Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Αὐτὸς δὲ ἐγὼ Παῦλος παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τῆς πραότητος καὶ ἐπιεικείας τοῦ Χριστοῦ, ὃς κατὰ πρόσωπον μὲν ταπεινὸς ἐν ὑμῖν, ἀπὼν δὲ θαρρῶ εἰς ὑμᾶς· 1 Εγώ δε ο ίδιος ο Παύλος προσωπικώς σας παρακαλώ δια της πραότητος και της επιεικείας και της γλυκύτητος του Χριστού, εγώ ο οποίος, όταν είμαι προσωπικώς κοντά σας, είμαι μηδαμινός και ασθενής εις τα μάτια σας, όταν δε απουσιάζω παίρνω θάρρος απέναντί σας και φαίνομαι τόσον τολμηρός. 1 Σᾶς προβάλλω δὲ τὴν πραότητα καὶ ἐπιείκειαν τοῦ Χριστοῦ καὶ σᾶς προτρέπω ἑγὼ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ὅταν εἶμαι ἐμπρός σας καὶ σᾶς βλέπω κατὰ πρόσωπον, εἶμαι ἀσθενὴς καὶ τιποτένιος, καθὼς μὲ κατηγοροῦν οἰ συκοφάνται μου, ὅταν δὲ εἶμαι ἀπῶν, παίρνω θάρρος ἀπέναντί σας καὶ δεικνύομαι ἀγέρωχος.
2 δέομαι δὲ τὸ μὴ παρὼν θαρρῆσαι τῇ πεποιθήσει ᾗ λογίζομαι τολμῆσαι ἐπί τινας τοὺς λογιζομένους ἡμᾶς ὡς κατὰ σάρκα περιπατοῦντας. 2 Σας παρακαλώ δε να μη με φέρετε εις την ανάγκην, όταν θα είμαι παρών μεταξύ σας, να χρησιμοποιήσω αυτό το θάρρος, που μου το δίδει η πίστις και η πεποίθησίς μου εις την αποστολήν μου, να κάμω χρήσιν της εξουσίας, την οποίαν λογαριάζω να μεταχειρισθώ με τόλμην εναντίον μερικών, οι οποίοι μας θεωρούν σαν ζώντας και συμπεριφερομένους, όπως οι σαρκικοί άνθρωποι με ιδιοτέλειαν και εμπάθειαν. 2 Σᾶς παρακαλῶ δὲ νὰ μὴ μὲ ἀναγκάσετε, ὅταν ἔλθω εἰς Κόρινθον καὶ θὰ εἶμαι παρών, νὰ δείξω θάρρος μὲ τὴν πνευματικὴν καὶ τιμωρητικὴν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν, τὴν ὁποίαν λογαριάζω μὲ τόλμην νὰ μεταχειρισθῶ ἐναντίον μερικῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς περνοῦν σὰν ἀνθρώπους, ποὺ συμπεριφέρονται καὶ κινοῦνται ἀπὸ σαρκικὰ ἐλατήρια.
3 Ἐν σαρκὶ γὰρ περιπατοῦντες οὐ κατὰ σάρκα στρατευόμεθα· 3 Διότι ημείς αν και ζώμεν όπως όλοι οι άνθρωποι, καθό σάρκα και οστά έχοντες, δεν αγωνιζόμεθα όμως τον καλόν αγώνα με σαρκικά μέσα. 3 Ἀλλ’ ὅσα λέγουν καθ’ ἠμῶν δὲν εἶναι ἀληθῆ. Διότι ἡμεῖς, μολονότι ἔχομεν σῶμα καὶ περιβαλλόμεθα ἀπὸ σάρκα, δὲν διεξάγομεν τὸν πνευματικὸν πόλεμον καὶ ἀγῶνα μας μὲ σαρκικὰ ἐλατήρια καὶ ὅπλα.
4 τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικὰ, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ Θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων· 4 Διότι τα όπλα του αγώνας μας δεν είναι ευτελή και αδύνατα ανθρώπινα όπλα, αλλά δυνατά ενώπιον του Θεού δια το κρήμνισμα των οχυρωμάτων του εχθρού. 4 Διότι τὰ ὅπλα τῆς ἐκστρατείας μᾶς δὲν εἶναι ἀσθενῆ ἀνθρώπινα ὅπλα, ἀλλ’ εἶναι δυνατὰ ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ κρημνίζουν ὀχυρώματα.
5 λογισμοὺς καθαιροῦντες καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ, 5 Και αυτά τα οχυρά, που κρημνίζομεν, είναι τα σοφίσματα και κάθε έπαρσις, και υψηλοφροσύνη, που υψώνεται αλαζονικά, δια να εμποδίζη τους ανθρώπους να γνωρίσουν τον Θεόν. Επί πλέον δε με τα πνευματικά μας όπλα ελκύομεν κάθε καλοπροαίρετον καρδίαν και σαν αιχμάλωτον την παραδίδομεν εις την υπακοήν του Χριστού. 5 Καὶ ὅταν λέγω ὀχυρώματα, δὲν ἐννοῶ πύργους ἢ φρούρια ὑλικά, ἀλλὰ πνευματικά. Δηλαδὴ ἀνατρέπομεν συλλογισμοὺς πονηροὺς καὶ κάθε ὑψηλοφροσύνην, ποὺ ὑψώνεται σὰν ἄλλος πύργος καὶ ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους να γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Ἀκόμη μὲ τὰ ὅπλα μας κατανικῶμεν σὰν ἄλλον ἄοπλον καὶ παραδομένον αἰχμάλωτον κάθε ἀνθρωπίνην ἐπινόησιν καὶ σοφιστείαν καὶ ὁδηγοῦμεν τοὺς παραπλανωμένους ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὸ νὰ ὑπακούσουν εἰς τὸν Χριστόν.
6 καὶ ἐν ἑτοίμῳ ἔχοντες ἐκδικῆσαι πᾶσαν παρακοήν, ὅταν πληρωθῇ ὑμῶν ἡ ὑπακοή. 6 Και είμεθα έτοιμοι να αποδώσωμεν δικαιοσύνην και να τιμωρήσωμεν κάθε παρακοήν, εφ' όσον και όταν η ιδική σας υπακοή γίνη πλήρης και τελεία. 6 Καὶ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τιμωρήσωμεν μὲ δικαιοσύνην κάθε παρακοήν, ὅταν τελειοποιηθῇ ἡ ὑπακοή σας, ὥστε εἰς τὰ τιμωρητικὰ μέτρα, ποὺ θὰ λάβωμεν, νὰ μὴ περιληφθῆτε καὶ σεῖς.
7 Τὰ κατὰ πρόσωπον βλέπετε. εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι, τοῦτο λογιζέσθω πάλιν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ὅτι καθὼς αὐτὸς Χριστοῦ οὕτω καὶ ἡμεῖς Χριστοῦ. 7 Σεις όμως βλέπετε ακόμη την επιφάνειαν των πραγμάτων και όχι το βάθος. Εάν κανείς κολακεύεται να πιστεύη, ότι ανήκει στον Χριστόν, ας συλλογισθή πάλιν από τον εαυτόν του και τούτο, ότι, όπως αυτός είναι του Χριστού, έτσι και ημείς είμεθα του Χριστού. 7 Ναί· δὲν εἶναι ἀκόμη τελεία ἡ ὑπακοή σας. Δίδετε προσοχὴν εἰς τὴν ἐξωτερικὴν ὄψιν τῶν πραγμάτων καὶ δ’ αὐτὸ σᾶς ἑξαπατοῦν εὔκολα. Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ αὐτούς, ποὺ σᾶς πλησιάζουν, ἔχῃ πεποίθησιν περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅτι εἶναι δοῦλος καὶ διάκονος τοῦ Χριστοῦ, ἂς συλλογίζεται πάλιν μόνος του τοῦτο, ὅτι καθὼς αὐτὸς εἶναι διάκονος τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ ἡμεῖς εἴμεθα διάκονοι τοῦ Χριστοῦ.
8 ἐάν τε γὰρ καὶ περισσότερόν τι καυχήσομαι περὶ τῆς ἐξουσίας ἡμῶν, ἧς ἔδωκεν ὁ Κύριος ἡμῖν εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν, οὐκ αἰσχυνθήσομαι, 8 Διότι και αν ακόμη καυχηθώ κάπως περισσότερον δια την εξουσίαν, που έχομεν ημείς οι Απόστολοι και την οποίαν μας έχει δώσει αυτός ο Κυριος, δια να σας οικοδομούμεν εις την πνευματικήν ζωήν και όχι να σας κατακρημνίζωμεν, δεν θα εντροπιασθώ, διότι την αλήθειαν θα είπω. 8 Διότι καὶ ἂν καυχηθῶ κάπως καὶ περισσότερον διὰ τὴν ἐξουσίαν μας, τὴν ὁποίαν μᾶς ἔδωκεν ὁ Κύριος διὰ νὰ σᾶς οἰκοδομοῦμεν καὶ ὄχι διὰ νὰ σᾶς σκανδαλίζωμεν καὶ σᾶς βλάπτωμεν, δὲν θὰ ἐντροπιασθῶ, ὅπως ἐντροπιάζονται οἱ καυχηματίαι.
9 ἵνα μὴ δόξω ὡς ἂν ἐκφοβεῖν ὑμᾶς διὰ τῶν ἐπιστολῶν. 9 Δεν το πράττω όμως, δια να μη φανώ σαν να θέλω με τας επιστολάς μου να σας εκφοβίσω. 9 Δὲν θὰ καυχηθῶ ὅμως περισσότερον, διὰ νὰ μὴ φανῶ σὰν νὰ σᾶς ἐκφοβίζω μὲ τὰς ἐπιστολάς.
10 ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαὶ, φησί, βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος. 10 Διότι λέγουν και τούτο οι κατήγοροί μας, ότι αι μεν επιστολαί του είναι καταθλιπτικαί με το βάρος των και αυστηραί με την δύναμιν των ελέγχων· η σωματική του όμως εμφάνισις είναι ασθενής και ο λόγος του σαν ένα τίποτε. 10 Καὶ λέγω, ὅτι δὲν θέλω νὰ φανῶ, ὅτι σᾶς ἐκφοβίζω, διότι οἱ ψευδαπόστολοι, ποὺ μᾶς συκοφαντοῦν, λέγουν, ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαί (τοῦ Παύλου) εἶναι σοβαραὶ καὶ δυναταί, ἡ προσωπική του ὅμως ἐμφάνισις εἶναι ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος τοῦ τιποτένιος.
11 τοῦτο λογιζέσθω ὁ τοιοῦτος, ὅτι οἷοί ἐσμεν τῷ λόγῳ δι’ ἐπιστολῶν ἀπόντες, τοιοῦτοι καὶ παρόντες τῷ ἔργῳ. 11 Αυτός όμως που μας κατηγορεί, ας σκεφθή τούτο· ότι οποίοι είμεθα με όσα γράφομεν εις τας επιστολάς μας, όταν απουσιάζωμεν, τέτοιοι είμεθα και με τα έργα μας, όταν είμεθα παρόντες. 11 Αὐτὸς ὅμως, ποὺ λέγει αὐτὰς τὰς κατηγορίας, ἂς συλλογίζεται καλὰ τοῦτο, ὅτι ὅποιοι εἴμεθα μὲ τὸν λόγον, ὅταν ἀπουσιάζωμεν καὶ στέλλωμεν ἐπιστολάς, τέτοιοι εἴμεθα καὶ μὲ τὸ ἔργον, ὅταν εἴμεθα παρόντες.
12 Οὐ γὰρ τολμῶμεν ἐγκρῖναι ἢ συγκρῖναι ἑαυτούς τισιν τῶν ἑαυτοὺς συνιστανόντων· ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς ἑαυτοὺς μετροῦντες καὶ συγκρίνοντες ἑαυτοὺς ἑαυτοῖς οὐ συνιοῦσιν. 12 Πράγματι δεν έχομεν την τόλμην να συναριθμήσωμεν τους ευατούς μας η και να τους συγκρίνωμεν με μερικούς, που συσταίνουν τους εαυτούς των ως μεγάλους και ισχυρούς. Αυτοί όμως είναι άνθρωποι που αυτοθαυμάζονται μετρούντες τον εαυτόν των με τους εαυτούς των και συγκρίνοντες τον εαυτόν των προς εαυτούς και δεν καταλαβαίνουν ούτε τι είναι ούτε τι λέγουν. 12 Πράγματι εἶμαι ἀσθενής! Διότι δὲν τολμῶ νὰ κατατάξω ἢ νὰ συγκρίνω τὸν ἑαυτόν μου πρὸς μερικούς, ποὺ αὐτοσυσταίνονται. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι μετροῦν τὸν ἑαυτόν τους πρὸς τὸν ἑαυτόν τους καὶ συγκρίνουν τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὸν ἑαυτόν τους. Εἶναι δηλαδὴ ἄνθρωποι, ποὺ αὐτοθαυμάζονται καὶ ἐπαινοῦνται μεταξύ των. Φουσκώνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ δὲν καταλαβαίνουν πόσον εἶναι ἀνόητοι.
13 ἡμεῖς δὲ οὐχὶ εἰς τὰ ἄμετρα καυχησόμεθα, ἀλλὰ κατὰ τὸ μέτρον τοῦ κανόνος οὗ ἐμέρισεν ἡμῖν ὁ Θεὸς μέτρου, ἐφικέσθαι ἄχρι καὶ ὑμῶν. 13 Ημείς δε δεν θα καυχηθώμεν κατά τρόπον υπερβολικόν και έξω από την αλήθειαν, αλλά θα καυχηθώμεν σύμφωνα με το μέτρον της δικαιοδοσίας, που εξεχώρισεν εις ημάς ο Θεός σαν περιοχήν της αποστολικής μας δράσεως και που μας έχει αξιώσει να φθάσωμεν μέχρις εις σας. 13 Ἡμεῖς ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶμεν διὰ κόπους ἄλλων εἰς μέρη ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα τῆς δικαιοδοσίας μας, ἀλλὰ θὰ καυχηθῶμεν διὰ τὰ ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας, ποὺ μᾶς ἐξεχώρισεν ὁ Θεὸς ὡς μέτρον καὶ περιφέρειαν τῆς δράσεως μας. Τὸ μέτρον δὲ αὐτὸ περιλαμβάνει καὶ σᾶς. Ἡ ἀποστολική μας δικαιοδοσία δηλαδὴ εἶναι νὰ φθάσωμεν ἕως καὶ εἰς σᾶς κηρύττοντες τὸ εὐαγγέλιον.
14 οὐ γὰρ ὡς μὴ ἐφικνούμενοι εἰς ὑμᾶς ὑπερεκτείνομεν ἑαυτούς· ἄχρι γὰρ καὶ ὑμῶν ἐφθάσαμεν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, 14 Διότι δεν εξυψώνομεν με κενάς καυχησιολογίας τον ευατόν μας, σαν να μη είχαμεν φθάσει μέχρι και εις την χώραν σας κηρύττοντες το Ευαγγέλιον, διότι τότε θα εψεδόμεθα. Ενώ ημείς λέγομεν την αλήθειαν, διότι εφθάσαμεν πράγματι μέχρις υμών δια το έργον του Ευαγγελίου του Χριστού. 14 Διότι δὲν παρατεντώνομεν τὸν ἑαυτόν μας μὲ καυχησιολογίας καὶ μὲ λόγους, ποὺ δὲν στηρίζονται εἰς τὰ πράγματα. Αὐτὸ θὰ συνέβαινεν, ἐὰν καμπτόμενοι ἀπὸ τοὺς κόπους δὲν ἔχομεν φθάσει ἕως σας. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν συνέβη· διότι ἡμεῖς ἐφθάσαμεν καὶ μέχρι τῆς πόλεως σας κηρύττοντες τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ.
15 οὐκ εἰς τὰ ἄμετρα καυχώμενοι ἐν ἀλλοτρίοις κόποις, ἐλπίδα δὲ ἔχοντες, αὐξανομένης τῆς πίστεως ὑμῶν, ἐν ὑμῖν μεγαλυνθῆναι κατὰ τὸν κανόνα ἡμῶν εἰς περισσείαν, 15 Οχι, δεν καυχώμεθα έξω από το μέτρον δι' εργασίας και κόπους, που άλλοι έχουν κάμει. Αλλ' έχομεν ελπίδα, καθ' όσον αυξάνει η χριστιανική σας πίστις και ζωη, ότι θα δοξασθώμεν με την ιδικήν σας πρόοδον και ημείς, έντος των ορίων πάντοτε της δικαιοδοσίας και της δράσεως, που μας έχει δοθή από τον Θεόν. Ετσι δε θα εκτείνωμεν την αποστολικήν δράσιν και ακόμη περισσότερον, 15 Καὶ δὲν καυχώμεθα ἔξω ἀπὸ τὴν σφαῖραν καὶ τὸ μέτρον τῆς δικαιοδοσίας μας διὰ κόπους, ποὺ κατέβαλαν ἄλλοι, διὰ νὰ διαδώσουν ἐκεῖ τὸ εὐαγγέλιον. Ἀλλ’ ἔχομεν ἐλπίδα, ὅτι ὅσον αὐξάνεται ἡ πίστις σας, θὰ ἀναδειχθῶμεν διὰ τῆς ἰδικῆς σας προόδου καὶ ἡμείς οἰ διδάσκαλοί σας ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας, ποὺ μᾶς ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἐπεκταθῇ δὲ καὶ ἡ δρᾶσις μας μὲ τὸ παραπάνω,
16 εἰς τὰ ὑπερέκεινα ὑμῶν εὐαγγελίσασθαι, οὐκ ἐν ἀλλοτρίῳ κανόνι εἰς τὰ ἕτοιμα καυχήσασθαι. 16 ώστε να κηρύξωμεν το Ευαγγέλιον και εις περιοχάς, που είναι πέραν από τα ιδικά σας σύνορα, εις ανθρώπους προς τους οποίους κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει διδάξει τον Χριστόν, ώστε και πάλιν να μη καυχώμεθα εις ξένην δικαιοδοσίαν δι' έργα, που έχουν πραγματοποιήσει και ετοιμάσει άλλοι. 16 ὥστε νὰ κηρύξωμεν τὸ εὐαγγέλιον εἰς τὰς χώρας, ποὺ εἶναι πολὺ πέραν ἀπὸ τὴν πατρίδα σας, χωρὶς νὰ καυχηθῶμεν εἰς ξένην δικαιοδοσίαν διὰ κατορθώματα, ποὺ ἔγιναν ἕτοιμα ἀπὸ ἄλλους.
17 Ὁ δὲ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω· 17 Ας εφαρμόζεται και εις ημάς ο λόγος της Γραφής· “εκείνος που καυχάται, ας καυχάται όχι αλαζωνικώς, αλλά με ταπείνωσιν αποδίδων στον Κυριον την δόξαν δια τα καλά έργα, που αυτός ο ίδιος ο Θεός του έχει δώσει δύναμιν και χάριν να τα κάμη”. 17 Μὲ ἰδικούς μας δὲ κόπους, ποὺ θὰ εὐλογῇ ὁ Θεός, ἐπιτυγχάνοντες νέας κατακτήσεις διὰ τὸ εὐαγγέλιον, θὰ καυχώμεθα μὲ ταπείνωσιν ἀποδίδοντες τὸ πᾶν εἰς τὸν Κύριον, ὥστε νὰ ἐφαρμόζωμεν τὸν λόγον τῆς Γραφῆς· Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καυχᾶται, ἂς καυχᾶται ὄχι ἀλαζονικῶς νομίζων, δὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ἔγιναν ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα καυχᾶται, ἀλλ’ ἂς δοξάζῃ τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος δι’ αὐτοῦ εἰργάσθη τὰ κατορθώματα αὐτὰ καὶ ἔτσι ἂς καυχᾶται ἐν Κυρίῳ.
18 οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ’ ὃν ὁ Κύριος συνίστησιν. 18 Διότι ενάρετος και ευάρεστος στον Θεόν δεν είναι εκείνος ο οποίος αυτοσυσταίνεται και αυτοεγκωμιάζεται, αλλ' εκείνος τον οποίον συσταίνει και εγκωμιάζει ο Θεός. 18 Διότι δὲν εἶναι δόκιμος καὶ ἀρεστὸς εἰς τὸν Θεόν ἐκεῖνος, ποὺ συσταίνει μόνος του τὸν ἑαυτόν του, ἀλλ’ ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου εὐλογεῖ τὸ ἔργον ὁ Κύριος καὶ ἔτσι συσταίνεται καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν Κύριον.