Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32 (ΛΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΠΡΟΣΕΧΕ οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου. 1 Πρόσεχε ουρανέ, διότι θα ομιλήσω και ας ακούση η γη τα λόγια του στόματός μου. 1 Πρόσεχε, οὐρανέ, διότι θὰ μιλήσω, καὶ ἂς ἀκούῃ ἡ γῆ τὰ λόγια τοῦ στόματός μου.
2 προσδοκάσθω ὡς ὑετὸς τὸ ἀπόφθεγμά μου, καὶ καταβήτω ὡς δρόσος τὰ ρήματά μου, ὡσεὶ ὄμβρος ἐπ᾿ ἄγνωστιν καὶ ὡσεὶ νιφετὸς ἐπὶ χόρτον. 2 Οπως περιμένει η γη την βροχήν, έτσι και οι άνθρωποι ας περιμένουν τα βαθυστόχαστα αυτά λόγια μου. Ας κατεβούν εις την γην τα λόγια μου, όπως η δροσιά και η πλουσία βροχή εις την χλόην και όπως η χιών στο χάρτον. 2 Ἂς περιμένουν ὅλοι σὰν τὴν βροχὴν τὰ ἀποφθέγματά μου καὶ ἂς κατεβοῦν σὰν τὴν δροσιὰ τὰ λόγιά μου· σὰν τὴν ποτιστικὴ βροχὴ εἰς τὴν ἀγριάδα καὶ σὰν τὸ χιόνι εἰς τὸ χορτάρι.
3 ὅτι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐκάλεσα· δότε μεγαλωσύνην τῷ Θεῷ ἡμῶν. 3 Διότι το όνομα του Κυρίου ανέφερα. Δοξάσατε και μεγαλύνατε τον Θεόν μας ! 3 Διότι ἔχω ἐπικαλεσθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Δοξολογῆστε καὶ μεγαλύνατε τὸν Θεόν μας.
4 Θεός, ἀληθινὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ κρίσεις· Θεὸς πιστός, καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία, δίκαιος καὶ ὅσιος Κύριος. 4 Αυτός είναι Θεός, του οποίου τα έργα είναι γνήσια και αληθινά και όλαι αι εντολαί του δίκαιαι. Είναι Θεός αξιόπιστος, δεν υπάρχει εις αυτόν τίποτε το άδικον. Ο Κυριος είναι δίκαιος και άγιος. 4 Αὐτὸς εἶναι Θεός. Τὰ ἔργα Του εἶναι ἀληθινὰ καὶ οἱ δρόμοι, ποὺ ὑποδεικνύει μὲ τὰς ἐντολάς Του, εἶναι οἱ μόνοι ὀρθοί. Εἶναι Θεὸς ἀξιόπιστος καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν καμμία ἀδικία. Εἶναι δίκαιος καὶ ἅγιος ὁ Κύριος.
5 ἡμάρτοσαν οὐκ αὐτῷ τέκνα μωμητά, γενεὰ σκολιὰ καὶ διεστραμμένη. 5 Οι Ισραηλίται ημάρτησαν εναντίον του. Δια τούτο και δεν είναι ιδικά του παιδιά, είναι παιδιά γεμάτα πτώσεις και μομφάς, γενεά άδικος και διεστραμμένη. 5 Οἱ Ἰσραηλῖται ἁμάρτησαν μὲ τρόπον, ποὺ δὲν ἁρμόζει εἰς ὅσους ἀνήκουν εἰς Αὐτόν. Δὲν εἶναι τέκνα Του. Εἶναι παιδιὰ ἀξιοκατάκριτα, γεμᾶτα ἐλαττώματα. Εἶναι γενεὰ στραβὴ καὶ διεστραμμένη.
6 ταῦτα Κυρίῳ ἀνταποδίδοτε; οὕτω λαὸς μωρὸς καὶ οὐχὶ σοφός; οὐκ αὐτὸς οὗτός σου πατὴρ ἐκτήσατό σε καὶ ἐποίησέ σε καὶ ἔπλασέ σε; 6 Αυτά λοιπόν ανταποδίδετε στον Κυριον; Τοσον πολύ μωρός λαός και ασύνετος είσθε; Ο Θεός αυτός δεν είναι ο πατήρ, ο οποίος σας έκαμε ιδικούς του υιούς, σας έδωσε ύπαρξιν και σας έπλασε; 6 Αὐτὰ ἀνταποδίδετε εἰς τὸν Κύριον; Εἶσθε τόσον ἀνόητος καὶ ἀσύνετος λαός; Αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ πατέρας σου, ποὺ σὲ ἀπέκτησε καὶ σὲ ἔκανε λαὸν καὶ τέκνον Του καὶ σὲ ἔπλασε καὶ σὲ ἀνύψωσε;
7 μνήσθητε ἡμέρας αἰῶνος, σύνετε ἔτη γενεᾶς γενεῶν· ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι. 7 Ενθυμηθήτε τους περασμένους αιώνας, αναλογισθήτε τα έτη των περασμένων γενεών. Ρωτησε τον πατέρα σου και θα σου αναγγείλη ποίος είναι ο Θεός σου, ρώτησε τους γεροντοτέρους σου και αυτοί θα σου είπουν. 7 Θυμηθῆτε τὸ παρελθόν σας. Σκεφθῆτε καλύτερα τὰ χρόνια τῶν προηγουμένων γενεῶν. Ρώτησε τὸν πατέρα σου καὶ θὰ σοῦ τὸ ἀναγγείλῃ, τοὺς μεγαλυτέρους σου καὶ θὰ σοῦ τὸ εἶποῦν.
8 ὅτε διεμέριζεν ὁ ῞Υψιστος ἔθνη, ὡς διέσπειρεν υἱοὺς ᾿Αδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατὰ ἀριθμὸν ἀγγέλων Θεοῦ, 8 Οτε ο Θεός διεμέριζε τα έθνη εις τα διάφορα μέρη της γης και ώριζε τας περιοχάς όπου θα μένουν, όταν διέσπειρε τους απογόνους του Αδάμ εις τα διάφορα σημεία της γης, καθώριζε και τα σύνορα των εθνών σύμφωνα με τον αριθμόν των αγγέλων, που θα ήσαν οι φύλακές των. 8 Ὅταν ἐχώριζεν ὁ Ὕψιστος τὰ ἔθνη εἰς τὰ διάφορα μέρη τῆς γῆς, καθὼς διεσκόρπιζεν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀδάμ, καθώρισε τὰ σύνορα τῶν ἐθνῶν ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ.
9 καὶ ἐγενήθη μερίς Κυρίου λαὸς αὐτοῦ ᾿Ιακώβ, σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῦ ᾿Ισραήλ. 9 Ο Ιακώβ όμως, οι Ισραηλίται που προήλθον από αυτόν, έγιναν το ιδιαίτερον μερίδιον του Κυρίου, λαός ως ιδιαιτέρα του κληρονομική μερίς. 9 Τότε λοιπὸν ἔγινε ὁ Ἰακώβ μὲ τοὺς ἀπογόνους του ξεχωριστὴ μερίδα τοῦ Κυρίου, λαὸς ἰδικός Του. Ἔγινε ὁ Ἰσραὴλ ἰδιαίτερο κληρονομικὸ μερίδιο τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχει καταμετρηθῇ ὅπως τὰ κτήματα ποὺ μετροῦνται μὲ σχοινὶ πρὸς διανομὴν καὶ ἀγοραπωλησίαν.
10 αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν γῇ ἐρήμῳ, ἐν δίψει καύματος ἐν γῇ ἀνύδρῳ· ἐκύκλωσεν αὐτὸν καὶ ἐπαίδευσεν αὐτὸν καὶ διεφύλαξεν αὐτὸν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, 10 Ο Θεός έκαμε τον λαόν αυτόν αυτάρκη εις περιοχήν έρημον και άγονον, και εν καιρώ δίψης και καύματος ηλίου εις την γην, εις τόπον ξηρόν και άνυδρον τους έδωσεν ύδωρ. Ωδήγησεν αυτούς κύκλω δια της ερήμου, τους επαιδαγώγησε με θλίψεις, τους διεφύλαξεν ωσάν κόρην οφθαλμού. 10 Ἐνδιεφέρθη δὲ διὰ τὸν λαόν Του ὁ Θεός, ὥστε νὰ μὴ νοιώσῃ καμμιὰ ἔλλειψι μέσα εἰς τὴν ἔρημον, ἐκεῖ ὅπου ἔκαιεν ὁ ἥλιος καὶ ἐπροκαλοῦσε δίψαν μεγάλην, τότε ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τόπον ἄνυδρον καὶ ξηρόν. Καὶ ὡδήγησε γύρω - γύρω εἰς τὴν ἔρημον τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸν ἐπαιδαγώγησε πρὸς τελειοποίησίν του καὶ τὸν ἐπροστάτευσε σὰν «κόρην ὀφθαλμοῦ».
11 ὡς ἀετὸς σκεπάσαι νοσσιὰν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς νεοσσοῖς αὐτοῦ ἐπεπόθησε, διεὶς τὰς πτέρυγας αὐτοῦ ἐδέξατο αὐτοὺς καὶ ἀνέλαβεν αὐτοὺς ἐπὶ τῶ μεταφρένων αὐτοῦ. 11 Ο Θεός είναι σαν τον αετόν ο οποίος σκεπάζει και προστατεύει την φωλεάν του, αγαπά με πάθος τους νεοσσούς του και απλώσας τας πτέρυγάς του έλαβε και ετοποθέτησεν αυτούς επάνω εις την ράχιν του. 11 Τοὺς ἐσκέπασεν, ὅπως σκεπάζει ὁ ἀετὸς τὴν φωλιά του καὶ τὰ πουλάκια του. Ἄπλωσε τὰ φτερά του καὶ τοὺς ἐπῆρε καὶ τοὺς ἔβαλε εἰς τὰ νῶτα Του.
12 Κύριος μόνος ἦγεν αὐτοὺς καὶ οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν θεὸς ἀλλότριος. 12 Ο Κυριος, αυτός μόνος ωδηγούσε τους προπάτοράς μας και δεν υπήρχε ξένος Θεός μαζή με αυτούς. 12 Μόνος ὁ Κύριος τοὺς ὠδηγοῦσε. Δὲν ὑπῆρχε μαζί των ξένος, ψευδώνυμος θεός.
13 ἀνεβίβασεν αὐτοὺς ἐπὶ τὴν ἰσχὺν τῆς γῆς, ἐψώμισεν αὐτοὺς γενήματα ἀγρῶν· ἐθήλασαν μέλι ἐκ πέτρας καὶ ἔλαιον ἐκ στερεᾶς πέτρας, 13 Ανεβίβασεν αυτούς εις ισχυρά μέρη της γης, εις τα όρη της γης της Επαγγελίας, έδωκεν εις αυτούς άρτους τα γενήματα των αγρών. Εθήλασαν μέλι από βράχους και έλαιον από ελαιόδενδρα φυτευμένα εις πετρώδη βουνά. 13 Τοὺς ἀνέβασε εἰς τὰ ὑψηλὰ καὶ ἰσχυρὰ μέρη τῆς γῆς με τοὺς λόφους καὶ τὰ φυσικά των ὀχυρά. Τοὺς ἔθρεψε μὲ ἄφθονα προϊόντα ἀγρῶν. Ἐθήλασαν μέλι μέσα ἀπὸ βράχους καὶ λάδι ἀπὸ ἐλαιόδενδρα, φυτευμένα εἰς ἄγονα καὶ πετρώδη ἐδάφη.
14 βούτυρον βοῶν καὶ γάλα προβάτων μετὰ στέατος ἀρνῶν καὶ κριῶν, υἱῶν ταύρων καὶ τράγων, μετὰ στέατος νεφρῶν πυροῦ, καὶ αἷμα σταφυλῆς ἔπιον οἶνον. 14 Εφαγαν βούτυρον βοών, έπιαν γάλα προβάτων, εχόρτασαν με παχείς κριους και αμνούς, με μοσχάρια και τράγους· έφαγον μεστωμένον σίτον, όμοιον με λιπαρούς νεφρούς και σαν κατακόκκινον αίμα έπιαν κρασί από σταφύλια. 14 Ἔφαγαν βούτυρο βοδιῶν καὶ γάλα προβάτων μαζὶ μὲ λίπος ἀπὸ ἀρνιὰ καὶ κριάρια καὶ μοσχάρια καὶ γίδια καὶ τὸ πιὸ θρεπτικὸ καὶ παχὺ σιτάρι, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τοὺς λιπαροὺς νεφρούς. Καὶ ἤπιαν κρασί ἀπὸ σταφύλι κόκκινο σὰν τὸ αἷμα.
15 καὶ ἔφαγεν ᾿Ιακὼβ καὶ ἐνεπλήσθη, καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος, ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη· καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ. 15 Εφαγεν ο ισραηλιτικός λαός και εχόρτασε με το παραπάνω. Και όμως ο ηγαπημένος αυτός λαός εκλώτσησε τον Θεόν. Ελιπάνθη, επαχύνθη, ηυξήθη εις λαόν πολύν και όμως εγκατέλιπε τον Θεόν τον δημιουργόν του και απεμακρύνθη από τον Θεόν τον σωτήρα του. 15 Καὶ ἔφαγεν ὁ Ἰσραὴλ καὶ ἐχόρτασε καὶ ἐκλώτσησεν ὁ ἀγαπημένος λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐλιπάνθη ἀπὸ τὴν καλοφαγίαν, ἐπαχύνθη καὶ ἐπλατύνθη. Προώδευσε καὶ ἐπολλαπλασιάσθη καὶ ὑπερηφανεύθη καὶ ἐγκατέλειψε τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἔπλασε. Καὶ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ σωτῆρα του.
16 παρώξυνάν με ἐπ᾿ ἀλλοτρίοις, ἐν βδελύγμασιν αὐτῶν παρεπίκρανάν με· 16 Με παρώργισαν εναντίον των, διότι ελάτρευσαν ξένους θεούς, με κατεπίκραναν με τα αηδιαστικά είδωλα, που προσεκύνησαν. 16 Μὲ ἐξώργισαν μὲ τὸ ὅτι ἐλάτρευσαν ξένους, ψευδεῖς θεούς. Μὲ ἐπότισαν φαρμάκι, μὲ τὰ σιχαμερὰ εἴδωλα ποὺ ἐπροσκύνησαν.
17 ἔθυσαν δαιμονίοις καὶ οὐ Θεῷ, θεοῖς, οἷς οὐκ ᾔδεισαν· καινοὶ καὶ πρόσφατοι ἥκασιν, οὓς οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες αὐτῶν. 17 Προσέφεραν θυσίας εις τα δαιμόνια και όχι εις εμέ τον αληθινόν Θεόν, εις ειδωλολατρικούς θεούς, τους οποίους δεν εγνώριζον· ήσαν αυτοί θεοί καινούργιοι, που τώρα τελευταία έχουν έλθει, και τους οποίους δεν εγνώριζαν οι πρόγονοί των. 17 Προσέφεραν θυσίας εἰς τὰ δαιμόνια καὶ ὄχι εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, εἰς θεοὺς ποὺ δὲν τοὺς ἤξευραν ἕως τότε. Εἰσῆλθαν εἰς τὴν ζωήν των καινούργιοι καὶ χθεσινοὶ θέοι, ποὺ δὲν τοὺς ἤξευραν οἱ πρόγονοί των.
18 Θεὸν τὸν γεννήσαντά σε ἐγκατέλιπες καὶ ἐπελάθου Θεοῦ τοῦ τρέφοντός σε. 18 Αφήκες, ισραηλιτικέ λαέ, τον Θεόν που σε εγέννησε, και ελησμόνησες τον Θεόν που σε έθρεψε και σε τρέφει. 18 Ἐγκατέλειψες τὸν Θεόν, ποὺ σὲ ἐγέννησε, καὶ ἐξέχασες τὸν Θεόν, ποὺ σὲ τρέφει ἀκόμη καὶ τώρα.
19 καὶ εἶδε Κύριος καὶ ἐζήλωσε καὶ παρωξύνθη δι᾿ ὀργὴν υἱῶν αὐτοῦ καὶ θυγατέρων 19 Και ο Θεός είδε την αγάπην και την λατρείαν σου προς τα είδωλα, εζηλοτύπησε και ωργίσθη με θυμόν μεγάλον εναντίον τέτοιων υιών και θυγατέρων, 19 Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὴν συμπεριφορὰν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἔγινε ζηλότυπος. Ἐθύμωσε πολὺ ἐξ αἰτίας τῆς ἐξοργιστικῆς ἀχαριστίας τῶν υἱῶν καὶ τῶν θυγατέρων Του.
20 καὶ εἶπεν· ἀποστρέψω τὸ πρόσωπόν μου ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ δείξω τί ἔσται αὐτοῖς ἐπ᾿ ἐσχάτων ἡμερῶν· ὅτι γενεὰ ἐξεστραμμένη ἐστίν, υἱοί, οἷς οὐκ ἔστι πίστις ἐν αὐτοῖς. 20 και είπε· θα αποστρέψω το πρόσωπόν μου από αυτούς, θα φανερώσω εις αυτούς τι θα τους συμβή αργότερα εξ αιτίας της αποστασίας των, διότι είναι γενεά διεστραμμένη, υιοί από τους οποίους έχει λείψει η πίστις των προς εμέ. 20 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός: «Θὰ παύσω να τοὺς βλέπω μὲ εὐμένειαν. Θὰ στρέψω ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν μου καὶ θὰ δείξω τί πρόκειται νὰ τοὺς συμβῇ εἰς τὰ τέλη τῶν καιρῶν. Διότι εἶναι γενεὰ διεστραμμένη, παιδιὰ ποὺ δὲν ἔχουν πίστιν εἰς ἑμέ. Δὲν μὲ ἐμπιστεύονται.
21 αὐτοὶ παρεζήλωσάν με ἐπ᾿ οὐ Θεῷ, παρώξυνάν με ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν· κἀγὼ παραζηλώσω αὐτοὺς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ αὐτούς. 21 Αυτοί έγιναν αιτία να ζηλοτυπήσω, διότι ελάτρευσαν ανύπαρκτον Θεόν, με εξηρέθισαν να οργισθώ, διότι ελάτρευσαν τα είδωλα. Θα τους κάμω και εγώ να ζηλοτυπήσουν παραδίδων αυτούς δούλους εις ειδωλολατρικά έθνη, θα τους κάμω να δυσφορήσουν και αγανακτήσουν, όταν τους παραδώσω εις βάρβαρον ειδωλολατρικόν έθνος. 21 Μὲ ἔκαναν αὐτοὶ νὰ ζηλεύσω σὰν ἀνταγωνιστὴς ἀνυπάρκτου θεοῦ. Μὲ ἐξώργισαν μὲ τὰ εἴδωλά των. Μὲ τὴν σειράν μου λοιπὸν καὶ Ἐγὼ θὰ τοὺς κάνω νὰ ζηλεύσουν καὶ νὰ γίνουν ἀνταγωνισταὶ ἔθνους, ποὺ ἦτο ἀνύπαρκτον ἐδῶ ἕως χθές. Θὰ τοὺς κάνω νὰ ὀργισθοῦν, ὅταν τοὺς παιδεύσω μὲ ἕνα λαὸν ἀσύνετον, εἰδωλολάτρην.
22 ὅτι πῦρ ἐκκέκαυται ἐκ τοῦ θυμοῦ μου, καυθήσεται ἕως ᾅδου κάτω, καταφάγεται γῆν καὶ τὰ γενήματα αὐτῆς, φλέξει θεμέλια ὀρέων. 22 Διότι άναψε πλέον η φωτιά του θυμού μου· το πυρ της οργής μου θα φθάση κάτω έως στον άδην, θα καταφάγη την γην και τα προϊόντα της, θα καταφλέξη και θα ζώση με φλόγες τα θεμέλια των ορέων. 22 Θὰ τοὺς φερθῶ ἔτσι, διότι ἔχει ἀνάψει μέσα μου φωτιὰ ἀπὸ τὸν θυμόν μου, ποὺ θὰ καίῃ μέχρι κάτω εἰς τὸν Ἅδην. Φωτιὰ ποὺ θὰ καταφάγῃ τὴν γῆν καὶ τὰ γεννήματά της καὶ θὰ καύσῃ τὰ θεμέλια τῶν βουνῶν.
23 συνάξω εἰς αὐτοὺς κακὰ καὶ τὰ βέλη μου συντελέσω εἰς αὐτούς. 23 Πολυαρίθμους θα επισωρεύσω εναντίον των θλίψεις και συμφοράς· θα εξαντλήσω τα βέλη μου κτυπών αυτούς. 23 Θὰ φέρω ἐπάνω τῶν σωροὺς συμφορῶν καὶ θὰ ἑξαντλήσω ὅλα τὰ βέλη μου ρίχνοντάς τα ἐναντίον των.
24 τηκόμενοι λιμῷ καὶ βρώσει ὀρνέων καὶ ὀπισθότονος ἀνίατος· ὀδόντας θηρίων ἐπαποστελῶ εἰς αὐτοὺς μετὰ θυμοῦ συρόντων ἐπὶ γῆν. 24 Θα λυώνουν από την πείναν, θα γίνουν τροφή εις τα όρνεα, θα συσπάται οδυνηρώς και αθεραπεύτως η ράχις των. Θηρία που θα τρίζουν τα δόντια των θα στείλω εναντίον των· δηλητηριώδη ερπετά εξερεθισμένα θα σύρωνται εις την γην των, δια να τους πλήξουν. 24 Θὰ λειώνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι θὰ διατρέφωνται μὲ ἀκάθαρτα ὄρνεα. Θὰ τοὺς κτυπᾷ καὶ ἡ ἀθεράπευτη ἀρρώστια ὀπισθοτονία, ποὺ προκαλεῖ σπασμοὺς εἰς τὴν ράχην. Θὰ στείλω ἐπάνω τῶν ἄγρια ἀρπακτικὰ θηρία, θυμωμένα σὰν τὰ ἐξωργισμένα δηλητηριώδη ἑρπετά, ποὺ σύρονται εἰς τὴν γῆν.
25 ἔξωθεν ἀτεκνώσει αὐτοὺς μάχαιρα καὶ ἐκ τῶν ταμιείων φόβος· νεανίσκος σὺν παρθένῳ, θηλάζων μετὰ καθεστηκότος πρεσβύτου. 25 Εξω από τας οικίας των η εχθρική μάχαιρα θα αφήση τους γονείς χωρίς τέκνα, μέσα εις τα σπίτια θα κυριαρχή ο φόβος. Τρομοκρατημένοι θα είναι ο νεανίσκος και η παρθένος, το βρέφος που θηλάζει και ο γέρων της προχωρημένης ηλικίας. 25 Τὸ ἐρχθρικὸ μαχαίρι θὰ τοὺς κτυπήσῃ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι των, εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης καὶ εἰς τοὺς δρόμους, καὶ θὰ τοὺς ἀφήσῃ χωρὶς παιδιά. Μέσα δὲ εἰς τὰ σπίτια θὰ ἐπικρατῆ φόβος. Καὶ θὰ τρέμουν ὁ ἔφηβος μὲ τὴν νεαρὰν κόρην καὶ τὸ βρέφος ποὺ θηλάζει μαζὶ μὲ τὸν ἠλικιωμένον γέροντα.
26 εἶπα· διασπερῶ αὐτούς, παύσω δὲ ἐξ ἀνθρώπων τὸ μνημόσυνον αὐτῶν, 26 Είχα πει και αποφασίσει να διασκορπίσω αυτούς ανάμεσα εις τα έθνη και να εξαλείψω την ανάμνησίν των μεταξύ των ανθρώπων. 26 Τὸ ἐπῆρα ἀπόφασιν καὶ τὸ εἶπα: Θὰ τοὺς διασκορπίσω εἰς τὰ ἔθνη καὶ θὰ σβήσω ἀκόμη καὶ τὴν ἐνθύμησίν των μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
27 εἰ μὴ δι᾿ ὀργὴν ἐχθρῶν, ἵνα μὴ μακροχρονίσωσιν, ἵνα μὴ συνεπιθῶνται οἱ ὑπεναντίοι, μὴ εἴπωσιν· ἡ χεὶρ ἡμῶν ἡ ὑψηλὴ καὶ οὐχὶ Κύριος ἐποίησε ταῦτα πάντα. 27 Και θα επραγματοποίουν αυτήν μου την απόφασιν, εάν δεν είχα οργισθή εναντίον των εχθρών των. Δεν θέλω να γίνουν οι εχθροί των μακροχρονιώτεροι και ισχυρότεροι από αυτούς, δια να μη καυχώνται και λέγουν· Η ιδική μας μεγάλη δύναμις επέφερε κατά των Ισραηλιτών αυτάς τας καταστροφάς και όχι ο Κυριος. 27 Καὶ θὰ ἐγίνετο ἀσφαλῶς αὐτό, ἐὰν δὲν μὲ ἐξώργιζαν οἱ ἐχθροί των μὲ τὴν ἀλαζονείαν των. Δὲν τὸ ἔκανα, διὰ νὰ μὴ γίνουν οἱ ἐχθροί των μακροχρόνιοι καὶ νὰ μὴ παρουσιάζωνται δυνατώτεροι καὶ λέγουν μὲ καύχησιν: «Τὸ χέρι μας τὸ δυνατὸ καὶ ὄχι ὁ Κύριος ἐπροκάλεσε αὐτὰς τὰς συμφορὰς εἰς τὸν Ἰσραήλ».
28 ὅτι ἔθνος ἀπολωλεκὸς βουλήν ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ἐπιστήμη. 28 Ο ισραηλιτικός λαός έχει χάσει τα λογικά του, έχασε την ορθοφροσύνην του, δεν γνωρίζει τι πράττει. 28 Διότι αὐτοὶ εἶναι ἔθνος, ποὺ ἔχασε τὴν σύνεσιν, καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς φρόνησις καὶ γνῶσις τῆς ἀληθείας.
29 οὐκ ἐφρόνησαν συνιέναι ταῦτα· καταδεξάσθωσαν εἰς τὸν ἐπιόντα χρόνον. 29 Δεν θέλησαν να συνετισθούν και να κατανοήσουν αυτά. Ας υποστούν λοιπόν κατά τον επακολουθούντα καιρόν τας συνεπείας της αφροσύνης και πονηρίας των. 29 Δὲν ἐκάθησαν νὰ σκεφθοῦν μὲ ἠρεμίαν καὶ νὰ καταλάβουν αὐτὰ ποὺ ἔγιναν. Ἂς θελήσουν λοιπὸν καὶ ἂς δεχθοῦν εἰς τὸ μέλλον νὰ λάβουν γνῶσιν τῆς ἀνοησίας των, μὲ τὰ ὅσα θὰ πάθουν.
30 πῶς διώξεται εἷς χιλίους καὶ δύο μετακινήσουσι μυριάδας, εἰ μὴ ὁ Θεὸς ἀπέδοτο αὐτοὺς καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτούς; 30 Είναι άφρονες, διότι δεν εννοούν, πως είναι δυνατόν ένας εχθρός να καταδιώξη χιλίους άνδρας του Ισραήλ, και δύο εχθροί να τρέψουν εις φυγήν δεκάδας χιλιάδων Ισραηλίτας, εάν δεν εγκατέλιπεν αυτούς ο Κυριος και δεν τους παρέδιδεν στους εχθρούς των; 30 Πῶς εἶναι δυνατὸν να καταδιώξῃ ἕνας ἄνθρωπος χιλίους Ἰσραηλίτας καὶ δύο ἄνθρωποι νὰ μετακινήσουν μυριάδας ἀπὸ αὐτούς, ἐὰν δὲν ἦτο ὁ Θεὸς ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἐγκατέλειψεν εἰς αὐτοὺς καὶ ἐὰν δὲν τοὺς παρέδιδεν ὁ Κύριος εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν των;
31 ὅτι οὐκ εἰσὶν ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν οἱ θεοὶ αὐτῶν· οἱ δὲ ἐχθροὶ ἡμῶν ἀνόητοι. 31 Διάτι ο Θεός μας δεν είναι ανίσχυρος, σαν τους θεούς των ειδωλολατρών· οι εχθροί μας είναι ανόητοι και δεν ημπορούν να ίδουν και να εννοήσουν αυτά. 31 Διότι οἱ θεοὶ τῶν ἐχθρῶν μας εἶναι ἀνίσχυροι. Δὲν εἶναι σὰν τὸν Θεόν μας. Οἱ ἐχθροί μας ὅμως εἶναι ἀνόητοι. Δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ σκεφθοῦν ὀρθὰ καὶ νὰ τὰ καταλάβουν αὐτά.
32 ἐκ γὰρ ἀμπέλου Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν, καὶ ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόρρας· ἡ σταφυλὴ αὐτῶν σταφυλὴ χολῆς, βότρυς πικρίας αὐτοῖς· 32 Αμπελος ιδική μου ήτο ο ισραηλιτικός λαός· τώρα όμως είναι αμπέλι που προέρχεται από τα διεφθαρμένα Σοδομα, τα κλήματά των από την διεφθαρμένην Γομόρραν. Ο καρπός της αποστασίας των, τα σταφύλια της αμπέλου αυτής, είναι χολή και πικρία. 32 Ἀλλὰ καὶ ὁ λαός μου, ὁ Ἰσραήλ, ἔγινεν ἀμπέλι, ὅπως τὸ ἀμπέλι των διεφθαρμένων Σοδόμων καὶ τὸ μικρὸ κλῆμα τῶν ὁμοιάζει μὲ τὰ κλήματα τῆς διεστραμμένης Γομόρρας. Τὸ σταφύλι των, τὰ ἔργα τῶν δηλαδή, εἶναι σταφύλι πικρὸ σὰν τὴν χολή. Εἶναι σταφύλι γεμᾶτο φαρμάκι.
33 θυμὸς δρακόντων ὁ οἶνος αὐτῶν καὶ θυμὸς ἀσπίδων ἀνίατος. 33 Ο οίνος των τους μεθά και τους εξερεθίζει μέχρι του θυμού δρακόντων, τους επιφέρει αθεράπευτον θυμόν σαν της εξωργισμένης οχιάς. 33 Ἡ μέθη των εἶναι σὰν τὸν θυμὸν τῶν δρακόντων. Εἶναι σὰν τὸν ἀθεράπευτον καὶ ἄσβεστον θυμὸν τῶν φαρμακερῶν φιδιῶν, τῶν ἀσπίδων.
34 οὐκ ἰδοὺ ταῦτα συνῆκται παρ᾿ ἐμοὶ καὶ ἐσφράγισται ἐν τοῖς θησαυροῖς μου; 34 Μηπως τάχα αι αποστασίαι αυταί και αι συνέπειαί των δεν έχουν συγκεντρωθή και καταγραφή εις βιβλίον που έχει σφραγισθή και αποτεθή στους θησαυρούς μου; 34 Δὲν μοῦ εἶναι ἄγνωστα αὐτά, ποὺ κάμνει ὁ λαός μου. Δὲν ἔχουν μήπως μαζευθῆ ἐδῶ εἰς ἐμὲ καὶ δὲν εἶναι σφραγισμένα εἰς τὰ θησαυροφυλάκια τῆς μνήμης μου; Κρατῶ ὅλα, ὅσα μοῦ ὀφείλουν μὲ τὰς παραβάσεις των.
35 ἐν ἡμέρᾳ ἐκδικήσεως ἀνταποδώσω, ἐν καιρῷ, ὅταν σφαλῇ ὁ ποῦς αὐτῶν, ὅτι ἐγγὺς ἡμέρα ἀπωλείας αὐτοῖς, καὶ πάρεστιν ἕτοιμα ὑμῖν. 35 Αναμφιβόλως θα τιμωρήσω αυτούς εις ημέραν, που θα εκδηλωθή η οργή μου, όταν θα σκοντάψουν τα πόδια των. Πλησιάζει η ημέρα της καταστροφής των, όλα είναι έτοιμα δια την τιμωρίαν των. 35 Θὰ τοὺς τιμωρήσω ὅμως, ὅπως τοὺς ἀξίζει, κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ τοὺς ἐκδικηθῶ, τότε ποὺ θὰ σκοντάψῃ καὶ θὰ παύσῃ νὰ τρέχῃ τὸ πόδι των ἀνενόχλητον εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Εἶναι πολὺ κοντὰ ἡ ἡμέρα τῆς καταστροφῆς των. Καὶ ἤδη εἶναι ἕτοιμα ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἐξόντωσίν σας».
36 ὅτι κρινεῖ Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς δούλοις αὐτοῦ παρακληθήσεται· εἶδε γὰρ παραλελυμένους αὐτοὺς καὶ ἐκλελοιπότας ἐν ἐπαγωγῇ καὶ παρειμένους. 36 Ο δίκαιος Θεός θα κρίνη και θα τιμωρήση τον λαόν του και θα πάρη ικανοποίησιν εν τη δικαιοσύνη του από τους αποοτατήσαντας δούλους του· διότι θα τους ίδη παραλελυμένους λιπόψυχους και εξηντλημένους από την εξορίαν, εγκαταλελειμμένουν και απροστατεύτους. 36 Διότι ὁ Κύριος θὰ κρίνῃ καὶ θὰ ἀποδώσῃ δικαίαν τιμωρίαν εἰς τὸν λαόν Του καὶ θὰ ἰκανοποιηθῇ μὲ τὴν τιμωρίαν τῶν δούλων Του. Θὰ εἶναι ἰκανοποιημένος, διότι τοὺς εἶδε να ἔχουν παραλύσει, να εἶναι ἐξαντλημένοι ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν συμφορῶν τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τελείως ἑξασθενημένοι.
37 καὶ εἶπε Κύριος· ποῦ εἰσιν οἱ θεοὶ αὐτῶν, ἐφ᾿ οἷς ἐπεποίθεισαν ἐπ᾿ αὐτοῖς; 37 Και ο Κυριος θα είπη τότε· που είναι οι θεοί των, στους οποίους είχον πεποίθησιν; 37 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος, ὅταν τοὺς εἶδεν εἰς αὐτὴν τὴν ἀθλίαν κατάστασιν: «Ποὺ εἶναι οἱ θέοι των, εἰς τοὺς ὁποίους εἶχαν ἐμπιστευθῆ τὴν ζωήν των;
38 ὧν τὸ στέαρ τῶν θυσιῶν αὐτῶν ἠσθίετε καὶ ἐπίνετε τὸν οἶνον τῶν σπονδῶν αὐτῶν; ἀναστήτωσαν καὶ βοηθησάτωσαν ὑμῖν καὶ γενηθήτωσαν ὑμῖν σκεπασταί. 38 Που είναι οι θεοί, των οποίων το λίπος των θυσιών των ετρώγατε και τον οίνον των σπονδών των επίνατε; Ας σηκωθούν τώρα, ας σας βοηθήσουν, ας γίνουν προστάται σας ! 38 Ποὺ εἶναι ἐκεῖνοι, πρὸς τοὺς ὁποίους ἐπροσφέρατε θυσίας καὶ ἐτρώγατε τὸ λίπος τῶν θυσιαζομένων ζώων καὶ ἐπίνατε τὸ κρασὶ ποὺ ἐχρησιμοποιούσατε εἰς τὰς σπονδάς σας πρὸς αὐτούς; Ἂς σηκωθοῦν τώρα καὶ ἂς σᾶς βοηθήσουν καὶ ἂς γίνουν οἱ ὑπερασπισταί σας.
39 ἴδετε ἴδετε ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν ἐμοῦ· ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω, πατάξω κἀγὼ ἰάσομαι, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἐξελεῖται ἐκ τῶν χειρῶν μου. 39 Ιδέτε καλά, ιδέτε ότι εγώ είμαι ο αληθινός Θεός και δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από εμέ. Εγώ θανατώνω και εγώ ζωοποιώ· εγώ θα πλήξω και εγώ θα θεραπεύσω. Δεν υπάρχει κανείς οποίος θα ημπορέση να βγάλη άνθρωπον από τα χέρια μου. 39 Προσέξατε λοιπόν, προσέξατε καὶ ἐννοήσατε ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον Ἐγὼ ὑπάρχω. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ ἐμέ. Ἐγὼ καὶ μόνον ἠμπορῶ νὰ θανατώσω καὶ νὰ δώσω ζωήν.Ἠμπορῶ νὰ κτυπήσω, νὰ πληγώσω καὶ νὰ θεραπεύσω. Κανεὶς δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ βγάλῃ καὶ νὰ πάρῃ κάποιον ἀπὸ τὰ χέρια μου.
40 ὅτι ἀρῶ εἰς τὸν οὐρανὸν τὴν χεῖρά μου καὶ ὀμοῦμαι τῇ δεξιᾷ μου καὶ ἐρῶ· ζῶ ἐγὼ εἰς τὸν αἰῶνα, 40 Σηκώνω στον ουρανόν το χέρι μου, ορκίζομαι εις την υψωμένην παντοδύναμον δεξιάν μου και λέγω· Εγώ είμαι ο αιώνιος και αναλλοίωτος Θεός. 40 Θὰ πραγματοποιηθοῦν δὲ ὅλαι αἱ ἀπειλαί μου, διότι θὰ ὑψώσω τὸ χέρι μου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ θὰ ὁρκισθῶ μὲ τὴν ἀκατανίκητον δεξιάν μου καὶ θὰ διακηρύξω: Ζῶ Ἐγὼ αἰωνίως.
41 ὅτι παροξυνῶ ὡς ἀστραπὴν τὴν μάχαιράν μου, καὶ ἀνθέξεται κρίματος ἡ χείρ μου, καὶ ἀποδώσω δίκην τοῖς ἐχθροῖς καὶ τοῖς μισοῦσί με ἀνταποδώσω· 41 Ορκίζομαι ότι θα κάμω κοπτεράν την μάχαιράν μου ωσάν την αστραπήν, ότι το χέρι μου θα αποστείλη την δικαίαν τιμωρίαν κατά πάσης κακίας· θα τιμωρήσω τους εχθρούς και θα ανταποδώσω ο,τι πρέπει εις εκείνους, που με μισούν. 41 Ὁρκίζομαι νὰ κάνω τὸ μαχαίρι μου ὀξὺ σὰν τὴν ἀστραπήν. Καὶ θὰ σταθῇ σταθερὸ τὸ χέρι μου εἰς τὴν τιμωρίαν. Θὰ τιμωρήσω δὲ τοὺς ἐχθρούς μου καὶ θὰ ἐκδικηθῶ, ὅπως τοὺς ἀξίζει, ἐκείνους ποὺ μὲ μισοῦν.
42 μεθύσω τὰ βέλη μου ἀφ᾿ αἵματος, καὶ ἡ μάχαιρά μου φάγεται κρέα, ἀφ᾿ αἵματος τραυματιῶν καὶ αἰχμαλωσίας, ἀπὸ κεφαλῆς ἀρχόντων ἐχθρῶν. 42 Τα βέλη μου θα μεθύσουν από το αίμα, που θα χυθή, η μάχαιρά μου θα φάγη κρέατα αμαρτωλών, θα ικανοποιηθή η δικαιοσύνη μου από το αίμα των φονευομένων και των αιχμαλώτων, από κεφάλια αρχόντων, που θα πέσουν. 42 Θὰ κάνω νὰ μεθύσουν τὰ βέλη μου ἀπὸ αἷμα καὶ τὸ μαχαίρι μου θὰ φάγῃ ἀνθρώπινα κρέατα. Θὰ μεθύσουν καὶ θὰ χορτάσουν μὲ τὸ αἷμα τῶν πληγωμένων καὶ τῶν αἰχμαλώτων καὶ μὲ τὰ κεφάλια τῶν ἀρχόντων τῶν διαφόρων ἐχθρῶν, ποὺ θὰ σφάζωνται».
43 εὐφράνθητε, οὐρανοί, ἅμα αὐτῷ, καὶ προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ· εὐφράνθητε, ἔθνη μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνισχυσάτωσαν αὐτῷ πάντες υἱοὶ Θεοῦ· ὅτι τὸ αἷμα τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἐκδικᾶται, καὶ ἐκδικήσει καὶ ἀνταποδώσει δίκην τοῖς ἐχθροῖς καὶ τοῖς μισοῦσιν ἀνταποδώσει, καὶ ἐκκαθαριεῖ Κύριος τὴν γῆν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. 43 Δια την απόδοσιν αυτήν της δικαιοσύνης ας χαρούν οι ουρανοί μαζή με τον Κυριον, ας προσκυνήσουν αυτόν όλοι οι άγγελοί του. Χαρήτε λαοί μαζή με τον λαόν του Θεού· ας ενισχύσουν τον λαόν του Θεού όλοι όσοι είναι υιοί του Θεού, διότι ο Θευς εκδικείται το αίμα των υιών του. Θα αποδώση το δίκαιον, θα τιμωρήση τους εχθρούς του και στους μισούντας αυτόν θα ανταποδώση κατά τα έργα των και έτσι θα καθαρίση την χώραν του λαού του από τα κακά στοιχεία”. 43 Χαρῆτε καὶ πανηγυρίσατε μαζί Του οἱ οὐρανοὶ καὶ ἂς προσκυνήσουν Αὐτὸν ὅλοι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Χαρῆτε καὶ πανηγυρίσατε καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη μαζὶ μὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν Του καὶ ἂς ἐνδυναμώσουν τὸν λαὸν αὐτὸν ὅλοι, ὅσοι εἶναι οἰκεῖοι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Κύριος ἐκδικεῖται τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν Του. Καὶ θὰ ἐκδικηθῇ καὶ εἰς τὸ μέλλον καὶ θὰ τιμωρήσῃ δικαίως τοὺς ἐχθρούς των. Θὰ πληρώσῃ δὲ ὅπως πρέπει αὐτοὺς ποὺ μισοῦν Ἐκεῖνον καὶ τὸν λαόν Του καὶ θὰ ξεκαθαρίσῃ ὁ Κύριος τὴν χώραν τοῦ λαοῦ του».
44 Καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὴν ᾠδὴν ταύτην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἐδίδαξεν αὐτὴν τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. καὶ εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ ἐλάλησε πάντας τοὺς λόγους τοῦ νόμου τούτου εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ, αὐτὸς καὶ ᾿Ιησοῦς ὁ τοῦ Ναυή. 44 Αυτήν την ωδήν την έγραψεν ο Μωϋσής κατά την ημέραν εκείνην και την εδίδαξεν στους Ισραηλίτας. Εισήλθε δε στον ισραηλιτικόν λαόν και είπε εις τα αυτιά του λαού, αυτός και ο Ιησούς του Ναυή, όλους τους λόγους του νόμου τούτου. 44 Ἔγραψε κατόπιν ὁ Μωϋσῆς τὴν ᾠδὴν αὐτὴν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ τὴν ἐδίδαξεν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας. Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Μωϋσῆς εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ καὶ ἀνεκοίνωσε καὶ ἐγνωστοποίησεν εἰς αὐτοὺς ὅλα τὰ λόγια αὐτοῦ τοῦ Νόμου ὁ ἴδιος καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ.
45 καὶ συνετέλεσε Μωυσῆς λαλῶν παντὶ ᾿Ισραήλ. 45 Ετελείωσεν έτσι ο Μωϋσής ομιλών προς τους Ισραηλίτας. 45 Καὶ ἐτελείωσεν ὁ Μωϋσῆς ὅλα, ὅσα εἶχε νὰ κηρύξῃ εἰς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ.
46 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· προσέχετε τῇ καρδίᾳ ἐπὶ πάντας τοὺς λόγους τούτους, οὓς ἐγὼ διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον, ἃ ἐντελεῖσθε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν φυλάσσειν καὶ ποιεῖν πάντας τοὺς λόγους τοῦ νόμου τούτου· 46 Ομως προσέθεσε προς αυτούς και τα εξής· “δώσατε προσοχήν από την καρδιά σας εις όλους τους λόγους αυτούς, τους οποίους εγώ σήμερον κατά τον πλέον επίσημον και έντονον τρόπο σας ανεκοίνωσα, ότι θα διατάξετε τα παιδιά σας να φυλάσσουν και να τηρούν όλους τους λόγους του Νομου τούτου. 46 Καὶ εἶπεν ἐπίσης εἰς αὐτούς: «Προσέχετε μὲ τὴν καρδιά σας εἰς ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ σᾶς ἀνεκοίνωσα σήμερον μὲ τρόπον ἔντονον καὶ ἐπίσημον. Αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ θὰ παραγγείλετε εἰς τὰ παιδιά σας νὰ τὰ τηροῦν καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόζουν. Ὅλα τὰ προστάγματα αὐτοῦ τοῦ Νόμου.
47 ὅτι οὐχὶ λόγος κενὸς οὗτος ὑμῖν, ὅτι αὕτη ἡ ζωὴ ὑμῶν, καὶ ἕνεκεν τοῦ λόγου τούτου μακροημερεύσετε ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν ᾿Ιορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. 47 Διότι δεν είναι λόγος αυτός κενός και μάταιος, αλλά αυτή αύτη η ζωη σας· διότι εφ' όσον θα εφαρμόσετε τον νόμον τούτον του Θεού, θα μακροημερεύσετε ασφαλείς και ευτυχείς εις την γην, δια την κληρονομίαν της οποίας τώρα διαβαίνετε τον Ιορδάνην. 47 Προσέξατε, διότι ὁ Νόμος αὐτὸς δὲν εἶναι διὰ σᾶς λόγος κενός, χωρὶς νόημα, ἀλλ’ εἶναι αὐτὴ ἡ ἰδία ἡ ζωή σας. Ἐξ αἰτίας δὲ τοῦ Νόμου αὐτοῦ, ἐὰν βεβαίως τὸν τηρήσετε, θὰ ζήσετε πολλὰ χρόνια εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν πηγαίνετε νὰ κληρονομήσετε, ἀφοῦ διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην».
48 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ λέγων· 48 Και ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν κατά την ημέραν εκείνην λέγων· 48 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοῦ εἶπε:
49 ἀνάβηθι εἰς τὸ ὄρος τὸ ᾿Αβαρὶμ τοῦτο, ὄρος Ναβαῦ, ὅ ἐστιν ἐν γῇ Μωὰβ κατὰ πρόσωπον ῾Ιεριχώ, καὶ ἰδὲ τὴν γῆν Χαναάν, ἣν ἐγὼ δίδωμι τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, εἰς κατάσχεσιν, 49 “ανέβα εις την οροσειράν αυτήν Αβαρίμ, στο όρος Ναβαύ, που υπάρχει εις την χώραν Μωάβ, απέναντι από την Ιεριχώ, και ιδέ την γην Χαναάν, την οποίαν εγώ δίδω στους Ισραηλίτας προς κατάκτησιν, 49 «Ἀνέβα εἰς αὐτὴν τὴν ὀροσειράν, ποὺ ὀνομάζεται Ἀβαρίμ, καὶ συγκεκριμένως εἰς τὸ βουνὸ Ναβαῦ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν χώραν Μωάβ, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Καὶ κοίταξε ἀπὸ ἐκεῖ τὴν χώραν Χαναάν, τὴν ὁποίαν δίδω Ἐγὼ εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας, διὰ νὰ γίνουν κάτοχοί της.
50 καὶ τελεύτα ἐν τῷ ὄρει, εἰς ὃ ἀναβαίνεις ἐκεῖ, καὶ προστέθητι πρὸς τὸν λαόν σου, ὃν τρόπον ἀπέθανεν ᾿Ααρὼν ὁ ἀδελφός σου ἐν ῍Ωρ τῷ ὄρει, καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ, 50 και απόθανε εκεί επάνω στο όρος που θα ανεβής, και έτσι θα πρσατεθής στον λαόν σου, όπως και ο Ααρών ο αδελφός σου, ο οποίος απέθανεν στο όρος Ωρ, και προσετέθη στον λαόν του. 50 Καὶ νὰ πεθάνῃς ἐκεῖ εἰς τὸ βουνό, ὅπου τώρα ἀνεβαίνεις, καὶ νὰ προστεθῇς εἰς τὸν λαόν σου, ποὺ ἀπέθανε πρὶν ἀπὸ σέ, ὅπως ἀκριβῶς ἀπέθανε καὶ ὁ Ἀαρών, ὁ ἀδελφός σου, εἰς τὸ βουνὸ Ὢρ καὶ προσετέθη εἰς τὸν λαόν του, ποὺ ἀπέθανε προηγουμένως.
51 ὅτι ἠπειθήσατε τῷ ρήματί μου ἐν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἀντιλογίας Κάδης ἐν τῇ ἐρήμῳ Σίν, διότι οὐχ ἡγιάσατέ με ἐν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· 51 Αποθνήσκετε, συ και ο Ααρών, χωρίς να εισέλθετε εις την γην της Επαγγελίας, διότι παρηκούσατε την εντολήν μου ενώπιον των Ισραηλιτών εις την θέσιν “ύδωρ αναλογίας”, που ευρίσκεται εις Καδης μέσα εις την έρημον Σιν. Εδείξατε ανυπακοήν και δεν με εδοξάσατε ενώπιον των Ισραηλιτών. 51 Δὲν θὰ πατήσετε καὶ οἱ δύο τὸ χῶμα τῆς Χαναάν, διότι ἀπειθήσατε εἰς τὴν ἐντολήν μου ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας, ἐκεῖ εἰς τὸν τόπον ποὺ ἐπῆρε τὸ ὄνομα «ὕδωρ ἀντιλογίας» καὶ εὑρίσκεται εἰς τὴν περιοχὴν Κάδης, μέσα εἰς τὴν Ἔρημον Σίν. Τιμωρεῖσθε, διότι δὲν μὲ ἐδοξάσατε ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλιτῶν μὲ τὴν πίστιν σας εἰς τὴν παντοδυναμίαν μου.
52 ὅτι ἀπέναντι ὄψῃ τὴν γῆν καὶ ἐκεῖ οὐκ εἰσελεύσῃ. 52 Ανέβα λοιπόν στο όρος, διότι από εκεί θα ίδης την γην της Επαγγελίας, εις την οποίαν όμως δεν θα εισέλθης”. 52 Τὸ ἀπεφάσισα ὁριστικῶς νὰ ἰδῇς ἀπὸ ἀπέναντι τὴν Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας καὶ νὰ μὴ εἰσέλθῃς εἰς αὐτήν».