εάν βέβαια κρατήσωμεν μέχρι τέλους σταθεράν και αμετακίνητον την παρρησίαν μας προς τον Θεόν και το χαρμόσυνον καύχημα της ελπίδος μας, ότι θα είμεθα κληρονόμοι των αιωνίων αγαθών. 6 Ὁ Χριστὸς ὅμως ἔχει τὰ πιστὰ σὰν υἱὸς ἐπάνω εἰς τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι καὶ τοῦ υἱοῦ σπίτι. Σπίτι δὲ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ τώρα εἴμεθα ἡμείς οἱ Χριστιανοί, ἐὰν βεβαίως κρατήσωμεν καλὰ καὶ μέχρι τέλους σταθερὰν καὶ ἀκλόνητον τὴν ἄφοβον πεποίθησιν καὶ τὴν ἐλπίδα, διὰ τὴν ὁποίαν καυχώμεθα.
7 Διό, καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, 7 Δι' αυτό ακριβώς και το Αγιον Πνεύμα λέγει· “σήμερον, εις την παρούσαν δηλαδή ζωήν, εάν ακούσετε την φωνήν και τας εντολάς του Θεού, 7 Ναί· τὸ νὰ εἴμεθα σπίτι τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ νὰ κρατήσωμεν μέχρι τέλους τὴν ἐλπίδα. Δι’ αὐτὸ προσέχετε, ἀδελφοί, νὰ πολιτεύεσθε, καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Λέγει δὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τοῦ Δαβίδ· Ἐφ’ ὅσον εὑρίσκεσθε εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, κατὰ τὴν ὁποίαν δύναται νὰ λέγεται τὸ σήμερον, ἐὰν ἀκούετε τὴν φωνὴν καὶ τὰ παραγγέλματα τοῦ Θεοῦ,
8 μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ, κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ, 8 μη κάμετε σκληράς και αναισθήτους τας καρδίας σας εις τας θείας εντολάς, όπως έγινε κατά τον καιρόν της πικρίας και της οργής μου εναντίον του Ισραηλιτικού λαού, κατά την ημέραν δηλαδή που εις την έρημον εφέρθησαν αυτοί προκλητικά απέναντί μου, και έθεσαν υπό δοκιμασίαν την αγαθότητά μου και την δύναμίν μου. 8 μὴ κάνετε διὰ τῆς ἀπειθείας σκληρὰς τὰς καρδίας σας, ὅπως ἔγινε κατὰ τὸν καιρόν, ποὺ ἐπικράνθην καὶ ἐξωργίσθην, κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐδοκίμαζαν καὶ ἐπροκαλούσαν οἱ Ἰσραηλῖται τὴν δύναμίν μου καὶ τὴν δικαιοσύνην μου εἰς τὴν ἔρημον.
9 οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με, καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου τεσσαράκοντα ἔτη· 9 Πράγματι εκεί εις την έρημον οι πρόγονοί σας, ολιγόπιστοι καθώς ήσαν, έθεσαν υπό αμφισβήτησιν και δοκιμήν την πρόνοιάν μου και την δύναμίν μου. Εν τούτοις εγώ και τότε δεν τους εγκατέλειψα και είδαν τα θαυμαστά και ένδοξα έργα μου σαράντα ολόκληρα χρόνια, που έμειναν εις την έρημον. 9 Ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον οἱ πρόγονοί σας μὲ ἐπείραξαν, ἔθεσαν μὲ τὴν ἀπείθειάν των ὑπὸ ἔλεγχον καὶ δοκιμὴν τὴν δύναμίν μου καὶ τὴν ἀγαθότητά μου. Καὶ ὅμως ἐγὼ δὲν τοὺς ἐγκατέλιπον, ἀλλ’ εἶδαν, χωρὶς καὶ νὰ διορθωθοῦν, τὰ ἔνδοξά μου ἔργα ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη, ποῦ ἔμειναν εἰς τὴν ἔρημον.
10 διὸ προσώχθισα τῇ γενεᾷ ἐκείνῃ καὶ εἶπον· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου· 10 Επειδή όμως έμειναν αμετανόητοι και αδιόρθωτοι, εδυσφόρησα και ηγανάκτησα εναντίον της γενεάς εκείνης και είπα· Παντοτε αυτοί πλανώνται, σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας και διαθέσεις της καρδίας των. Αυτοί όμως δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τους θαυμαστούς τρόπους μου, με τους οποίους τους καθωδηγούσα και τους επροστάτευα. 10 Δι’ αὐτὸ ἠγανάκτησα κατὰ τῆς γενεᾶς ἐκείνης καὶ εἶπον· Πάντοτε πλανῶνται θεληματικὰ μὲ τὴν καρδίαν τους· αὐτοὶ δὲ δὲν ἠθέλησαν νὰ γνωρίσουν τὰ μέσα τῆς προνοίας μου, μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς ἐπροστάτευον.
11 ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου, εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου· 11 Δι' αυτό και ωργισμένος εναντίον των ωρκίσθην ότι δεν θα εισέλθουν εις την γην της ειρηνικής αναπαύσεως, που τους έχω υποσχεθή”. 11 Καὶ τόσον πολὺ ἐπλανήθησαν, ὥστε ὠρκίσθηκα, ὅταν ἐθύμωσα ἐναντίον των, ὅτι δὲν θὰ ἔμβουν εἰς τὴν γῆν τῆς ἀναπαύσεως, τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθην εἰς τοὺς προγόνους των.
12 βλέπετε, ἀδελφοί, μή ποτε ἔσται ἔν τινι ὑμῶν καρδία πονηρὰ ἀπιστίας ἐν τῷ ἀποστῆναι ἀπὸ Θεοῦ ζῶντος, 12 Λοιπόν προσέχετε, αδελφοί, μήπως και εις κανένα από σας γίνη πονηρή, σκληρή και άπιστος η καρδιά εξ αιτίας της αποστασίας από τον Θεόν τον ζώντα. 12 Προσέχετε λοιπόν, ἀδελφοί, μήπως ὑπάρξῃ εἰς κανένα ἀπὸ σᾶς σκληρὰ καρδία ἄπιστος. Γίνεται δὲ τέτοια ἡ καρδία μὲ τὴν ἀποστασίαν ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ζωντανὸς καὶ δὲν ἀδρανεῖ, ἀλλὰ τιμωρεῖ ἐκείνους, ποῦ ἀποστατοῦν ἀπὸ αὐτόν.
13 ἀλλὰ παρακαλεῖτε ἑαυτοὺς καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἄχρις οὗ τὸ σήμερον καλεῖται, ἵνα μὴ σκληρυνθῇ τις ἐξ ὑμῶν ἀπάτῃ τῆς ἁμαρτίας· 13 Αλλά προτρέπετε και ενθαρρύνετε ο ένας τον άλλον κάθε ημέραν, έως ότου διαρκεί η παρούσα ζωη, ώστε να μη σκληρυνθή κανείς από σας από τα απατηλά θέλγητρα της αμαρτίας. 13 Ἀλλὰ προτρέπετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κάθε ἡμέραν, ὅσον καιρὸν τὸ σήμερον τῆς παρούσης ζωῆς διαρκεῖ καὶ σᾶς καλεῖ κατ’ αὺτὸ ὁ Θεός. Προτρέπετε καὶ διορθώνετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διὰ νὰ προλάβετε καὶ μὴ σκληρυνθῇ κανένας ἀπὸ σᾶς ἐξαπατώμενος ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
14 μέτοχοι γὰρ γεγόναμεν τοῦ Χριστοῦ, ἐάνπερ τὴν ἀρχὴν τῆς ὑποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν, 14 Βεβαίως έχομεν γίνει συμμέτοχοι εις την ζωήν και την δόξαν του Χριστού, υπό την απαραίτητον βέβαια προϋπόθεσιν ότι θα κρατήσωμεν σταθεράν μέχρι τέλους την πίστιν, με την οποίαν ηρχίσαμεν και δια της οποίας ελάβαμεν νέαν υπόστασιν ως τέκνα του Θεού. 14 Πρέπει δὲ νὰ προτρέπετε καὶ νὰ οἰκοδομῆτε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον, διότι πρόκειται νὰ διατηρήσωμεν ἢ νὰ χάσωμεν ὑψίστης ἀξίας ἀγαθόν. Διότι ἔχομεν γίνει συμμέτοχοι τῆς ζωῆς καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν βεβαίως τὴν πίστιν, μὲ τὴν ὁποίαν ἠρχίσαμεν, τὴν κρατήσωμεν στερεὰ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας ἀκλόνητον,
15 ἐν τῷ λέγεσθαι· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ. 15 Εφ' όσον, λοιπόν, εξακολουθεί να λέγεται και να ισχύη το· Σημερον, εις την παρούσαν ζωήν, εάν ακούσετε την φωνήν αυτού, μη σκληρύνετε τας καρδίας σας, όπως οι Εβραίοι κατά τον καιρόν του παραπικρασμού. 15 ἐν ὅσῳ λέγεται· Σήμερον, ἐὰν ἀκούσετε τὴν φωνήν μου, μὴ κάνετε σκληρὰς τὰς καρδίας σας, ὅπως ἔγινε κατὰ τὸν καιρόν,ποὺ μὲ ἐπίκραναν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὴν ἔρημον.
16 τίνες γὰρ ἀκούσαντες παρεπίκραναν; ἀλλ’ οὐ πάντες οἱ ἐξελθόντες ἐξ Αἰγύπτου διὰ Μωϋσέως; 16 Διότι ποιοί ήσαν εκείνοι, που επίκραναν τον Θεόν, μολονότι είχαν ακούσει την φωνήν του; Δεν ήσαν όλοι όσοι εβγήκαν ελεύθεροι από την Αίγυπτον με την καθοδήγησιν του Μωϋσέως; 16 Τὸ παράδειγμα δὲ τῶν Ἰουδαίων πρέπει νὰ φοβίζῃ τὸν καθένα μας. Διότι ποῖοι παρεπίκραναν τὸν Θεόν, καίτοι ἤκουσαν τὸν λόγον του; Δὲν τὸν ἐπίκραναν ὅλοι, ὅσοι ἐβγῆκαν ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Μωϋσέως; Σχεδὸν ὅλοι.
17 τίσι δὲ προσώχθισε τεσσαράκοντα ἔτη; οὐχὶ τοῖς ἁμαρτήσασιν, ὧν τὰ κῶλα ἔπεσεν ἐν τῇ ἐρήμῳ; 17 Εναντίον ποίων δε εδυσφόρησε και ηγανάκτησεν ο Θεός επί σαράντα έτη; Δεν οργίσθη εναντίον αυτών, που ημάρτησαν απέναντί του και εσκληρύνθησαν και των οποίων τα σώματα έπεσαν εις την έρημον; 17 Κατὰ ποίων δὲ ἐβαρυκάρδισε καὶ ἐξωργίσθη ὁ Θεὸς ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη; Δὲν ἐξωργίσθη ἐναντίον ἐκείνων, ποὺ ἡμάρτησαν μὲ τὰς συνεχεῖς ἀπειθείας των, τῶν ὁποίων τὰ σώματα ἔπεσαν νεκρὰ εἰς τὴν ἔρημον;
18 τίσι δὲ ὤμοσε μὴ εἰσελεύσεσθαι εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ εἰ μὴ τοῖς ἀπειθήσασι; 18 Εναντίον δε ποίων ωρκίσθη ο Θεός, ότι δεν θα εισέλθουν εις την γην της επαγγελίας, παρά εναντίον εκείνων που έδειξαν απείθειαν και σκληροκαρδίαν; 18 Διὰ ποίους δὲ ὡρκίσθη ὁ Θεός, ὅτι δὲν θὰ ἔμβουν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, ὅπου θὰ ἀνεπαύοντο, παρὰ δι’ ἐκείνους ποὺ ἠπείθησαν;
19 καὶ βλέπομεν ὅτι οὐκ ἠδυνήθησαν εἰσελθεῖν δι’ ἀπιστίαν. 19 Και βλέπομεν, ότι πράγματι εξ αιτίας της απιστίας των δεν κατώρθωσαν να εισέλθουν εις την γην της επαγγελίας. 19 Καὶ βλέπομεν εἰς ὅσα μᾶς διηγεῖται ἡ Γραφή, ὅτι δὲν ἠμπόρεσαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐκεῖνοι νὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν γῆν τῆς ἀναπαύσεως ἕνεκα τῆς ἀπιστίας, τὴν ὁποίαν ἔδειξαν.