Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἀνὴρ δέ τις Ἁνανίας ὀνόματι σὺν Σαπφείρῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ ἐπώλησε κτῆμα 1 Ενας άνθρωπος, Ανανίας ονόματι, μαζή με την γυναίκα του την Σαπφείραν επώλησε το κτήμα του 1 Κάποιος ὅμως ἄνθρωπος, ποὺ ἐλέγετο Ἀνανίας, μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα του Σαπφείραν ἐπώλησεν ἕνα χωράφι, ποὺ εἶχε,
2 καὶ ἐνοσφίσατο ἀπὸ τῆς τιμῆς, συνειδυίας καὶ τῆς γυναικός αὐτοῦ, καὶ ἐνέγκας μέρος τι παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων ἔθηκεν. 2 και εξεχώρισε και εκράτησε δια τον εαυτόν του ένα μέρος από τα εισπραχθέντα χρήματα, με γνώσιν και συγκατάθεσιν της γυναικός του, εν αγνοία των Αποστόλων. Και αφού έφερε το υπόλοιπον μέρος των χρημάτων, το έθεσε στους πόδας των Αποστόλων. 2 καὶ ἐξεχώρισε διὰ τὸν ἑαυτόν του ἐν μέρος ἀπὸ τὸ εἰσπραχθὲν ἀντίτιμον, κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ἐν γνώσει ὅμως καὶ τῆς γυναικός του. Καὶ ἀφοῦ ἔφερε τὸ ὑπόλοιπον ποσὸν ἀπὸ τὰ χρήματα, τὸ ἔθεσε κατὰ γῆς ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια τῶν ἀποστόλων, προσποιούμενος ὅτι αὐτὸ ἦτο ὁλόκληρον τὸ ἀντίτιμον τοῦ ἀγροῦ.
3 εἶπε δὲ Πέτρος· Ἁνανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ νοσφίσασθαι ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου; 3 Είπε δε ο Πετρος· “Ανανία, διατί αφήκες τον σατανάν να γεμίση με πονηρίαν την καρδίαν σου, ώστε να πης ψέματα και να θελήσης να απατήσης το Πνεύμα το Αγιον και να κρατήσης δολίως δια τον εαυτόν σου ένα μέρος από το αντίτιμον του χωραφιού; 3 Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· Ἀνανία, διατὶ ἀφῆκες τὸν σατανᾶν νὰ γεμίσῃ τὴν καρδίαν σου μὲ πονηρὰς σκέψεις, μέχρι τοῦ σημείου, ὥστε νὰ ἐξαπατήσῃς σὺ μὲ τὸ ψέμα σου τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ νὰ κατακρατήσῃς κρυφὰ διὰ τὸν ἑαυτόν σου ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ἀντίτιμον τοῦ χωραφιοῦ, ποὺ ἐπώλησες;
4 οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε; τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸ πρᾶγμα τοῦτο; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ. 4 Πριν πωληθή το χωράφι δεν έμενε ιδικόν σου και αφού επωλήθη, δεν ήτο το αντίτιμόν του εις την εξουσίαν σου να το κρατήσης η να το δώσης; Διατί έβαλες εις την καρδίαν σου αυτήν την πονηράν πράξιν, να εξαπατήσης την Εκκλησίαν και να φανής, ότι από χριστιανικήν τάχα αγάπην προσφέρεις τα πάντα στους πιστούς; Δεν είπες ψέματα εις ανθρώπους, αλλά στο Αγιον Πνεύμα, στον Θεόν”. 4 Ὅταν τὸ χωράφι αὐτὸ ἦτο ἀπώλητον, δὲν παρέμενεν ἰδικόν σου, καὶ ὅταν ἐπωλήθη, τὸ ἀντίτιμόν του δὲν ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν σου νὰ τὸ διαθέσης ὅπως ἤθελες; Κανεὶς δὲν σοῦ ἐπέβαλε νὰ φέρῃς τὸ ἀντίτιμόν του ἐδῶ. Ἀλλὰ σύ, διὰ νὰ προσελκύσῃς τὸν θαυμασμὸν καὶ τὴν ἐκτίμησιν τῆς Ἐκκλησίας, προσποιεῖσαι, ὅτι προσφέρεις τώρα ὅλα ὅσα εἰσέπραξες καὶ δὲν ἔχεις τὴν εἰλικρίνειαν νὰ εἴπῃς, ὅτι ἐκράτησες διὰ τὸν ἑαυτόν σου ἕνα μέρος ἐκ τοῦ ἀντιτίμου, ὁπότε κανεὶς δὲν θὰ σὲ ἐκατηγόρει. Διατὶ ἐδέχθης εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ ἀπεφάσισες νὰ κάμῃς αὐτὴν τὴν πρᾶξιν; Δὲν ἐψεύσθης εἰς ἀνθρώπους, ἀλλ’ εἶπες ψέματα εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον εἶναι Θεός.
5 ἀκούων δὲ ὁ Ἁνανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα. 5 Ενώ δε ήκουε τους λόγους αυτούς ο Ανανίας και σχεδόν πριν τελειώση ο Πετρος, έπεσε καταγής και εξεψύχησε. Και έπεσε μεγάλος φόβος εις όλους εκείνους που ήκουαν αυτά. 5 Δὲν ἐπρόφθασε δὲ νὰ ἀκούσῃ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Ἀνανίας καὶ ἔπεσε κατὰ γῆς καὶ ἐξεψύχησε. Καὶ προεκλήθη μέγας φόβος εἰς ὅλους, ὅσοι ἤκουον ταῦτα.
6 ἀναστάντες δὲ οἱ νεώτεροι συνέστειλαν αὐτὸν καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν. 6 Οι νεώτεροι δε εσηκώθησαν αμέσως, περιετύλιξαν το νεκρό σώμα του Ανανίου με νεκρικά σάβανα, το μετέφεραν έξω από την πόλιν και το έθαψαν. 6 Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ οἱ νεώτεροι κατὰ τὴν ἡλικίαν ἐσηκώθησαν καὶ περιετύλιξαν τὸν Ἀνανίαν μὲ νεκρικοὺς ἐπιδέσμους, ὅπως ἐσυνηθίζετο τότε, καὶ ἀφοῦ τὸν μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, τὸν ἔθαψαν.
7 Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονὸς, εἰσῆλθεν. 7 Υστερον δε από διάστημα τριών περίπου ωρών η σύζυγος του Ανανίου, η οποία δεν είχε ακόμη πληροφορηθή το γεγονός αυτό, ήλθεν στον τόπον της συγκεντρώσεως των πιστών. 7 Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ ἐπέρασε περίπου τριῶν ὡρῶν χρονικὸν διάστημα καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ Ἀνανίου, ἡ ὁποία δὲν ἐγνώριζε τὸ γεγονὸς τῆς τιμωρίας τοῦ συζύγου της, ἐμβῆκεν εἰς τὸν τόπον τῆς συνάξεως.
8 ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁ Πέτρος· Εἰπέ μοι, εἰ τοσούτου τὸ χωρίον ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· Ναί, τοσούτου. 8 Την ηρώτησε δε ο Πετρος· πες μου, πράγματι αντί τόσου ποσού επωλήσατε το χωράφι;” Εκείνη δε είπε· “ναι, αντί τόσου”. 8 Ἀπηύθυνε δὲ πρὸς αὐτὴν τὸν λόγον ὁ Πέτρος καὶ τὴν ἠρώτησεν· Εἰπέ μου, ἐὰν ἀντὶ τόσου ποσοῦ χρημάτων ἐπωλήσατε τὸν ἀγρόν. Αὐτὴ δὲ εἶπε· Ναί· τόσον ποσὸν εἰσεπράξαμεν.
9 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτήν· Τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τὸ Πνεῦμα Κυρίου; ἰδοὺ οἱ πόδες τῶν θαψάντων τὸν ἄνδρα σου ἐπὶ τῇ θύρᾳ καὶ ἐξοίσουσί σε. 9 Ο δε Πετρος της είπε τότε· “διατί εσυμφωνήσατε συ και ο σύζυγός σου να πειράξετε με την ψευδολογίαν και απάτην το Πνεύμα του Κυρίου; Ιδού, τα πόδια εκείνων, που έθαψαν τον άνδρα σου είναι τώρα εις την θύραν και θα μεταφέρουν και σε έξω από την πόλιν, δια να σε θάψουν”. 9 Ὁ δὲ Πέτρος εἶπε τότε πρὸς αὐτήν· Διατὶ ἔγινε συμφωνία μεταξὺ σοῦ καὶ τοῦ ἀνδρός σου νὰ προβῆτε εἰς πρᾶξιν, ἡ ὁποία ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ δοκιμάσετε τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐὰν πράγματι γνωρίζῃ τὰ πάντα καὶ δὲν θὰ ἐξαπατηθῇ μὲ τὸ ψεῦδος σας; Ἰδοὺ τὰ πόδια ἐκείνων, ποὺ ἔθαψαν τὸν ἄνδρα σου, ἀκούονται κοντὰ εἰς τὴν πόρταν, καθ’ ὅσον ἐπιστρέφουν οὔτοι εὐθὺς τώρα καὶ θὰ μεταφέρουν καὶ σὲ ἔξω τῆς πόλεως διὰ νὰ σὲ θάψουν.
10 ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν· εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς. 10 Επεσε δε και αυτή αμέσως κοντά εις τα πόδια του Πετρου και εξεψύχησε. Οταν δε εισήλθαν οι νέοι, ευρήκαν και αυτήν νεκράν. Και αφού την έβγαλαν έξω από την πόλιν, την έθαψαν κοντά στον σύζυγόν της. 10 Ἔπεσε δὲ καὶ αὐτὴ ἀμέσως καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν κοντὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ Πέτρου καὶ ἐξεψύχησεν. Ὅταν δὲ ἐμβῆκαν οἱ νέοι, ποὺ ἐπανῆλθον ἀπὸ τὴν ταφὴν τοῦ Ἀνανίου, εὗρον αὐτὴν νεκρὰν καὶ ἀφοῦ τὴν μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, τὴν ἔθαψαν πλησίον τοῦ συζύγου της.
11 καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ’ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα. 11 Και έπεσε μεγάλος φόβος εις όλην την Εκκλησίαν και εις όλους όσοι επληροφορούντο τα φοβερά αυτά γεγονότα. 11 Καὶ ἐκυρίευσε μεγάλος φόβος ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ὅλους ὅσοι ἤκουον ταῦτα.
12 Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλὰ· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος· 12 Με τα χέρια δε των Αποστόλων εγίνοντο πολλά και μεγάλα θαύματα, που επιμαρτυρούσαν την αλήθειαν του κηρύγματός των και επροκαλούσαν κατάπληξιν στον λαόν. Και ήσαν όλοι με μια καρδιά και με μια γνώμη εις την στοάν του Σολομώντος. 12 Διὰ τῶν χειρῶν δὲ τῶν ἀποστόλων ἐγίνοντο συνεχῶς πολλὰ θαύματα, ποὺ ἐδείκνυαν τὴν ἀλήθειαν τῆς διδασκαλίας των καὶ λόγῳ τοῦ ἐξαιρετικοῦ των χαρακτῆρος προεκάλουν κατάπληξιν μεταξὺ τοῦ λαοῦ. Καὶ ἐμαζεύοντο ὅλοι μαζὶ καὶ μὲ μίαν καρδίαν εἰς τὴν στοὰν τοῦ Σολομῶντος.
13 τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ’ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· 13 Από δε τους άλλους, που είχαν πιστεύσει, κανείς δεν ετολμούσε να τους πλησιάση και να ανακατευθή με θάρρος μαζή των, αλλά ο λαός τους ετιμούσε και τους εδόξαζε. 13 Ἀπὸ τοὺς λοιποὺς δέ, ποὺ δὲν εἶχαν πιστεύσει, κανεὶς δὲν εἶχε τὴν τόλμην νὰ ἀνακατευθῇ μὲ αὐτοὺς καὶ νὰ ἀστειευθῇ μαζί των καὶ νὰ τοὺς συμπεριφερθῇ ὡς πρὸς συνήθεις ἀνθρώπους τοῦ δρόμου, ἀλλ’ ὁ πολὺς λαὸς τοὺς ἐτίμα καὶ τοὺς ἐγκωμίαζε.
14 μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, 14 Οσον δε επερνούσαν αι ημέραι, ολονέν περισσότερα πλήθη ανδρών και γυναικών προσειλκύοντο εις την πίστιν του Κυρίου και επροστίθεντο στον αριθμόν των πιστών. 14 Ὁλονὲν δὲ καὶ περισσότερον προσειλκύοντο πλήθη καὶ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπροστίθεντο εἰς τὸν ἀριθμὸν τῶν πιστῶν καὶ ηὔξανον αὐτόν.
15 ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. 15 Ο σεβασμός δε και η εκτίμησις του λαού προς αυτούς δια την θείαν δύναμιν, που ενεργούσε δια μέσου αυτών, ήτο τόσος, ώστε έβγαζαν τους ασθενείς εις τας πλατείας και τους έβαζαν οι μεν πλούσιοι επάνω εις κλίνας, οι δε πτωχοί εις απέριττα κρεββάτια, ώστε, όταν θα ήρχετο και θα επερνούσε ο Πετρος, και η σκια του έστω να πέση επάνω εις κανένα από αυτούς, δια να τον θεραπεύση. 15 Τόσον πολὺ δὲ ἐσέβετο αὐτοὺς ὁ λαός, ὥστε ἔβγαζαν ἀπὸ τὰ σπίτια των εἰς τὰς πλατείας τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς ἔθετον ἐπάνω εἰς πολυτελῆ κρεββάτια οἱ πλουσιώτεροι καὶ εἰς πτωχικὰ καὶ πρόχειρα φορεῖα οἱ πτωχότεροι, μὲ τὸν σκοπόν, ὅταν θὰ ἐπέρνα ἀπὸ τὸ πλῆθος ἐκεῖνο ὁ Πέτρος, νὰ πέσῃ ἔστω καὶ ἡ σκιά του εἰς κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀσθενεῖς αὐτοὺς διὰ νὰ τὸν θεραπεύσῃ.
16 συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων Ἱερουσαλήμ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες. 16 Αλλά και το πλήθος των γύρω πόλεων εμαζεύοντο εις την Ιερουσαλήμ και έφεραν τους ασθενείς και αυτούς που ηνωχλούντο από πονηρά πνεύματα, οι οποίοι και εθεραπεύοντο όλοι. 16 Ἐμαζεύετο δὲ εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ πλῆθος τῶν κατοίκων τῶν γειτονικῶν πόλεων καὶ ἔφερον παντὸς εἴδους ἀσθενεῖς, καθὼς καὶ ἀνθρώπους, ποὺ ἠνωχλοῦντο ἀπὸ πνεύματα ἀκάθαρτα, οἱ ὁποῖοι ἐθεραπεύοντο ὅλοι.
17 Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου 17 Ο αρχιερεύς όμως και όλοι όσοι ήσαν μαζή με αυτόν, αυτοί που αποτελούσαν την θρησκευτικήν παράταξιν των Σαδδουκαίων, εκυριεύθησαν από φθόνον και κακίαν και εκινήθησαν εναντίον των Αποστόλων. 17 Ἀπὸ ὅλα ὅμως αὐτὰ παρεκινήθησαν εἰς ἐνέργειαν καὶ δρᾶσιν ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ὅλοι, ὅσοι ἦσαν μαζί του, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλουν τὸ θρησκευτικὸν κόμμα τῶν Σαδδουκαίων. Καὶ ἐγέμισαν αἱ καρδίαι των ἀπὸ φθόνον καὶ κακίαν.
18 καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. 18 Απλωσαν δε τα χέρια τους στους Αποστόλους, τους επιασαν και τους έβαλαν υπό επιτήρησιν εις την δημοσίαν φυλακήν. 18 Καὶ ἔβαλον τὰ χέρια των ἐπὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τοὺς συνέλαβον καὶ τοὺς ἔρριψαν εἰς τὴν δημοσίαν φυλακήν.
19 ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· 19 Αγγελος όμως Κυρίου κατά την νύκτα ήνοιξε τας θύρας της φυλακής, τους έβγαλε έξω και τους είπε· 19 Ἄγγελος Κυρίου ὅμως ἐν καιρῷ νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλεν ἔξω εἶπε·
20 Πορεύεσθε καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης. 20 “πηγαίνετε, σταθήτε με θάρρος και διδάσκετε εις τας αυλάς του ναού τον λαόν όλα τα λόγια της νέας αυτής ζωής, που σας μετέδωκε ο Ιησούς”. 20 Πηγαίνετε ἀμέσως καὶ σταθῆτε γεμᾶτοι θάρρος καὶ διδάσκετε δημοσίᾳ ἐν τῷ ἱερῷ περιβόλῳ τοῦ ναοῦ εἰς τὸν λαὸν ὅλα τὰ λόγια τῆς ζωῆς αὐτῆς, τὴν ὁποίαν σᾶς μετέδωκεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τὴν ὁποίαν ἐκ πεῖρας ἐγνωρίσατε.
21 ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ τὸν ὄρθρον εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκον. παραγενόμενος δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ πᾶσαν τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἀπέστειλαν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀχθῆναι αὐτούς. 21 Ηκουσαν οι Απόστολοι αυτά, εισήλθαν, ενώ ακόμη ήτο όρθρος, στον ιερόν τόπον και εδίδασκον. Ηλθε δε κατά την πρωΐαν ο αρχιερεύς και όσοι ήσαν μαζή του στον τόπον των συνεδριάσεων, εκάλεσαν το συνέδριον και όλην την γερουσίαν των Ισραηλιτών και έστειλαν ανθρώπους εις την φυλακήν, δια να φέρουν προ του συνεδρίου τους Αποστόλους. 21 Ὅταν δὲ ἤκουσαν ταῦτα οἱ ἀπόστολοι, ἐμβῆκαν πρωΐ - πρωῒ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ ναοῦ καὶ ἐδίδασκον. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ ἦλθε ἀπὸ τὴν οἰκίαν του εἰς τὸν τόπον τῶν συνεδριάσεων, ὁ ὁποῖος δὲν ἦτο μακρὰν ἀπὸ τὸν ναόν, ὁ ἀρχιερεὺς μὲ τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς του, ποὺ ἐσυνήθιζαν νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, καὶ συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ ὅλους τοὺς προκρίτους καὶ προεστοὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν. Καὶ ἀπέστειλαν ἀνθρώπους εἰς τὸ δεσμωτήριον, διὰ νὰ ὁδηγήσουν τοὺς ἀποστόλους ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου, τὸ ὁποῖον ἐπρόκειτο τώρα νὰ τοὺς δικάσῃ.
22 οἱ δὲ ὑπηρέται παραγενόμενοι οὐχ εὗρον αὐτοὺς ἐν τῇ φυλακῇ, ἀναστρέψαντες δὲ ἀπήγγειλαν 22 Οι υπηρέται όμως ήλθον εις την φυλακήν και δεν τους ευρήκαν· επιστρέψαντες δε στο συνέδριον ανέφεραν το γεγονός, 22 Οἱ ὑπηρέται ὅμως καὶ κλητῆρες τοῦ συνεδρίου, ὅταν ἦλθον, δὲν τοὺς εὗρον εἰς τὴν φυλακήν· ἀφοῦ δὲ ἐπέστρεψαν, ἀνέφεραν τοῦτο εἰς τὸ συνέδριον,
23 λέγοντες ὅτι Τὸ μὲν δεσμωτήριον εὕρομεν κεκλεισμένον ἐν πάσῃ ἀσφαλείᾳ καὶ τοὺς φύλακας ἑστῶτας πρὸ τῶν θυρῶν, ἀνοίξαντες δὲ ἔσω οὐδένα εὕρομεν. 23 λέγοντες· “ότι το μεν δεσμωτήριον το ευρήκαμεν κλεισμένον με κάθε ασφάλειαν και τους φρουρούς να στέκωνται όρθιοι εμπρός από τας θύρας, όταν όμως ανοίξαμε, δεν ευρήκαμε κανένα μέσα εις την φυλακήν”. 23 λέγοντες ὅτι· Τὴν μὲν φυλακὴν τὴν εὕρομεν κλεισμένην ἀσφαλέστατα καὶ τοὺς φρουροὺς τοὺς εὕρομεν νὰ στέκωνται ὄρθιοι ἐμπρὸς εἰς τὰς θύρας, ὅταν ὅμως ἠνοίξαμεν τὴν φυλακήν, δὲν εὕρομεν μέσα κανένα.
24 ὡς δὲ ἤκουσαν τοὺς λόγους τούτους ὅ τε ἱερεὺς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, διηπόρουν περὶ αὐτῶν τί ἂν γένοιτο τοῦτο. 24 Οταν δε ήκουσαν αυτούς τους λόγους ο αρχιερεύς και ο στρατηγός της φρουράς του ιερού και οι άλλοι αρχιερείς κατελήφθησαν από μεγάλην απορίαν δι' αυτά, που ήκουσαν, και διηρωτώντο, πως συνέβη και τι ημπορεί τάχα να γίνη με το γεγονός αυτό. 24 Ὅταν δὲ ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ ὁ ἀρχιερεύς, ποὺ προΐστατο τοῦ συνεδρίου, καὶ ὁ ἱερεύς, ποὺ ἔφερε τὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ τοῦ ἱεροῦ, καὶ εἶχε ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν του καὶ τὴν ἐπιτήρησιν τῆς φυλακῆς, καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν διατελέσει ἀρχιερεῖς εἰς χρόνους παρελθόντος, κατελήφθησαν ἀπὸ ἀπορίαν δι’ αὐτά, ποὺ τοὺς ἀνέφεραν οἱ ὑπηρέται, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζαν, τί νὰ ἐνεργήσουν καὶ ποίας συνεπείας θὰ εἶχεν ἡ ἑξαφάνισις αὐτὴ τῶν φυλακισμένων.
25 παραγενόμενος δέ τις ἀπήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι Ἰδοὺ οἱ ἄνδρες, οὓς ἔθεσθε ἐν τῇ φυλακῇ, εἰσὶν ἐν τῷ ἱερῷ ἑστῶτες καὶ διδάσκοντες τὸν λαόν. 25 Εν τω μεταξύ όμως ήλθεν κάποιος και τους ανήγγειλε ότι· “ιδού, οι άνδρες, τους οποίους σεις εβάλατε εις την φυλακήν, ευρίσκονται τώρα εις την αυλήν του ναού και διδάσκουν τον λαόν”. 25 Ἀλλ’ ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε κάποιος καὶ τοὺς ἀνήγγειλεν, ὅτι· Ἰδού, οἱ ἄνθρωποι τοὺς ὁποίους ἐβάλατε εἰς τὴν φυλακήν, στέκονται εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ καὶ διδάσκουν τὸν λαόν.
26 τότε ἀπελθὼν ὁ στρατηγὸς σὺν τοῖς ὑπηρέταις ἤγαγεν αὐτούς οὐ μετὰ βίας· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν, ἵνα μὴ λιθασθῶσιν· 26 Τοτε επήγε εκεί ο στρατηγός, μαζή με τους υπηρέτας και τους έφερε στο συνέδριον όχι δια της βίας, επειδή εφοβούντο μήπως λιθοβοληθούν από τον λαόν. 26 Τότε ἐπῆγεν ἐκεῖ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ μαζὶ μὲ τοὺς κλητῆρας τοῦ συνεδρίου καὶ τοὺς ἔφερεν εἰς τὸ δικαστήριον, χωρὶς νὰ μεταχειρισθῇ βίαν, διότι ἐφοβοῦντο τὸν λαόν, μήπως τοὺς λιθοβολήσῃ.
27 ἀγαγόντες δὲ αὐτοὺς ἔστησαν ἐν τῷ συνεδρίῳ. καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ἀρχιερεὺς 27 Αφού δε τους έφεραν, τους έβαλαν ως κατηγορουμένους και υποδίκους, να σταθούν όρθιοι εν μέσω του συνεδρίου και τους ηρώτησεν ο αρχιερεύς 27 Ἀφοῦ δὲ τοὺς ἔφεραν, τοὺς διέταξαν νὰ σταθοῦν ὡς κατηγορούμενοι ὄρθιοι ἐν μέσῳ τοῦ συνεδρίου. Καὶ τοὺς ἠρώτησεν ὁ ἀρχιερεύς,
28 λέγων· Οὐ παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ; καὶ ἰδοὺ πεπληρώκατε τὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς διδαχῆς ὑμῶν, καὶ βούλεσθε ἐπαγαγεῖν ἐφ’ ἡμᾶς τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου τούτου. 28 λέγων· “δεν σας εδώσαμε αυστηράν εντολήν, να μη διδάσκετε στο όνομα τούτο; Και ιδού σεις εγεμίσατε την Ιερουσαλήμ με την διδασκαλίαν σας και θέλετε να ρίξετε επάνω εις ημάς την ευθύνην δια το αίμα αυτού του ανθρώπου” (την οποίαν εν τούτοις ευθύνην αυτοί είχαν αναλάβει ενώπιον του Πιλάτου λέγοντες· Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών). 28 καὶ εἶπε· Δὲν σᾶς ἐδώκαμεν ρητὴν καὶ αὐστηρὰν παραγγελίαν νὰ μὴ διδάσκετε περὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ καὶ νὰ μὴ τὸ παρουσιάζετε ὡς ὅνομα λατρευτὸν καὶ ἀνώτερον ἀπὸ κάθε ἄλλο ὄνομα; Καὶ ὅμως ἰδού, ὅτι ἔχετε γεμίσει τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὴν διδασκαλίαν σας καὶ μὲ κακοβουλίαν καὶ κακὰς προθέσεις ζητεῖτε νὰ ἐπιρρίψετε ἐπάνω μας τὴν εὐθύνην καὶ τὴν ἐνοχὴν διὰ τὸν φόνον τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ.
29 ἀποκριθεὶς δὲ Πέτρος καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶπον· Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις. 29 Απεκρίθη δε ο Πετρος και οι άλλοι Απόστολοι και είπαν· “πρέπει να υπακούωμεν στον Θεόν μάλλον (ο οποίος και κατά την νύκτα αυτήν μας διέταξε με τον άγγελόν του να κηρύξωμεν την αλήθειαν) και όχι εις σας τους ανθρώπους, που μας εδώσατε διαταγήν να σιωπήσωμεν. 29 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Πέτρος ἐξ ὀνόματος καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ εἶπεν· Ὑποχρέωσιν καὶ καθῆκον ἔχομεν να πειθαρχῶμεν μᾶλλον εἰς τὸν Θεόν, ποὺ μᾶς διέταξε διὰ τοῦ ἀγγέλου του νὰ ἐξακολουθήσωμεν τὸ δημόσιον κήρυγμά μας, παρὰ εἰς σᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ μᾶς διετάξατε νὰ σιωπῶμεν.
30 ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἤγειρεν Ἰησοῦν, ὃν ὑμεῖς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου· 30 Ο Θεός των πατέρων μας ανέστησε εκ νεκρών τον Ιησούν, τον οποίον σεις εφονεύσατε, κρεμάσαντες επάνω στο ξύλον του σταυρού. 30 Ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον ἐλάτρευσαν οἱ πατέρες μας καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔλαβον οὗτοι τὰς ἐπαγγελίας, ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὁποῖον σεῖς ἐφονεύσατε, ἀφοῦ τὸν ἐκρεμάσατε ὡς ἐπικατάρατον ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ.
31 τοῦτον ὁ Θεὸς ἀρχηγὸν καὶ σωτῆρα ὕψωσε τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ δοῦναι μετάνοιαν τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 31 Αυτόν ο Θεός τον ύψωσε με την παντοδύναμον αυτού δεξιάν και τον ανέδειξε αρχηγόν και Σωτήρα, να δίδη μετάνοιαν στους Ισραηλίτας και άφεσιν αμαρτιών. 31 Ἀλλ’ ἐνῷ σεῖς τόσον πολὺ ἠτιμάσατε αὐτόν, ὁ Θεὸς ὕψωσε τοῦτον διὰ τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ, διὰ νὰ εἶναι ἀρχηγὸς καὶ σωτήρ, ποὺ θὰ δώσῃ εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ εὐλογημένου Ἰσραὴλ μέσον μετανοίας καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
32 καὶ ἡμεῖς ἐσμεν αὐτοῦ μάρτυρες τῶν ῥημάτων τούτων, καὶ τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ ἅγιον ὃ ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς πειθαρχοῦσιν αὐτῷ. 32 Και ημείς είμεθα αυτόπται μάρτυρες, που ηκούσαμεν και είδομεν αυτόν, δια να κηρύττωμεν τα λόγια και τα γεγονότα αυτά, καθ' ον χρόνον και αυτό το Αγιον Πνεύμα, που έδωκεν ο Θεός εις όσους τον υπακούουν, μαρτυρεί την αλήθειαν των λόγων μας με τα θαύματα και τα χαρίσματά του”. 32 Ὡς ἐκ τούτου καὶ ἡμεῖς ἔχομεν κληθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ εἴμεθα μάρτυρές του, διὰ νὰ διακηρύττωμεν μὲ τοὺς λόγους καὶ τὴν διδασκαλίαν μας τὰ σωτηριώδη αὐτὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του. Συγχρόνως ὅμως μαρτυρεῖ μαζί μας μὲ τὰ θαύματα καὶ τὰ χαρίσματά του καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνους, ποὺ πειθαρχοῦν εἰς τὰς ἐντολάς του.
33 οἱ δὲ ἀκούσαντες διεπρίοντο καὶ ἐβουλεύοντο ἀνελεῖν αὐτούς. 33 Εκείνοι όμως, όταν ήκουσαν τα λόγια αυτά, εταράχθησαν, έτριζαν τα δόντια των με οργήν και συζητούσαν μεταξύ των, να καταδικάσουν αυτούς εις θάνατον. 33 Ἀλλ’ αὐτοί, ὅταν ἤκουσαν τοὺς λόγους τούτους τοῦ Πέτρου, συνεταράσσοντο μέσα τους ἀπὸ σφοδρὰν καὶ λυσσώδη ἀγανάκτησιν καὶ ἀντήλλασσον γνώμας περὶ τοῦ τρόπου, μὲ τὸν ὁποῖον θὰ τοὺς κατεδίκαζον εἰς θάνατον καὶ θὰ τοὺς ἐφόνευον.
34 Ἀναστὰς δέ τις ἐν τῷ συνεδρίῳ Φαρισαῖος ὀνόματι Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος τίμιος παντὶ τῷ λαῷ, ἐκέλευσεν ἔξω βραχύ τι τοὺς ἀποστόλους ποιῆσαι, 34 Εσηκώθηκε όμως μέσα στο συνέδριον ένας Φαρισαίος, ονόματι Γαμαλιήλ, διδάσκαλος του Νομου, άνθρωπος κύρους και υπολήψεως ενώπιον όλου του λαού, και διέταξε να βγάλουν δι' ολίγον έξω από την αίθουσαν τους Αποστόλους. 34 Ἐσηκώθη ὅμως μέσα εἰς τὸ συνέδριον κάποιος Φαρισαῖος, ποὺ ἐλέγετο Γαμαλιήλ, διδάσκαλος τοῦ νόμου, ποὺ ἀπελάμβανε μεγάλην τιμὴν ἀπὸ ὅλον τὸν λαόν, καὶ διέταξε νὰ βγάλουν τοὺς ἀποστόλους ἐπ’ ὀλίγον ἔξω ἀπὸ τὴν αἴθουσαν τῶν συνεδριάσεων.
35 εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, προσέχετε ἑαυτοῖς ἐπὶ τοῖς ἀνθρώποις τούτοις τί μέλλετε πράσσειν. 35 Και είπε τότε προς τους συνέδρους· “άνδρες Ισραηλίται, προσέχετε καλά τους εαυτούς σας και αναλογισθήτε την ευθύνην σας, δι' αυτό που σκέπτεσθε να πράξετε εναντίον αυτών των ανθρώπων. 35 Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλαν, εἶπε πρὸς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλουν μαζὶ μὲ αὐτὸν τὸ συνέδριον τῶν Ἰουδαίων· Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, προσέχετε καὶ προφυλάξατε τοὺς ἑαυτούς σας δι’ αὐτὸ, ποὺ σκέπτεσθε νὰ κάμετε σχετικῶς μὲ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς.
36 πρὸ γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀνέστη Θευδᾶς, λέγων εἶναί τινα ἑαυτόν, ᾧ προσεκλίθη ἀριθμὸς ἀνδρῶν ὡσεὶ τετρακοσίων· ὃς ἀνῃρέθη, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο εἰς οὐδέν. 36 Διότι, πριν από τας ημέρας αυτάς, παρουσιάστηκε ο Θευδάς, ο οποίος έλεγε δια τον ευατόν του ότι είναι τάχα κάποιος μεγάλος. Τον ηκολούθησαν ως οπαδοί του κάπου τετρακόσιοι άνθρωποι. Αλλά εφονεύθη αυτός, και όλοι όσοι επίστευον εις αυτόν διελύθησαν και εξωλοθρεύθησαν. 36 Σᾶς συνιστῶ δὲ προσοχήν, διότι πρὸ τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ποὺ περνῶμεν, ἀνεφάνη ὁ Θευδᾶς, ὁ ὁποῖος ἔλεγε διὰ τὸν ἑαυτόν του, ὅτι εἶναι κάποιος σπουδαῖος. Καὶ εἰς αὐτὸν προσεκολλήθησαν ὡς ὀπαδοὶ ἕνας ἀριθμὸς ἀνδρῶν περίπου τετρακοσίων. Ἀλλ’ ἐφονεύθη αὐτὸς καὶ ὅλοι, ὅσοι ὑπήκουον εἰς αὐτόν, διελύθησαν καὶ ἐξεμηδενίσθησαν.
37 μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησε λαὸν ἱκανὸν ὀπίσω αὐτοῦ· κἀκεῖνος ἀπώλετο, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διεσκορπίσθησαν. 37 Επειτα από αυτόν παρουσιάσθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος κατά τας ημέρας που έγινε από τους Ρωμαίους η απογραφή, και ετράβηξε με το μέρος του αρκετόν λαόν, αλλά και εκείνος εθανατώθηκε και εχάθηκε και όλοι όσοι τον υπήκουαν διεσκορπίσθησαν. 37 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸν ἀνεφάνη ὁ Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος, κατὰ τὰς ἡμέρας ποὺ ἔγινεν ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ἡ ἀπογραφή διὰ νὰ ἐπιβληθῇ ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῆς ὁ κεφαλικὸς φόρος. Καὶ παρέσυρεν εἰς στάσιν πολὺν λαόν, ὁ ὁποῖος τὸν ἠκολούθησεν. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ἐθανατώθη καὶ ἐχάθη καὶ ὅλοι, ὅσοι τὸν ὑπήκουον, διεσκορπίσθησαν διὰ τῆς βίας τῶν ὅπλων.
38 καὶ τὰ νῦν λέγω ὑμῖν, ἀπόστητε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τούτων καὶ ἐάσατε αὐτούς· ὅτι ἐὰν ᾖ ἐξ ἀνθρώπων ἡ βουλὴ αὕτη ἢ τὸ ἔργον τοῦτο, καταλυθήσεται· 38 Και τώρα εγώ σας λέγω, σταθήτε μακρυά από τους ανθρώπους τούτους, αφήσατέ τους και μη απλώνετε επάνω των τα χέρια σας. Διότι, εάν αυτό που σχεδιάζουν η το έργον που πράττουν προέρχεται εξ ανθρώπων, θα διαλυθή μόνο του. 38 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτά, σᾶς λέγω καὶ ἐγὼ τώρα ἐν σχέσει πρὸς τὴν περίπτωσιν αὐτήν, ποὺ μᾶς παρουσιάζεται· σταθῆτε μακρὰν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς καὶ ἀφήσατέ τους ἐλευθέρους. Διότι, ἐὰν αὐτὸ ποὺ σχεδιάζουν καὶ σκέπτονται οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἢ τὸ ἔργον αὐτό, ποὺ ἐργάζονται, προέρχεται ἐξ ἀνθρώπων, θὰ καταστροφῇ μόνον του χωρὶς τὴν ἰδικήν σας παρέμβασιν.
39 εἰ δὲ ἐκ Θεοῦ ἐστιν, οὐ δύνασθε καταλῦσαι αὐτό, μήποτε καὶ θεομάχοι εὑρεθῆτε. 39 Εάν όμως είναι εκ του Θεού, δεν ημπορείτε σεις να το καταστρέψετε. Σκεφθήτε δε, μήπως γίνετε και θεομάχοι, πολεμούντες τον Θεόν και το έργον του”. 39 Ἐὰν ὅμως εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ, δὲν δύνασθε νὰ τὸ καταστρέψετε, προσέξατε δέ, μήπως εὑρεθῆτε ἀντιμέτωποι καὶ πολέμιοι ὄχι μόνον ἐναντίον ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοῦ Θεοῦ.
40 ἐπείσθησαν δὲ αὐτῷ, καὶ προσκαλεσάμενοι τοὺς ἀποστόλους δείραντες παρήγγειλαν μὴ λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἀπέλυσαν αὐτοὺς. 40 Επείσθησαν δε εις αυτόν τα μέλη του συνεδρίου και αφού επροσκάλεσαν τους Αποστόλους πάλιν εις την αίθουσαν, τους έδειραν, τους παρήγγειλαν να μη κηρύττουν πλέον επί τω ονόματι του Ιησού και κατόπιν τους απέλυσαν. 40 Ἐπείσθησαν δὲ τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου εἰς αὐτόν. Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσαν τοὺς ἀποστόλους νὰ ἔμβουν πάλιν εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ δικαστηρίου, τοὺς ἔδειραν καὶ τοὺς παρήγγειλαν νὰ μὴ διδάσκουν, λαμβάνοντες ὡς κύριον θέμα τοῦ κηρύγματός των τὸ ὄνομα καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ κατόπιν τούτου τοὺς ἀφῆκαν ἐλευθέρους.
41 οἱ μὲν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι· 41 Αλλά οι Απόστολοι, ύστερα από όλα αυτά, ανεχώρησαν από το συνέδριον χαίροντες, διότι ηξιώθησαν της μεγάλης τιμής να υποστούν εξευτελιστικήν τιμωρίαν χάριν του ονόματος του Χριστού. 41 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὰς ἀπειλὰς καὶ τὴν κακομεταχείρισην ταύτην ἔφυγαν οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τὸ συνέδριον μὲ χαρὰν μεγάλην, διότι ἠξιώθησαν νὰ ὑποστοῦν ἀτιμωτικὴν τιμωρίαν χάριν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ.
42 πᾶσάν τε ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ κατ’ οἶκον οὐκ ἐπαύοντο διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι Ἰησοῦν τὸν Χριστόν. 42 Δεν εσταματούσαν δε κάθε ημέραν, τόσον ενώπιον του λαού στο ιερόν, όσον και ιδιαιτέρως εις τα σπίτια, να διδάσκουν και να μεταδίδουν την χαρμόσυνον αγγελίαν, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο σταλμένος από τον Θεόν Σωτήρ. 42 Καὶ δὲν ἔπαυον κάθε ἡμέραν δημοσίᾳ ἐν τῷ ἱερῷ καὶ κατ’ ἰδίαν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ διδάσκουν καὶ νὰ διαδίδουν τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας.