Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐπιστραφέντες ἀπῄραμεν εἰς τὴν ἔρημον, ὁδὸν θάλασσαν ἐρυθράν, ὃν τρόπον ἐλάλησε Κύριος πρός με, καὶ ἐκυκλώσαμεν τὸ ὄρος τὸ Σηεὶρ ἡμέρας πολλάς. 1 Εστράφημεν τότε και εξεκινήσαμεν προς νότον εις την έρημον, πέραν από τον Ελανιτικόν κόλπον, όπως με διέταξεν ο Κυριος, εβαδίσαμεν ημέρας πολλάς και επορεύθημεν κύκλω από το όρος Σηείρ. 1 Καὶ ἀφοῦ ἐστράφημεν πρὸς ἄλλην κατεύθυνσιν, ἀνεχωρήσαμεν πρὸς τὴν ἔρημον, μὲ κατεύθυνσιν πρὸς τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν, συμφώνως πρὸς τὰς ὁδηγίας ποὺ μοῦ ἔδωσεν ὁ Κύριος· καὶ ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας ἐγυρίζαμε γύρω ἀπὸ τὸ βουνὸ Σηείρ.
2 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· 2 Τοτε μου είπεν ο Κυριος· 2 Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος:
3 ἱκανούσθω ὑμῖν κυκλοῦν τὸ ὄρος τοῦτο, ἐπιστράφητε οὖν ἐπὶ βορρᾶν· 3 Αρκετόν χρόνον εβαδίσατε κύκλω από το όρος τούτο· τώρα λοιπόν στραφήτε προς βορράν. 3 «Ἀρκετὰ ἐγυρίσατε γύρω ἀπὸ τὸ βουνὸ αὐτό. Στραφῆτε λοιπὸν τώρα πρὸς βορρᾶν.
4 καὶ τῷ λαῷ ἔντειλαι λέγων· ὑμεῖς παραπορεύεσθε διὰ τῶν ὁρίων τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν υἱῶν ῾Ησαῦ, οἳ κατοικοῦσιν ἐν Σηείρ, καὶ φοβηθήσονται ὑμᾶς καὶ εὐλαβηθήσονται ὑμᾶς σφόδρα. 4 Δώσε εντολήν στον ισραηλιτικόν λαόν και ειπέ προς αυτούς· θα περάσετε πρώτα από τα σύνορα της χώρας των αδελφών σας, των Ιδουμαίων, των απογόνων του Ησαύ, οι οποίοι κατοικούν στο όρος Σηείρ. Αυτοί θα σας φοβηθούν και θα προσέξουν πολύ, ώστε να μη έλθουν εις σύγκρουσιν με σας. 4 Νὰ διατάξῃς δὲ τὸν λαὸν καὶ νὰ εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Περνᾶτε τώρα δίπλα ἀπὸ τὰ σύνορα τῶν Ἐδωμιτῶν, ποὺ εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ καὶ ἑπομένως συγγενεῖς σας καὶ οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς τὸ βουνὸ Σηείρ. Αὐτοὶ θὰ σᾶς φοβηθοῦν καὶ θὰ σᾶς φερθοῦν με πολλὴν προσοχήν.
5 μὴ συνάψητε πρὸς αὐτοὺς πόλεμον· οὐ γὰρ δῶ ὑμῖν ἀπὸ τῆς γῆς αὐτῶν οὐδὲ βῆμα ποδός, ὅτι ἐν κλήρῳ δέδωκα τοῖς υἱοῖς ῾Ησαῦ τὸ ὄρος τὸ Σηείρ. 5 Αλλά και σεις να μου κάμετε προς αυτούς πόλεμον εναντίον των διότι εγώ δεν θα σας δώσω ούτε ένα βήμα ποδός από την χώραν των, επειδή το όρος Σηείρ και την περιοχήν του εκληροδότησα στους απογόνους του Ησαύ. 5 Μὴ ἀνοίξετε πόλεμον πρὸς αὐτούς, διότι δὲν πρόκειται νὰ σᾶς δώσω οὔτε βῆμα ποδὸς ἀπὸ τὴν χώραν των, ἐπειδὴ ἐχάρισα τὸ βουνὸ Σηεὶρ εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ ὡς κληρονομίαν ἀναφαίρετον.
6 ἀργυρίου βρώματα ἀγοράσατε παρ᾿ αὐτῶν καὶ φάγεσθε καὶ ὕδωρ μέτρῳ λήψεσθε παρ᾿ αὐτῶν ἀργυρίου καὶ πίεσθε· 6 Με χρήματα θα αγοράζετε από αυτούς τρόφιμα δια να τρώγετε, και εν μέτρω αντί χρημάτων θα παίρνετε από αυτούς νερό δια να πίνετε. 6 Νὰ ἀγοράσετε ἀπὸ αὐτοὺς τρόφιμα μὲ χρήματα, διὰ νὰ φάγετε. Νὰ ἀγοράσετε μὲ χρήματα ἐπίσης καὶ νερό, μὲ μέτρον ἀπὸ αὐτούς, διὰ νὰ πίνετε.
7 ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν εὐλόγησέ σε ἐν παντὶ ἔργῳ τῶν χειρῶν σου· διάγνωθι πῶς διῆλθες τὴν ἔρημον τὴν μεγάλην καὶ τὴν φοβερὰν ἐκείνην· ἰδοὺ τεσσαράκοντα ἔτη Κύριος ὁ Θεός σου μετὰ σοῦ, οὐκ ἐπεδεήθης ρήματος. 7 Να ενθυμήσθε δε ότι Κυριος ο Θεός σας σας ευλόγησεν εις κάθε έργον των χειρών σας. Μαθετε καλά και μη λησμονήτε, πως επεράσατε την μεγάλην εκείνην και φοβεράν έρημον Φαράν. Ιδού επί τεσσαράκοντα κατά συνέχειαν έτη Κυριος ο Θεός είναι μαζή σας και δεν εστερηθήκατε από τίποτε. 7 Νὰ φερθῇς καλά, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, διότι Κύριος ὁ Θεός μας σὲ εὐλόγησεν εἰς ὅλα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου. Σκέψου καὶ ἀναγνώρισε μὲ εὐγνωμοσύνην τὸ πῶς ἐπέρασες τὴν μεγάλην καὶ φοβερὰν ἐκείνην ἔρημον Φαράν. Ἰδοὺ ἐπὶ σαράντα χρόνια Κύριος ὁ Θεός σου ἦτο μαζί σου. Σὲ ἐπροστάτευε καὶ δὲν ἐστερήθης κανενὸς πράγματος.
8 καὶ παρήλθομεν τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν υἱοὺς ῾Ησαῦ, τοὺς κατοικοῦντας ἐν Σηεὶρ παρὰ τὴν ὁδὸν τὴν ῎Αραβα ἀπὸ Αἰλὼν καὶ ἀπὸ Γεσιὼν Γάβερκαὶ ἐπιστρέψαντες παρήλθομεν ὁδὸν ἔρημον Μωάβ. 8 Υπακούσαντες κατά την περίστασιν αυτήν στον Θεόν παρεκάμψαμεν και δεν ενοχλήσαμεν τους αδελφούς μας, απογόνους του Ησαύ, οι οποίοι κατοικούν στο όρος Σηείρ. Εβαδίσαμεν την οδόν, η οποία διέρχεται την περιοχήν Αραβα, επεράσαμεν από τας πόλεις Αιλών και Γεσιών Γαβερ. Επειτα εστρέψαμεν και εκινήθημεν προς την έρημον της χώρας Μωάβ. 8 Καὶ παρεκάμψαμεν τοὺς συγγενεῖς μας, τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ, (ποὺ ἦτο ἀδελφὸς τοῦ πατρός μας Ἰακώβ), οἱ ὁποῖοι διαμένουν εἰς τὸ βουνὸ Σηείρ, καὶ ἐπεράσαμεν ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ βαθύπεδον Ἄραβα, καὶ ἀπὸ τὰς πόλεις Αἰλὼν καὶ Γεσιὼν Γάβερ καὶ ἀφοῦ ἐστρέψαμεν πρὸς ἄλλην κατεύθυνσιν, ἐπήραμε τὸν δρόμον πρὸς τὴν ἔρημον Μωάβ.
9 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ ἐχθραίνετετοῖς Μωαβίταις καὶ μὴ συνάψητε πρὸς αὐτοὺς πόλεμον· οὐ γὰρ μὴ δῶ ὑμῖν ἀπὸ τῆς γῆς αὐτῶν ἐν κλήρῳ, τοῖς γὰρ υἱοῖς Λὼτ δέδωκα τὴν ᾿Αροὴρ κληρονομεῖν. 9 Είπε δε προς εμέ ο Κυριος· Μη τρέφετε εχθρικάς διαθέσεις κατά των Μωαβιτών και μη αναλάβετε πόλεμον εναντίον των· διότι εγώ δεν θα σας δώσω κληρονομίαν από την χώραν αυτών, επειδή στους απογόνους του Λωτ έχω δώσει ως κληρονομίαν την Αροήρ, την Μωάβ. 9 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ τὰ ἑξῆς: «Μὴ ἔχετε ἔχθραν πρὸς τοὺς Μωαβίτας καὶ μὴ ἀνοίξετε πόλεμον μαζί των· διότι δὲν πρόκειται νὰ σᾶς δώσω ὡς κληρονομίαν κανένα τμῆμα ἀπὸ τὴν χώραν των. Ἤδη ἔχω δώσει τὴν χώραν αὐτήν, ποὺ λέγεται καὶ Ἀροὴρ ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς πρωτευούσης της, ὡς ἀναφαίρετον κληρονομίαν εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Λώτ, δηλαδὴ τοὺς Μωαβίτας.
10 (οἱ ᾿Ομμὶν πρότεροι ἐνεκάθηντο ἐπ᾿ αὐτῆς ἔθνος μέγα καὶ πολὺ καὶ ἰσχύοντες, ὥσπερ οἱ ᾿Ενακίμ· 10 (Προ αυτών είχαν εγκατασταθή εις την χώραν Μωάβ, οι Ομμίν, άνδρες μεγάλου αναστήματος, πολυάριθμοι και ισχυροί όπως οι Ενακίμ. 10 (Πρὶν ἀπὸ τοὺς Μωαβίτας εἶχαν ἐγκατασταθῇ εἰς τὴν χώραν αὐτήν οἰ Ὀμμίν, ποὺ ἦσαν ἔθνος μέγα καὶ πολυάριθμον καὶ εἶχαν δύναμιν μεγάλην, ὅπως οἱ Ἐνακίμ, ποὺ ἦσαν γίγαντες.
11 Ραφαΐν λογισθήσονται καὶ οὗτοι ὥσπερ καὶ οἱ ᾿Ενακίμ, καὶ οἱ Μωαβῖται ἐπονομάζουσιν αὐτοὺς ᾿Ομμίν. 11 Εθεωρούντο Ραφαΐν, δηλαδή γίγαντες και αυτοί, όπως και οι Ενακίμ. Οι Μωαβίται ονομάζουν αυτούς Ομμίν. 11 Καὶ οἱ Ὀμμὶν θεωροῦνται σὰν τοὺς Ραφαΐν, δηλαδὴ γίγαντες, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ Ἐνακίμ. Οἱ Μωαβῖται ὅμως τοὺς ὀνομάζουν Ὀμμίν.
12 καὶ ἐν Σηεὶρ ἐνεκάθητο ὁ Χορραῖος τὸ πρότερον, καὶ υἱοὶ ῾Ησαῦ ἀπώλεσαν αὐτοὺς καὶ ἐξέτριψαν αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν, ὃν τρόπον ἐποίησεν ᾿Ισραὴλ τὴν γῆν τῆς κληρονομίας αὐτοῦ, ἣν δέδωκε Κύριος αὐτοῖς). 12 Αλλά και εις την χώραν Σηείρ κάτοικοι προηγουμένως ήσαν οι Χορραίοι, τους οποίους οι απόγονοι του Ησαύ, οι Ιδουμαίοι, τους κατέστρεψαν και τους εξολόθρευσαν από εμπρός των και εγκατεστάθησαν αυτοί εις την χώραν αντί εκείνων. Εκαμαν οι Ιδουμαίοι στους παλαιούς κατοίκους της χώρας, ο,τι οι Ισραηλίται θα κάμουν εις την χώραν, την οποίαν ως κληρονομίαν των θα τους δώση ο Κυριος). 12 Εἰς δὲ τὸ βουνὸ Σηεὶρ εἶχαν ἐγκατασταθῇ προηγουμένως οἱ Χορραῖοι. Αὐτοὺς ὅμως τοὺς κατενίκησαν καὶ τοὺς ἐξηφάνισαν ἀπὸ ἐμπρός των οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαυ, οἱ Ἐδωμῖται. Καὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς τὸ βουνὸ αὐτοὶ ἀντὶ ἐκείνων, ὅ,τι δηλαδὴ ἔκαναν κατόπιν οἱ Ἰσραηλῖται σχετικῶς μὲ τὴν χώραν, ποὺ τοὺς ἐδωσεν ὡς κληρονομίαν ὁ Κύριος).
13 νῦν οὖν ἀνάστητε καὶ ἀπάρατε ὑμεῖς καὶ παραπορεύεσθε τὴν φάραγγα Ζαρέτ. 13 Τωρα λοιπόν εγερθήτε, ξεκινήσατε και βαδίσατε παρά την φάραγγα Ζαρέτ. 13 Σηκωθῆτε λοιπὸν τώρα καὶ ἀναχωρήσατε καὶ προχωρεῖτε δίπλα ἀπὸ τὴν φάραγγα Ζαρέτ».
14 καὶ αἱ ἡμέραι, ἃς παρεπορεύθημεν ἀπὸ Κάδης Βαρνὴ ἕως οὗ παρήλθομεν τὴν φάραγγα Ζαρέτ, τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη, ἕως οὗ διέπεσε πᾶσα γενεὰ ἀνδρῶν πολεμιστῶν ἀποθνήσκοντες ἐκ τῆς παρεμβολῆς, καθότι ὤμοσε Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῖς· 14 Το χρονικόν διάστημα, κατά το οποίον επορεύθημεν από Καδης Βαρνή, μέχρις ότου διήλθαμεν την φάραγγα Ζαρέτ, ήτο τριάκοντα και οκτώ έτη, έως ότου όλη η γενεά εκείνη των ανδρών των δυναμένων να φέρουν όπλα απέθανον και εξέλιπον από το στρατόπεδον, όπως Κυριος ο Θεός είχεν ορκισθή δι' αυτούς. 14 Ἡ δὲ πορεία καὶ περιπλάνησίς μας ἀπὸ Κάδης Βαρνή, μέχρις ὅτου ἐπεράσαμεν τὴν φάραγγα Ζαρέτ, διήρκεσε τριάντα ὀκτὼ χρόνια, ἕως ὅτου ἀπέθανεν ὅλη ἡ γενεὰ τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ ἦσαν εἰς θέσιν νὰ πολεμήσουν καὶ ἐξηφανίσθησαν ἀπὸ τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως τὸ εἶχεν ὁρκισθῇ εἰς αὐτοὺς ὁ Κύριος.
15 καὶ ἡ χεὶρ τοῦ Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτοῖς ἐξαναλῶσαι αὐτοὺς ἐκ μέσου τῆς παρεμβολῆς, ἕως οὗ διέπεσαν. 15 Η παντοδύναμος και τιμωρός χειρ του Θεού επέπεσεν εναντίον των, δια να τους εξοντώση εκ μέσου του στρατοπέδου, μέχρις ότου όλοι πράγματι εχάθησαν. 15 Καὶ ἔπεσεν ἐπάνω των τὸ παντοδύναμον χέρι τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ τοὺς ἑξαφανίσῃ ἀπὸ τὸν λαόν, ἕως ὅτου ἀπέθαναν ὅλοι ἐκεῖνοι.
16 καὶ ἐγενήθη ἐπειδὴ ἔπεσαν πάντες οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταὶ ἀποθνήσκοντες ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ, 16 Οτε απέθαναν και έλειψαν εκ μέσου του λαού όλοι οι άνδρες οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα, 16 Καὶ τότε λοιπὸν ποὺ ἐξηφανίσθησαν ἀπὸ τὸν λαὸν ὅλοι οἱ ἄνδρες, ποὺ ἦσαν εἰς θέσιν νὰ πολεμοῦν,
17 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρός με λέγων· 17 ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και είπε· 17 ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος καὶ εἶπε:
18 σὺ παραπορεύσῃ σήμερον τὰ ὅρια Μωὰβ τὴν Σηεὶρ 18 Συ θα διαβής σήμερον τα σύνορα της Μωάβ και Σηείρ το όρος αυτής. 18 «Θὰ περᾴσῃς σήμερον σὺ δὶπλα ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς χώρας Μωάβ, δηλαδὴ τὴν περιοχὴν Σηείρ,
19 καὶ προσάξετε ἐγγὺς υἱῶν ᾿Αμμάν· μὴ ἐχθραίνετε αὐτοῖς μηδὲ συνάψητε αὐτοῖς εἰς πόλεμον· οὐ γὰρ μὴ δῶ ἀπὸ τῆς γῆς υἱῶν ᾿Αμμάν σοι ἐν κλήρῳ, ὅτι τοῖς υἱοῖς Λὼτ δέδωκα αὐτὴν ἐν κλήρῳ. 19 Θα φθάσετε πλησίον των Αμμανιτών. Μη δείξετε εχθρικάς διαθέσεις εναντίον των και ούτε να αναλάβετε πόλεμον κατ' αυτών, διότι από την χώραν των υιών Αμμάν δεν θα σας δώσω κανένα μέρος προς κληρονομίαν σας, διότι έχω δώσει αυτήν την χώραν ως κληρονομίαν στους απογόνους του Λωτ. 19 καὶ θὰ πλησιάσετε κοντὰ εἰς τοὺς Ἀμμανίτας. Προσέξατε ὅμως νὰ μὴ ἔχετε ἔχθραν μὲ αὐτούς, οὔτε νὰ ἀνοίξετε πόλεμον μαζί των· διότι δὲν πρόκειται νὰ σᾶς δώσω κάτι ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Ἀμμανιτῶν ὡς κληρονομίαν. Τὴν ἔχω δώσει ὁριστικῶς ὡς κληρονομίαν εἰς αὐτούς, ποὺ εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Λώτ.
20 (γῆ Ραφαΐν λογισθήσεται· καὶ γὰρ ἐπ᾿ αὐτῆς κατῴκουν οἱ Ραφαΐν τὸ πρότερον, καὶ οἱ ᾿Αμμανῖται ἐπονομάζουσιν αὐτοὺς Ζομζομμίν, 20 (Και η χώρα αυτή θα θεωρηθή ως γη Ραφαΐν, δηλαδή χώρα γιγάντων, διότι προηγουμένως κατοικούσαν εις αυτήν οι γίγαντες, τους οποίους οι Αμμανίται, επωνόμασαν Ζομζομμίν. 20 (Ἡ χώρα αὐτὴ θεωρεῖται χώρα Ραφαΐν, δηλαδὴ χώρα γιγάντων, διότι διέμεναν προηγουμένως οἱ Ραφαΐν, οἱ δὲ Ἀμμανῖται τοὺς ὀνομάζουν Ζομζομμίν.
21 ἔθνος μέγα καὶ πολὺ καὶ δυνατώτερον ὑμῶν, ὥσπερ καὶ οἱ ᾿Ενακίμ, καὶ ἀπώλεσεν αὐτοὺς Κύριος πρὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ κατεκληρονόμησαν καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· 21 Αυτοί ήσαν ένα πολυάριθμον έθνος, του οποίου οι άνδρες ήσαν μεγαλόσωμοι και πολύ ισχυρότεροι από σας όπως και οι Ενακίμ. Αυτούς κατέστρεψεν ο Κυριος από το πρόσωπον των Αμμανιτών και έτσι οι Αμμανίται κατέλαβον αντ' αυτών την χώραν και εγκατεστάθησαν εις αυτήν, μέχρι σήμερον· 21 Οἱ Ζομζομμὶν ἦσαν λαὸς μέγας καὶ πολυάριθμος καὶ δυνατώτερος ἀπὸ σᾶς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ Ἐνακίμ. Τοὺς ἐξηφάνισεν ὅμως ὁ Κύριος ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Ἀμμανίτας καὶ ἐκυρίευσαν καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν χώραν των. Καὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς αὐτὴν αὐτοὶ ἀντὶ ἐκείνων μέχρι σήμερον.
22 ὥσπερ ἐποίησαν τοῖς υἱοῖς ῾Ησαῦ κατοικοῦσιν ἐν Σηείρ, ὃν τρόπον ἐξέτριψαν τὸν Χορραῖον ἀπὸ προσώπου αὐτῶν καὶ κατεκληρονόμησαν αὐτοὺς καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· 22 όπως ακριβώς έκαμεν ο Κυριος και με τους απογόνους Ησαύ, οι οποίοι κατοικούν τώρα το όρος Σηείρ, συνέτριψε δηλαδή από έμπροσθεν τους τους Χορραίους και κατέλαβον αυτοί την χώραν των και εγκατεστάθησαν αντ' αυτών μέχρι σήμερον. 22 Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ, τοὺς Ἐδωμίτας, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὸ βουνὸ Σηείρ. Ἔτσι δηλαδὴ ἐξηφάνισαν καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ ἐμπρός των τοὺς Χορραίους καὶ ἐκυρίευσαν καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν χώραν των καὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς αὐτὴν ἀντὶ ἐκείνων μέχρι σήμερον.
23 καὶ οἱ Εὐαῖοι οἱ κατοικοῦντες ἐν ᾿Ασηδὼθ ἕως Γάζης, καὶ οἱ Καππάδοκες οἱ ἐξελθόντες ἐκ Καππαδοκίας ἐξέτριψαν αὐτοὺς καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν). 23 Το αυτό έγινε και με τους Ευαίους, οι οποίοι κατουκούσαν από Ασηδώθ έως Γαζαν. Ηλθον εναντίον των οι Καππαδόκες, ξεκινήσαντες από την Καππαδοκίαν, συνέτριψαν αυτούς και εγκατεστάθησαν αντ' αυτών εις την χώραν των). 23 Τὸ ἴδιο ἔπαθαν καὶ οἱ Εὐαῖοι, ποὺ κατοικοῦν εἰς Ἀσηδὼθ ἕως τὴν Γάζαν. Ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν Καππαδοκίαν οἱ Καππαδόκες καὶ τοὺς ἐξηφάνισαν καὶ ἐγκατεστάθησαν αὐτοὶ εἰς τὴν χώραν των ἀντὶ ἐκείνων).
24 νῦν οὖν ἀνάστητε καὶ ἀπάρατε καὶ παρέλθατε ὑμεῖς τὴν φάραγγα ᾿Αρνῶν· ἰδοὺ παραδέδωκα εἰς τὰς χεῖράς σου τὸν Σηὼν βασιλέα ᾿Εσεβὼν τὸν ᾿Αμορραῖον καὶ τὴν γῆν αὐτοῦ· ἐνάρχου κληρονομεῖν, σύναπτε πρὸς αὐτὸν πόλεμον. 24 Τωρα λοιπόν σηκωθήτε, ξεκινήσατε από εδώ και περάσατε την φάραγγα του ποταμού. Αρνών. Ιδού! Εχω παραδώσει εις τα χέρια σας τον Σηών, τον Αμορραίον, τον βασιλέα που μένει εις την πόλιν Εσεβών, και την χώραν αυτού. Αρχισε λοιπόν Ισραήλ, να κατακτάς την χώραν, κάμνε εναντίον αυτού πόλεμον. 24 Σηκωθῆτε λοιπὸν τώρα καὶ ἀναχωρήσατε καὶ προχωρεῖτε, διὰ νὰ περάσετε δίπλα ἀπὸ τὴν φάραγγα Ἀρνῶν. Ἰδοὺ ἔχω παραδώσει εἰς τὰ χέρια σου, λαέ μου, τὸν βασιλέα τῆς Ἐσεβών, τὸν Σηὼν τὸν Ἀμορραῖον καὶ τὴν χώραν του. Ἄρχισε νὰ κυριεύῃς καὶ νὰ κληρονομῇς ἐδάφη! Ἄνοιξε πόλεμον μαζί του.
25 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐνάρχου δοῦναι τὸν τρόμον σου καὶ τὸν φόβον σου ἐπὶ προσώπου πάντων τῶν ἐθνῶν τῶν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ, οἵτινες ἀκούσαντες τὸ ὄνομά σου ταραχθήσονται καὶ ὠδῖνας ἕξουσιν ἀπὸ προσώπου σου. 25 Από την ημέραν αυτήν, κάμε αρχήν να εμπνέης τον τρόμον και τον φόβον σου, ενώπιον όλων των εθνών, που κατοικούν κάτω από τον ουρανόν, και τα οποία, όταν ακούουν το όνομά σου, θα καταλαμβάνωνται από ταραχήν, και θα κυριεύονται από ωδίνας, όταν σε αντικρύζουν. 25 Κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἄρχισε νὰ σκορπίζῃς τὸν τρόμον καὶ τὸν φόβον σου ἐμπρὸς εἰς ὅλους τοὺς λαούς, ποὺ κατοικοῦν κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἀκούσουν τὸ ὄνομά σου, θὰ κυριευθοῦν ἀπὸ ταραχὴν καὶ θὰ κοιλοπονήσουν ἐμπρός σου».
26 Καὶ ἀπέστειλα πρέσβεις ἐκ τῆς ἐρήμου Κεδαμὼθ πρὸς Σηὼν βασιλέα ᾿Εσεβὼν λόγοις εἰρηνικοῖς λέγων· 26 Εστειλα κατόπιν από την έρημον Κεδαμώθ πρέσβεις προς τον Σηών, βασιλέα της Εσεβών, και ειρηνικώς είπα προς αυτόν· 26 Ἀπὸ δὲ τὴν ἔρημον Κεδαμὼθ ἔστειλα πρέσβεις πρὸς τὸν Σηών, τὸν βασιλέα τῆς Ἐσεβών, καὶ εἶπα τοὺς ἑξῆς εἰρηνικοὺς λόγους:
27 παρελεύσομαι διὰ τῆς γῆς σου, ἐν τῇ ὁδῷ πορεύσομαι, οὐκ ἐκκλινῶ δεξιὰ οὐδ᾿ ἀριστερά· 27 θα περάσω δια μέσου της χώρας σου, θα βαδίσω στον δρόμον, δεν θα παρεκκλίνω δεξιά η αριστερά από τον δρόμον. 27 Πρόκειται νὰ περάσω μέσα ἀπὸ τὴν χώραν σου. Θὰ ἀκολουθήσω τὸν δρόμον. Δὲν θὰ παρεκκλίνω δεξιά, οὔτε ἀριστερά.
28 βρώματα ἀργυρίου ἀποδώσῃ μοι, καὶ φάγομαι, καὶ ὕδωρ ἀργυρίου ἀποδώσῃ μοι, καὶ πίομαι· πλὴν ὅτι παρελεύσομαι τοῖς ποσί, 28 Τρόφιμα θα μου δώσης δια πληρωμής, δια να φάγω από αυτά. Νερό θα μου δώσης, αφού σου καταβάλω το ανάλογον αργύριον, και έτσι θα πίω. Το μόνον, που σου ζητώ, είναι να μου επιτραπή να διέλθω πεζοπορών την χώραν σου. 28 Θὰ μοῦ δώσῃς τρόφιμα νὰ φάγω, ποὺ θὰ τὰ ἀγοράσω μὲ χρήματα. Θἀ μοῦ δώσῃς καὶ νερὸ νὰ πίω, ἀγορασμένο καὶ αὐτὸ μὲ χρήματα. Ζητῶ μόνον νὰ περάσω πεζῇ ἀπὸ τὴν χώραν σου.
29 καθὼς ἐποίησάν μοι οἱ υἱοὶ ῾Ησαῦ οἱ κατοικοῦντες ἐν Σηεὶρ καὶ οἱ Μωαβῖται οἱ κατοικοῦντες ἐν ᾿Αροήρ, ἕως ἂν παρέλθω τὸν ᾿Ιορδάνην εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν δίδωσιν ἡμῖν. 29 Οπως έκαμαν προς εμέ οι απόγονοι του Ησαύ, οι οποίοι κατοικούν εις Σηείρ, και οι Μωαβίται οι οποίοι κατοικούν εις Αροήρ, έτσι θα κάμης και συ προς εμέ, έως ότου περάσω τον Ιορδάνην και εισέλθω εις την χώραν, την οποίαν Κυριος ο Θεός δίδει εις ημάς. 29 Ὅπως μοῦ ἐφέρθησαν οἱ Ἐδωμῖται, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἡσαῦ, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὸ Σηείρ, καὶ οἱ Μωαβῖται, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν Ἀροήρ, παρομοίως νὰ φερθῇς καὶ σύ, μέχρις ὅτου περάσω τὸν Ἰορδάνην καὶ φθάσω εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν μᾶς δίδει Κύριος ὁ Θεός μας».
30 καὶ οὐκ ἠθέλησε Σηὼν βασιλεὺς ᾿Εσεβὼν παρελθεῖν ἡμᾶς δι᾿ αὐτοῦ, ὅτι ἐσκλήρυνε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τὸ πνεῦμα αὐτοῦ καὶ κατίσχυσε τὴν καρδίαν αὐτοῦ, ἵνα παραδοθῇ εἰς τὰς χεῖράς σου ὡς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. 30 Αλλα ο Σηών, ο βασιλεύς της Εσεβών, δεν ηθέλησε να περάσωμεν δια της χώρας του, διότι Κυριος ο Θεός ημών επέτρεψε να σκληρυνθή το πνεύμα του και έκαμε ανάλγητον την καρδίαν του, δια να παραδοθή, εξ αιτίας των αμαρτιών του, εις τα χέρια μας μέχρι σήμερον. 30 Δὲν ἠθέλησεν ὅμως ὁ Σηών, ὁ βασιλεὺς τῆς Ἐσεβών, νὰ περάσωμεν μέσα ἀπὸ τὴν χώραν του, διότι Κύριος ὁ Θεὸς μᾶς ἐπέτρεψε νὰ σκληρυνθῇ τὸ πνεῦμα του καὶ ἔκανε ἀναίσθητον τὴν καρδιά του, διὰ νὰ παραδοθῇ τελικῶς νικημένος εἰς τὰ χέρια σου, Ἰσραήλ, ὅπως εἶναι μέχρι καὶ σήμερον.
31 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἰδοὺ ἦργμαι παραδοῦναι πρὸ προσώπου σου τὸν Σηὼν βασιλέα ᾿Εσεβὼν τὸν ᾿Αμορραῖον καὶ τὴν γῆν αὐτοῦ· ἔναρξαι κληρονομῆσαι τὴν γῆν αὐτοῦ. 31 Είπε δε τότε ο Κυριος προς εμέ· Ιδού ! Εχω αρχίσει να παραδίδω εις την εξουσίαν σου τον Σηών τον Αμορραίον, βασιλέα της Εσεβών, και την χώραν του. Καμε αρχήν να κατακτάς την χώραν του. 31 Καὶ εἶπε πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος: «Ἰδοὺ ἔχω ἀρχίσει νὰ σοῦ παραδίδω τὸν Σηὼν τὸν Ἀμορραῖον, τὸν βασιλέα τῆς Ἐσεβὼν καὶ τὴν χώραν του. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ κυριεύῃς καὶ νὰ κληρονομῇς τὴν χώραν του».
32 καὶ ἐξῆλθε Σηὼν βασιλεὺς ᾿Εσεβὼν εἰς συνάντησιν ἡμῖν, αὐτὸς καὶ πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ, εἰς πόλεμον εἰς ᾿Ιασσά. 32 Ο Σηών, ο βασιλεύς της Εσεβών, εξήλθε να πολεμήση εναντίον μας αυτός και ο λαός του, εις την πόλιν Ιασσά. 32 Καὶ ἐβγῆκεν ὁ Σηών, ὁ βασιλεὺς τῆς Ἐσεβών, νὰ μᾶς ἀντιμετωπίσῃ καὶ νὰ μᾶς πολεμήσῃ ὁ ἴδιος καὶ ὅλος ὁ λαός του εἰς τὴν περιοχὴν Ἰασσά.
33 καὶ παρέδωκεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν πρὸ προσώπου ἡμῶν, καὶ ἐπατάξαμεν αὐτὸν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ· 33 Ομως Κυριος ο Θεός ημών παρέδωκεν αυτόν εις τα χέρια μας, και ημείς εκτυπήσαμεν μέχρις αφανισμού αυτόν και τους υιούς του και όλον τον λαόν του. 33 Καὶ μᾶς τὸν παρέδωσεν ὁ Κύριος καὶ Θεός μας καὶ ἐθανατώσαμεν καὶ αὐτὸν καὶ τὰ παιδιά του καὶ ὅλον τὸν λαόν του.
34 καὶ ἐκρατήσαμεν πασῶν τῶν πόλεων αὐτοῦ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ ἐξωλοθρεύσαμεν πᾶσαν πόλιν ἑξῆς, καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, οὐ κατελίπομεν ζωγρείαν· 34 Κατελάβομεν και εκρατήσαμεν υπό την εξουσίαν μας όλας τας πόλεις αυτού, κατεστρέψαμεν κάθε πόλιν την μίαν μετά την άλλην, εθανατώσαμεν τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών, δεν αφήσαμεν αιχμαλώτους ζωντανούς. 34 Καὶ κατεκτήσαμεν ὅλας τὰς πόλεις του κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν καὶ ἐξωλοθρεύσαμεν κάθε πόλιν μὲ τὴν σειρὰν καὶ δὲν ἀφήσαμεν ζωντανοὺς ὡς αἰχμαλώτους οὔτε τὰς γυναῖκας των οὔτε τὰ παιδιά των.
35 πλὴν τὰ κτήνη ἐπρονομεύσαμεν καὶ τὰ σκῦλα τῶν πόλεων ἐλάβομεν. 35 Μονον τα ζώα των κρατήσαμεν δια τον εαυτόν μας και τα λάφυρα των πόλεων επήραμεν. 35 Ἐκρατήσαμεν μόνον τὰ ζῶα καὶ ἐπήραμεν καὶ τὰ λάφυρα, ποὺ εὑρήκαμεν εἰς τὰς πόλεις.
36 ἐξ ᾿Αροήρ, ἥ ἐστι παρὰ τὸ χεῖλος χειμάρρου ᾿Αρνῶν, καὶ τὴν πόλιν τὴν οὖσαν ἐν τῇ φάραγγι καὶ ἕως ὄρους τοῦ Γαλαὰδ οὐκ ἐγενήθη πόλις, ἥτις διέφυγεν ἡμᾶς, τὰς πάσας παρέδωκε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν εἰς τὰς χεῖρας ἡμῶν· 36 Από την πόλιν Αροήρ, η οποία ευρίσκεται παρά την όχθην του χειμάρρου Αρνών, και την πόλιν, η οποία ευρίσκεται εις την κοιλάδα του ποταμού τούτου, μέχρι του όρους Γαλαάδ, δεν υπήρξε πόλις και περιοχή, που διέφυγε την κατάκτησίν μας. Ολας τας πόλεις των Αμορραίων τας παρέδωκεν εις τα χέρια μας Κυριος ο Θεός ημών. 36 Ἀπὸ τὴν πόλιν Ἀροήρ, ποὺ εὑρίσκεται δίπλα εἰς τὴν ὄχθην τοῦ χειμάρρου Ἀρνῶν καὶ τὴν πόλιν, ποὺ εὐρίσκεται εἰς τὴν κοιλάδα καὶ μέχρι τὸ βουνὸ Γαλαάδ, δὲν ὑπῆρξε πόλις, ἡ ὁποία μᾶς διέφυγε καὶ δὲν τὴν ἐκυριεύσαμεν. Ὅλας μᾶς τὰς παρέδωσεν εἰς τὰ χέρια μας ὁ Κύριος καὶ Θεός μας.
37 πλὴν ἐγγὺς υἱῶν ᾿Αμμὰν οὐ προσήλθομεν, πάντα τὰ συγκυροῦντα χειμάρρου ᾿Ιαβὸκ καὶ τάς πόλεις τὰς ἐν τῇ ὀρεινῇ, καθότι ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν. 37 Δεν επλησιάσαμεν όμως στους Αμμανίτας, εις όλα τα γειτονικά μέρη προς τον χείμαρρον Ιαβόκ και εις τας ορεινάς πόλεις των, διότι έτσι μας διέταξε Κυριος ο Θεός ημών. 37 Μόνον εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἀμμανιτῶν δὲν ἐπλησιάσαμεν· εἰς ὅλα δηλαδὴ τὰ ἐδάφη, ποὺ γειτονεύουν μὲ τὸν χείμαρρον Ἰαβόκ· Καὶ εἰς τὰς πόλεις, ποὺ εὑρισκονται εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχήν, διότι αὐτὴν τὴν ἐντολὴν μᾶς ἔδωκε Κύριος ὁ Θεός μας.