Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, καὶ Σωσθένης ὁ ἀδελφός, 1 Εγώ, ο Παύλος, ο οποίος έχω προσκληθή σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, να είμαι Απόστολος του Ιησού Χριστού, και ο Σωσθένης, ο αδελφός εν Χριστώ, 1 Εγώ ὁ Παῦλος, προσκαλεσμένος νὰ εἶμαι Ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι τὸ ἠθέλησεν ὁ Θεός, καὶ Σωσθένης ὁ γνωστός σας ἐν Χριστῷ ἀδελφός,
2 τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ οὔσῃ ἐν Κορίνθῳ, ἡγιασμένοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, κλητοῖς ἁγίοις, σὺν πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν παντὶ τόπῳ αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν· 2 απευθύνομεν την επιστολήν αυτήν προς την Εκκλησίαν του Θεού, η οποία υπάρχει εις την Κορινθον, προς σας που ανήκετε εις αυτήν και έχετε αγιασθή δια του Ιησού Χριστού και έχετε κληθή να γίνετε και να είσθε άγιοι μαζή με όλους εκείνους τους πιστούς, οι οποίοι εις κάθε τόπον επικαλούνται με πίστιν το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι Κυριος και Σωτήρ και εκείνων και ημών, 2 γράφομεν τὴν ἐπιστολὴν αὐτὴν πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Κόρινθον καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ σᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔχετε ἁγιασθῆ διὰ τῆς ἑνώσεώς σας μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ προσεκλήθητε ἀπὸ τὸν Θεόν διὰ νὰ εἶσθε ἅγιοι μαζὶ μὲ ὅλους, ὅσοι εἰς κάθε τόπον ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Κύριος καὶ αὐτῶν καὶ ἡμῶν.
3 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. 3 και ευχόμεθα να είναι πάντοτε μαζή σας και να βασιλεύη εις τας ψυχάς σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν και Πατέρα μας και από τον Κυριον Ιησούν Χριστόν. 3 Εἴθε νὰ εἶναι μαζί σας χάρις καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸν Θεὸν πατέρα μας καὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.
4 Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε περὶ ὑμῶν ἐπὶ τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ τῇ δοθείσῃ ὑμῖν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, 4 Ευχαριστώ πάντοτε τον Θεόν μου δια την κατάστασιν της χάριτος και τα άλλα χαρίσματα του Θεού, τα οποία σας εδόθησαν χάρις εις την πίστιν, την επικοινωνίαν και την ενότητα, που έχετε με τον Ιησούν Χριστόν. 4 Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν μου πάντοτε διὰ σᾶς διὰ τὴν χάριν τῆς σωτηρίας καὶ τὰ λοιπὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα σᾶς ἐδόθησαν ὡς καρπὸς τῆς κοινωνίας σας μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
5 ὅτι ἐν παντὶ ἐπλουτίσθητε ἐν αὐτῷ, ἐν παντὶ λόγῳ καὶ πάσῃ γνώσει, 5 Διότι από την εν πίστει επικοινωνίαν σας αυτήν με τον Κυριον εγίνατε πλούσιοι εις όλα, εις κάθε διδασκαλίαν της χριστιανικής αληθείας και εις κάθε γνώσιν, την οποίαν αυτή διδάσκει και εμπνέει, 5 Διότι ἐκ τῆς ἐπικοινωνίας καὶ ἑνώσεώς σας μὲ αὐτὸν ἐγίνατε πλούσιοι εἰς ὅλα· δηλαδὴ εἰς κάθε λόγον χριστιανικῆς ἀληθείας καὶ εἰς κάθε γνῶσιν πνευματικήν·
6 καθὼς τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ ἐβεβαιώθη ἐν ὑμῖν, 6 σύμφωνα με το μέτρον με το οποίον έγινε από σας δεκτή ως βεβαία και εστερεώθη εις σας η αληθής μαρτυρία και το κήρυγμα περί του Ιησού Χριστού. 6 Μὲ τὰ χαρίσματα δὲ αὐτά, ποὺ ἐλάβατε, ἐπεβεβαιώθη μεταξύ σας ὡς ἀληθὴς ἡ μαρτυρία, τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ κηρύγματός μας ἐδώκαμεν περὶ τοῦ Χριστοῦ.
7 ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι, ἀπεκδεχομένους τὴν ἀποκάλυψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· 7 Τοσον δε πλούσια χαρίσματα επήρατε, ώστε να μη υπολείπεσθε εις κανένα χάρισμα, περιμένοντες με εγκαρτέρησιν και ελπίδα την μεγάλην εκείνην ημέρα, κατά την οποίαν θα φανερωθή εις όλην του την δόξαν ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός. 7 Ἐπλουτίσθητε δὲ τόσον πολύ, ὥστε νὰ μὴ ὑπολείπεσθε εἰς κανένα χάρισμα κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ χρόνου, κατὰ τὸν ὁποῖον περιμένετε μὲ ἐγκαρτέρησιν καὶ ἐλπίδα τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς Κρίσεως, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ φανερωθῇ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.
8 ὃς καὶ βεβαιώσει ὑμᾶς ἕως τέλους ἀνεγκλήτους ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. 8 Αυτός δε ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός θα σας στερεώση και θα σας κατασφαλίση μέχρι τέλους, ώστε να είσθε άμεπτοι και ακατηγόρητοι κατά την ημέραν της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. 8 Αὐτὸς καὶ θὰ σᾶς στερεώσῃ μέχρι τέλους, ὥστε νὰ εἶσθε ἀκατηγόρητοι καὶ ἄμεμπτοι κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
9 πιστὸς ὁ Θεὸς δι’ οὗ ἐκλήθητε εἰς κοινωνίαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. 9 Είναι άλλωστε κατά πάντα αξιόπιστος ο Θεός, από τον οποίον έχετε κληθή να γίνετε μέτοχοι εις την ζωήν και την βασιλείαν και την δόξαν του Υιού αυτού, Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. 9 Περὶ αὐτοῦ δὲ νὰ εἶσθε βέβαιοι, διότι ὁ Θεός, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐκαλέσθητε νὰ γίνετε συμμέτοχοι τῆς ἐνδόξου ζωῆς τοῦ Υἱοῦ του, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, εἶναι ἀξιόπιστος καὶ τηρεῖ ὅλας τὰς ὑποσχέσεις του, δι’ αὐτὸ δὲ καὶ ὀφείλει ὁ καθένας μας νὰ βασίζεται ἀδιστάκτως εἰς αὐτόν.
10 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. 10 Σας παρακαλώ δε, αδελφοί μου, στο όνομα και εξ ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είσθε όλοι ομόφωνοι και να λέγετε σαν από μια καρδία, την ίδια ομολογία της πίστεώς σας και να μη υπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα και διαιρέσεις, αλλά να είσθε συγκρατημένοι, κατηρτησμένοι και ενωμένοι μεταξύ σας με τα αυτά φρονήματα και με την αυτήν γνώμην. 10 Σᾶς παρακαλῶ δέ, ἀδελφοί, διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ λέγετε ὅλοι τὴν αὐτὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως καὶ νὰ μὴ ὑπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις, ἀλλὰ νὰ εἶσθε ἁρμονικὰ ἐνωμένοι μὲ τὰ αὐτὰ ὅλοι σας φρονήματα καὶ μὲ τὰς αὐτὰς γνώμας καὶ ἀποφάσεις.
11 ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. 11 Διότι-σας το καθιστώ αυτό γνωστόν-μου ανεφέρθη από τους οικιακούς και συγγενείς της Χλόης για σας, αδελφοί μου, ότι υπάρχουν μεταξύ σας αντιθέσεις και φιλονεικίαι. 11 Σᾶς κάνω δὲ τὴν προτροπὴν αὐτήν, διότι ἐπληροφορήθην διὰ σᾶς, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τοὺς οἰκιακοὺς τῆς Χλόης, ὅτι ὑπάρχουν μεταξύ σας φιλονεικίαι.
12 λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. 12 Εννοώ δε τούτο, ότι ο καθένας από σας, θέλων να παρουσιάση ανώτερον τον εαυτόν του από τους άλλους, λέγει· “εγώ μεν είμαι του Παύλου μαθητής”. Αλλος λέγει· “εγώ είμαι του Απολλώ”. και άλλος· “εγώ είμαι μαθητής του Κηφά”, και άλλος· “εγώ είμαι μαθητής του Χριστού”. 12 Μὲ αὐτὸ δὲ ποὺ λέγω, ἐννοῶ τοῦτο, ὅτι καθένας ἀπὸ σᾶς λέγει καυχώμενος· Ἐγὼ μὲν εἶμαι τοῦ Παύλου, ἐγὼ δέ, λέγει ὁ ἄλλος, εἶμαι θαυμαστὴς καὶ μαθητὴς τοῦ Ἀπολλώ· καὶ ὁ τρίτος λέγει· ἐγὼ ἀνήκω εἰς τὸν Κηφάν· καὶ ἄλλος πάλιν ἰσχυρίζεται· Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ. Ἔγιναν ἔτσι κόμματα καὶ μερίδες διάφοροι.
13 μεμέρισται ὁ Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; 13 Εχει, λοιπόν, διαιρεθή ο Χριστός και η Εκκλησία του εις κόμματα και εις μερίδας; Ερωτώ ειδικώτερα σας, που διαλαλείτε και λέγετε ότι είσθε του Παύλου· μήπως ο Παύλος εσταυρώθη προς χάριν σας, δια να λάβετε την σωτηρίαν; Η μήπως έχετε βαπτισθή στο όνομα του Παύλου; 13 Ἐκομματιάσθη λοιπὸν ὁ Χριστός; Ἀπευθύνομαι εἰς ὅσους λέγουν· ἠμεῖς εἴμεθα τοῦ Παύλου καὶ τοὺς ἐρωτῶ: Μήπως ὁ Παῦλος ἐσταυρώθη διὰ τὴν σωτηρίαν σας; Ἢ μήπως ἐβαπτίσθητε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Παύλου, ὥστε νὰ ἀνήκετε πλέον εἰς αὐτόν;
14 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, 14 Ας είναι ευλογημένον και δοξασμένον το όνομα του Θεού, ο οποίος έφερεν έτσι τα πράγματα, ώστε από σας να μη βαπτίσω κανένα, ειμή μόνον τον Κρίσπον και τον Γαϊον. 14 Σὰν βλέπω τώρα, ποίαν κατάχρησιν κάνετε τοῦ ὀνόματός μου, εὐχαριστῶ τὸν Θεόν, διότι ἐπρονόησε νὰ μὴ βαπτίσω αὐτοπροσώπως κανένα ἀπὸ σᾶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κρίσπον καὶ τὸν Γάϊον.
15 ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. 15 Και έτσι δεν ημπορεί να πη κανείς, ότι εβάπτισα Χριστιανούς στο ιδικόν μου όνομα. 15 Ὥστε τώρα δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἰδικόν μου ὄνομα ἐβάπτισα.
16 ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. 16 Εβάπτισα ακόμη και την οικογένειαν του Στεφανά· εκτός δε από αυτούς δεν γνωρίζω, αν έχω βαπτίσει κανένα άλλον. 16 Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Στεφανᾶ. Ἐκτὸς αὐτῶν δὲν γνωρίζω, ἂν ἐβάπτισα κανένα ἄλλον.
17 οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ’ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. 17 Αλλωστε εγώ δεν είχα ως κύριον έργον μου την τέλεσιν του μυστηρίου του βαπτίσματος, διότι δεν με έστειλεν ο Χριστός ως Απόστολόν του εις την οικουμένην να βαπτίζω, αλλά να κηρύττω το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας. Αυτό δε το κήρυγμα δεν το κάνω με την δύναμιν και τα ρητορικά σχήματα της ανθρωπίνης σοφίας, μη τυχόν και χάση την σωτήριον δύναμίν του και την άπειρον θείαν αξίαν του ο σταυρός του Κυρίου. 17 Καὶ δὲν ἔκαμα κύριον ἔργον μου τὸ βάπτισμα, διότι ὁ Χριστὸς δὲν μοῦ ἀνέθεσε τὴν διακονίαν τοῦ Ἀποστόλου διὰ νὰ βαπτίζω, πρᾶγμα ποὺ ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ καὶ ἕνας ἁπλοῦς λειτουργός. Ἀλλὰ μὲ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς νὰ κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον. Καὶ νὰ τὸ κηρύττω ὄχι μὲ ἀνθρωπίνην τέχνην καὶ ἀπατηλὰ ἐπιχειρήματα, ὥστε νὰ παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία μου σοφὴ καὶ λαμπρά, διὰ νὰ μὴ χάσῃ τὴν θείαν του δύναμιν τὸ περὶ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ κήρυγμα.
18 Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι. 18 Διότι το περί σταυρού θείον κήρυγμα εις εκείνους μεν, που απιστούν και επιμένουν να βαδίζουν τον δρόμον της απωλείας, φαίνεται και θεωρείται μωρία· εις ημάς όμως, που το εδέχθημεν και ευρισκόμεθα στον δρόμον της σωτηρίας, είναι, όπως και η προσωπική μας πείρα βεβαιώνει, δύναμις Θεού. 18 Πράγματι δὲ εἰς τὴν θείαν δύναμιν του ὀφείλεται ἡ διάδοσίς του, διότι τὸ περὶ τοῦ σταυροῦ κήρυγμα εἰς ἐκείνους μέν, ποὺ βαδίζουν τὸν δρόμον τῆς ἀπωλείας, φαίνεται μωρία καὶ κουταμάρα. Εἰς ἡμᾶς ὅμως ποὺ εἴμεθα εἰς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας, εἶναι δύναμις Θεοῦ, ποὺ σώζει.
19 γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. 19 Οι άπιστοι, σκοτισμένοι από τα πάθη της αμαρτίας, δεν ημπορούν να εννοήσουν το ύψος της ευαγγελικής αληθείας, τα έχουν κυριολεκτικώς χαμένα, διότι έχει γραφή δι' αυτούς από τον προφήτην Ησαΐαν· “θα καταστρέψω και θα εξαφανίσω, λέγει ο Θεός, την σοφίαν αυτών, που παρουσιάζονται ως σοφοί και θα εκτοπίσω ως ανόητον την φρόνησιν εκείνων, οι οποίοι παρουσιάζονται ως συνετοί”. 19 Ναί· τοὺς φαίνεται μωρία καὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ νοιώσουν τὴν δύναμιν τοῦ εὐαγγελίου, καίτοι παρουσιάζονται μὲ τὴν ἀξίωσιν, ὅτι εἶναι σοφοί. Διότι ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν, ποὺ ὡμίλησεν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ· θὰ ἐξαφανίσω τὴν σοφίαν αὐτῶν, ποὺ παρουσιάζονται ὡς σοφοί, καὶ θὰ παραμερίσω ὡς ἀνωφελῆ καὶ ἄχρηστον τὴν φρόνησιν ἐκείνων, ποὺ κομπάζουν μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι συνετοί.
20 ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; 20 Που είναι, λοιπόν, τώρα σοφός; Που είναι Εβραίος γραμματεύς ο οποίος κατέχει και διδάσκει τον Νομον; Που είναι ικανός συζητητής και απολογητής της πλάνης, που επικρατεί κατά την εποχήν αυτήν; Δια των πραγμάτων δεν απέδειξεν ο Θεός μωράν και ανωφελή την σοφίαν, την οποίαν εμπνέει και καλλιεργεί ο κόσμος, που ευρίσκεται μακράν από την θείαν αλήθειαν; 20 Ποῦ ὑπάρχει τώρα σοφός; Ποῦ ὑπάρχει ἔμπειρος διδάσκαλος τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου; Ποῦ ἐπιδέξιος συζητητὴς τῆς ἀπίστου καὶ ἀθέου αὐτῆς ἐποχῆς; Δὲν ἀπέδειξεν ὁ Θεὸς μωρὰν τὴν σοφίαν τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔχουν τὰ κοσμικὰ φρονήματα τῆς ἐποχῆς μας;
21 ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. 21 Ακριβώς επειδή δεν κατώρθωσαν και δεν ηθέλησαν δια μέσου της σοφίας του Θεού, που διαλαλείται με όλην την δημιουργίαν, να γνωρίσουν οι άνθρωποι του κόσμου με την σοφίαν των τον Θεόν, απεφάσισεν ο πανάγαθος Θεός να σώση τους καλοπροαιρέτους και τους προθύμους να πιστεύσουν ανθρώπους με το κήρυγμα του Ευαγγελίου, το οποίον στους σκοτισμένους από την αμαρτίαν ανθρώπους φαίνεται μωρόν. 21 Καὶ ἡ ἀποδοκιμασία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἔγινεν ἐν πάσῃ δικαιοσύνῃ. Διότι, ἀφοῦ διὰ μέσου τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καταφαίνεται εἰς τὰ δημιουργήματά του, δὲν ἐγνώρισαν οἰ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἔμφυτον λογικὴν καὶ τὴν ἄλλην σοφίαν τους τὸν Θεόν, ἀπεφάσισεν ἐν τῇ ἀγαθότητί του ὁ Θεὸς νὰ σώσῃ ὅλους, ὅσοι θὰ πιστεύσουν εἰς κάθε ἐποχήν, μὲ τὸ κήρυγμα, ποὺ φαίνεται μωρὸν καὶ ἀνόητον εἰς τοὺς σοφοὺς τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου.
22 ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, 22 Φαίνεται δε μωρόν, επειδή ο καθένας από αυτούς το κρίνει με τα ιδικά του κριτήρια. Οι Ιουδαίοι π.χ. ζητούν υπερφυσικόν σημείον δια να παραδεχθούν την αλήθειαν του κηρύγματος και πιστεύσουν εις αυτό. Οι δε Ελληνες ζητούν φιλοσοφικούς συλλογισμούς και ακλονήτους αποδείξεις. 22 Φαίνεται δὲ μωρὸν καὶ ἀνόητον, ἐπειδὴ καὶ οἰ Ἰουδαῖοι ἀπαιτοῦν ὑπερφυσικὸν σημεῖον διὰ νὰ πιστεύσουν. Καὶ οἰ Ἕλληνες ζητοῦν συλλογισμοὺς φιλοσοφικούς, ποὺ νὰ ἰκανοποιοῦν τὸ περίεργον πνεῦμα των.
23 ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, 23 Ημείς όμως κηρύσσομεν εις όλον τον κόσμον Χριστόν, που έχει σταυρωθή. Και αυτός ο εσταυρωμένος Χριστός και σωτήρ, δια μεν τους Ιουδαίους, που επερίμεναν ένδοξον βασιλέαν τον Μεσσίαν των, είναι σκάνδαλον, επάνω στο οποίον σκοντάπτουν· δια δε τους Ελληνας είναι μωρία και αδυναμία, αφού δεν κατώρθωσε να αντιπαραταχθή και νικήση τους εχθρούς του. 23 Ἡμεῖς ὅμως κηρύττομεν τὸν Χριστόν, ποὺ ἔχει σταυρωθῆ. Καὶ ὁ ἐσταυρωμένος Χριστὸς διὰ μὲν τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ περιμένουν τὸν Χριστὸν Μεσσίαν ὡς ἐπίγειον βασιλέα, εἶναι πρόσκομμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου σκοντάπτουν καὶ δὲν πιστεύουν. Διὰ δὲ τοὺς Ἕλληνας ὁ ἐσταυρωμένος Θεός, ποὺ δὲν ἐνίκησε τοὺς ἐχθρούς του, παρουσιάζεται ὡς ἰδέα μωρὰ καὶ ἀνόητος.
24 αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν· 24 Εις αυτούς όμως, τους οποίους ο Θεός δια την καλήν των διάθεσιν τους έχει καλέσει εις σωτηρίαν, είτε Ιουδαίοι είναι είτε Ελληνες, ημείς οι Απόστολοι κηρύττομεν Χριστόν, ο οποίος είναι Θεού δύναμις εις σωτηρίαν και Θεού σοφία, που κάμνει τον πιστόν ανώτερον από όλους τους σοφούς. 24 Εἰς αὐτοὺς ὅμως, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς εὗρεν ἀξίους νὰ καλέσῃ εἰς τὴν σωτηρίαν, εἴτε Ἰουδαῖοι εἶναι, εἴτε Ἕλληνες, κηρύττομεν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεοῦ δύναμις, ποὺ ἀναγεννᾷ καὶ ἁγιάζει, καὶ Θεοῦ σοφία, ποὺ φωτίζει κάθε πιστόν.
25 ὅτι τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί. 25 Διότι εκείνο που προέρχεται από τον Θεόν, και οι άνθρωποι του κόσμου το θεωρούν μωρόν, είναι σοφώτερον από τους ανθρώπους αυτούς, όσην γνώσιν και σοφίαν και αν έχουν ούτοι. Και το ασθενές φαινομενικώς κήρυγμα του Εσταυρωμένου είναι ισχυρότερον από τους ισχυροτέρους κατά κόσμον ανθρώπους. 25 Διότι ἐκεῖνο, ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς καὶ τὸ θεωροῦν οἰ ἄπιστοι ἄνθρωποι μωρὸν καὶ ἀνόητον, εἶναι σοφώτερον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ ὅ,τι καὶ ἂν ἔχουν καὶ ὅσην σοφίαν καὶ ἂν ἐπιδεικνύουν οὗτοι. Καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ ἀσθενοῦς καὶ ἀδυνάτου κατὰ τὸ φαινόμενον Ἐσταυρωμένου, ποὺ τὸ ἐνεργεῖ δι’ ἠμῶν ὁ Θεός, εἶναι ἰσχυρότερον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅσον δυνατοὶ κατὰ κόσμον καὶ ἂν εἶναι οὗτοι.
26 Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς, 26 Οι κατά κόσμον σοφοί κλείουν ένεκα του εγωϊσμού τα μάτια και τα αυτιά των εις την σοφίαν του Θεού· Αλλωστε κυττάξετε και σεις, αδελφοί, ότι εις την πρόσκλησιν, που σας απηύθυνεν ο Θεός, δεν υπήκουσαν και δεν την εδέχθησαν πολλοί σοφοί κατά κόσμον ούτε πολλοί από εκείνους που έχουν δύναμιν και εξουσίαν ούτε πολλοί με ευγενή και αριστοκρατικήν την καταγωγήν, 26 Καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ σᾶς λέγω εἶναι ἀληθές, παρατηρήσατε διὰ νὰ πεισθῆτε, ἀδελφοί, τοὺς ἑαυτούς σας, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐκάλεσε εἰς σωτηρίαν. Παρατηρήσατε, ὅτι δὲν εἶναι πολλοὶ ἀπὸ σᾶς σοφοὶ κατὰ κόσμον, δὲν εἶναι πολλοὶ μὲ δύναμιν καὶ ἐπιρροήν· δὲν εἶναι πολλοὶ ἀριστοκράται καὶ μὲ εὐγενῆ καταγωγήν.
27 ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς, ἵνα τοὺς σοφούς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, 27 αλλά τουναντίον ο Θεός εδιάλεξε, δια την καλήν των διάθεσιν, τους απλοϊκούς αυτούς, τους οποίους ο κόσμος θεωρεί μωρούς, δια να καταντροπιάση έτσι τους σοφούς. Και εδιάλεξε τους αδυνάτους κατά κόσμον, δια να καταντροπιάση εκείνους που έχουν ισχύν και επιρροήν. 27 Ἀλλὰ τουναντίον ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς ἐκείνους, ποὺ ὁ κόσμος περιφρονεῖ ὡς μωροὺς καὶ ἀνοήτους, διὰ νὰ καταντροπιάσῃ τοὺς σοφούς, ἀντὶ τῶν ὁποίων ἐπροτίμησεν ὡς ὄργανά του τὰ μωρά. Καὶ τοὺς κατὰ κόσμον ἀδυνάτους ἐξέλεξεν ὁ Θεός, διὰ νὰ καταντροπιάσῃ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἰσχυρὰν κοσμικὴν ἐπιρροήν.
28 καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, 28 Και εδιάλεξεν ακόμη ο Θεός εκείνους, που έχουν άσημον κατά κόσμον την καταγωγήν, και τους περιφρονημένους εκ μέρους των ανθρώπων του κόσμου· και εκείνους που οι σοφοί και ισχυροί τους αντιπαρέρχονται με περιφρόνησιν, σαν να μη υπάρχουν καν. Τους εδιάλεξεν ο Θεός, δια να καταλύση και να αποδείξη χωρίς καμμίαν αξίαν εκείνους, τους οποίους ο κόσμος θεωρεί μεγάλους και ισχυρούς. 28 Καὶ ἐκείνους, ποὺ κατάγονται ἀπὸ ἄσημον κατὰ κόσμον γένος καὶ τοὺς περιφρονημένους ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς καὶ ἐκείνους, ποὺ δὲν τοὺς λογαριάζει κανεὶς διόλου σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχον, διὰ νὰ ἀποδείξῃ τιποτένιους ἐκείνους, ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ πρόσωπα ἰσχυρὰ καὶ ὑψηλά.
29 ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 29 Και τούτο, δια να μη ημπορή να καυχηθή ενώπιον του Θεού κανείς απολύτως (ούτε οι κατά κόσμον σοφοί, διότι η σοφία των αποδεικνύεται μωρία ούτε οι πιστοί στον Χριστόν, διότι η σωτηρία των οφείλεται στον Θεόν και όχι εις αυτούς). 29 Ἔπραξε δὲ τοῦτο ὁ Θεὸς διὰ νὰ μὴ δικαιοῦται νὰ καυχηθῇ κανένας ἄνθρωπος ἐμπρὸς εἰς αὐτόν.
30 ἐξ αὐτοῦ δὲ ὑμεῖς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὃς ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις, 30 Από αυτόν δε, τον Θεόν, και χάρις εις αυτόν, και σεις είσθε ενωμένοι με τον Ιησούν Χριστόν και σωσμένοι από αυτόν, ο οποίος έγινε και απεδείχθη εις ημάς τους πιστούς άπειρος σοφία εκ μέρους του Θεού, δικαίωσίς μας χάρις εις την θυσίαν του, αγιασμός και αναγέννησις των καρδιών μας, απελευθέρωσις από την αμαρτίαν και ένδοξος σωτηρία μας. 30 Ἀπὸ αὐτὸν δὲ καὶ σεῖς εἶσθε ἐνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἔγινεν εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστοὺς σοφία ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὴν διδασκαλίαν του καὶ δικαίωσις μὲ τὸν θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασίν του καὶ ἁγιασμὸς μὲ τὴν ἀνάληψίν του καὶ μὲ τὴν ἀποστολὴν τοῦ Πνεύματός του καὶ πλήρης ἀπελευθέρωσις μὲ τὴν ἔνδοξον ἐπάνοδον καὶ δευτέραν παρουσίαν του.
31 ἵνα, καθὼς γέγραπται, ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω. 31 Και τούτο έγινε, δια να πραγματοποιηθή και εις ημάς εκείνο, που έχει γραφή εις την Παλαιάν Διαθήκην· “όποιος καυχάται δια τα καλά που έχει, ας καυχάται δοξάζων τον Θεόν και αποδίδων αυτά εις Εκείνον και όχι στον εαυτόν του”. 31 Ἔτσι κάθε χάρις πνευματική, ποὺ ἔχομεν, δὲν προέρχεται ἀπὸ ἡμᾶς, ἀλλ’ ὀφείλομεν τὸ πᾶν εἰς τὸν Χριστὸν διὰ νὰ γίνῃ σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ: Ὅποιος καυχᾶται, ἂς καυχᾶται ἀποδίδων τὴν δόξαν εἰς τὸν Κύριον καὶ ὄχι εἰς τὸν ἑαυτόν του.