Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ. 1 Γινεσθε μιμηταί μου, όπως και εγώ έγινα και είμαι μιμητής του Χριστού. 1 Γίνεσθε μιμηταί μου, καθὼς καὶ ἑγὼ ἔγινα μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ.
2 Ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὅτι πάντα μου μέμνησθε καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν τὰς παραδόσεις κατέχετε. 2 Σας επαινώ δε, αδελφοί, διότι πράγματι εις όλα με ενθυμείσθε και κρατείτε στερεά τας διδασκαλίας, τας οποίας σας έχω παραδώσει προφορικώς. 2 Ἔρχομαι τώρα νὰ σᾶς γράψω καὶ διὰ μερικὰς ἀταξίας, ποὺ συμβαίνουν εἰς τὰς συνάξεις σᾶς. Πρωτίστως σᾶς ἐπαινῶ, ἀδελφοί, διότι εἰς ὅλα μὲ ἐνθυμεῖσθε καὶ κρατεῖτε στερεὰ καὶ ἐπακριβῶς τὰς διδασκαλίας ὅπως σᾶς τὰς παρέδωκα προφορικῶς.
3 θέλω δὲ ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι παντὸς ἀνδρὸς ἡ κεφαλὴ ὁ Χριστός ἐστι, κεφαλὴ δὲ γυναικὸς ὁ ἀνήρ, κεφαλὴ δὲ Χριστοῦ ὁ Θεός. 3 Θελω δε ακόμη να γνωρίζετε ότι κάθε Χριστιανού ανδρός η κεφαλή, που τον διευθύνει και τον κυβερνά προς το καλόν, είναι ο Χριστός. Κεφαλή δε της γυναικός είναι ο σύζυγος της. Κεφαλή δε του ένανθρωπήσαντος Χριστού είναι ο Θεός. 3 Θέλω ὅμως νὰ γνωρίζετε, ὅτι καθενὸς Χριστιανοῦ ἀνδρὸς διευθύνουσα καὶ ἄρχουσα κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός· κεφαλὴ δὲ τῆς γυναικὸς εἶναι ὁ ἄνδρας της· κεφαλὴ δὲ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι Πατήρ του καὶ ἐκ τῆς αὐτῆς οὐσίας ἀνάρχως τὸν ἐγέννησε.
4 πᾶς ἀνὴρ προσευχόμενος ἢ προφητεύων κατὰ κεφαλῆς ἔχων καταισχύνει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 4 Καθε άνδρας, που προσεύχεται η φωτισμένος από το Αγιον Πνεύμα προλέγει, φανερώνει και διδάσκει το θέλημα του Θεού, όταν έχη κάλυμμα εις την κεφαλήν, κατεντροπιάζει την κεφαλήν του, διότι το κάλυμμα είναι σύμβολον υποτελείας και κατάλοιπον ιουδαϊκών καταργηθέντων πλέον τύπων. 4 Κάθε ἄνδρας εἴτε ἔγγαμος εἴτε ἄγαμος, ποὺ προσεύχεται εἰς τὴν κοινὴν λατρείαν σας ἢ ὡς προφήτης φωτισμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα φανερώνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔχῃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του κάλυμμα, τὸ ὁποῖον εἶναι σύμβολον ὑποτελείας, κατεντροπιάζει τὴν κεφαλήν του, διότι ἔρχεται νὰ λατρεύσῃ ἢ νὰ ὑπηρετήσῃ τὸν Χριστόν, ἀρνούμενος μὲ τὸ κάλυμμα τῆς ὑποτελείας, ποὺ φορεῖ, τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν κυριαρχίαν, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔδωκεν ὁ Χριστός.
5 πᾶσα δὲ γυνὴ προσευχομένη ἢ προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ καταισχύνει τὴν κεφαλὴν ἑαυτῆς· ἓν γάρ ἐστι καὶ τὸ αὐτὸ τῇ ἐξυρημένῃ. 5 Καθε δε γυναίκα, η οποία εξ αντιθέτου, όταν προσεύχεται η όταν φανερώνη το θέλημα του Θεού έχει ακάλυπτον την κεφαλήν, κατεντροπιάζει την κεφαλήν της, διότι παρουσιάζεται ότι στασιάζει κατά του ανδρός, διεκδικεί εξουσίαν ανδρός και ότι επί πλέον είναι άσεμνος. Διότι καταπίπτει εις την ιδίαν άκοσμον κατάστασιν με την γυναίκα εκείνην, η οποία έχει ξυρίσει την καφαλήν της. 5 Κάθε γυναῖκα δέ, ἡ ὁποία προσεύχεται ἢ προφητεύει χωρὶς κάλυμμα εἰς τὴν κεφαλήν, καὶ ζητεῖ ἔτσι νὰ ἀνδροφέρνῃ, κατεντροπιάζει τὴν ἰδίαν της κεφαλήν, δηλαδὴ τὸν ἄνδρα της, ἐπειδὴ ἁρπάζει τὸ ἀξίωμά του καὶ διεκδικεῖ ἀπὸ αὐτὸν τὴν ὑπεροχήν. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ παρουσιάζει τὴν αὐτὴν ἀκοσμίαν καὶ ἀνυποταξίαν, τὴν ὁποίαν καὶ ἐκείνη, ποὺ ἐξύρισε τὴν κεφαλήν της.
6 εἰ γὰρ οὐ κατακαλύπτεται γυνή, καὶ κειράσθω· εἰ δὲ αἰσχρὸν γυναικὶ τὸ κείρασθαι ἢ ξυρᾶσθαι, κατακαλυπτέσθω. 6 Διότι εάν δεν έχη ένα σεμνόν κάλυμμα εις την κεφαλήν η γυναίκα, ας κουρεύεται τότε όπως και ο άνδρας. Εάν δε είναι απρεπές και αηδές εις την γυναίκα το να κουρεύεται, η το να ξυρίζεται, τότε ας καλύπτεται καλά. 6 Διότι, ἐὰν δὲν εἶναι σεμνὰ καλυμμένη μιὰ γυναῖκα, ἂς κουρεύῃ λοιπὸν καὶ τὰ μαλλιά της, ὅπως τὰ κουρεύει ὁ ἄνδρας. Ἐὰν δὲ εἶναι ἄσχημον καὶ ἀπρεπὲς εἰς τὴν γυναῖκα τὸ νὰ κουρεύῃ ἢ νὰ ξυρίζῃ τὰ μαλλιά της, ἂς καλύπτεται καλά. Καὶ ἂς μὴ θέλῃ νὰ μιμῆται τὸν ἄνδρα.
7 ἀνὴρ μὲν γὰρ οὐκ ὀφείλει κατακαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν, εἰκὼν καὶ δόξα Θεοῦ ὑπάρχων· ἡ γυνὴ δὲ δόξα ἀνδρός ἐστιν. 7 Διότι ο μεν άνδρας δεν πρέπει να καλύπτη την κεφαλήν, επειδή είναι εικών και καθρέπτης της δόξης του Θεού, όπως επλάσθη απ' αρχής. Η δε γυναίκα, μόνη βοηθός αυτή και ανταξία του ανδρός από όλα τα άλλα δημιουργήματα, είναι δόξα του ανδρός. 7 Διότι ὁ μὲν ἄνδρας δὲν πρέπει νὰ κατακαλύπτῃ τὴν κεφαλήν του, Ἐπειδὴ ἐπλάσθη ἐξ ἀρχῆς ὡς ὁ κύριος ἐκπρόσωπος τῆς κυριαρχίας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ εἶναι διὰ τοῦτο περισσότερον ἀπὸ τὴν γυναῖκα εἴκων καὶ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ γυναῖκα δὲ ὡς τὸ ἑξαιρετικώτερον ἀπὸ τὰ ἄλλα κτίσματα, ποὺ ἔχει ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του ὁ ἄνδρας, εἶναι δόξα τοῦ ἀνδρός.
8 οὐ γάρ ἐστιν ἀνὴρ ἐκ γυναικός, ἀλλὰ γυνὴ ἐξ ἀνδρός· 8 Είναι άλλωστε ανώτερος ο άνδρας από την γυναίκα, όπως φαίνεται και εκ του γεγονότος, ότι δεν έγινε ο άνδρας από την γυναίκα, αλλά η γυναίκα από τον άνδρα. 8 Πράγματι δὲ ὁ ἄνδρας εἶναι ὑπεροχώτερος ἀπὸ τὴν γυναῖκα, διότι δὲν ἔγινεν ὁ ἄνδρας ἀπὸ τὴν γυναῖκα, ἀλλ’ ἡ γυναῖκα ἔγινεν ἀπὸ τὸν ἄνδρα.
9 καὶ γὰρ οὐκ ἐκτίσθη ἀνὴρ διὰ τὴν γυναῖκα, ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα. 9 Και διότι επί πλέον δεν επλάσθη από τον Θεόν ο άνδρας δια να βοηθή την γυναίκα και να υποτάσσεται εις αυτήν, αλλ' η γυναίκα επλάσθη, δια να υπηρετή τον άνδρα και να φέρεται με σεβασμόν και υποταγήν εις αυτόν. 9 Καὶ ἐπὶ πλέον δὲν ἐκτίσθη ὁ ἄνδρας διὰ νὰ βοηθῇ τὴν γυναῖκα, ἀλλ’ ἡ γυναῖκα ἐπλάσθη πρὸς χάριν καὶ βοήθειαν τοῦ ἀνδρός.
10 διὰ τοῦτο ὀφείλει ἡ γυνὴ ἐξουσίαν ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς διὰ τοὺς ἀγγέλους. 10 Δι' αυτό, επειδή δηλαδή ο Χριστός είναι κεφαλή του ανδρός, ο δε άνδρας είναι κεφαλή της γυναικός, οφείλει η γυναίκα να έχη επί της κεγαλής της, ως σύμβολον της υποταγής της στον άνδραν, το κάλυμμα, τουλάχιστον και δια λόγους εντροπής προς τους αγγέλους (οι οποίοι είναι αοράτως παρόντες μεταξύ μας και οι οποίοι όταν παρίστανται ενώπιον του Θεού καλύπτουν από σεβασμόν τα πρόσωπα αυτών). 10 Διὰ τοῦτο ὀφείλει ἡ γυναῖκα ἀπὸ συστολὴν καὶ ἐντροπὴν πρὸς τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ἀοράτως εἶναι παρόντες, νὰ ἔχῃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς της κάλυμμα, τὸ ὁποῖον εἶναι σύμβολον τῆς ἐξουσίας, ποὺ ἔχει ἐπ’ αὐτῆς ὁ ἄνδρας.
11 πλὴν οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικὸς οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς ἐν Κυρίῳ· 11 Αλλά μη λησμονείτε, ότι ούτε ο άνδρας, μετά την δημιουργίαν, γεννάται χωρίς την γυναίκα, ούτε η γυναίκα χωρίς τον άνδρα, σύμφωνα άλλωστε και με τους νόμους που έχει θέσει ο Κυριος. 11 Πλὴν ὅμως μὴ νομίσετε, ὅτι ἡ ἐξουσία αὐτὴ τοῦ ἀνδρὸς εἶναι ἀπεριόριστος. Διότι μετὰ τὴν δημιουργίαν τῶν πρωτοπλάστων, οὔτε ἄνδρας γεννᾶται χωρὶς γυναῖκα, οὔτε γυναῖκα χωρὶς ἄνδρα, σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους, ποὺ ὥρισεν ὁ Κύριος.
12 ὥσπερ γὰρ ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ ἀνδρός, οὕτω καὶ ὁ ἀνὴρ διὰ τῆς γυναικός, τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ. 12 Διότι όπως η γυναίκα προήλθεν από το άνδρα, πλασθείσα από την πλευράν του, έτσι έκτοτε και ο άνδρας γεννάται δια μέσου της γυναικός. Τα πάντα δε προέρχονται απ' αρχής και μέχρι τέλους από τον Θεόν. 12 Διότι καθὼς ἡ γυναῖκα προῆλθεν ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ἔτσι ἀπὸ τότε καὶ ὁ ἄνδρας γεννᾶται διὰ μέσου τῆς γυναικός, ὅλα δὲ τὰ κτίσματα καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ ὁ ἄνδρας, ἔχουν τὴν ἀρχήν των καὶ τὴν ὕπαρξίν των ἀπὸ τὸν Θεόν.
13 ἐν ὑμῖν αὐτοῖς κρίνατε· πρέπον ἐστὶ γυναῖκα ἀκατακάλυπτον τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι; 13 Καμετε, λοιπόν, σεις οι ίδιοι δικαίαν κρίσιν· είναι σεμνόν και πρέπον να προσεύχεται η γυναίκα προς τον Θεόν μα ακάλυπτον την κεφαλήν της; 13 Ἂς κάμῃ μόνος του καθένας ἀπὸ σᾶς ὀρθὴν καὶ δικαίαν κρίσιν. Εἶναι πρέπον γυναῖκα νὰ προσεύχεται εἰς τὸν Θεόν, χωρὶς νὰ φέρῃ κάλυμμα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς;
14 ἢ οὐδὲ αὐτὴ ἡ φύσις διδάσκει ὑμᾶς ὅτι ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι, 14 Η μήπως και αυτή η φύσις δεν σας διδάσκει ότι, εάν ο άνδρας τρέφη και περιποιήται κατά τρόπον θηλυπρεπή μακράν κόμην, είναι εξευτελισμός και εντροπή δι' αυτόν; 14 Ἢ μήπως καὶ αὐτὴ ἡ φύσις, ἡ ὁποία δίδει τὰ μακρυὰ καὶ πολλὰ μαλλιὰ περισσότερον εἰς τὴν γυναῖκα, δὲν σᾶς διδάσκει ὅτι ὁ ἄνδρας μέν, ἐὰν τρέφῃ μαλλιὰ σὰν τὴν γυναῖκα, εἶναι τοῦτο ἐντροπὴ δι’ αὐτόν·
15 γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ δόξα αὐτῇ ἐστιν; ὅτι ἡ κόμη ἀντὶ περιβολαίου δέδοται αὐτῇ. 15 Η δε γυναίκα εξ αντιθέτου εάν τρέφη μακρυά μαλλιά, είναι τούτο τιμή και στόλισμά της, αφού και η ιδία η φύσις της έχει δώσει μια τέτοις δυνατότητα; Διότι η κόμη της έχει δοθή από τον Θεόν ως ένα ειδός σεμνής περιβολής. 15 ἡ γυναῖκα δέ, ἐὰν τρέφῃ μαλλιά, εἶναι τοῦτο εἰς αὐτὴν στολισμός; Διότι τὰ μακρυὰ μαλλιὰ τῆς ἔχουν δοθῆ σὰν ἕνα φυσικὸν πέπλον.
16 Εἰ δέ τις δοκεῖ φιλόνεικος εἶναι, ἡμεῖς τοιαύτην συνήθειαν οὐκ ἔχομεν, οὐδὲ αἱ ἐκκλησίαι τοῦ Θεοῦ. 16 Εάν δε κανείς έχη διάφορον γνώμην και θέλη να φιλονεική επάνω εις αυτά που είπα, ας μάθη ότι ημείς δεν έχομεν τέτοια συνήθεια, να είναι δηλαδή αι γυναίκες κατά την θείαν λατρείαν με την κεφαλήν ακάλυπτον, ούτε δε και αι άλλαι Εκκλησίαι του Θεού. 16 Ἐὰν ὅμως ὕστερα ἀπὸ ὅσα εἴπαμεν, νομίζῃ κανεὶς καὶ φαντάζεται, πῶς ἠμπορεῖ νὰ δημιουργῇ ζητήματα καὶ νὰ γίνεται φιλόνεικος, ἂς γνωρίζῃ οὗτος, ὅτι ἡμεῖς δὲν ἔχομεν τέτοιαν συνήθειαν, νὰ εἶναι δηλαδὴ κατὰ τὰς ὥρας τῆς λατρείας χωρὶς κάλυμμα ἡ γυναῖκα. Ἀλλ’ οὔτε καὶ αἱ Ἐκκλησίαι τοῦ Θεοῦ ἔχουν τέτοιαν συνήθειαν. Ἔρχομαι τώρα εἰς ἄλλην ἀταξίαν σας.
17 Τοῦτο δὲ παραγγέλλων οὐκ ἐπαινῶ, ὅτι οὐκ εἰς τὸ κρεῖττον, ἀλλ’ εἰς τὸ ἧττον συνέρχεσθε. 17 Και τώρα θα σας δώσω μίαν παραγγελίαν, η οποία κάθε άλλο παρά προς έπαινον σας είναι. Διότι συγκεντρώνεσθε κατά τας ώρας της λατρείας, όχι δια να οικοδομήτε ο ένας τον άλλον στο καλύτερον, αλλά δια να εξωθήτε και εξωθήσθε στο κατώτερον. 17 Ἡ παραγγελία δὲ αὐτή, ποὺ πρόκειται νὰ σᾶς κάμω, δὲν εἶναι πρὸς ἔπαινόν σας. Διότι συναθροίζεσθε ὄχι διὰ τὸ καλύτερον, διὰ νὰ ὠφελῆτε δηλαδὴ καὶ οἰκοδομῆτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀλλὰ συναθροίζεσθε διὰ τὸ χειρότερον, δηλαδὴ διὰ νὰ βλάπτεσθε πνευματικῶς.
18 πρῶτον μὲν γὰρ συνερχομένων ὑμῶν ἐν ἐκκλησίᾳ ἀκούω σχίσματα ἐν ὑμῖν ὑπάρχειν καὶ μέρος τι πιστεύω· 18 Διότι πρώτον μεν ακούω, ότι όταν συναθροίζεσθε εις συγκέντρωσιν προσευχής και λατρείας, υπάρχουν μεταξύ σας μερίδες και κόμματα· και ένα μέρος από αυτά που ακούω, τα πιστεύω, 18 Διότι πρῶτον μέν, ὅταν συναθροίζεσθε εἰς σύναξιν ἐκκλησιαστικήν, ἀκούω ὅτι μεταξύ σας ὑπάρχουν διαιρέσεις φατριαστικοί, καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ ὅσα ἀκούω, τὸ πιστεύω.
19 δεῖ γὰρ καὶ αἱρέσεις ἐν ὑμῖν εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται ἐν ὑμῖν. 19 διότι είναι επόμενον, ένεκα της ανθρωπίνης αδυναμίας, να αναπηδούν μεταξύ σας γνώμες διάφορες και προτιμήσεις και διαιρέσεις, δια να γίνουν έτσι φανεροί οι εκλεκτοί μεταξύ σας. 19 Τὸ πιστεύω δέ, διότι εἶναι φυσικὸν νὰ ὑπάρχουν μεταξύ σας καὶ διαιρέσεις. Εἶσθε ἄνθρωποι μὲ ἐλαττώματα καὶ ἀδυναμίας καὶ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ ἐκδηλώνωνται αἱ ἀδυναμίαι σας αὐταί, διὰ νὰ γίνουν φανεροὶ μεταξύ σας ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν δοκιμασμένην ἀγάπην, καὶ δὲν παρασύρονται εἰς φατριασμούς, ἀπὸ τὸ παράδειγμά τους δὲ νὰ διδαχθοῦν καὶ οἰ ἄλλοι.
20 συνερχομένων οὖν ὑμῶν ἐπὶ τὸ αὐτὸ οὐκ ἔστι κυριακὸν δεῖπνον φαγεῖν· 20 Οταν, λοιπόν, έτσι συγκεντρώνεσθε στον αυτόν τόπον της λατρείας και έχετε αυτάς τας διαιρέσεις, δεν είναι δυνατόν φυσικά να φάγετε προς οικοδομήν σας τον δείπνον, που ο Κυριος συνέστησε. 20 Ὅταν συναθροίζεσθε εἰς τὸν αὐτὸν τόπον τῆς λατρείας μὲ τὰς διαιρέσεις σας αὐτάς, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φάγετε ἀκατακρίτως καὶ πρὸς ὠφέλειάν σας τὸ δεῖπνον, ποὺ ὁ Κύριος συνέστησε. Τρώγετε δὲ βέβαια δεῖπνον καὶ τώρα, ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι βεβήλωσις τοῦ ἱεροῦ δείπνου, ποὺ μᾶς παρέδωκεν ὁ Κύριος.
21 ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον δεῖπνον προσλαμβάνει ἐν τῷ φαγεῖν, καὶ ὃς μὲν πεινᾷ, ὃς δὲ μεθύει. 21 Διότι ο καθένας από σας σπεύδει και παίρνει το φάγητον του και τρώγει το ιδικόν του δείπνον μόνος του, χωρίς να περιμένη τους άλλους. Και έτσι συμβαίνει ο μεν ένας που είναι πτωχός να πεινά, ο δε άλλος που είναι πλούσιος να μεθά. (Και ταύτα κατά την ώραν του δείπνου της αγάπης. Που είναι, λοιπόν, η αγάπη σας;). 21 Διότι καθένας σας, χωρὶς νὰ περιμένῃ τοὺς ἄλλους, καὶ μάλιστα τοὺς πτωχοὺς ἐκ τῶν ἀδελφῶν, προλαμβάνει αὐτοὺς εἰς τὸ φαγητὸν καὶ τρώγει μόνος του καὶ χωρὶς αὐτοὺς τὸ ἰδικόν του δεῖπνον. Καὶ ἔτσι συμβαίνει ἄλλος μὲν πτωχότερος νὰ πεινᾷ, ἄλλος δὲ πλουσιώτερος νὰ μεθᾷ.
22 μὴ γὰρ οἰκίας οὐκ ἔχετε εἰς τὸ ἐσθίειν καὶ πίνειν; ἢ τῆς ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ καταφρονεῖτε, καὶ καταισχύνετε τοὺς μὴ ἔχοντας; τί ὑμῖν εἴπω; ἐπαινέσω ὑμᾶς ἐν τούτῳ; οὐκ ἐπαινῶ. 22 Διότι μήπως δεν έχετε επιτέλους σπίτια να τρώγετε και να πίνετε; Η περιφρονείτε τους πιστούς, που αποτελούν την Εκκλησίαν του Θεού και προσβάλλετε εκείνους που δεν έχουν; Τι να σας πω; Να σας επαινέσω δι' αυτό; Καθε άλλο παρά έπαινον σας αποδίδω. 22 Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ γίνεται αὐτό, οὔτε ὑπάρχει δικαιολογία δι’ αὐτό. Διότι, μήπως δὲν ἔχετε σπίτια διὰ νὰ τρώγετε καὶ νὰ πίνετε; Ἢ καταφρονεῖτε τὴν σύναξιν τῶν πιστῶν, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ καταντροπιάζετε ἐκείνους, ποὺ δὲν ἔχουν; Τί νὰ σᾶς εἴπω; Νὰ σᾶς ἐπαινέσω δι’ αὐτό; Δὲν σᾶς ἐπαινῶ.
23 Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου, ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε· 23 Επειτα δε ως προς το Δείπνον του Κυρίου, ως προς το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, έχω πάλιν να σας πω, ότι εγώ παρέλαβα από τον Κυριον αυτό, το οποίον και παρέδωκα εις σας, ότι δηλαδή ο Κυριος Ιησούς κατά την νύκτα που επρόκειτο να παραδοθή στους εχθρούς του, δια να σταυρωθή, επήρε άρτον και αφού ηυχαρίστησε με θερμήν προσευχήν τον Πατέρα, έκοψε εις τεμάχια τον άρτον και είπε· 23 Καὶ δὲν σᾶς ἐπαινῶ, διότι ἐγὼ παρέλαβα ἀπὸ τὸν Κύριον τὸ ἐντελῶς ἀντίθετον ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ κάνετε σεῖς. Παρέλαβα δηλαδὴ ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς παρέδωκα· ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς τὴν νύκτα, ποὺ παρεδίδετο, ἔλαβεν ἄρτον καὶ ἀφοῦ ἔκαμε εὐχαριστήριον προσευχήν, ἔκοψε εἰς τεμάχια τὸν ἄρτον καὶ εἶπε:
24 λάβετε, φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. 24 “Λαβετε φάγετε· τούτο είναι το σώμά μου, το οποίον τεμαχίζεται δια σας, δια την σωτηρίαν σας· αυτό δε που εγώ τελώ τώρα, να το τελήτε και σεις πάντοτε, δια να ενθυμήσθε εμέ και την θυσίαν μου, που προσφέρω προς χάριν σας”. 24 Λάβετε, φάγετε· τοῦτο εἶναι τὸ σῶμα μου, ποὺ θυσιάζεται καὶ τὴν στιγμὴν αὐτὴν κόπτεται εἰς κομμάτια πρὸς χάριν σας καὶ πρὸς σωτηρίαν σας. Τοῦτο, ποὺ κάνω τώρα μαζί σας, νὰ τὸ κάνετε συνεχῶς διὰ νὰ ἐνθυμῆσθε μετ’ εὐγνωμοσύνης τὴν θυσίαν τοῦ σταυροῦ, ποὺ τὴν ἐπρόσφερα διὰ νὰ σᾶς σώσω.
25 ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι· τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. 25 Επίσης, αφού ετελείωσε το Δείπνον, επήρε το ποτήριον με τον οίνον και είπε· “τούτο το ποτήριον είναι η νέα διαθήκη, η οποία καθιερώνεται και επισφραγίζεται με το αίμα μου. Αυτό να κάνετε, δια να ενθυμήσθε εμέ και την θυσίαν μου. Καθε φοράν που θα πίνετε το αίμα μου, το οποίον περιέχεται στο ποτήριον της Ευχαριστίας, να το κάνετε εις ανάμνησίν μου”. 25 Ὠσαύτως ἐπῆρε καὶ τὸ ποτήριον, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸ δεῖπνον, καὶ εἶπε: Τοῦτο τὸ ποτήριον ἐμπεριέχει τὸ αἷμα μου καὶ εἶναι δι’ αὐτὸ ἡ νέα διαθήκη, ποὺ συνάπτεται καὶ ἐπισφραγίζεται μὲ τὸ αἷμα μου. Νὰ κάνετε τοῦτο πάντοτε διὰ νὰ ἐνθυμῆσθε ἐμὲ καὶ τὴν θυσίαν μου. Καὶ θὰ κάνετε τὴν ἀνάμνησιν αὐτήν, κάθε φορὰ ποὺ θὰ πίνετε ἀπὸ τὸ ἁγιασμένον αὐτὸ ποτήριον.
26 ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ. 26 Λοιπόν, ω Κορίνθιοι, κάθε φοράν που τρώγετε τον αγιασμένον αυτόν άρτον και πίνετε το ευλογημένον τούτο ποτήριον της Θείας Ευχαριστίας, ομολογείτε και διαλαλείτε τον σταυρικόν λυτρωτικόν θάνατον του Κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρις ότου έλθη κατά την δευτέραν παρουσίαν. 26 Θὰ κάνετε δὲ μὲ τὸ ἱερὸν αὐτὸ καὶ μυστηριῶδες δεῖπνον τὴν ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου, διότι κάθε φορὰ ποὺ τρώγετε τὸν ἄρτον αὐτὸν καὶ πίνετε τὸ ποτήριον τοῦτο, κηρύττετε καὶ ὁμολογεῖτε δημοσίᾳ μὲ πίστιν καὶ εὐγνωμοσύνην τὸν θάνατον, ποὺ διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων ὑπέστη ὁ Κύριος. Καὶ ἔτσι ἡ ὁμολογία αὐτὴ καὶ ἡ ἀνάμνησις τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου θὰ γίνεται συνεχῶς καὶ ἀδιακόπως, μέχρις ὅτου ἔλθῃ ὁ Κύριος κατὰ τὴν δευτέραν του παρουσίαν.
27 ὥστε ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. 27 Ωστε όποιος τρώγει τον άρτον αυτόν και πίνει το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, θα είναι ένοχος και υπόδικος δια βαρείαν ασέβειαν και ύβριν εναντίον του σώματος και του αίματος του Κυρίου. 27 Ὥστε ὁποιοσδήποτε τρώγει τὸν ἄρτον αὐτὸν καὶ πίνει τὸ ποτήριον τῆς κοινωνίας τοῦ Κυρίου ἀναξίως, θὰ εἶναι ἔνοχος δι’ ἀσέβειαν καὶ βεβήλωσιν, τὴν ὁποίαν ἀποτολμᾷ εἰς τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου.
28 δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· 28 Ας εξετάζη δε κάθε άνθρωπος τον εαυτόν του με πολλήν προσοχήν, και έτσι προετοιμασμένος ας τρώγη από τον καθαγιασμένον άρτον και από το καθαγιασμένον ποτήριον. 28 Ἂς ἐξετάζῃ δὲ κάθε ἄνθρωπος μὲ προσοχὴν τὸν ἑαυτόν του καὶ ἀφοῦ προετοιμασθῇ μὲ τὴν ἐξέτασιν αὐτήν, τότε ἂς τρώγῃ ἀπὸ τὸν καθαγιασμένον ἄρτον καὶ ἂς πίνῃ ἀπὸ τὸ καθαγιασμένον ποτήριον.
29 ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. 29 Διότι εκείνος ο οποίος τρώγει και πίνει αναξίως τα πάντιμα αυτά δώρα τρώγει και πίνει κρίμα και καταδίκην δια τον εαυτόν του, επειδή δεν κάνει καμμίαν διάκρισιν του σώματος και του αίματος του Κυρίου από τας συνήθεις, και κοινάς τροφάς του σώματος. 29 Διότι ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει καὶ πίνει ἀναξίως ἀπὸ τὸν καθαγιασμένον ἄρτον καὶ οἶνον, τρώγει καὶ πίνει κατάκριμα καὶ καταδίκην εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἐπειδὴ δὲν κάνει διάκρισιν τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ μεταχειρίζεται καὶ τρώγει ταῦτα, σὰν νὰ ἦσαν κοιναὶ τροφαί.
30 διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί. 30 Ακριβώς δε, διότι αναξίως κοινωνείτε από τα τίμια δώρα, υπάρχουν μεταξύ σας πολλοί ασθενείς και πολύ βαρειά άρρωστοι· αρκετοί δε και πεθαίνουν. 30 Διότι δὲ ἀναξίως καὶ χωρὶς δοκιμασίαν τοῦ ἑαυτοῦ σας τρώγετε καὶ πίνετε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, δι’ αὐτὸ ὑπάρχουν μεταξύ σας πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ ἀπέθαναν ἀρκετοί.
31 εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· 31 Διότι εάν εξετάζαμεν τον ευατόν μας με προσοχήν και μετανοούσαμε ειλικρινώς δια τα αμαρτήματά μας και έτσι προετοιμασμένοι προσηρχόμεθα στο μέγα μυστήριον, δεν θα κατεδικαζόμεθα και δεν θα ετιμωρούμεθα έτσι από τον Θεόν. 31 Διότι, ἐὰν ἀνεκρίναμεν καὶ ἐξετάζαμεν μὲ φόβον Θεοῦ τὸν ἑαυτόν μας προτοῦ νά, προσέλθωμεν εἰς τὴν θείαν Κοινωνίαν, δὲν θὰ κατεδικαζόμεθα ἀπὸ τὸν Θεόν μὲ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰς τιμωρίας.
32 κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν. 32 Τιμωρούμενοι δε τώρα υπό του Κυρίου κατά την δικαίαν αυτού κρίσιν, παιδαγωγούμεθα προς μετάνοιαν και διόρθωσιν, δια να μη καταδικασθώμεν οριστικώς εις απώλειαν μαζή με τον κόσμον της αμαρτίας. 32 Ὅταν δὲ κατακρινώμεθα ἀπὸ τὸν Κύριον μὲ ἀσθενείας, τιμωρούμεθα παιδαγωγικῶς ἀπὸ αὐτόν, διὰ νὰ διορθωθῶμεν καὶ μὴ κατακριθῶμεν εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν μὲ τὸν κόσμον, ποὺ ζῇ μακρὰν ἀπὸ τὸν Θεόν.
33 Ὥστε, ἀδελφοί μου, συνερχόμενοι εἰς τὸ φαγεῖν ἀλλήλους ἐκδέχεσθε· 33 Ωστε, αδελφοί μου, όταν συγκεντρώνεσθε δια να φάγετε το Κυριακόν Δείπνον, περιμένετε με αγάπην ο ένας τον άλλον. 33 Ὥστε, ἀδελφοί μου, ὅταν συναθροίζεσθε διὰ νὰ φάγετε τὸ Κυριακὸν δεῖπνον, περιμένετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
34 εἰ δέ τις πεινᾷ, ἐν οἴκῳ ἐσθιέτω, ἵνα μὴ εἰς κρῖμα συνέρχησθε. Τὰ δὲ λοιπὰ ὡς ἂν ἔλθω διατάξομαι. 34 Εάν επί τέλους κανείς πεινά, ας φάγη στο σπίτι του, δια να μη αποβαίνουν εις καταδίκην σας αι λατρευτικαί αυταί συγκεντρώσεις. Τα δε άλλα σχετικώς με το Κυριακόν Δείπνον, με το μέγα μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, όταν έλθω θα τα τακτοποιήσω. 34 Ἐὰν δὲ κανεὶς πεινᾷ, ἂς τρώγῃ εἰς τὸ σπίτι του, διὰ νὰ μὴ γίνωνται αἱ συνάξεις σας εἰς καταδίκην. Τὰ δὲ λοιπά, περὶ τῶν ὁποίων μοῦ γράφετε σχετικῶς πρὸς τὸ Κυριακὸν δεῖπνον, ὅταν θὰ ἔλθω θὰ τὰ κανονίσω.