Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Διὸ ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε, πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων. 1 Και συ ο Ιουδαίος γνωρίζεις πόσον ο Θεός οργίζεται εναντίον εκείνων που καταπατούν το θέλημά του). Δια τούτο είσαι αναπολόγητος, ω άνθρωπε, οιοσδήποτε και αν είσαι συ, ο οποίος καταδικάζστους άλλους, διότι καθ' ον χρόνον κρίνεις και καταδικάζστον άλλον, κρίνεις και καταδικάζστον εαυτόν σου. Επειδή και συ ο Ιουδαίος, που παρουσιάζεσαι ως αυτόκλητος δικαστής, κάμνεις τα ίδια με τον ειδωλολάτρην. 1 Αλλὰ καὶ σὺ ὁ Ἰουδαῖος μὴ νομίσῃς ὅτι, ἐπειδὴ γνωρίζεις τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ φωτίζεσαι ἀπὸ τὸν νόμον του, θὰ ξεφύγῃς τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβῶς διότι γνωρίζεις, πόσον ὀργίζεται ὁ Θεὸς κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν, διὰ τοῦτο εἶσαι ἀναπολόγητος, ὦ ἄνθρωπε, σὺ ποὺ γίνεσαι δικαστὴς τῶν ἄλλων, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶσαι. Διότι διὰ τῆς πράξεώς σου αὐτῆς τοῦ νὰ κατακρίνῃς τὸν ἄλλον, καταδικάζεις τὸν ἑαυτόν σου. Διότι καὶ σὺ ὁ Ἰουδαῖος, ποὺ παίρνεις τὴν θέσιν τοῦ δικαστοῦ, κάνεις τὰ ἴδια μὲ τὸν εἰδωλολάτρην, τὸν ὁποῖον κατακρίνεις.
2 οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. 2 Γνωρίζομεν δε πολύ καλά ότι η δικαία κρίσις και καταδίκη εκ μέρους του Θεού εναντίον εκείνων, που πράττουν τέτοια αμαρτωλά έργα, είναι βεβαία και αληθινή. 2 Γνωρίζομεν δὲ ὅλοι, ὅτι ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ ἐναντίον ἐκείνων, ποὺ πράττουν τέτοια ἄτοπα ἔργα, δὲν εἶναι φανταστική, ἀλλὰ ἀληθὴς καὶ πραγματική.
3 λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε, ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ; 3 Συ, δε, ω άνθρωπε, ο οποίος καταδικάζστους άλλους, που διαπράττουν αυτά, ενώ και συ κάμνεις τα ίδια, νομίζεις ότι θα αποφύγης την καταδίκην σου εκ μέρους του Θεού; 3 Φαντάζεσαι δὲ αὐτό, ὦ ἄνθρωπε, σὺ ποὺ κατακρίνεις μὲν ἐκείνους, ποὺ κάνουν τέτοια ἄτοπα ἔργα, καὶ ὅμως πράττεις καὶ σὺ αὐτά, φαντάζεσαι λοιπόν, ὅτι σὺ προνομιακῶς θὰ ἀποφύγῃς τὴν καταδικαστικὴν ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ;
4 ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς, ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἄγει; 4 Η δείχνεις περιφρόνησιν και αχαριστίαν προς τον πλούτον της αγαθότητος του Θεού και της ανεκτικότητός του και της μακροθυμίας του απέναντί σου, θέλων έτσι να αγνοής ότι η στοργή και η αγαθότης του Θεού σε οδηγεί εις μετάνοιαν και διόρθωσιν; 4 Ἢ καταφρονεῖς τὸν πλοῦτον τῆς εὐεργετικῆς ἀγαθότητός του καὶ τῆς ἀνεκτικότητος καὶ τῆς μακροθυμίας, ποὺ δείχνει εἰς σέ, χωρὶς νὰ λαμβάνῃς ἐνδιαφέρον νὰ μάθῃς, ὅτι τὸ νὰ σὲ εὐεργετῇ ὁ Θεός, ἀντὶ νὰ ἑξαπολύσῃ τὴν ὀργήν του κατὰ σοῦ διὰ τὰς κακὰς πράξεις σου, πρέπει νὰ σὲ παρακινῇ καὶ νὰ σὲ ὁδηγῇ εἰς μετάνοιαν;
5 κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, 5 Συμφωνα δε με την σκληρότητά σου, με την αμετανόητον και αναίσθητον καρδίαν σου, που δεν μαλάσσεται από την τόσην στοργήν του Θεού, συσσωρεύεις εναντίον του ευατού σου θησαυρούς οργής, που θα εκσπάσουν κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα εκδηλωθή η οργή του Θεού και θα φανερωθή η δικαία κρίσις αυτού, 5 Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ τὴν ἀμετανόητον καρδίαν σου, ποὺ δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τὴν τόσην καλωσύνην τοῦ Θεοῦ, μαζεύεις κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ σου θησαυροὺς ὀργῆς, ποὺ θὰ ἑξαπολυθοῦν ἐναντίον σου κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐκσπάσῃ ἡ θεία ὀργὴ καὶ θὰ ἀποκαλυφθῇ ἡ δικαία κρίσις τοῦ Θεοῦ,
6 ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, 6 ο οποίος και “θα αποδώση στον καθένα κατά τα έργα του”· 6 ὁ ὁποῖος θὰ ἀποδώσῃ εἰς τὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του·
7 τοῖς μὲν καθ’ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον, 7 εις εκείνους μεν, οι οποίοι με υπομονήν και επιμονήν πράττουν τα αγαθά και ενάρετα έργα, ζητούν δε από τον Θεόν την δόξαν του ουρανού και την αφθαρσίαν και την αθανασίαν, θα δώση ο Θεός ζωήν αιωνίαν πλησίον του. 7 εἰς ἐκείνους μέν, ποὺ μὲ ὑπομονὴν ἐργάζονται κάθε ἔργον ἀγαθὸν καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸν δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν, θὰ ἀποδώσῃ ζωὴν αἰώνιον·
8 τοῖς δὲ ἐξ ἐριθείας, καὶ ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ, πειθομένοις δὲ τῇ ἀδικίᾳ, θυμός καὶ ὀργὴ· 8 Εναντίον δε εκείνων, οι οποίοι από πνεύμα αντιλογίας και φιλονεικίας δεν πείθονται μεν και δεν υποτάσσονται εις την αλήθειαν, πείθονται δε και υποδουλώνονται εις την αδικίαν, θα εκσπάση θυμός και οργή. 8 εἰς ἐκείνους δέ, ποὺ εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ πνεῦμα φατριαστικὸν καὶ ἀπειθοῦν μὲν εἰς τὴν ἀλήθειαν, πείθονται δὲ εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ δὲν ἀποφεύγουν αὐτήν, θὰ ἐπιπέσῃ θυμὸς καὶ ὀργή.
9 θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν, Ἰουδαίου τε πρῶτον καὶ Ἕλληνος· 9 Θλίψις και στενοχωρία θα κυριεύση και θα πλημμυρίση κάθε άνθρωπον, ο οποίος αμετανόητα επιμένει να εργάζεται το κακόν, τον Ιουδαίον κατά πρώτον λόγον, αλλά και τον εθνικόν· 9 Ναί· θλῖψις καὶ στενοχώρια θὰ ἐπιπέσῃ εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ ἐπιμένει να ἐργάζεται τὸ κακόν, τόσον εἰς τὸν Ἰουδαῖον κατὰ πρῶτον λόγον, ὅσον καὶ εἰς τὸν εἰδωλολάτρην.
10 δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι· 10 δόξα δε από τον Θεόν, τιμή και έπαινος, ειρήνη και χαρά θα δοθή εις καθένα, που εργάζεται το αγαθόν, στον Ιουδαίον πρώτον, αλλά και στον ειδωλολάτρην· 10 Δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη θὰ ἀποδοθῇ εἰς καθένα, ποὺ ἐργάζεται τὸ ἀγαθόν, εἰς τὸν Ἰουδαῖον πρῶτον καὶ εἰς τὸν εἰδωλολάτρην Ἕλληνα.
11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. 11 διότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός· (δεν λαμβάνει υπ' όψιν την φυλήν και την τάξιν των ανθρώπων, αλλά την πίστιν και τα έργα των). 11 Θὰ συμβοῦν δὲ τὰ ἴδια εἰς τοὺς Ἰουδαίους καὶ εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας, διότι δεν χαρίζεται εἰς πρόσωπα ὁ Θεός.
12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. 12 Δι' αυτό, όσοι ημάρτησαν, χωρίς να έχουν γνωρίσει τον μωσαϊκόν Νομον, θα καταδικασθούν εις απώλειαν, χωρίς να χρησιμοποιηθή ο Νομος ως μέτρον της κρίσεως εναντίον των· και όσοι ημάρτησαν, ενώ είχαν λάβει και εγνώριζαν τον γραπτόν, τον μωσαϊκόν Νομον, θα κριθούν επί τη βάσει του Νομου. 12 Καὶ δι’ αὐτὸ ὅσοι ἡμάρτησαν, χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει νόμον γραπτόν, αὐτοὶ θὰ καταδικασθοῦν εἰς ἀπώλειαν χωρὶς νὰ ἔχουν κατήγορον τὸν νόμον τοῦτον. Καὶ ὅσοι ἡμάρτησαν, ἐνῷ εἶχε δοθῇ εἰς αὐτοὺς νόμος γραπτός, αὐτοὶ ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ νόμου τούτου θὰ κριθοῦν.
13 οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. 13 Διότι δίκαιοι και άξιοι αμοιβής ενώπιον του Θεού δεν είναι αυτοί, οι οποίοι απλώς ακούουν και γνωρίζουν τον Νομον, αλλ' όσοι τον τηρούν και τον εφαρμόζουν. 13 Διότι δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι ὅσοι ἀκούουν ἁπλῶς τὸν θεῖον νόμον ἀναγινωσκόμενον, ἀλλ’ ὅσοι φυλάττουν τὸν νόμον, αὐτοὶ θὰ ἀναγνωρισθοῦν δίκαιοι.
14 ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, 14 Οταν λοιπόν εθνικοί και ειδωλολάτραι, που δεν έχουν λάβει τον γραπτόν Νομον του Θεού, πράττουν δε από έμφυτον ηθικήν παρόρμησιν όσα λέγει ο Νομος, αυτοί καίτοι δεν έχουν νόμον είναι οι ίδιοι δια τον ευατόν των νόμος (επειδή έχουν οδηγόν την συνείδησίν των). 14 Διότι ὅταν θεοσεβεῖς ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, ποὺ δὲν τοὺς ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν νόμος γραπτός, ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸν ἔμφυτον ἠθικὸν νόμον πράττουν ὅ,τι ὁ γραπτὸς νόμος διατάσσει, εἰς τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους, καίτοι δὲν ἔχουν γραπτὸν νόμον, νόμος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός των, δηλαδὴ ἡ συνείδησίς των.
15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων, 15 Αυτοί αποδεικνύουν και φανερώνουν με την συμπεριφοράν των, ότι έχουν γραπτόν το έργον του Νομου μέσα εις τας καρδίας των, όταν η συνείδησίς των δίδη μαρτυρίαν και επιβεβαίωσιν εις αυτούς δια τας πράξεις των, αν είναι καλαί η κακαί, η δε διάνοια εκ παραλλήλου προς την συνείδησιν αναπτύσσει λογισμούς, οι οποίοι κατηγορούν ο ένας τον άλλον η και απολογούνται, δια την εξακρίβωσιν του καλού. 15 Οἱ ἐθνικοὶ αὐτοὶ τὸ ἔργον, ποὺ κάνει ὁ νόμος νὰ διαφωτίζῃ τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ νὰ διακρίνουν τὸ ἀγαθὸν ἀπὸ τὸ κακόν, ἀποδεικνύουν, ὅτι τὸ ἔχουν γραμμένον εἰς τὰς καρδίας των, ὅταν ἡ συνείδησίς των δίδῃ μαρτυρίαν εἰς αὐτοὺς διὰ κάθε πράξιν, καὶ οἱ ἐσωτερικοί των λογισμοὶ ἀναμεταξύ των κατηγοροῦν ἢ καὶ καμμιὰ φορὰ ἀπολογοῦνται.
16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 16 Αυτοί, λοιπόν, οι ειδωλολάτραι, οι τηρηταί του εμφύτου ηθικού νόμου, θα ανακηρυχθούν δίκαιοι εκ μέρους του Θεού κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο δίκαιος Θεός θα κρίνη τας φανεράς και κρυφάς πράξεις των ανθρώπων δια του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με το Ευαγγέλιον, το οποίον εγώ κηρύττω. 16 Θὰ ἀνακηρυχθοῦν δὲ δίκαιοι οἱ τηρηταὶ τοῦ νόμου κατὰ τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ κρίνῃ ὁ Θεὸς τὰς ἀποκρύφους πράξεις τῶν ἀνθρώπων σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον κηρύττω. Θὰ τὰς κρίνῃ δὲ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ὑπερτάτου κριτοῦ.
17 Ἴδε σὺ Ἰουδαῖος ἐπονομάζῃ, καὶ ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ, καὶ καυχᾶσαι ἐν Θεῷ, 17 Ιδού, λοιπόν, συ έχεις ως τιμητικόν τίτλον το όνομα του Ιουδαίου (όναμα που το ετίμησαν πατριάρχαι και προφήται) και επαναπαύεσαι στον Νομον, που έχεις λάβει, και καυχάσαι δια τον Θεόν, που έχεις γνωρίσει ως ιδικόν σου. 17 Ἰδοὺ σὺ φέρεις ὑπερήφανα τὸ ὅνομα Ἰουδαῖος καὶ ἐπαναπαύεσαι ἐπάνω εἰς τὸν νόμον, σὰν νὰ κάθησαι ἐπὶ στηρίγματος ἀσφαλοῦς καὶ ἀναπαυτικοῦ, καὶ καυχᾶσαι θεωρῶν τὸν Θεὸν ὡς ἰδικόν σου.
18 καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου, 18 Και γνωρίζστουλάχιστον θεωρητικώς, το θέλημα του Θεού και είσαι εις θέσιν να διακρίνης την διαφοράν μεταξύ καλού και κακού, διότι διδάσκεσαι από τον Νομον· 18 Καὶ γνωρίζεις θεωρητικῶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ διακρίνεις τὴν διαφορὰν μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ, διότι διδάσκεσαι ἀπὸ τὸν νόμον.
19 πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, 19 και έχεις σχηματίσει δια τον ευατόν σου την πεποίθησιν ότι είσαι αδηγός των τυφλών, δηλαδή των ειδωλολατρών, φως δι' εκείνους που ευρίσκονται στο σκοτάδι της πλάνης, 19 Καὶ ἔχεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου τὴν ἀλαζονικὴν πεποίθησιν, ὅτι εἶσαι ὁδηγὸς τῶν τυφλῶν εἰδωλολατρῶν, φῶς ἐκείνων ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης,
20 παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ. 20 παιδαγωγός κατά Θεόν των αφρόνων, διδάσκαλος αυτών που είναι νήπιοι κατά την γνώσιν και την αρετήν, άνθρωπος γενικώς, που έχεις από τον Νομον την μόρφωσιν της γνώσεως και της αληθείας. 20 παιδαγωγὸς ἱκανὸς νὰ συνετίζῃς τοὺς ἀνοήτους, διδάσκαλος ἐκείνων ποὺ εἶναι εἰς νηπιώδη πνευματικὴν κατάστασιν, ἔχων τὴν ἀκριβῆ γνῶσιν καὶ ἀλήθειαν, ποὺ εὑρίσκεται μέσα εἰς τὸν νόμον.
21 ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; ὁ κηρύσσων μὴ κλέπτειν κλέπτεις; 21 Συ λοιπόν, που διδάσκστον άλλον, δεν διδάσκεις και δεν συνετίζστον ευατόν σου; Συ, που κηρύττεις στους άλλους να μη κλέπτουν, κλέπτεις; 21 Σὺ λοιπόν, ποὺ διδάσκεις τὸν ἄλλον, δὲν διδάσκεις καλύτερα τὸν ἑαυτόν σου; Σὺ, ποὺ κηρύττεις νὰ μὴ κλέπτουν οἱ ἄλλοι, κλέπτεις;
22 ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν μοιχεύεις; ὁ βδελυσσόμενος τὰ εἴδωλα ἱεροσυλεῖς; 22 Συ, που συμβουλεύστους άλλους να μη καταπατούν την συζυγικήν πίστιν, διαπράττεις μοιχείαν; Συ, που αποστρέφεσαι με αηδίαν τα είδωλα, διαπράττεις ιεροσυλίας, κλέπτων χρήματα από τους ειδωλολατρικούς ναούς; 22 Σύ, ποὺ λέγεις εἰς τοὺς ἄλλους νὰ μὴ μοιχεύουν, μοιχεύεις; Σύ, ποὺ δεικνύεις βδελυγμίαν καὶ ἀποστροφὴν πρὸς τὰ εἴδωλα, κλέπτεις τὰ χρήματα τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν;
23 ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις; 23 Συ, που καυχάσαι δια την γνώσιν του Νομου, με την παράβασιν αυτού του Νομου προσβάλλεις και ατιμάζστον Θεόν; 23 Σύ, ποὺ καυχᾶσαι διότι κατέχεις τὸν νόμον, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου ἀτιμάζεις τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος σοῦ τὸν ἔδωσε;
24 τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται. 24 Διότι πράγματι, “εξ αιτίας των ιδικών σας αναισχύντων παραβάσεων υβρίζεται και βλασφημείται το όνομα του Θεού μεταξύ των ειδωλολατρών”, όπως έχει γραφή από τον προφήτην Ησαΐαν. 24 Πράγματι δὲ τὸν ἀτιμάζεις, διότι ἐξ αἰτίας σας καὶ λόγῳ τῶν ἀσυστόλων παραβάσεών σας τὸ ὅνομα τοῦ Θεοῦ κακοσυσταίνεται καὶ βλασφημεῖται καὶ μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν, καθὼς εἶναι γραμμένον ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν.
25 περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς. ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν. 25 Ετσι δε σου είναι εντελώς άχρηστος η περιτομή. Διότι η περιτομή σε ωφελεί, εάν τηρής τον Νομον. Εάν όμως είσαι παραβάτης των διατάξεων του Νομου, η περιτομή σου έχασε κάθε αξίαν και έγινε σαν την ακροβυστίαν των ειδωλολατρών. 25 Καὶ ἔτσι, καίτοι σὺ ἔχεις περιτμηθῇ, τίποτε δὲν σὲ ὠφελεῖ τοῦτο. Διότι ἡ περιτομὴ ὠφελεῖ μέν, ἐὰν τηρῇς τὰ προστάγματα τοῦ νόμου. Ἐὰν ὅμως εἶσαι παραβάτης τοῦ νόμου, ἡ περιτομή σου ἔχασε κάθε ἀξίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε σὰν τὴν ἀκροβυστίαν, καὶ συνεπῶς εἶσαι καὶ σὺ ὡσὰν νὰ μὴ περιετμήθης.
26 ἐὰν οὖν ἡ ἀκροβυστία τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ, οὐχὶ ἡ ἀκροβυστία αὐτοῦ εἰς περιτομὴν λογισθήσεται; 26 Εάν τώρα ο απερίτμητος ειδωλολάτρης τηρή τας διατάξστου νόμου και συμμορφώνεται προς αυτόν, τότε η ακροβυστία του δεν θα θεωρηθή από τον Θεόν ως περιτομή; 26 Ἐὰν λοιπὸν ὁ ἀπερίτμητος ἐθνικὸς τηρῇ ἐπακριβῶς τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου, δὲν θὰ λογαριασθῇ ἡ ἀκροβυστία του σὰν νὰ ἦτο περιτομή;
27 καὶ κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία, τὸν νόμον τελοῦσα, σὲ τὸν διὰ γράμματος καὶ περιτομῆς παραβάτην νόμου. 27 Ετσι δε, ο εθνικός, που έχει φυσικήν την ακροβυστίαν, τηρεί όμως τον νόμον του Θεού, θα καταδικάση σε, ο οποίος, καίτοι έλαβες από τον Θεόν τον γραπτόν Νομον και την περιτομήν, παραβαίνεις εν τούτοις τον Νομον. 27 Καὶ ὁ ἐθνικός, ποὺ ἔχει μὲν ἐκ φύσεως τὴν ἀκροβυστίαν, ἀλλὰ φυλάσσει τὰς ἠθικὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου, θὰ καταδικάσῃ σέ, ὁ ὁποῖος, μολονότι ἔλαβες ὡς προνόμιον τὸν γραπτὸν νόμον καὶ τὴν περιτομήν, εἶσαι παραβάτης τοῦ νόμου.
28 οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ Ἰουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή, 28 Διότι Ιουδαίος αληθινός και άξιος των δωρεών του Θεού δεν είναι εκείνος, που εξωτερικώς φαίνεται ως Ιουδαίος ούτε αληθινή περιτομή είναι εκείνη, που έχει γίνει και φαίνεται εις την σάρκαν. 28 Διότι πραγματικὸς Ἰουδαῖος δὲν εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀπ’ ἔξω φαίνεται Ἰουδαῖος, οὔτε ἡ περιτομή, ποὺ εἶναι φανερὰ μόνον εἰς τὴν σάρκα, εἶναι πραγματικὴ περιτομή.
29 ἀλλ’ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ Ἰουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Θεοῦ. 29 Αλλά πραγματικός και ευάρεστος στον Θεόν Ιουδαίος είναι εκείνος, που με το άγνωστος στους ανθρώπους και κρυφό εσωτερικόν του λατρεύει και υπακούει στον Θεόν. Και αληθινή περιτομή είναι η αποκοπή πάσης κακίας και ενοχής από την καρδίαν, η οποία γίνεται με την χάριν του Αγίου Πνεύματος και όχι με την τυπικήν και νεκράν πλέον διάταξιν του μωσαϊκού Νομου. Αυτός δε, ο αληθινά γνήσιος Ιουδαίος θα λάβη τον έπαινόν του, όχι εκ μέρους ανθρώπων, αλλά από τον ίδιον τον Θεόν. 29 Ἀλλὰ πραγματικὸς Ἰουδαῖος εἶναι ὁ ἀφωσιωμένος εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὸ ἐσωτερικόν του, ποὺ εἶναι ἀπόκρυφον, καὶ εἰς μόνον τὸν Θεὸν φανερόν. Καὶ ἀληθινὴ περιτομὴ εἶναι ἡ περιτομὴ τῆς καρδίας, ποὺ γίνεται διὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὄχι διὰ τοῦ γράμματος τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ μεταβάλῃ τὴν καρδίαν. Τοῦ γνησίου δὲ αὐτοῦ Ἰουδαίου ὁ ἔπαινος δὲν προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ ὑποκινεῖται εἰς πλάνην, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν.