Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Αὐτοὶ γὰρ οἴδατε, ἀδελφοί, τὴν εἴσοδον ἡμῶν τὴν πρὸς ὑμᾶς, ὅτι οὐ κενὴ γέγονεν, 1 Περί του έργου μας εις την Θεσσαλονίκην δεν έχω ανάγκην να σας γράψω· διότι, αδελφοί, σεις οι ίδιοι γνωρίζετε καλά, ότι η έλευσίς μας εις σας δεν υπήρξε ματαία και ανωφελής, 1 Πράγματι δὲ τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα μας εἰς σᾶς δὲν ἔγινε μὲ λόγους μόνον. Διότι σεῖς οἰ ἴδιοι γνωρίζετε, ἀδελφοί, ὅτι ἡ ἐπίσκεψίς μας πρὸς σᾶς δὲν ὑπῆρξεν ἀδειανὴ καὶ κούφια ἀπὸ καρποφόρα καὶ σωτήρια ἀποτελέσματα.
2 ἀλλὰ προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες, καθὼς οἴδατε, ἐν Φιλίπποις, ἐπαρρησιασάμεθα ἐν τῷ Θεῷ ἡμῶν λαλῆσαι πρὸς ὑμᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ ἐν πολλῷ ἀγῶνι. 2 αλλά, μολονότι προηγουμένως είχομεν κακοποιηθή και ταλαιπωρηθή στους Φιλίππους, όπως άλλωστε και σεις γνωρίζετε, εν τούτοις χωρίς κανένα δισταγμόν, αλλά με θάρρος και τόλμην, που μας τα ενέπνεε ο Θεός ημών, εκηρύξαμεν εις σας το Ευαγγέλιον του Θεού, εν μέσω βέβαια πολλού και μεγάλου αγώνος εξ αιτίας του διωγμού, που εξήγειραν εναντίον μας οι Εβραίοι. 2 Ἀλλἀ καίτοι προηγουμένως εἰς τοὺς Φιλίππους ἐκακοποιήθημεν καὶ ὑβρίσθημεν, καθὼς ἠξεύρετε, ἐδείξαμεν θάρρος καὶ ἀφοβίαν, ποὺ μᾶς τὰ ἐνέπνεεν ἡ κοινωνία καὶ σχέσις μας μὲ τὸν Θεόν μας. Καὶ μὲ τὸ θάρρος αὐτὸ ἐκηρύξαμεν εἰς σᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ πολλῶν ἀγῶνος ἐξ αἰτίας τῶν θλίψεων καὶ πειρασμῶν ποὺ μᾶς ηὗραν.
3 ἡ γὰρ παράκλησις ἡμῶν οὐκ ἐκ πλάνης οὐδὲ ἐξ ἀκαθαρσίας, οὔτε ἐν δόλῳ, 3 Και είχαμεν αυτό το θάρρος, διότι το χαροποιόν και ενυσχυτικόν εις την νέαν ζωήν κήρυγμά μας δεν προήρχετο από πλάνην, αλλ' από αυτόν τον Θεόν της αληθείας, ούτε από ψυχήν ακάθαρτον εκ της αμαρτίας και ιδιοτελείας, αλλ' από καρδίαν αγνήν, καθαράν και γεμάτην ανιδιοτελή αγάπην· ούτε είχε κανένα δόλον και δόλιον σκοπόν, αλλ' είχε την ευθύτητα και την ειλικρίνειαν. 3 Καὶ εἴχαμεν τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀφοβίαν αὐτήν, διότι τὸ κήρυγμά μας, μὲ τὸ ὁποῖον σᾶς προετρέψαμεν νὰ πιστεύσετε, δὲν προήρχετο ἐκ πλάνης, ἀλλ’ ἦτο αὐτὴ ἡ ἀλήθεια. Οὔτε ὑπέθαλπε τὴν ἀνηθικότητα καὶ τὴν λατρείαν πρὸς βρωμεροὺς θεούς. Ἀλλ’ οὔτε εἶχε σχέσιν μὲ δόλια ἐλατήρια καὶ σκοπούς.
4 ἀλλὰ καθὼς δεδοκιμάσμεθα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πιστευθῆναι τὸ εὐαγγέλιον, οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν. 4 Αλλά, όπως ακριβώς έχομεν ευρεθή από τον Θεόν δόκιμοι και άξιοι να μας εμπιστευθή το Ευαγγέλιον του, έτσι και το διδάσκομεν· δεν επιδιώκομεν να αρέσωμεν στους ανθρώπους, αλλά να αρέσωμεν στον Θεόν, ο οποίος βλέπει και εξετάζει όχι μόνον τα εξωτερικά έργα, αλλά και τας καρδίας μας. 4 Ἀλλὰ καθὼς ἔχομεν εὑρεθῆ ἀπὸ τὸν Θεόν δόκιμοι καὶ ἄξιοι διὰ νὰ μᾶς ἐμπιστευθῇ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἔτσι διδάσκομεν. Διδάσκομεν δηλαδὴ ὡς κήρυκες, ποὺ ζητοῦν νὰ ἀρέσκουν ὄχι εἰς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἐξετάζει καὶ γνωρίζει τὰς καρδίας μας.
5 οὔτε γάρ ποτε ἐν λόγῳ κολακείας ἐγενήθημεν, καθὼς οἴδατε, οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, Θεὸς μάρτυς, 5 Διότι, όπως και σεις οι ίδιοι πάλιν ξεύρετε, ούτε ποτέ εχρησιμοποιήσαμεν λόγους καλακείας, δια να παρασύρωμεν με το μέρος μας και προς ωφέλειαν μας κανένα, ούτε εξεμεταλλεύθημεν το κήρυγμα ως πρόφασιν, δια να κερδήσωμεν χρήματα. Μαρτυς μου είναι ο Θεός. 5 Ναί· δὲν ζητοῦμεν νὰ ἀρέσωμεν εἰς ἀνθρώπους· διότι καθὼς ἠξεύρετε καὶ σεῖς, οὔτε ἐπλησιάσαμεν κανένα μὲ λόγον κολακείας διὰ νὰ ὑποθάλψωμεν τὰς ἀδυναμίας του, οὔτε ἐχρησιμοποιήσαμεν τὸ κήρυγμα ὡς πρόσχημα διὰ νὰ καλύψωμεν κάτω ἀπὸ αὐτὸ πλεονεξίαν η φιλοχρηματίαν. Ὁ Θεὸς εἶναι μάρτυς περὶ τούτου.
6 οὔτε ζητοῦντες ἐξ ἀνθρώπων δόξαν, οὔτε ἀφ’ ὑμῶν, οὔτε ἀπὸ ἄλλων, δυνάμενοι ἐν βάρει εἶναι ὡς Χριστοῦ ἀπόστολοι, 6 Ούτε δια του κηρύγματος εζητήσαμεν δόξαν και τιμήν εκ μέρους των ανθρώπων, ούτε από σας τους ιδίους ούτε από άλλους, καίτοι ημπορούσαμεν με το κύρος και την εξουσίαν, που έχομεν ως Απόστολοι του Χριστού, να επιζητήσωμεν και να επιτύχωμεν δόξαν εκ μέρους των ανθρώπων. 6 Οὔτε ἐζητήσαμεν νὰ μᾶς δοξάσουν καὶ νὰ μᾶς τιμήσουν οἱ ἄνθρωποι, οὔτε σεῖς οὔτε ἄλλοι, καίτοι ἠδυνάμεθα νὰ ἀπολαμβάνωμεν τὴν δόξαν, ποὺ μᾶς δίδει ἡ βαρύτης τοῦ ἀξιώματος, ποὺ ἔχομεν ὡς Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ.
7 ἀλλ’ ἐγενήθημεν ἤπιοι ἐν μέσῳ ὑμῶν, ὡς ἂν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα· 7 Αλλ' υπήρξαμεν πράοι και απλοί μεταξύ σας, εφέρθημεν με καλωσύνην και στοργήν, όπως μια καλή μητέρα που περιθάλπει τα παιδιά της. 7 Ἀλλ’ ὑπήρξαμεν πρᾶοι καὶ ταπεινοὶ μεταξύ σας, σὰν μητέρα, ποὺ περιθάλπει τὰ παιδιά της.
8 οὕτως ὁμειρόμενοι ὑμῶν εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι ὑμῖν οὐ μόνον τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰς ἑαυτῶν ψυχάς, διότι ἀγαπητοὶ ἡμῖν γεγένησθε. 8 Ακριβώς σαν στοργική μετέρα τόσον ενθέρμως σας αγαπώμεν και σας ποθούμεν, ώστε έχομεν όλην την αγαθήν διάθεσιν και προθυμίαν να μεταδώσωμεν εις σας όχι μόνον το Ευαγγέλιον του Θεού, αλλά και τας ψυχάς μας, διότι μας έχετε γίνει αγαπητοί. 8 Ἔτσι διὰ μητρικῆς στοργῆς συνδεόμενοι μὲ σᾶς ἐδεχόμεθα μὲ ὅλην μας τὴν καρδίαν νὰ σᾶς μεταδώσωμεν ὄχι μόνον τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰς ψυχάς μας, διότι μᾶς εἴχατε γίνει ἀγαπητοί.
9 μνημονεύετε γάρ, ἀδελφοί, τὸν κόπον ἡμῶν καὶ τὸν μόχθον· νυκτὸς γὰρ καὶ ἡμέρας ἐργαζόμενοι πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν ἐκηρύξαμεν εἰς ὑμᾶς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ. 9 Δεν είναι δε ανάγκη να σας ομιλώ δια την αγάπην μας αυτήν , διότι και σεις οι ίδιοι, αδελφοί, ενθυμείσθε τον κόπον και τον μόχθον μας εις την Θεσσαλονίκην. Επειδή νύκτα και ημέραν ειργαζόμεθα, δια να κερδήσωμεν αυτά που μας εχρειάζοντο προς συντήρησίν μας ώστε να μη επιβαρύνωμεν κανένα από σας και έτσι εκηρύξαμεν το Ευαγγέλιον του Θεού μεταξύ σας. 9 Δὲν πιστεύω δὲ νὰ ἀμφιβάλλετε διὰ τὴν ἀγάπην μας αὐτήν. Διότι ἐνθυμεῖσθε, ἀδελφοί, τὸν κόπον καὶ τὸν μόχθον, ποὺ ὑπεφέραμεν διὰ σᾶς. Διότι νύκτα καὶ ἡμέραν εἰργαζόμεθα διὰ να μὴ δώσωμεν βάρος εἰς κανένα ἀπὸ σᾶς καὶ μὲ τόσους κόπους ἐκηρύξαμεν εἰς σᾶς τὸ εὐαγγέλιον του Θεοῦ.
10 ὑμεῖς μάρτυρες καὶ ὁ Θεός ὡς ὁσίως καὶ δικαίως καὶ ἀμέμπτως ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν ἐγενήθημεν, 10 Σεις και ο Θεός είσθε μάρτυρες, πόσον και πως η συμπεριφορά και ανατροφή μας ανάμεσα εις σας τους πιστούς υπήρξεν αγνή και δικαία και άμεμπτος. 10 Εἶσθε μάρτυρες σεῖς καὶ ὁ Θεός, ὅτι συμπεριεφέρθημεν εἰς σᾶς τοὺς πιστεύοντας μὲ ἀφοσίωσιν καὶ εὐλάβειαν ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ δικαιοσύνην ἀπέναντι τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἀμέμπτως ἐν σχέσει πρὸς ὅλα τὰ καθήκοντά μας.
11 καθάπερ οἴδατε ὡς ἕνα ἕκαστον ὑμῶν ὡς πατὴρ τέκνα ἑαυτοῦ παρακαλοῦντες ὑμᾶς καὶ παραμυθούμενοι 11 Καθώς άλλωστε ξέρετε, ότι σαν πατέρας τα παιδιά του επροτρέπαμεν τον καθένα από σας και σας ενισχύαμεν εις την νέαν ζωήν και σας επαρηγορούσαμεν εις τας θλίψεις σας 11 Καθὼς βεβαίως ἠξεύρετε, ὅτι καθένα ἀπὸ σᾶς, σὰν πατέρας τὰ παιδιά του, σᾶς ἐπροτρέπαμεν καὶ σᾶς ἐπαρηγορούσαμεν
12 καὶ μαρτυρόμενοι εἰς τὸ περιπατήσαι ὑμᾶς ἀξίως τοῦ Θεοῦ τοῦ καλοῦντος ὑμᾶς εἰς τὴν ἑαυτοῦ βασιλείαν καὶ δόξαν. 12 και εντόνως και ζωηρώς διεμαρτυρόμεθα και σας εξωρκίζαμεν να πορευθήτε και να ζήσετε, όπως αξίζει και πρέπει στον Θεόν, που σας εκάλεσεν εις την ιδικήν του βασιλείαν και δόξαν. 12 καὶ σᾶς ἐξωρκίζαμεν διὰ νὰ πολιτευθῆτε, ὅπως ἤξιζε καὶ ἔπρεπε εἰς τὸν Θεόν, ποὺ σᾶς ἐκάλεσεν εἰς τὴν ἰδικήν του βασιλείαν καὶ δόξαν.
13 Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ ἀδιαλείπτως, ὅτι παραλαβόντες λόγον ἀκοῆς παρ’ ἡμῶν τοῦ Θεοῦ ἐδέξασθε οὐ λόγον ἀνθρώπων, ἀλλὰ, καθώς ἐστιν ἀληθῶς, λόγον Θεοῦ, ὃς καὶ ἐνεργεῖται ἐν ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν. 13 Δια τούτο (δια το γεγονός δηλαδή ότι σεις ανταπεκρίθητε εις την κλήσιν του Θεού) ευχαριστούμεν τον Θεόν συνεχώς, διότι παρελάβατε το προφορικόν κήρυγμα του Θεού, όπως το ακούσατε από ημάς και το εδέχθητε όχι σαν λόγον ανθρώπων, αλλά-όπως και πράγματι είναι-σαν λόγον Θεού, που ενεργεί και φέρει θαυμαστούς καρπούς εις σας, οι οποίοι πιστεύετε. 13 Ἐπειδὴ δὲ ἀνταπεκρίθητε εἰς τὴν κλῆσιν τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐχαριστοῦμεν τὸν Θεὸν ἀκατάπαυστα, διότι μὲ προθυμίαν ἠκούσατε ἀπὸ ἡμᾶς λόγον Θεοῦ, καὶ τὸν ἐδέχθητε ὄχι σὰν λόγον ἀνθρώπων, ἀλλά, καθὼς καὶ πράγματι εἶναι ὡς λόγον Θεοῦ, ποὺ παράγει τὰ θαυμαστὰ ἀποτελέσματά του μεταξὺ ὑμῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν πιστεύετε.
14 ὑμεῖς γὰρ μιμηταὶ ἐγενήθητε, ἀδελφοί, τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ τῶν οὐσῶν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅτι τὰ αὐτὰ ἐπάθετε καὶ ὑμεῖς ὑπὸ τῶν ἰδίων συμφυλετῶν καθὼς καὶ αὐτοὶ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, 14 Διότι σεις, αδελφοί, εγίνατε μιμηταί των Εκκλησιών του Θεού, που ευρίσκονται εις την Ιουδαίαν και είναι θεμελιωμέναι εν τω ονόματι του Χριστού· επειδή και σεις επάθατε από τους ομοεθνείς σας τα ίδια, τα οποία έπαθαν και αυτοί από τους απίστους Ιουδαίους. 14 Λέγω ὅτι τὸν ἐδέχθητε σὰν λόγον Θεοῦ, διότι σεῖς, ἀδελφοί, ἐγίνατε μιμηταὶ τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἐνωμέναι μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Καὶ ἐγίνατε μιμηταὶ ἐκείνων, διότι καὶ σεῖς ἐπάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς σας, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἀπιστήσαντας Ἰουδαίους,
15 τῶν καὶ τὸν Κύριον ἀποκτεινάντων Ἰησοῦν καὶ τοὺς ἰδίους προφήτας, καὶ ἡμᾶς ἐκδιωξάντων, καὶ Θεῷ μὴ ἀρεσκόντων, καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἐναντίων, 15 Αυτοί δε οι άπιστοι Εβραίοι είναι εκείνοι, οι οποίοι εθανάτωσαν τον Κυριον Ιησούν και τους προφήτας του και ημάς τους Αποστόλους κατεδίωξαν και εξεδίωξαν και στον Θεόν δεν αρέσουν και είναι προς όλους τους ανθρώπους αντίθετοι και πολέμιοι. 15 οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ τοὺς προφήτας των ἐθανάτωσαν, καὶ ἡμᾶς σκληρὰ κατεδίωξαν καὶ εἰς τὸν Θεόν δὲν ἀρέσκουν καὶ εἶναι ἐναντίοι πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ καταπολεμοῦν τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου.
16 κωλυόντων ἡμᾶς τοῖς ἔθνεσι λαλῆσαι ἵνα σωθῶσιν, εἰς τὸ ἀναπληρῶσαι αὐτῶν τὰς ἁμαρτίας πάντοτε. ἔφθασε δὲ ἐπ’ αὐτοὺς ἡ ὀργὴ εἰς τέλος. 16 Αυτοί δεν ηρκέσθησαν να μας εκδιώξουν από την περιοχήν του έθνους των, αλλά μας εμποδίζουν να κηρύξωμεν τον Χριστόν και στους εθνικούς, δια να σωθούν και αυτοί. Και το κάμνουν αυτό, δια να γεμίση έως επάνω και ξεχειλίση το ποτήριον των αμαρτιών των, παρανομούντες και αμαρτάνοντες πάντοτε. Εφθασεν όμως επάνω τους η οργή του Θεού, που θα σημάνη την τελειωτικήν πλέον καταστροφήν των. 16 Αὐτοὶ μᾶς ἐμποδίζουν να λαλήσωμεν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς διὰ να σωθοῦν καὶ αὐτοί. Πράττουν δὲ ταῦτα διὰ να γεμίσουν ἕως ἐπάνω τὸ μέτρον τῶν ἁμαρτιῶν των, πάντοτε καὶ εἰς κάθε ἐποχὴν ἁμαρτάνοντες. Ἔφθασεν ὅμως ἡ θεία ὀργὴ ἐπάνω των, διὰ να ἐπιφέρῃ τὸ τέλος καὶ τὴν καταστροφήν των.
17 Ἡμεῖς δέ, ἀδελφοί, ἀπορφανισθέντες ἀφ’ ὑμῶν πρὸς καιρὸν ὥρας, προσώπῳ οὐ καρδίᾳ, περισσοτέρως ἐσπουδάσαμεν τὸ πρόσωπον ὑμῶν ἰδεῖν ἐν πολλῇ ἐπιθυμίᾳ. 17 Ημείς δε, αδελφοί, όταν εφύγαμεν από την Θεσσαλονίκην και εμείναμεν σαν ορφανά παιδιά μακρυά από σας, και εχωρίσθημεν προσωρινά κατά το σώμα μόνον και όχι κατά την καρδίαν, επεδιώξαμεν και κατεβάλαμεν κάθε προσπάθειαν να ίδωμεν το πρόσωπον σας με πολλήν και ιεράν επιθυμίαν. 17 Ἡμεῖς ὅμως, ἀδελφοί, ὅταν ἐχωρίσθημεν ἀπὸ σᾶς καὶ ἐμείναμεν σὰν ὀρφανὰ παιδιά, μακρὰν ἀπὸ σᾶς προσωρινὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα μόνον, ὄχι ὅμως καὶ μὲ τὴν καρδίαν, εἰς μεγάλον βαθμὸν καὶ μὲ πολλὴν ἐπιθυμίαν ἐποθήσαμεν νὰ ἴδωμεν τὸ πρόσωπόν σας.
18 διὸ ἠθελήσαμεν ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, ἐγὼ μὲν Παῦλος καὶ ἅπαξ καὶ δίς, καὶ ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ σατανᾶς. 18 Δια τούτο ηθελήσαμεν να έλθωμεν πάλιν προς σας, εγώ δε ειδικώτερα ο Παύλος και μίαν φοράν και δύο φοράς, αλλά μας ημπόδισε (κατά παραχώρησιν βέβαια Θεού) ο σατανάς. 18 Δι’ αὐτὸ ἠθελήσαμεν νὰ ἔλθωμεν πρὸς σᾶς, ἐγὼ μὲν ὁ Παῦλος καὶ μίαν καὶ δύο φοράς, καὶ μᾶς ἠμπόδισεν ὁ σατανᾶς.
19 τίς γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χαρὰ ἢ στέφανος καυχήσεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ; 19 Εποθήσαμεν δε να σας ίδωμεν, διότι ποίος άλλος παρά και σεις μαζή με τους άλλους είσθε η ελπίδα μας η η χαρά μας η ο στέφανος, δια τον οποίον ημπορούμε να καυχώμεθα έμπροσθεν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν; 19 Ἠθελήσαμεν δὲ νὰ ἔλθωμεν εἰς συνάντησίν σας, διότι ποῖος ἄλλος εἶναι ἡ ἐλπίδα μας ἢ χαρά μας ἢ στέφανός μας, διὰ τὸν ὁποῖον δυνάμεθα νὰ καυχώμεθα παρὰ καὶ σεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐκηρύξαμεν; Διὰ σᾶς ἐλπίζομεν νὰ ἔβρωμεν ἔλεος καὶ δόξαν ἐνώπιόν του Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν δυτέραν παρουσίαν του.
20 ὑμεῖς γάρ ἐστε ἡ δόξα ἡμῶν καὶ ἡ χαρά. 20 Διότι σεις πράγματι είσθε η δόξα μας και η χαρά μας. 20 Καὶ ἐλπίζομεν αὐτὰ διὰ τότε, διότι καὶ τώρα σεῖς εἶσθε ἡ δόξα μας καὶ ἡ χαρά μας.