Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. 1 Εκείνον τον αδελφόν, που είναι αδύνατος κατά την πίστιν (και προσέχει περισσότερον τους εξωτερικούς τύπους, όπως είναι π,χ. η διάκρισις των φαγητών σύμφωνα με τον μωσαϊκόν Νομον) πρέπει να τον δέχεσθε και να τον αγκαλιάζετε με στοργήν, χωρίς να συζητήτε και να επικρίνετε τας αντιλήψστου. 1 Υπάρχουν ὅμως καὶ μερικοὶ Χριστιανοὶ ἀδύνατοι εἰς τὴν πίστιν. Ἰδοὺ ποία πρέπει νὰ εἶναι καὶ πρὸς αὐτοὺς ἡ συμπεριφορά σας. Ἐκεῖνον, ποὺ ἀσθενεῖ κατὰ τὴν πίστιν καὶ ἐξαρτᾷ τὴν σωτηρίαν του καὶ ἀπὸ τὴν διάκρισιν φαγητῶν καὶ ἡμερῶν, πρέπει νὰ τὸν δέχεσθε μὲ καλωσύνην, χωρὶς νὰ συζητῆτε καὶ ἐπικρίνετε τὰς ἰδέας του.
2 ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. 2 Αλλος μεν πιστεύει, ότι έχει το δικαίωμα να τρώγη όλα τα φαγητά· ο ασθενής όμως κατά την πίστιν τρώγει λάχανα, διότι φοβείται μήπως μολυνθή από τα άλλα φαγητά και χάση την ψυχήν του. 2 Ἄλλος μὲν πιστεύει, ὅτι δὲν ἀπαγορεύεται νὰ φάγῃ πάντα τὰ φαγητά. Ὁ δὲ ἀσθενὴς κατὰ τὴν πίστιν τρώγει λάχανα καὶ ἀποφεύγει τὰ ἄλλα φαγητὰ ἐκ φόβου, μήπως μολυνθῇ ἀπὸ αὐτά.
3 ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. 3 Εκείνος που έχει φωτισμένην πίστιν και τρώγει από όλα, ας μη καταφρονή και εξευτελίζη ως ολιγόπιστον και στενοκέφαλον τον άλλον. Και εκείνος πάλιν που δεν τρώγει από όλα, ας μη κατακρίνη τον άλλον· διότι και αυτόν ο Θεός τον έχει δεχθή και προσλάβει εις την Εκκλησίαν του. 3 Ἐκεῖνος, ποὺ λόγῳ τῆς ἰσχυροτέρας πίστεώς του τρώγει ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, ἂς μὴ περιφρονῇ ὡς στενοκέφαλον ἐκεῖνον, ποὺ δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα. Καὶ αὐτός, ποὺ δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα, ἂς μὴ κατακρίνῃ ἐκεῖνον, ποὺ τρώγει. Διότι καὶ αὐτόν, ποὺ τρώγει ἀπὸ ὅλα, ὁ Θεὸς τὸν προσέλαβεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του.
4 σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν. 4 Επειτα συ ποίος είσαι που κατακρίνεις ξένον δούλον; Εάν στέκεται η εάν πίπτη, είναι υπεύθυνος απέναντι του Κυρίου του. Συ τον κατακρίνεις, αυτός όμως (εάν καταφύγη στον Θεόν) θα σταθή. Διότι ο Θεός έχει την δύναμιν να στήση και να στερεώση αυτόν εις την πίστιν. 4 Ποῖος εἶσαι σύ, ποὺ κατακρίνεις ξένον δοῦλον; Ὄχι σέ, ἀλλὰ τὸν Θεὸν ἔχει Κύριον. Διὰ τὸν Κύριόν του λοιπὸν στέκεται ἢ πίπτει πνευματικῶς. Μάθε δὲ ὅτι, μολονότι σὺ τὸν κατακρίνεις, αὐτὸς θὰ σταθῇ στερεὸς εἰς τὴν πίστιν. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ τὸν ἀνορθώσῃ καὶ νὰ τὸν στερεώσῃ.
5 ὃς μὲν κρίνει ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὃς δὲ κρίνει πᾶσαν ἡμέραν. ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ νοῒ πληροφορείσθω. 5 Αλλος μεν ξεχωρίζει την μίαν ημέραν ως αγιωτέραν από την άλλην. Αλλος δε κρίνει ως αγίαν κάθε ημέραν. Περί αυτών ο καθένας ας πληροφορήται και ας φωτίζεται από την συνείδησιν του. 5 Ἄλλος μὲν διακρίνει τὴν μίαν ἡμέραν ὡς ἁγιωτέραν παρὰ τὴν ἄλλην. Ἄλλος δὲ θεωρεῖ ὡς ἁγίαν πᾶσαν ἡμέραν. Περὶ τούτου ἂς πείθεται ὁ καθένας ἀπὸ τὴν ἰδικήν του συνείδησιν.
6 ὁ φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ φρονεῖ, καὶ ὁ μὴ φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ οὐ φρονεῖ. καὶ ὁ ἐσθίων Κυρίῳ ἐσθίει. εὐχαριστεῖ γὰρ τῷ Θεῷ· καὶ ὁ μὴ ἐσθίων Κυρίῳ οὐκ ἐσθίει, καὶ εὐχαριστεῖ τῷ Θεῷ. 6 Εκείνός που φρονεί ότι αυτή η ημέρα είναι αγιωτέρα από την άλλην, φρονεί τούτο εις δόξαν Θεού, και εκείνος που δεν ξεχωρίζει την μίαν ημέραν ως αγιωτέραν από την άλλην, αλλά θεωρεί κάθε ημέραν αγίαν, εις δόξαν του Κυρίου δεν την ξεχωρίζει. Και εκείνος που τρώγει από όλα τα φαγητά, τρώγει προς δόξαν Θεού (διότι δοξολογεί και ευχαριστεί τον Θεόν που του τα δίδει). Και εκείνος που δεν τρώγει από όλα, προς δόξαν του Θεού δεν τρώγει και ευχαριστεί τον Θεόν, (που τον αξιώνει να κάνη αυτήν την μικράν θυσίαν). 6 Ἐκεῖνος, ποὺ θεωρεῖ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ὡς ἁγιωτέραν, πρὸς δόξαν Κυρίου τὴν θεωρεῖ. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν προτιμᾷ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἄλλην, ἀλλ’ ἐξίσου τιμᾷ ὅλας, πρὸς δόξαν Κυρίου δὲν τὴν προτιμᾷ. Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει ἀδιακρίτως ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, πρὸς δόξαν Κυρίου τὰ τρώγει. Διότι, ὅταν τρώγῃ ἀπὸ αὐτά, εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸν ὡς χορηγὸν τῆς τροφῆς. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν τρώγει ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου δὲν τρώγει, καὶ εὐχαριστεῖ ὁμοίως τὸν Θεόν.
7 οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῇ, καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνῄσκει· 7 Και οι δύο προς δόξαν Θεού ενεργούν, όπως ενεργούν. Διότι κανείς από ημάς τους πιστούς δεν ζη δια τον εαυτόν του, δια να κάνη το ιδικόν του θέλημα, και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πεθαίνη δια τον ευατόν του. (Η ζωή και ο θάνατός μας ανήκουν όχι εις ημάς, αλλά στον Θεόν). 7 Καὶ οἱ δύο πρὸς δόξαν Θεοῦ κάνουν ἐκεῖνο, ποὺ κάνουν. Διότι κανεὶς ἀπὸ ἡμᾶς, ποὺ πιστεύομεν, δὲν ζῇ διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ κανεὶς δὲν πεθαίνει διὰ τὸν ἑαυτόν του.
8 ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνῄσκομεν. ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν. 8 Διότι και εάν ζώμεν, ζώμεν δια να δοξάζωμεν με τα έργα μας τον Κυριον, και εάν πεθαίνωμεν, πεθαίνομεν όταν ο Θεός το θελήση, υποτασσόμενοι στο θείον του θέλημα. Λοιπόν και εάν ζώμεν και εάν αποθνήσκωμεν, ανήκομεν στον Κυριον. 8 Διότι καὶ ἐὰν ζῶμεν, ζῶμεν διὰ νὰ δουλεύωμεν εἰς τὸν Κύριον· καὶ ἐὰν πεθαίνωμεν, πεθαίνομεν ἐν ὑποταγῇ εἰς τὸ θέλημα καὶ εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐὰν λοιπὸν ζῶμεν καὶ ἐὰν πεθαίνωμεν, εἴμεθα κτῆμα τοῦ Κυρίου.
9 εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ. 9 Διότι και ο Χριστός δι' αυτόν ακριβώς τον σκοπόν και απέθανεν επί του σταυρού και ανεστήθη εκ των νεκρών και έλαβε πάλιν ως άνθρωπος την ζωήν, δια να είναι κύριος και εξουσιαστής νεκρών και ζώντων. 9 Καὶ εἴμεθα ὅλοι, ζωντανοὶ καὶ πεθαμένοι, κτῆμα τοῦ Κυρίου, διότι πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸν ὁ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔλαβε πάλιν ὡς ἄνθρωπος τὴν ζωήν, διὰ νὰ γίνῃ Κύριος καὶ τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ζωντανῶν.
10 Σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; ἢ καὶ σὺ τί ἐξουθενεῖς τὸν ἀδελφόν σου; πάντες γὰρ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ. 10 Συ, λοιπόν, διατί κατακρίνστον αδελφόν σου, που τρώγει από όλα τα φαγητά; Η συ διατί καταφρονείς τον αδελφόν σου, που δεν τρώγει από όλα; Κανείς δεν έχει εξουσίαν να κρίνη και να κατακρίνη, διότι όλοι θα σταθώμεν εμπρός στο βήμα του Χριστού, που είναι κριτής όλων. 10 Ἀφοῦ δὲ ἀνήκομεν ὅλοι εἰς τὸν Χριστόν, σὺ ποὺ δὲν τρώγεις ἀπὸ ὅλα τὰ φαγητά, διατὶ κατακρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; Ἢ καὶ σύ, ποὺ ἔχεις τελειοτέραν περὶ φαγητῶν γνῶσιν, διατὶ περιφρονεῖς τὸν ἀδελφόν σου; Κανεὶς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ κατακρίνῃ ἢ νὰ περιφρονῇ. Διότι ὅλοι θὰ παρασταθῶμεν εἰς τὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μόνος ἔχει δικαίωμα νὰ μᾶς κρίνῃ.
11 γέγραπται γάρ· ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ὅτι ἐμοὶ κάμψει πᾶν γόνυ, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται τῷ Θεῷ. 11 Είναι άλλωστε γραμμένον και εις την Αγίαν Γραφήν· “ζω εγώ, λέγει ο Κυριος, εις αιώνας αιώνων και κατευθύνω τα πάντα σύμφωνα με την βουλήν μου· βουλή μου δε είναι ότι κάθε γόνατο θα κάμψη εμπρός μου και κάθε γλώσσα θα δοξολογήση τον Θεόν”. 11 Διότι εἶναι γραμμένον εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν: Ζῶ ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος, καὶ θὰ φέρω εἰς πέρας αὐτὸ ποὺ παραγγέλλω· ὅτι δηλαδὴ ἐμπρός μου θὰ κάμψῃ τὰ γόνατά του δουλικῶς καὶ λατρευτικῶς κάθε ἄνθρωπος καὶ κάθε γλῶσσα θὰ δοξολογήσῃ τὸν Θεόν.
12 ἄρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ. 12 Αρα, λοιπόν, ο καθένας από ημάς θα δώση δια τον εαυτόν του λόγον στον Θεόν. 12 Τὸ συμπέρασμα λοιπόν, ποὺ βγαίνει ἀπὸ ὅλα αὐτά, εἶναι ὅτι καθένας ἀπὸ ἡμᾶς διὰ τὸν ἑαυτόν του θὰ δώσῃ λόγον εἰς τὸν Θεὸν καὶ δι’ αὐτὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ ὄχι τὸν ἄλλον πρέπει νὰ προσέχῃ.
13 Μηκέτι οὖν ἀλλήλους κρίνωμεν, ἀλλὰ τοῦτο κρίνατε μᾶλλον, τὸ μὴ τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ ἢ σκάνδαλον. 13 Από εδώ και πέρα, λοιπόν, ας μη κατακρίνωμεν πλέον ο ένας τον άλλον, αλλά τούτο προτιμήσατε και προσέξατε· κανείς να μη θέτη πρόσκομμα στον αδελφόν, δια να πέση η σκάνδαλον, δια να κλονισθή εις την πίστιν και παρασυρθή εις την αμαρτίαν. 13 Ἂς μὴ κατακρίνωμεν λοιπὸν εἰς τὸ ἑξῆς ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀλλὰ τοῦτο προτιμήσατε, τὸ νὰ μὴ θέτετε εἰς τὸν ἀδελφὸν ἐμπόδιον, ὥστε νὰ σκοντάψῃ ποτὲ καὶ νὰ παρασυρθῇ εἰς κατάκρισιν ἢ καὶ νὰ κλονισθῇ εἰς τὴν πίστιν.
14 οἶδα καὶ πέπεισμαι ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ ὅτι οὐδὲν κοινὸν δι’ αὐτοῦ· εἰ μὴ τῷ λογιζομένῳ τι κοινὸν εἶναι, ἐκείνῳ κοινόν. 14 Γνωρίζω πολύ καλά και έχω πεποίθησιν, που μου την εμπνέει ο Κυριος Ιησούς, ότι κανένα φάγητον δεν είναι ακάθαρτον από τον εαυτόν του και καμμιά τροφή δεν είναι μολυσμένη από την φύσιν της. Αλλά μόνο εις εκείνον που κρίνει και θεωρεί κάτι ακάθαρτον, γίνεται αυτό πράγματι ακάθαρτον. 14 Ξεύρω καὶ ἔχω πεποίθησιν, τὴν ὁποίαν μοῦ ἐμπνέει ἡ ἕνωσίς μου μὲ τὸν Κύριον, ὅτι καμμία τροφὴ δὲν εἶναι ἐκ φύσεως ἀκάθαρτος, ἀλλὰ μόνον εἰς ἐκεῖνον, ποὺ θεωρεῖ κάτι ὡς ἀκάθαρτον, εἰς ἐκεῖνον τοῦτο γίνεται πράγματι ἀκάθαρτον.
15 εἰ δὲ διὰ βρῶμα ὁ ἀδελφός σου λυπεῖται, οὐκέτι κατὰ ἀγάπην περιπατεῖς. μὴ τῷ βρώματί σου ἐκεῖνον ἀπόλλυε, ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανε. 15 Εάν όμως εξ αιτίας του φαγητού σου ο αδελφός σου λυπήται και δυσφορή εναντίον σου, δεν συμπεριφέρεσαι πλέον με αγάπην προς αυτόν. Πρόσεχε να μη εξωθήσης με το φαγητόν σου εις απώλειαν εκείνον, προς χάριν του οποίου ο Χριστός εθυσιάσθη. 15 Δὲν φθάνει ὅμως ἡ πεποίθησις αὐτὴ διὰ νὰ μὴ ἁμαρτάνῃς μὲ τὸ φαγητόν. Πρέπει μαζὶ μὲ αὐτὴν νὰ συνυπάρχῃ καὶ ἡ ἀγάπη. Ἐὰν δὲ διὰ φαγητὸν ὁ ἀδελφός σου λυπῆται καὶ σὲ ἀποδοκιμάζῃ καὶ ἀγανακτῇ ἐναντίον σου, δὲν συμπεριφέρεσαι πλέον ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ ἀγάπη, ἐφ’ ὅσον σὺ ἐπιμένεις νὰ τρώγῃς καὶ νὰ λυπῇς ἔτσι τὸν ἀδελφόν σου. Πρόσεχε νὰ μὴ παρασύρῃς μὲ τὸ φαγητόν σου εἰς τὴν ἀπώλειαν ἐκεῖνον, διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ὁποίου ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν.
16 μὴ βλασφημείσθω οὖν ὑμῶν τὸ ἀγαθόν. 16 Η ελευθερία που έχετε να τρώγετε απ' όλα τα φαγητά, ποτέ δεν πρέπει να γίνεται αφορμή να κακολογήται και να διαβάλεται το αγαθόν. 16 Ἂς μὴ γίνεται λοιπὸν αἰτία κακολογίας καὶ μομφῆς ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς ἀδελφοὺς τὸ ἀγαθὸν τοῦ στηριγμοῦ σας εἰς τὴν πίστιν, χάρις εἰς τὸ ὁποῖον δὲν διστάζετε, ἀλλὰ μετ’ ἐλευθερίας τρώγετε οἰονδήποτε φαγητόν.
17 Οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ· 17 Διότι η επίγειος βασιλεία του Χριστού δεν είναι υπόθεσις φαγητών και ποτών, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά, την οποίαν δωρίζει το Αγιον Πνεύμα. 17 Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἴδρυσεν ὁ Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς, δὲν συνίσταται εἰς τὸ νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ κανεὶς ἐλεύθερα. Συνίσταται εἰς τὴν δικαιοσύνην καὶ εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν μὲ τοὺς ἀδελφούς μας καὶ εἰς τὴν χαράν, τὰς ὁποίας γεννᾷ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
18 ὁ γὰρ ἐν τούτοις δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ Θεῷ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις. 18 Εκείνος δε, που έχει τας αρετάς αυτάς και με αυτάς υπηρετεί τον Χριστόν, γίνεται ευάρεστος στον Θεόν και ευϋπόληπτος μεταξύ των ανθρώπων. 18 Διότι ἐκεῖνος, ποὺ μὲ τὰς ἀρετὰς αὐτὰς δουλεύει εἰς τὸν Χριστόν, γίνεται εὐάρεστος εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐπιδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
19 ἄρα οὖν τὰ τῆς εἰρήνης διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰκοδομῆς τῆς εἰς ἀλλήλους. 19 Αρα, λοιπόν, όλοι μας ας επιδιώκωμεν όλα εκείνα, που υποβοηθούν εις την ειρήνην και εις την αναμεταξύ μας πνευματικήν ωφέλειαν και πρόοδον. 19 Ἀφοῦ λοιπὸν αἱ ἀρεταὶ αὐταὶ φέρουν τέτοιο ἀποτέλεσμα, ἂς ἐπιδιώκωμεν καὶ ἡμεῖς κάθε τι, ποὺ συντελεῖ εἰς τὴν εἰρήνην καὶ εἰς τὴν ἀναμεταξύ μας πνευματικὴν ὠφέλειαν καὶ πρόοδον καὶ οἰκοδομήν.
20 μὴ ἕνεκεν βρώματος κατάλυε τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ. πάντα μὲν καθαρά, ἀλλὰ κακὸν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ διὰ προσκόμματος ἐσθίοντι. 20 Μη καταλύης και εκμηδενίζης το σωτήριον έργον του Θεού ένεκα των φαγητών, που αδιακρίτως τρώγεις. Ολα βέβαια είναι καθαρά δια τον άνθρωπον, αλλά βλέπτει τον εαυτόν του και φορτώνεται ενόχην ενώπιον του Θεού, οποίος ένεκα του φαγητού του γίνεται πρόσκομμα εις την πνευματικήν ζωήν του άλλου. 20 Μὴ κρημνίζῃς διὰ τόσον τιποτένιον πρᾶγμα, ὅπως εἶναι τὸ φαγητόν, τὸ ἔργον τῆς οἰκοδομῆς καὶ σωτηρίας τοῦ πλησίον σου, τὸ ὁποῖον ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Θεὸς ἐργάζεται. Ὅλα μὲν τὰ φαγητὰ εἶναι καθαρὰ καὶ δὲν μολύνεται πνευματικῶς ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ οἰονδήποτε φαγητὸν καὶ ἂν φάγῃ. Τὸ φαγητὸν ὅμως φέρει ψυχικὴν βλάβην καὶ ἐνοχὴν εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ποὺ μὲ αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ σκανδάλου εἰς τὸν ἀδελφόν του.
21 καλὸν τὸ μὴ φαγεῖν κρέα μηδὲ πιεῖν οἶνον μηδὲ ἐν ᾧ ὁ ἀδελφός σου προσκόπτει ἢ σκανδαλίζεται ἢ ἀσθενεῖ. 21 Δι' αυτό, παρά την ελευθερίαν που έχομεν, καλόν και προτιμότερον είναι να μη φάγης κρέατα και να μη πίης οίνον και να μη κάμης καμμίαν πράξιν, εξ αιτίας της οποίας σκοντάπτει η σκανδαλίζεται η καταβάλλεται ο αδελφός σου. 21 Καλὴ εἶναι ἡ ἐλευθερία νὰ τρώγῃς ἀπὸ ὅλα. Πολὺ καλύτερον ὅμως εἶναι νὰ μὴ φάγῃς κρέατα, μηδὲ νὰ πίῃς οἶνον, μηδὲ νὰ κάμῃς κάτι, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ ἀδελφός σου σκοντάπτει ἢ σκανδαλίζεται ἢ δεικνύει ἀδυναμίαν.
22 σὺ πίστιν ἔχεις; κατὰ σεαυτὸν ἔχε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. μακάριος ὁ μὴ κρίνων ἑαυτὸν ἐν ᾧ δοκιμάζει. 22 Συ έχεις ορθήν και φωτισμένην πίστιν δια τα φαγητά; Κράτησέ την μέσα σου και ενώπιον του Θεού. Μακάριος είναι εκείνος, ο οποίος δεν ελέγχεται από την συνείδησίν του, όταν πράττη αυτό, το οποίον προηγουμένως έκρινεν ως ορθόν και το απεφάσιζε. 22 Σὺ ἔχεις ὀρθὴν πίστιν διὰ τὰ φαγητά; Καλῶς. Ἔχε τὴν πίστιν μέσα σου καὶ ἂς τὴν γνωρίζῃ ὁ Θεός. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δεν αἰσθάνεται τύψιν καὶ κατάκρισιν ἀπὸ τὴν συνείδησίν του, ὅταν πράττῃ ἐκεῖνα, ποὺ προηγουμένως τὰ ἐξήτασε μὲ ἀκρίβειαν καὶ τὰ ηὗρε καλά.
23 ὁ δὲ διακρινόμενος ἐὰν φάγῃ κατακέκριται, ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως· πᾶν δὲ ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν. 23 Εκείνος όμως που αμφιβάλλει και μάλλον πιστεύει ότι το φάγητον τον μολύνει, αυτός εάν φάγη, έχει ήδη κατακριθή, διότι δεν έχει την πεποίθησιν ότι το φάγητον είναι καθαρόν. Καθε τι δε που δεν πραγματοποιείται με την πεποίθησιν, ότι είναι ορθόν, αυτό είναι αμαρτία. 23 Ὅποιος ὅμως ἀμφιβάλλει περὶ τοῦ ἂν τὸ φαγητὸν δὲν τὸν μολύνῃ, αὐτὸς ἐὰν φάγῃ, ὑποπίπτει ἀμέσως εἰς ἀξιοκατάκριτον πρᾶξιν, διότι δὲν ἔφαγε μὲ τὴν πεποίθησιν, ὅτι τὸ φαγητὸν εἶναι καθαρόν. Κάθε τι δὲ ποὺ δὲν γίνεται μὲ πεποίθησιν ἐσωτερικήν, ὅτι εἶναι τοῦτο ὀρθὸν καὶ ἀνένοχον, εἶναι ἁμαρτία.
24 Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑμᾶς στηρίξαι κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου καὶ τὸ κήρυγμα Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ ἀποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου, 24 Δοξα και τιμή ας αποδίδεται από όλους μας εις Εκείνον, ο οποίος έχει την δύναμιν να σας στηρίξη εις την πίστιν και την αρετήν, σύμφωνα με το Ευαγγέλιόν μου και με το κήρυγμα, που σας έχω κάνει περί του Ιησού Χριστού. Αυτό δε το Ευαγγέλιον και το κήρυγμά μου, δια του οποίου σώζονται οι λαοί, γίνεται σύμφωνα με την αποκάλυψιν μυστηρίου, που αιώνας-αιώνων έμενε σκεπασμένον εις την σιωπήν και την μυστικότητα. 24 Δόξα δὲ ὀφείλεται εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σᾶς στηρίξῃ, ὥστε νὰ φρονῆτε καὶ νὰ ζῆτε σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιόν μου καὶ σύμφωνα μὲ τὸ περὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ κήρυγμα. Τὸ εὐαγγέλιον δὲ αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα γίνονται σύμφωνα πρὸς τὴν φανέρωσιν τοῦ θείου καὶ μυστηριώδους σχεδίου τῆς σωτηρίας μας, τὸ ὁποῖον ἄνθρωπος ἦτο ἀδύνατον μόνος του νὰ γνωρίσῃ καὶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον εἶχε καλυφθῇ μὲ σιωπὴν καὶ ἐτηρήθη μυστικόν.
25 φανερωθέντος δὲ νῦν, διά τε γραφῶν προφητικῶν κατ’ ἐπιταγὴν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ εἰς ὑπακοὴν πίστεως εἰς πάντα τὰ ἔθνη γνωρισθέντος, 25 Εφανερώθη όμως τώρα δια μέσου των προφητειών, που έχουν γραφή εις τα ιερά κείμενα και έγινε γνωστόν κατ' εντολήν του αιωνίου Θεού εις όλα τα έθνη, δια να δείξουν αυτά την υπακοήν που επιβάλλει εις ημάς η πίστις. 25 Τὸ μυστήριον ὅμως αὐτὸ ἐφανερώθη τώρα, τὸ ἐπιβεβαιώνουν δὲ αἱ προφητικαὶ γραφαὶ καὶ ἔγινε γνωστὸν κατὰ διαταγὴν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ εἰς ὅλα τὰ ἔθνη, διὰ νὰ δείξουν ταῦτα τὴν ὑπακοήν, ποὺ ἀπαιτεῖ ἀπὸ ἡμᾶς ἡ πίστις.
26 μόνῳ σοφῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. 26 Εις αυτόν, λοιπόν, τον μόνον σοφόν Θεόν ανήκει και πρέπει να αναπέμπεται η δόξα δια του Ιησού Χριστού στους αιώνας. Αμήν. 26 Εἰς αὐτὸν λοιπὸν τὸν μόνον σοφὸν Θεὸν ἀνήκει ἡ δόξα διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.