Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Διὰ τοῦτο, ἔχοντες τὴν διακονίαν ταύτην καθὼς ἠλεήθημεν, οὐκ ἐκκακοῦμεν, 1 Δι' αυτό και ημείς έχοντες την υψηλήν και μεγάλην αυτήν διακονίαν του κηρύγματος, χάρις στο έλεος του Κυρίου, δεν αποκάμνομεν, ούτε δυσφορούμεν ενώπιον των δυσκολιών και κινδύνων. 1 Επειδὴ δὲ τὸ ἔργον μας καὶ ἡ διακονία μᾶς εἶναι τόσον ἔνδοξα, δι’ αὐτὸ ἔχοντες τὴν διακονίαν αὐτὴν ὄχι ἀπὸ τὰ κατορθώματά μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἔλεος, ποὺ μᾶς ἔδειξεν ὁ Θεός, δὲν ἀποκάμνομεν, ὅσους πειρασμοὺς καὶ ἂν ὑποφέρωμεν.
2 ἀλλ’ ἀπειπάμεθα τὰ κρυπτὰ τῆς αἰσχύνης, μὴ περιπατοῦντες ἐν πανουργίᾳ μηδὲ δολοῦντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τῇ φανερώσει τῆς ἀληθείας συνιστῶντες ἑαυτοὺς πρὸς πᾶσαν συνείδησιν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 2 Αλλ' έχομεν απαρνηθή όλα εκείνα, που οι άνθρωποι, δια λόγους εντροπής, τα κρύπτουν, και δεν προχωρούμεν τον δρόμον μας με πανουργίαν ούτε νοθεύομεν τον λόγον του Θεού με ιδικάς μας η ξένας επινοήσεις, αλλά με την καθαράν και ανόθευτον φανέρωσιν της αληθείας συσταίνομεν εις κάθε ευσυνείδητον και ορθοφρονούντα άνθρωπον τον εαυτόν μας, ως γνήσιον εργάτην του Ευαγγελίου, ενώπιον του Θεού. 2 Ἀλλ’ ἀπηρνήθημεν ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι τὰ κρύπτουν, διότι ἐντρέπονται νὰ τὰ φανερώσουν· καὶ δὲν συμπεριφερόμεθα μὲ πανουργίαν, οὔτε νοθεύομεν μὲ ξένας διδασκαλίας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν φανέρωσιν τῆς ἀληθείας συσταίνομεν τὸν ἑαυτόν μας εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ ἔχει συνείδησιν καὶ εἶναι εἰς θέσιν νὰ κρίνῃ ὀρθῶς· ἔχομεν δὲ καὶ μάρτυρα τῆς εἰλικρινείας μας τὸν Θεόν.
3 εἰ δὲ καὶ ἔστι κεκαλυμμένον τὸ εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστὶ κεκαλυμμένον, 3 Εάν δε και είναι σκεπασμένον και ακατάληπτον το κήρυγμα του Ευαγγελίου μας, είναι σκεπασμένον δι' εκείνους που θεληματικά βαδίζουν τον δρόμον της απωλείας. 3 Ἐὰν δὲ τὸ εὐαγγέλιόν μας εἶναι καὶ σκεπασμένον καὶ ἀκατανόητον, εἶναι σκεπασμένον εἱς ἐκείνους, ποὺ ἕνεκα τῆς θεληματικῆς των τυφλώσεως παραμένουν εἰς τὴν ἀπώλειαν.
4 ἐν οἷς ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ. 4 Εν μέσω αυτών ο Θεός του αμαρτωλού τούτου αιώνος, δηλαδή ο σατανάς, έχει σκοτίσει και τυφλώσει τας διανοίας και τας σκέψεις των απίστων, ώστε να μη λάμψη εις αυτούς το φως του Ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, ο οποίος είναι εικών του Θεού. 4 Μεταξὺ αὐτῶν ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος εἶναι θεὸς καὶ ἄρχων τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, ποὺ προηγεῖται τῆς δευτέρας παρουσίας, ἐτύφλωσε τὰς διανοίας τῶν ἀπίστων διὰ νὰ μὴ λάμψῃ εἰς αὐτοὺς ὁ φωτισμὸς τοῦ εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖον κηρύττει τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰκὼν τοῦ Θεοῦ.
5 οὐ γὰρ ἑαυτοὺς κηρύσσομεν, ἀλλὰ Χριστὸν Ἰησοῦν Κύριον, ἑαυτοὺς δὲ δούλους ὑμῶν διὰ Ἰησοῦν. 5 Διότι ημείς δεν κηρύσσομεν και δεν διαφημίζομεν τον εαυτόν μας, αλλά κηρύττομεν τον Χριστόν Ιησούν, τον Κυριον, που είναι ο μόνος ένδοξος· τους εαυτούς μας δε τους παρουσιάζομεν ως δούλους και υπηρέτας ιδικούς σας δια την δόξαν του Ιησού. 5 Λέγω, ὅτι τὸ εὐαγγέλιον κηρύττει τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, διότι μὲ αὐτὸ δὲν κηρύττομεν τὸν ἑαυτόν μας, οὔτε δοξάζομεν τὸν ἑαυτόν μας, ἀλλὰ κηρύττομεν τὸν μὲν Ἰησοῦν Χριστὸν ὡς Κύριον καὶ δεσπότην, τοὺς ἑαυτούς μας δὲ δούλους ἰδικούς σας πρὸς δόξαν τοῦ Ἰησοῦ.
6 ὅτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 6 Και τούτο, διότι ο Θεός, ο οποίος κατά τους χρόνους της δημιουργίας διέταξε να λάμψη φως αντί του σκότους που υπήρχε τότε, αυτός έλαμψεν εις τας καρδίας μας και τας εφώτισεν, όχι μόνον δια να γνωρίσωμεν ημείς, αλλά δια να μεταδώσωμεν και στους άλλους φωτεινήν και καθαράν την γνώσιν της δόξης του Θεού, η οποία δόξα εφανερώθη δια του Ιησού Χριστού. 6 Κηρύττομεν δὲ ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ, διότι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου διέταξεν ἀπὸ τὸ σκότος νὰ λάμψη φῶς, αὐτὸς καὶ τώρα ἔλαμψεν εἰς τὰς καρδίας μας, ὄχι μόνον διὰ νὰ φωτισθῶμεν ἠμεῖς, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ μεταδοθῇ διὰ μέσου ἡμῶν ὁ φωτισμός, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν γνῶσιν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δόξα ἐφανερώθη διὰ μέσου τοῦ προσώπου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ!
7 Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, 7 Εχομεν δε αυτόν τον ανεκτίμητον θησαυρόν της ενδόξου γνώσεως μέσα εις τα σώματα μας, τα αδύνατα και εύθραστα σαν όστρακα, δια να φαίνεται έτσι καθαρά ότι ο υπεράφθονος πλούτος της δυνάμεως είναι και προέρχεται από τον Θεόν και όχι από ημάς. 7 Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τῆς φωτιστικῆς καὶ ἐνδόξου αὐτῆς γνώσεως μέσα εἰς τὰ σώματά μας τὰ εὔθραυστα καὶ χωματένια, διὰ νὰ ἀποδεικνύεται, ὅτι τὸ ὑπερβολικὸν μεγαλεῖον τῆς δυνάμεως, ἡ ὁποία ὑπερνικᾷ τὰ ἐμπόδια καὶ τοὺς κινδύνους μας, εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἀδυνάτους.
8 ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐξαπορούμενοι, 8 Ετσι δε εξηγείται η υπερνίκησις των αναριθμήτων εμποδίων και κινδύνων που συναντώμεν στο έργον μας. Διότι όντως ημείς οι Απόστολοι παντού και πάντοτε θλιβόμεθα, χωρίς όμως να φθάνωμεν εις αδιέξοδον και καταθλιπτικήν στενοχωρίαν. Περιπίπτομεν εις απορίαν και αμηχανίαν, χωρίς ποτέ να αποθαρρυνώμεθα και να μη ευρίσκωμεν λύσιν και απάντησιν εις τας απορίας μας. 8 Καὶ ἔτσι συμβαίνει νὰ θλιβώμεθα εἰς κάθε τόπον καὶ εἰς κάθε περίστασιν, καὶ ὅμως αἱ ἐξωτερικαὶ αὐταὶ δυσκολίαι δὲν μᾶς δημιουργοῦν ἀδιέξοδον καὶ ἀγωνιώδη στενοχωρίαν. Φθάνομεν εἰς ἀπορίαν, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ἀπελπιζώμεθα ἢ νὰ ἀποστερηθῶμεν ποτὲ μέσον καὶ πόρον σωτηρίας.
9 διωκόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἀπολλύμενοι, 9 Διωκόμεθα από απίστους και ψευδαδέλφους, αλλά δεν εγκαταλειπόμεθα από τον Θεόν. Φαίνεται μερικές φορές, ότι καταβαλλόμεθα και ριπτόμεθα από τους εχθρούς μας κάτω ως ηττημένοι, αλλά δεν χανόμεθα. 9 Καταδιωκόμεθα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ δὲν ἐγκαταλειπόμεθα ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεόν. Φαίνεται, ὅτι κατανικώμεθα καὶ σὰν ἄλλοι παλαισταὶ ριπτόμεθα κατὰ γῆς, ἀλλὰ δὲν χανόμεθα.
10 πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. 10 Οπου και αν περιοδεύωμεν, φέρομεν στο σώμα μας πάντοτε τας οδύνας και τον θάνατον του Κυρίου Ιησού, κινδυνεύοντες όπως εκείνος και να αποθάνωμεν εις κάθε στιγμήν. Τούτο όμως, δια να φανερωθή εις την ζωήν και ύπαρξιν μας, που πάντοτε διαφεύγει τον θάνατον, η ζωή και η δύναμις του Ιησού. 10 Διαρκῶς καὶ κάθε ἡμέραν περιφέρομεν κατὰ τὰς περιοδείας μας τὸ σῶμα μας κυκλωμένον ἀπὸ τὸν ἔσχατον κίνδυνον τοῦ νὰ ἀποθάνωμεν, ὅπως ἀπέθανεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ἀλλ’ αὐτὸ γίνεται διὰ νὰ φανερωθῇ εἰς τὸν κόσμον μὲ τὰς ἀπελευθερώσεις τοῦ σώματός μας ἀπὸ τοὺς καθημερινοὺς κινδύνους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἑξακολουθεῖ νὰ ζῇ.
11 ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. 11 Διότι πάντοτε ημείς, που ζώμεν δια το έργον του Κυρίου, παραδιδόμεθα εις θάνατον δια την δόξαν του Ιησού, ώστε η ζωή και η δύναμις του Ιησού Χριστού να φανή στο θνητόν μας σώμα, το οποίον ο Κυριος κατά θαυμαστούς τρόπους σώζει. 11 Διότι πάντοτε ἡμεῖς, ποὺ παρὰ τοὺς τόσους κινδύνους ζῶμεν, παραδιδόμεθα εἰς θάνατον πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ φανερωθῇ μὲ τὴν θνητὴν σάρκα μας καὶ ἡ δύναμις τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ παρεμβαίνει καὶ προλαμβάνει τὸν θάνατόν μας.
12 ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. 12 Ωστε οι μεν καθημερινοί θανάσιμοι κίνδυνοι υπάρχουν εις ημάς, η δε πνευματική ζωη, που προέρχεται από τον ιδικόν μας θάνατον, ενεργείται και αυξάνεται εις σας. 12 Ὥστε τοὺς μὲν κινδύνους τοῦ θανάτου τοὺς ὑποφέρομεν ἡμεῖς, τὴν δὲ πνευματικὴν ζωήν, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν κινδυνώδη δρᾶσιν μας, καρποῦσθε σεῖς.
13 ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, 13 Επειδή όμως έχομεν το αυτό Αγιον Πνεύμα, που μας χαρίζει και μας στερεώνει εις την πίστιν, σύμφωνα με εκείνο που είναι γραμμένον εις την Παλαιάν Διαθήκην “επίστευσα και δι' αυτό ελάλησα”. και ημείς πιστεύομεν κατά τρόπον ορθόν και σταθερόν στον Κυριον, δι' αυτό και με θάρρος κηρύττομεν την διδασκαλίαν της πίστεώς μας. 13 Παρ’ ὅλους ὅμως αὐτοὺς τοὺς κινδύνους, ἐπειδὴ ἔχομεν τὸ αὐτὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ μᾶς στηρίζει εἰς τὴν πίστιν, ὅπως ἄλλοτε καὶ τὸν Δαβὶδ σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένον εἰς τοὺς ψαλμούς· Ἐπίστευσα, δι αὐτὸ δὲ καὶ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, ἕνεκα δὲ τούτου καὶ θαρραλέως ὁμολογοῦμεν καὶ κηρύττομεν τὸν λόγον τῆς πίστεώς μας.
14 εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. 14 Από αυτήν δε την πίστιν αντλούμεν την βεβαίαν γνώσιν, ότι ο Θεός και Πατήρ, ο οποίος ανέστησε το Κυριον Ιησούν, θα αναστήση και ημάς δια μέσου του Ιησού και θα μας θέση κοντά του, μαζή με σας, ενδόξους εις την βασιλείαν του. 14 Καὶ γνωρίζομεν, ὅτι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἀνέστησε τὸν Κύριον Ἰησοῦν, θὰ ἀναστήσῃ καὶ ἡμᾶς διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ καὶ θὰ μᾶς παρουσιάσῃ ἐνδόξως εἰς τὸ βῆμα του μαζὶ μὲ σᾶς.
15 τὰ γὰρ πάντα δι’ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. 15 Διότι όλα γίνονται δια σας, ώστε η ευεργεσία και η δωρεά του Θεού, που γίνεται εις ημάς, να γίνη και ιδική σας ευεργεσία και να πλεονάση εις όλους. Ετσι δε σεις και ημείς, που είμεθα οι ευεργετούμενοι, να ευχαριστούμεν τον Θεόν, ώστε και η ευχαριστία να πλεονάζή και να περισσεύη προς δόξαν του Θεού. 15 Ναί, μαζὶ μὲ σᾶς. Διότι ὅλα διὰ σᾶς γίνονται. Ὥστε ἡ εὐεργεσία, ποὺ μᾶς κάνει ὁ Θεός, σώζων ἡμᾶς ἀπὸ τοὺς κινδύνους πρὸς χάριν σας, νὰ πλεονάσῃ καὶ νὰ γίνῃ εὐεργεσία καὶ χάρις ὄχι μόνον εἰς ἡμᾶς, ἀλλὰ καὶ εἰς ὅλους σας. Καὶ οἰ εὐεργετούμενοι ἔτσι θὰ εἶναι περισσότεροι, ὥστε καὶ ἡ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν νὰ πλεονάσῃ καὶ νὰ περισσεύσῃ διὰ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομά του.
16 Διὸ οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλ’ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ. 16 Επειδή δε ακριβώς και αι θλίψεις αποβλέπουν στο αγαθόν, δεν αποκάμνομεν και δεν αποθαρρυνόμεθα. Αλλ' αν και ο έξω άνθρωπος, το σώμα μας, ταλαιπωρήται και θλίβεται και φθείρεται, ο έσω όμως άνθρωπος, η ψυχή, ξανακαινουργώνεται και ξανανιώνει ημέρα με την ημέραν. 16 Ἐπειδὴ δὲ γνωρίζομεν, ὅτι ὅλα τὰ δυσάρεστα ποὺ μᾶς συμβαίνουν, πρὸς εὐχαριστίαν καὶ δόξαν τοῦ Θεοῦ καταλήγουν, δι’ αὐτὸ δὲν ἀποκάμνομεν, ἀλλ’ ἐὰν ὀ ἐξωτερικός μας ἄνθρωπος, ἤτοι τὸ σῶμα μας, φθείρεται ἀπὸ τὰς θλίψεις καὶ τοὺς κινδύνους αὐτούς, ὁ ἐσωτερικὸς ὅμως ἄνθρωπος, ἤτοι ἡ ψυχή μας γίνεται νεωτέρα ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν.
17 τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ’ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν, 17 Διότι η βραχείας διαρκείας, δια τούτο δε και ελαφρά, θλίψις μας, απεργάζεται και φέρει ως κέρδος εις ημάς αιώνιον βάρος δόξης, υπερβολικά μεγάλο και αφάνταστον. 17 Καὶ ξανανιώνει ἡ ψυχή μας, διότι αἱ θλίψεις μας, ποὺ γρήγορα περνοῦν καὶ εἶναι δι’ αὐτὸ ἐλαφραί, κατεργάζονται εἰς ἡμᾶς εἰς ὑπερβολικὰ μεγάλον βαθμὸν αἰώνιον βάρος δόξης.
18 μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα, ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα· τὰ γὰρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια. 18 Οσον δε μεγάλαι και οδυνηραί και αν είναι αι θλίψεις μας, θα τας αισθανώμεθα ως ελαφράς και θα τας υπομένωμεν με χαράν, εάν δεν θα προσηλώνωμεν το βλέμμα μας εις εκείνα που βλέπονται με τα μάτια του σώματος, εις τα υλικά και αισθητά, αλλ' εις εκείνά που δεν βλέπονται. Διότι τα βλεπόμενα είναι παροδικά και προσωρινά, τα δε μη βλεπόμενα είναι αιώνια και αναλλοίωτα. 18 Ὀσονδήποτε δὲ βαρεῖαι καὶ ἂν εἶναι αἱ θλίψεις, θὰ τὰς αἰσθανώμεθα ὡς ἐλαφράς, ἀρκεῖ νὰ μὴ καρφώνωμεν τὸ βλέμμά μας πρὸς ἐκεῖνα, ποὺ βλέπονται μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, ἀλλὰ πρὸς ἐκεῖνα ποὺ δὲν βλέπονται, μᾶς ἀναμένουν ὅμως μετὰ θάνατον. Διότι τὰ βλεπόμενα εἶναι πρόσκαιρα καὶ περνοῦν, τὰ μὴ βλεπόμενα ὅμως εἶναι αἰώνια.