Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ. 1 Σκεφθήτε καλά αυτά που σας είπα και μη μας θεωρείτε ως αρχηγούς παρατάξεων, αλλ' ο καθένας σας έτσι ας μας θεωρή, δηλαδή σαν υπηρέτας του Χριστού, ως διαχειριστάς που μας διέταξεν ο Κυριος να διαχειριζώμεθα τας υψηλάς και μυστηριώδεις αληθείας και δωρεάς, τας οποίας ο ίδιος μας έχει δώσει. 1 Μὴ μᾶς θεωρῆτε λοιπὸν ἀρχηγούς. Ἀλλ’ ἔτσι ἂς μᾶς θεωρῇ ὁ καθενὰς σᾶς, ὡς ὑπηρέτας δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ὡς οἰκοδεσπότας, ἀλλ’ ὡς διαχειριστὰς τῶν οὐρανίων καὶ ἀγνώστων ἀληθειῶν, τὰς ὁποίας μᾶς ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός.
2 ὃ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις, ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ. 2 Εκείνο, λοιπόν, το οποίον εις τελευταίαν ανάλυσιν ζητείται από τους διαχειριστάς, είναι να ευρεθή ο καθένας από αυτούς πιστός και τίμιος εις την διαχείρισιν αυτών, που του έχουν εμπιστευθή. 2 Ἐκεῖνο δέ, ποὺ ὑπολείπεται νὰ ζητῆται ἀπὸ τοὺς διαχειριστὰς καὶ οἰκονόμους, εἶναι τοῦτο, νὰ εὑρεθῇ ὁ κάθε οἰκονόμος πιστὸς καὶ τίμιος εἰς τὴν διαχείρισίν του.
3 ἐμοὶ δὲ εἰς ἐλάχιστόν ἐστιν ἵνα ὑφ’ ὑμῶν ἀνακριθῶ ἢ ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας· ἀλλ’ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἀνακρίνω. 3 Και εγώ, λοιπόν, ως υπηρέτης, είμαι υπόλογος ενώπιον του Θεού. Δι' αυτό και πολύ ολίγον λογαριάζω, εάν θα κριθώ από σας η από οιονδήποτε άλλο ανθρώπινον δικαστήριον, που λειτουργεί εις τας ημέρας της ανθρωπίνης ζωής μας· αλλ' ούτε εγώ ο ίδιος δεν έχω το δικαίωμα να κρίνω τον ευατόν μου. 3 Εἶμαι λοιπὸν καὶ ἐγὼ ὑπεύθυνος καὶ ὑπόλογος ἐνώπιον ἐκείνου, ποὺ μοῦ ἀνέθεσε τὴν οἰκονομίαν αὐτήν. Δι’ αὐτὸ πολὺ ὀλίγον λογαριάζω τὸ νὰ κριθῶ ἀπὸ σᾶς ἢ ἀπὸ ἀνθρώπινον δικαστήριον, ποὺ εἶναι πρόσκαιρον καὶ αἱ ἀποφάσεις του δι’ ὀλίγον καιρὸν ἰσχύουν. Ἀλλ’ οὔτε καὶ ἑμὲ τὸν ἴδιον θεωρῶ ὡς ἁρμόδιον διὰ νὰ κρίνω τὸν ἑαυτόν μου.
4 οὐδὲν γὰρ ἐμαυτῷ σύνοιδα, ἀλλ’ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι· ὁ δὲ ἀνακρίνων με Κύριός ἐστιν. 4 Και είναι μεν αληθές, ότι η συνείδησίς μου δεν μου μαρτυρεί καμμίαν ενοχήν και καμμίαν κατάχρησιν της εξουσίας, που μου έχει εμπιστευθή ο Θεός. Αλλ' αυτό δεν αρκεί, δια να θεωρώ τον ευατόν μου ανεπίληπτον και δίκαιον. Ο μόνος αρμόδιος δικαστής μου και κριτής μου είναι ο Κυριος. Αυτός θα αποφανθή, εάν υπήρξα πιστός οικονόμος. 4 Καὶ δὲν θεωρῶ οὔτε τὸν ἑαυτόν μου ἁρμόδιον διὰ νὰ βγάλω ἀπόφασιν περὶ τῆς διαχειρίσεώς μου ὡς οἰκονόμου τοῦ Θεοῦ, διότι δὲν μοῦ μαρτυρεῖ μὲν ἡ συνείδησις καμμίαν ἐνοχήν, ἀλλὰ δὲν φθάνει αὐτὸ διὰ νὰ εἶμαι δικαιωμένος. Ὁ μόνος δὲ ἁρμόδιος διὰ νὰ κρίνῃ, ἐὰν πράγματι ὑπῆρξα καλὸς οἰκονόμος, εἶναι ὁ Κύριος.
5 ὥστε μὴ πρὸ καιροῦ τι κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὃς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλὰς τῶν καρδιῶν, καὶ τότε ὁ ἔπαινος γενήσεται ἑκάστῳ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. 5 Ωστε και σεις μη σπεύδετε παράκαιρα να κάμνετε κρίσεις και διακρίσεις, ότι ο Παύλος η ο Πετρος η ο Απολλώς είναι καλύτερος. Περιμείνατε έως ότου έλθη ο Κυριος, ο οποίος θα φωτίση και θα αποκαλύψη όσα τώρα είναι κρυμμένα στο σκοτάδι και θα φανερώση τας εσωτερικάς σκέψεις και επιθυμίας και θελήσεις των καρδιών. Και τότε θα αποδοθή από τον Θεόν στον καθένα ο δίκαιος έπαινος. 5 Ὥστε μὴ λέγετε ὁ Παῦλος ἢ ὁ Ἀπολλὼς ἢ ὁ Πέτρος εἶναι ὁ καλύτερος. Μὴ κάνετε δηλαδὴ καμμίαν κρίσιν πρὸ τοῦ ὡρισμένου καιροῦ, μέχρις ὅτου ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος θὰ ρίψῃ πλῆρες φῶς εἰς αὐτά, ποὺ τώρα εἶναι κρυμμένα εἰς τὸ σκότος καὶ θὰ φανερώσῃ τὰς ἐσωτερικὰς σκέψεις καὶ ἀποφάσεις τῶν καρδιῶν. Καὶ τότε τὸν ἔπαινον εἰς τὸν καθένα θὰ τὸν ἀποδώσῃ ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὁ Θεός.
6 Ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι’ ὑμᾶς, ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τὸ μὴ ὑπὲρ ὃ γέγραπται φρονεῖν, ἵνα μὴ εἷς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς φυσιοῦσθε κατὰ τοῦ ἑτέρου. 6 Αυτά δε αδελφοί, που σας είπα παραπάνω τους έδωσα τέτοιο σχήμα και έκφρασιν, ώστε να μεταφέρωνται στον εαυτόν μου και τον Απολλώ, προς διαφωτισμόν και ωφέλειαν ιδικήν σας, δια να μάθετε, δηλαδή, εν τω προσώπω ημών τούτο· το να μη σχηματίζετε φρόνημα παραπάνω από εκείνο, που είναι γραμμένο, δια να μη υπερηφανεύεσθε και αλαζονεύεσθε ο ένας διότι έχει τάχα τούτον αρχηγόν και διδάσκαλον, εναντίον του άλλου, που έχει εκείνον διδάσκαλον. 6 Αὐτὰ δέ, ποὺ σᾶς εἶπα, ἀδελφοί, τὰ μετέτρεψα ὥστε νὰ ἐφαρμόζουν εἰς τὸν ἑαυτόν μου καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ πρὸς ὠφέλειαν ἰδικήν σας· διὰ νὰ μάθετε μὲ τὸ παράδειγμά μας νὰ μὴ σχηματίζετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας φρόνημα παραπάνω ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γραμμένον καὶ μᾶς παραγγέλλει ἡ Γραφή, διὰ νὰ μὴ φουσκώνετε καὶ ὑπερηφανεύεσθε ὁ ἕνας μαθητής, ἐπειδὴ ἔχει ἀρχηγὸν καὶ διδάσκαλον αὐτὸν τὸν ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου μαθητοῦ, ποὺ ἔχει ἀρχηγὸν καὶ διδάσκαλον τὸν ἄλλον.
7 τίς γάρ σε διακρίνει; τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών; 7 Αλλωστε και οι ίδιοι οι διδάσκαλοι ποτέ δεν πρέπει να υπερηφανεύωνται δια το χάρισμα και το αξίωμά που έχουν λάβει. Διότι σε τον διδάσκαλον, ποίος σε ξεχωρίζει ως καλύτερον από τους άλλους; Ποίον δε χάρισμα έχεις, που δεν το έλαβες από τον Θεόν; Εάν δε, όλα όσα έχεις, τα έλαβες από τον Θεόν, τι καυχάσαι, σαν να μη έλαβες τίποτε; 7 Οὔτε οἱ μαθηταὶ ἐπιτρέπεται νὰ ὑπερηφανεύωνται, οὔτε οἱ διδάσκαλοι. Διότι καὶ σὲ τὸν διδάσκαλον, ποῖος σὲ θεωρεῖ καλύτερον καὶ ὑπεροχώτερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Ἄνθρωπος, ὄχι ὅμως ὁ Θεός. Ποῖον δὲ χάρισμα ἔχεις, τὸ ὁποῖον δὲν ἔλαβες ἀπὸ τὸν Θεόν; Ὅλα ἀπὸ τὸν Θεόν τὰ ἔχεις. Ἐὰν δὲ κάθε τι ποὺ ἔχεις, τὸ ἔλαβες ἀπὸ τὸν Θεόν, διατὶ καυχᾶσαι σὰν νὰ μὴ ἔλαβες τίποτε;
8 ἤδη κεκορεσμένοι ἐστέ, ἤδη ἐπλουτήσατε, χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε· καὶ ὄφελόν γε ἐβασιλεύσατε, ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν. 8 Και σεις οι Κορίνθιοι έχετε αυτήν την ιδέαν, ότι είσθε μεγάλοι και επίσημοι. Τωρα πλέον είσθε χορτασμένοι από όλα! Τωρα πλέον έχετε πλουτήσει από τας πνευματικάς δωρεάς! Χωρίς να έχετε μαζή σας ημάς, τους διδασκάλους σας, έχετε πλέον γίνει βασιλείς του ουρανού! Και είθε να εβασιλεύατε, δια να λάβωμεν και ημείς μέρος μαζή σας εις την βασιλείαν του Θεού. 8 Τώρα δὰ πλέον εἶσθε χορτάτοι! Τώρα ἐγίνατε πλούσιοι ἀπὸ πνευματικοὺς θησαυρούς! Χωρὶς νὰ ἔχετε μαζί σας καὶ ἡμᾶς τοὺς διδασκάλους σας, κατεκτήσατε μόνοι σας τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν! Καὶ εἴθε νὰ ἐβασιλεύατε, διὰ νὰ βασιλεύσωμεν καὶ ἡμεῖς μαζί σας.
9 δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. 9 Αλλ' ημείς οι Απόστολοι κάθε άλλο παρά βασιλείαν και δόξαν έχομεν κερδήσει στον κόσμον αυτόν. Διότι νομίζω, ότι ο Θεός ημάς τους Αποστόλους μας έχει δείξει εις τα μάτια όλων των ανθρώπων σαν τους πιο τελευταίους, σαν καταδικασμένους εις θάνατον, που βαδίζουν στον τόπον της εκτελέσεως. Διότι εγίναμεν παράδοξον θέαμα εις όλον τον κόσμον, στους αγγέλους που θαυμάζουν, και στους ανθρώπους που χλευάζουν. 9 Κάθε ἄλλο ὅμως παρὰ βασιλείαν ἀπολαμβάνομεν ἡμείς οἱ Ἀπόστολοι. Διότι νομίζω, ὅτι ὁ Θεὸς ἠμᾶς τοὺς Ἀποστόλους ἔδειξε δημοσίᾳ καὶ εἰς τὰ μάτια ὅλων τελευταίους, σὰν καταδίκους, ποὺ πρόκειται νὰ θανατωθοῦν. Διότι ἐγίναμεν θέαμα εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ εἰς τοὺς ἀγγέλους, καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θαυμαζόμενοι μὲν ἀπὸ τοὺς ἀγαθούς, περιφρονούμενοι δὲ καὶ χλευαζόμενοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
10 ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. 10 Ημείς οι Απόστολοι θεωρούμεθα από τους ανθρώπους του κόσμου μωροί και ανόητοι δια το όνομα του Χριστού. Σεις όμως είσθε φρόνιμοι και συνετοί εν Χριστώ! Ημείς είμεθα ασθενείς και αδύνατοι. Σεις όμως είσθε ισχυροί και ακατανίκητοι! Σεις είσθε ένδοξοι, ημείς δε περιφρονημένοι και εξουθενωμένοι. 10 Ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι θεωρούμεθα ἀπὸ τοὺς ἀπίστους βλάκες καὶ ἀνόητοι διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Σεῖς ὅμως εἶσθε φρόνιμοι κατὰ Χριστόν. Ἠμεῖς εἴμεθα ἀσθενεῖς καὶ καταδιωκόμεθα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους σεῖς ὅμως εἶσθε ἰσχυροί, διότι δὲν σᾶς εὗρε κανένας πειρασμός. Σεῖς εἶσθε ἔνδοξοι, ἠμεῖς δὲ εἴμεθα ἄτιμοι καὶ περιφρονημένοι.
11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν 11 Από την ημέραν που ελάβαμεν το αποστολικόν αξίωμα και μέχρις αυτής της ώρας, ζώμεν ανάμεσα στο πλήθος από ταλαιπωρίας και περιπετείας. Και πεινώμεν και διψώμε· και δεν έχομεν ρούχα δια να προφυλαχθώμεν από τας κακοκαιρίας και δεχόμεθα ραπίσματα και γρονθοκοπήματα, και συνεχώς μετακινούμεθα από τόπου εις τόπον, χωρίς να έχωμεν πουθενά σταθεράν παραμονήν. 11 Μέχρι τῆς ὥρας αὐτῆς, ποὺ σᾶς γράφω, καὶ πεινῶμεν καὶ ὑποφέρομεν ἀπὸ δίψαν εἰς τὰς περιοδείας μας καὶ δὲν ἔχομεν ἀρκετὰ ρούχα, ὅταν εἰς τὸ μέσον τῶν ταξιδίων μας καταλαμβανώμεθα ἔξαφνα ἀπὸ χειμῶνα, καὶ δεχόμεθα κτυπήματα καὶ κακομεταχειρίσεις καὶ δὲν καταστεκόμεθα πουθενά, ἀλλὰ διαρκῶς φεύγομεν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.
12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, 12 Και κοπιάζομεν εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια. Οταν οι άπιστοι μας εμπαίζουν και μας υβρίζουν ημείς τους ευλογούμεν και ευχόμεθα αγαθά δι' αυτούς. Οταν μας καταδιώκουν, δεικνύομεν μακροθυμίαν και υπομονήν απέναντί των. 12 Καὶ κοπιάζομεν ἐργαζόμενοι μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Τὴν ὥραν ποὺ οἱ ἀπιστοῦντες εἰς τὸ εὐαγγέλιον μᾶς ὑβρίζουν καὶ μᾶς περιγελοῦν, ἠμεῖς εὐχόμεθα ἀγαθὰ ὑπὲρ αὐτῶν. Ἐνῶ μᾶς καταδιώκουν, δεικνύομεν ἀνοχὴν πρὸς τοὺς διώκτας μας.
13 βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. 13 Οταν μας δυσφημούν και μας διαβάλλουν, ημείς προσπαθούμεν με λόγια καλωσύνης και αγάπης να τους καταπραΰνωμεν και τους ημερώσωμεν. Σαν τα πλέον ρυπαρά πράγματα του κόσμου έχομεν γίνει, σαν αποσπογγίσματα για πέταμα θεωρούμεθα εις τα μάτια όλων έως την στιγμήν αυτήν. 13 Ἐνῶ μᾶς δυσφημοῦν καὶ μᾶς συκοφαντοῦν, ἀπαντῶμεν μὲ λόγους γλυκεῖς καὶ παρακλητικούς. Σὰν καθάρματα καὶ ἀποσαρώματα τοῦ κόσμου ἐγίναμεν, ἀποσπόγγισμα ἀκάθαρτον εἰς τὰ μάτια ὅλων ἕως τὴν στιγμὴν αὐτήν.
14 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ’ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ· 14 Με αυτά που σας γράφω δεν θέλω να σας πικράνω και εντροπιάσω, αλλά σαν παιδιά μου αγαπητά σας συμβουλεύω. 14 Δὲν θέλωμε αὐτὰ ποὺ γράφω νὰ σᾶς ντροπιάσω, ἀλλὰ σὰν παιδιά μου ἀγαπητὰ σᾶς συμβουλεύω.
15 ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. 15 Διότι έστω και αν έχετε παρά πολλούς παιδαγωγούς και διδασκάλους κατά Χριστόν, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρας. Ενας είναι ο πατέρας σας, εγώ. Διότι εγώ, με τον φωτισμόν και την δύναμιν του Χριστού, σας έχω γεννήσει πνευματικώς εις την νέαν ζωήν δια μέσου του Ευαγγελίου. 15 Ναί· σᾶς συμβουλεύω μὲ πατρικὴν λαχτάραν καὶ στοργήν. Διότι, ἐὰν ἔχετε πάρα πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ διδασκάλους κατὰ Χριστόν, δὲν ἔχετε ὅμως πολλοὺς πατέρας. Ἕνα καὶ μόνον ἔχετε πνευματικὸν πατέρα, ἐμέ. Διότι μὲ τὴν χάριν, ποὺ μοῦ ἔδωκεν ἡ κοινωνία καὶ ἡ σχέσις μου μὲ τὸν Χριστόν, διὰ μέσου τοῦ Εὐαγγελίου ἐγὼ σᾶς ἐγέννησα πνευματικῶς.
16 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε. 16 Σας παρακαλώ, λοιπόν, σαν παιδιά μου αγαπημένα, να γίνεσθε μιμηταί μου. 16 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι πατέρας σας, σᾶς παρακαλῶ γίνεσθε μιμητοί μου.
17 Διὰ τοῦτο ἔπεμψα ὑμῖν Τιμόθεον, ὅς ἐστι τέκνον μου ἀγαπητὸν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ, ὃς ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς μου τὰς ἐν Χριστῷ, καθὼς πανταχοῦ ἐν πάσῃ ἐκκλησίᾳ διδάσκω. 17 Δια τούτο σας έστειλα τον Τιμόθεον, πνευματικόν μου τέκνον, αγαπητόν και πιστόν εν Κυρίω, ο οποίος και θα σας υπενθυμίση πως ζω, πως εγώ φέρομαι και εργάζομαι εν Χριστώ, καθώς επίσης και πως διδάσκω το Ευαγγέλιον του Κυρίου πανταχού εις κάθε Εκκλησίαν. 17 Ἐπειδὴ δὲ ἐπιθυμῶ νὰ μὲ μιμηθῆτε, δι’ αύτὸ σᾶς ἔστειλα τὸν Τιμόθεον, ὁ ὁποῖος εἶναι τέκνον μου ἀγαπητὸν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ, καὶ ὁ ὁποῖος θὰ σᾶς ὑπενθυμίσῃ μὲ ποῖον τρόπον κηρύττω καὶ συμπεριφέρομαι ὡς ἀφωσιωμένος εἰς τὸν Χριστὸν Ἀπόστολος, καὶ πῶς διδάσκω ὄχι εἰς μίαν ἢ εἰς δύο Ἐκκλησίας, ἀλλ’ εἰς κάθε μέρος καὶ εἰς κάθε Ἐκκλησίαν.
18 Ὡς μὴ ἐρχομένου δέ μου πρὸς ὑμᾶς ἐφυσιώθησάν τινες· 18 Και πρέπει αυτός εν τω μεταξύ να έλθη, διότι μερικοί με την ιδέν, ότι τάχα εγώ δεν θα ηρχόμην προς σας, εφούσκωσαν από υψηλοφροσύνην και αλαζονείαν. 18 Μερικοὶ ὅμως ἀπὸ σᾶς τὸ ἐπῆραν ἐπάνω τούς, σὰν νὰ μὴ ἐπρόκειτο πλέον ἐγώ νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς.
19 ἐλεύσομαι δὲ ταχέως πρὸς ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ γνώσομαι οὐ τὸν λόγον τῶν πεφυσιωμένων, ἀλλὰ τὴν δύναμιν· 19 Αλλ' εάν ο Κυριος θελήση, θα έλθω γρήγορα προς σας και θα ζητήσω να μάθω τότε όχι τας καυχησιολογίας και δημοκοπίας των φαντασμένων, αλλά την πνευματικήν των δύναμιν να ζουν κατά Θεόν και να οδηγούν άλλους στον δρόμον του Θεού. 19 Ἄλλὰ θὰ ἔλθω πρὸς σᾶς γρήγορα, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ καὶ δὲν μοῦ παρουσωσθῇ ἐμπόδιον. Καὶ θὰ γνωρίσω τότε ὄχι τὴν εὐγλωττίαν τῶν φαντασμένων αὐτῶν, ἀλλὰ τὴν ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δύναμίν τους εἰς τὸ νὰ σώζουν ψυχάς.
20 οὐ γὰρ ἐν λόγῳ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἐν δυνάμει. 20 Διότι η βασιλεία του Θεού δεν εγκαθίσταται εις τας ψυχάς των ανθρώπων με λόγια και ρητορισμούς, αλλά με θείαν δύναμιν, που αιχμαλωτίζει και αγιάζει την καρδίαν. 20 Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν στερεώνεται εἰς τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν μὲ εὐγλωττίαν, ἀλλὰ μὲ θείαν δύναμιν ποὺ ἑλκύει καὶ οἰκοδομεῖ τὰς καρδίας εἰς Χριστόν.
21 τί θέλετε; ἐν ῥάβδῳ ἔλθω πρὸς ὑμᾶς, ἢ ἐν ἀγάπῃ πνεύματί τε πρᾳότητος; 21 Τι θέλετε; Να έλθω εις σας με την παιδαγωγικήν ράβδον των παρατηρήσεων και των τιμωριών η να έλθω με αγάπην και καλωσύνην, με πνεύμα επιεικείας και πραότητος; 21 Τί προτιμᾶτε; Νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς μὲ τὴν ράβδον τῶν ἐπιπλήξεων καὶ ἐλέγχων, ἢ νὰ ἔλθω μὲ ἀγάπην καὶ μὲ τὴν ἐπιείκειαν καὶ γλυκύτητα ἐκείνην, ποὺ χαρίζει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα; Δι’ αὐτὸ προλαμβάνω τώρα καὶ σᾶς κάνω μερικοὺς ἐλέγχους διὰ νὰ διορθώσετε κάποιας ἀταξίας, διὰ τὰς ὁποίας ἔρχομαι νὰ σᾶς ὁμιλήσω.