Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Λαλούντων δὲ αὐτῶν πρὸς τὸν λαὸν ἐπέστησαν αὐτοῖς οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι, 1 Καθ' ον δε χρόνον ωμιλούσαν οι δύο Απόστολοι στον λαόν, ώρμησαν ξαφνικά εις αυτούς οι ιερείς και ο αξιωματικός ιερεύς, ο στρατηγός, που ήτο επί κεφαλής της φρουράς του ναού και οι Σαδδουκαίοι, 1 Ενῷ δὲ οἱ δύο Ἀπόστολοι ὡμίλουν πρὸς τὸν λαόν, ἦλθον ἔξαφνα πρὸς αὐτοὺς οἱ ἱερεῖς, ποὺ ἦσαν κατὰ τὴν ἑβδομάδα ἐκείνην ἐφημέριοι εἰς τὸν ναόν, καὶ ὁ ἱερεὺς ποὺ ἦτο ἐπὶ κεφαλῆς τῆς φρουρᾶς τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς προϊστάμενος τῶν λευϊτῶν καὶ φρουρῶν τοῦ ναοῦ ἔφερε τὸν τίτλον στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ· καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ἦλθαν καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι.
2 διαπονούμενοι διὰ τὸ διδάσκειν αὐτοὺς τὸν λαὸν καὶ καταγγέλλειν ἐν τῷ Ἰησοῦ τὴν ἀνάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν· 2 στενοχωρούμενοι και αγανακτούντες επειδή οι Απόστολοι εδίδασκαν τον λαόν και εκύρυτταν την ανάστασιν των νεκρών δια του Ιησού Χριστού. 2 Αὐτοὶ ὅλοι ἐστενοχωροῦντο καὶ ἠγανάκτουν, διότι οἱ Ἀπόστολοι ἐδίδασκον τὸν λαὸν καὶ ἐκήρυττον τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν βεβαιοῦντες καὶ ἀποδεικνύοντες αὐτὴν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος προσφάτως εἶχεν ἀναστηθῇ.
3 καὶ ἐπέβαλον αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ ἔθεντο εἰς τήρησιν εἰς τὴν αὔριον· ἦν γὰρ ἑσπέρα ἤδη. 3 Και άπλωσαν επάνω εις αυτούς τα χέρια των, τους επιασαν και τους έβαλαν υπό επιτήρησιν εις την φυλακήν, δια να τους δικάσουν την επομένην ημέραν. Διότι ήτο πλέον εσπέρα και δεν επετρέπετο να γίνη δίκη κατά την νύκτα. 3 Καὶ ἔβαλαν τὰ χέρια των ἐπάνω τους καὶ τοὺς συνέλαβον καὶ τοὺς ἔθεσαν ὑπὸ ἐπιτήρησιν εἰς τὴν φυλακήν, διὰ νὰ τοὺς δικάσουν κατὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν· διότι ἦτο ἑσπέρα πλέον καὶ δὲν ἔμενε καιρός, διὰ νὰ συγκληθῇ τὸ συνέδριον.
4 πολλοὶ δὲ τῶν ἀκουσάντων τὸν λόγον ἐπίστευσαν, καὶ ἐγενήθη ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ὡσεὶ χιλιάδες πέντε. 4 Ομως πολλοί από όσους ήκουσαν το κήρυγμα του Πετρου επίστευσαν και έτσι ο αριθμός των πιστών έγινε περίπου πέντε χιλιάδες, εκτός από τας γυναίκας και τα παιδιά. 4 Ἐν τούτοις πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦ Πέτρου, ἐπίστευσαν καὶ ἔγινεν ὁ ἀριθμός των εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πιστῶν εἰς τὸν Ἰησοῦν ἀνδρῶν, ἐκτὸς γυναικῶν καὶ παιδιῶν, περίπου πέντε χιλιάδες.
5 Ἐγένετο δὲ ἐπὶ τὴν αὔριον συναχθῆναι αὐτῶν τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ γραμματεῖς εἰς Ἱερουσαλήμ, 5 Κατά την επομένην ημέραν συνεκεντρώθησαν οι άρχοντες των Ιουδαίων και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς, που κατοικούσαν εις την Ιερουσαλήμ, 5 Κατὰ τὴν ἑπομένην δὲ ἡμέραν συνέβη νὰ συναχθοῦν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς Ἱερουσαλήμ,
6 καὶ Ἅνναν τὸν ἀρχιερέα καὶ Καϊάφαν καὶ Ἰωάννην καὶ Ἀλέξανδρον καὶ ὅσοι ἦσαν ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ, 6 όπως επίσης και ο Αννας ο αρχιερεύς και ο Καϊάφας και ο Ιωάννης και ο Αλέξανδρος και όσοι κατήγοντο από οικογένειαν αρχιερατικήν. 6 καὶ ὁ Ἄννας ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ὁ Καϊάφας καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὅσοι κατήγοντο ἀπὸ οἰκογένειαν ἀρχιερατικήν.
7 καὶ στήσαντες αὐτοὺς ἐν τῷ μέσῳ ἐπυνθάνοντο· Ἐν ποίᾳ δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι ἐποιήσατε τοῦτο ὑμεῖς; 7 Αφού, λοιπόν, έβαλαν τους Αποστόλους να σταθούν όρθιοι στο μέσον, τους ανέκριναν και τους ερωτούσαν· “με ποίαν δύναμιν η δια μέσου ποίου ονόματος εκάματε σστούτο, δηλαδή την θεραπείαν του χωλού;” 7 Καὶ ἀφοῦ διέταξαν τοὺς Ἀποστόλους νὰ σταθοῦν εἰς τὸ μέσον ὄρθιοι, σὰν κατηγορούμενοι ποὺ ἦσαν, τοὺς ἠρώτων καὶ τοὺς ἐξήταζαν· Μὲ ποίαν δύναμιν ἢ μὲ τὴν ἐπίκλησιν ποίου ὀνόματος ἐκάματε σεῖς αὐτό, ποὺ ἔγινεν εἰς τὸν χωλόν;
8 τότε Πέτρος πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραὴλ, 8 Τοτε ο Πετρος, αφού εγέμισε και εφωτίσθη από το Πνεύμα το Αγιον, τους είπε· “άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραηλιτικού έθνους, 8 Τότε ὁ Πέτρος, ἀφοῦ ἡ ψυχή του ἐγέμισεν ἀπὸ ἔμπνευσιν καὶ φωτισμὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς εἶπεν· Ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ προεστῶτες τοῦ Ἰσραήλ·
9 εἰ ἡμεῖς σήμερον ἀνακρινόμεθα ἐπὶ εὐεργεσίᾳ ἀνθρώπου ἀσθενοῦς, ἐν τίνι οὗτος σέσῳσται, 9 εάν ημείς σήμερα ανακρινώμεθα δια την ευεργεσίαν, που εκάμαμεν στον άνθρωπον αυτόν, και ειδικώτερον δια μέσου τίνος έχει αυτός σωθή και θεραπευθή από την ασθένειάν του, 9 ἀφοῦ δὲν τὸ ηὕρατε σεῖς ἄδικον καὶ ἀνάρμοστον νὰ ὑποβληθῶμεν σήμερον ἡμεῖς εἰς ἀνάκρισιν καὶ δίκην δι’ εὐεργεσίαν ἀνθρώπου ἀσθενοῦς καὶ εἰδικώτερον νὰ ἐξετασθῶμεν διὰ τὸ μέσον, μὲ τὸ ὁποῖον οὗτος ἐθεραπεύθη,
10 γνωστὸν ἔστω πᾶσιν ὑμῖν καὶ παντὶ τῷ λαῷ Ἰσραὴλ ὅτι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, ἐν τούτῳ οὗτος παρέστηκεν ἐνώπιον ὑμῶν ὑγιής. 10 ας γίνη γνωστόν εις όλους σας και εις όλον τον Ισραηλιτικόν λαόν, ότι ο τέως χωλός εθεραπεύθη και στέκεται τώρα ενώπιόν σας υγιής με την επίκλησιν του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, τον οποίον σεις μεν εσταυρώσατε, ο δε Θεός ανέστησε εκ νεκρών. 10 ἂς γίνῃ γνωστὸν εἰς ὅλους σας καὶ εἰς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, τὸν ὁποῖον σεῖς ἐσταυρώσατε, ἀλλὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν, ἐν τῷ ὀνόματι τούτῳ ὁ χωλὸς αὐτὸς στέκεται ἐμπρός σας ὑγιῆς.
11 οὗτός ἐστιν ὁ λίθος ὁ ἐξουθενηθεὶς ὑφ’ ὑμῶν τῶν οἰκοδομούντων, ὁ γενόμενος εἰς κεφαλὴν γωνίας. 11 Αυτός είναι ο λίθος, τον οποίον σεις, οι πρωτοστατούντες εις την πνευματικήν οικοδομήν του Ισραήλ, τον επεριφρονήσατε ως άχρηστον και ο οποίος εν τούτοις έγινε θεμελιακό αγκωνάρι εις νέαν πνευματικήν οικοδομήν Ισραηλιτών και ειδωλολατρών. 11 Ὁ Ἰησοῦς οὗτος εἶναι ὁ λίθος ποὺ ἐπεριφρονήθη ὡς τιποτένιος ἀπὸ σᾶς, ποὺ λόγῳ τοῦ ἀξιώματός σας ἐπιστατεῖτε εἰς τὴν πνευματικὴν οἰκοδομὴν τοῦ Ἰσραήλ. Ἀλλὰ παρὰ τὴν περιφρόνησιν, ποὺ τοῦ ἐκάματε, ὁ λίθος αὐτὸς ἔγινεν ἀγκωνάρι, ποὺ συνένωσεν ὡς ἄλλους δύο τοίχους τὸν ἰουδαϊκὸν καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸν λαὸν καὶ στηρίζει τὸ ὅλον πνευματικὸν οἰκοδόμημα.
12 καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς. 12 Και δεν είναι δυνατόν με κανένα άλλο πρόσωπον και τρόπον να επιτύχωμεν την σωτηρίαν, διότι δεν υπάρχει κανένα άλλο όνομα κάτω από τον ουρανόν και εις όλην την γην, που να έχη δοθή εκ μέρους του Θεού στους ανθρώπους, δια του οποίου, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, έχει ορισθή να σωθώμεν όλοι μας”. 12 Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν δι’ οὐδενὸς ἅλλου νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν σωτηρίαν, ποὺ μᾶς ὑπεσχέθη ὁ Θεός. Διότι δὲν ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπὶ ὅλης τῆς γῆς πλὴν τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ κανὲν ἄλλο ὄνομα, τὸ ὁποῖον νὰ ἔχῃ δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ὡρίσθη διὰ θείας βουλῆς καὶ ἀποφάσεως νὰ σωθῶμεν ὅλοι ἡμεῖς. Καὶ συνεπῶς τὸν Ἰησοῦν αὐτὸν ὡς Σωτῆρα ὀφείλομεν νὰ ἐγκολπωθῶμεν.
13 Θεωροῦντες δὲ τὴν τοῦ Πέτρου παρρησίαν καὶ Ἰωάννου, καὶ καταλαβόμενοι ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καὶ ἰδιῶται, ἐθαύμαζον, ἐπεγίνωσκόν τε αὐτοὺς ὅτι σὺν τῷ Ἰησοῦ ἦσαν, 13 Εκείνοι βλέποντες το θάρρος του Πετρου και του Ιωάννου και έχοντες υπ' όψιν των, ότι ήσαν αγράμματοι άνθρωποι του λαού, κατελαμβάνοντο από θαυμασμόν δια την σοφίαν και την δύναμιν του λόγου των και συγχρόνως ανεγνώριζαν και παρεδέχοντο ότι αυτοί ήσαν μαζή με τον Ιησούν. 13 Ὅσον δὲ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἔβλεπαν μὲ ἔκπληξιν τὸ ἄφοβον θάρρος τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννου, περὶ τῶν ὁποίων εὐθὺς ἐξ ἀρχῇς ἀντελήφθησαν, ὅτι ἦσαν ἄνθρωποι ἀγράμματοι καὶ ἀνῆκον εἰς τὰς λαϊκὰς τάξεις, ἐθαύμαζον διὰ τὰς γνώσεις των καὶ συγχρόνως ἀνεγνώριζαν, ὅτι αὐτοὶ ἦσαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν.
14 τόν δὲ ἄνθρωπον βλέποντες σὺν αὐτοῖς ἑστῶτα τὸν τεθεραπευμένον, οὐδὲν εἶχον ἀντειπεῖν. 14 Βλέποντες δε θεραπευμένον τον τέως χωλόν να στέκεται μαζή με αυτούς, δεν είχαν και δεν εύρισκαν να αντείπουν τίποτε. 14 Ὅταν δὲ ἔβλεπαν τὸν ἄνθρωπον, ποὺ εἶχε θεραπευθῇ, νὰ στέκεται μαζί τους ὄρθιος, δὲν εἶχαν τίποτε νὰ ἀντιλέξουν.
15 κελεύσαντες δὲ αὐτοὺς ἔξω τοῦ συνεδρίου ἀπελθεῖν, συνέβαλλον πρὸς ἀλλήλους 15 Αφού δε τους διέταξαν να βγουν έξω από την αίθουσαν του συνεδρίου, ήρχισαν να συζητούν μεταξύ των και να ανταλλάσσουν τας σκέψεις των. 15 Διὰ νὰ εὕρουν δὲ κάποιαν διέξοδον εἰς τὴν δύσκολον θέσιν, ποὺ εἶχαν περιέλθει, τοὺς διέταξαν νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν αἴθουσαν τοῦ συνεδρίου, καὶ ἀντήλλασσον μεταξύ των γνώμας
16 λέγοντες· Τί ποιήσωμεν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις; ὅτι μὲν γὰρ γνωστὸν σημεῖον γέγονε δι’ αὐτῶν, πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλὴμ φανερόν καὶ οὐ δυνάμεθα ἀρνήσασθαι· 16 Λεγοντες· “τι να κάμωμεν με αυτούς τους ανθρώπους; Διότι, ότι μεν βέβαια έγινε από αυτούς θαύμα γνωστόν και αναντίρρητον, είναι πλέον φανερόν εις όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, και δεν ημπορούμεν να το αρνηθούμεν. 16 λέγοντες· Τί νὰ κάμωμεν μὲ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς; Διότι, ὅτι μὲν ἔγινε δι’ αὐτῶν θαῦμα γνωστὸν καὶ βέβαιον, εἶναι φανερὸν εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ τὸ ἀρνηθῶμεν.
17 ἀλλ’ ἵνα μὴ ἐπὶ πλεῖον διανεμηθῇ εἰς τὸν λαόν, ἀπειλῇ ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ μηδενὶ ἀνθρώπων. 17 Δια να μη διαδοθή όμως περισσότερον μεταξύ του λαού το θαύμα, ας τους απειλήσωμεν με μεγάλας τιμωρίας, ώστε να μη ομιλούν εις κανένα πλέον των ανθρώπων δια το όνομά του, δηλαδή δια τον Χριστόν”. 17 Ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ διαδοθῇ καὶ γνωστοποιηθῇ περισσότερον εἰς τὸν λαὸν τὸ θαῦμα αὐτό, ἂς τοὺς φοβερίσωμεν δυνατὰ καὶ ἂς τοὺς ἐπιβάλωμεν νὰ μὴ ὁμιλοῦν πλέον εἰς κανένα ἄνθρωπον χρησιμοποιοῦντες ὡς κεντρικὸν σημεῖον καὶ ὡς βάσιν τῆς διδασκαλίας των καὶ τοῦ κηρύγματός των τὸ ὄνομα αὐτό.
18 καὶ καλέσαντες αὐτοὺς παρήγγειλαν αὐτοῖς τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι μηδὲ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ. 18 Και αφού τους εκάλεσαν πάλιν εις την αίθουσαν, τους έδωσαν την εντολήν να μη κηρύττουν πλέον και να μη διδάσκουν πίστιν στο όνομα του Ιησού Χριστού. 18 Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐκάλεσαν ἐκ νέου εἰς τὴν αἴθουσαν, τοὺς παρήγγειλαν νὰ μὴ λέγουν εἰς τὸ ἑξῆς οὐδὲ λέξιν, οὕτε νὰ διδάσκουν μὲ κύριον θέμα καὶ σκοπὸν τῆς διδασκαλίας των τὴν πίστιν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ.
19 ὁ δὲ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἀποκριθέντες πρὸς αὐτοὺς εἶπον· Εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ, κρίνατε. 19 Αλλά ο Πετρος και ο Ιωάννης απεκρίθησαν προς αυτούς και είπαν· “εάν είναι ορθόν και δίκαιον ενώπιον του Θεού, να υπακούωμεν περισσότερον εις σας παρά στον Θεόν, σκεφθήτε και κρίνετε μόνοι σας. 19 Ὁ Πέτρος ὅμως καὶ ὁ Ἰωάννης ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπον· Ἐν σχέσει μὲ αὐτό, ποὺ μᾶς παραγγέλλετε, κρίνατε μόνοι σας, ἐὰν εἶναι δίκαιον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νὰ ὑπακούωμεν περισσότερον εἰς σᾶς παρὰ εἰς τὸν Θεόν.
20 οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν. 20 Διότι ημείς δεν ημπορούμεν να μη κηρύττωμεν αυτά που είδαμε και ακούσαμε”. 20 Ὠρισμένως καὶ σεῖς δὲν θὰ εὕρετε τοῦτο δίκαιον. Διότι δὲν δυνάμεθα ἡμεῖς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα μὲ βεβαιότητα γνωρίζομεν περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὰ ὁποῖα εἴδαμεν μὲ τὰ μάτια μας καὶ ἠκούσαμεν μὲ τὰ αὐτιά μας, νὰ μὴ τὰ κηρύττωμεν.
21 οἱ δὲ προσαπειλησάμενοι ἀπέλυσαν αὐτούς, μηδὲν εὑρίσκοντες τὸ πῶς κολάσονται αὐτούς, διὰ τὸν λαόν, ὅτι πάντες ἐδόξαζον τὸν Θεὸν ἐπὶ τῷ γεγονότι· 21 Εκείνοι όμως, αφού διετύπωσαν και νέας απειλάς, τους απέλυσαν, αφ' ενός μεν διότι δεν εύρισκαν τίποτε το ένοχον, δια να τους τιμωρήσουν, αφ' ετέρου δε εξ αιτίας του λαού, διότι όλοι εδόξαζαν τον Θεόν, δια το θαυμαστόν αυτό γεγονός της θεραπείας του χωλού. 21 Αὐτοὶ ὅμως, ποὺ τοὺς ἀνέκριναν, ἀφοῦ προσέθεσαν εἰς τὴν ἀπαγόρευσίν τους καὶ ἀπειλάς, ὅτι θὰ τοὺς ἐτιμώρουν εἰς τὸ μέλλον αὐστηρά, ἐὰν δὲν συνεμορφοῦντο μὲ τὴν παραγγελίαν των, τοὺς ἀφῆκαν ἐλευθέρους, ἐπειδὴ δὲν εὔρισκαν τίποτε, διὰ τὸ ὁποῖον νὰ τιμωρήσουν αὐτούς. Καὶ ὡς ἐκ τοῦτου ἠναγκάσθησαν νὰ τοὺς ἀπολύσουν ἐξ αἰτίας τοῦ λαοῦ, διότι ὅλοι ἐδόξαζον τὸν Θεὸν διὰ τὸ γεγονὸς αὐτό.
22 ἐτῶν γὰρ ἦν πλειόνων τεσσαράκοντα ὁ ἄνθρωπος ἐφ’ ὃν ἐγεγόνει τὸ σημεῖον τοῦτο τῆς ἰάσεως. 22 Εδικαιολογείτο δε ο θαυμασμός του λαού, διότι ο εκ γενετής χωλός, στον οποίον έγινε το θαύμα της θεραπείας, ήτο σαράντα ετών και πλέον. 22 Ἦτο δὲ ἑπόμενον νὰ προκαλέσῃ τὴν μεγάλην αὐτὴν ἐντύπωσιν εἰς ὅλον τὸν λαὸν τὸ συμβὰν αὐτό. Διότι ἦτο πλέον τῶν τεσσαράκοντα ἐτῶν ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ εἶχε γεννηθῇ χωλὸς καὶ εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε γίνει τὸ θαῦμα αὐτὸ τῆς θεραπείας, τὸ ὁποῖον ἦτο σημάδι καὶ ἀπόδειξις, ὅτι μὲ θείαν δύναμιν ἐνήργησαν οἱ Ἀπόστολοι.
23 Ἀπολυθέντες δὲ ἦλθον πρὸς τοὺς ἰδίους καὶ ἀπήγγειλαν ὅσα πρὸς αὐτοὺς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι εἶπον. 23 Οταν δε οι Απόστολοι απελύθησαν, ήλθαν στους άλλους πιστούς, με τους οποίους στενότατα, ως αδελφοί της αυτής πνευματικής οικογενείας, συνεδέοντο και τους ανήγγειλαν όσα οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι είχαν είπει εις αυτούς. 23 Ὅταν δὲ οἱ Ἀπόστολοι ἀφέθησαν ἐλεύθεροι, ἦλθον εἰς ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους συνεδέοντο διὰ τῆς πίστεως ὡς μέλη μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας καὶ τοὺς διηγήθησαν ὅσα εἶπον πρὸς αὐτοὺς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι.
24 οἱ δὲ ἀκούσαντες ὁμοθυμαδὸν ἦραν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπον· Δέσποτα, σὺ ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς, 24 Εκείνοι δε, όταν ήκουσαν, με μια ψυχή και με μια καρδιά ύψωσαν φωνήν προς τον Θεόν και είπαν· “Δεσποτα, συ, ο οποίος έκαμες τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν εις αυτά, 24 Αὐτοὶ δέ, ὅταν ἤκουσαν αὐτά, ἀπὸ συμφώνου μὲ μίαν καρδίαν ὅλοι ὕψωσαν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπον· Ὕψιστε κυρίαρχε τοῦ παντός, σὺ ποὺ ἔκαμες τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά·
25 ὁ διὰ στόματος Δαυῒδ παιδός σου εἰπών· ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά; 25 συ, που με το στόμα του δούλου σου Δαυίδ είπες· Διατί εφρύαξαν τα έθνη οι δε λαοί κατέστρωσαν καλομελετημένα, μάταια όμως και ανωφελη, πονηρά σχέδια; 25 Σύ, ποὺ εἶπες διὰ στόματος τοῦ δούλου σου Δαβίδ· διατί ἑκυριεύθησαν ἀπὸ μανίαν καὶ ἑξαγρίωσιν ἔθνη καὶ διατὶ λαοὶ ἐμηχανεύθησαν σχέδια, ποὺ θὰ ἀποτύχουν καὶ θὰ ἀποδειχθοῦν μάταια;
26 παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ. 26 Παρετάχθησαν εις πολεμικήν παράταξιν οι βασιλείς της γης και εμαζεύθηκαν στον ίδιον τόπον όλοι οι άρχοντες εναντίον Κυρίου του Θεού και εναντίον του Μεσσίου, τον οποίον ο Θεός έχρισε βασιλέα, προφήτην και αρχιερέα. 26 Ἐστάθησαν ὁ ἕνας κοντὰ εἰς τὸν ἄλλον ὅλοι μαζὶ εἰς πολεμικὴν παράταξιν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες συνηθροίσθησαν μὲ ἐχθρικὰς διαθέσεις κατὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐναντίον ἐκείνου, τὸν ὁποῖον αὐτὸς ἔχρισε καὶ ἐγκατέστησεν αἰώνιον βασιλέα καὶ ἀρχιερέα καὶ προφήτην.
27 συνήχθησαν γὰρ ἐπ’ ἀληθείας ἐπὶ τὸν ἅγιον παῖδά σου Ἰησοῦν, ὃν ἔχρισας, Ἡρῴδης τε καὶ Πόντιος Πιλᾶτος σὺν ἔθνεσι καὶ λαοῖς Ἰσραήλ, 27 Διότι, πράγματι, Κυριε, εμαζεύθηκαν όλοι αυτοί εναντίον του αγίου παιδός σου Ιησού, τον οποίον συ έστειλες και έχρισες Σωτήρα, ο Ηρώδης και ο Ποντιος Πιλάτος μαζή με τα ειδωλολατρικά έθνη και με τας φυλάς του Ισραήλ, 27 Καὶ ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Δαβὶδ ἐπαλήθευσε σήμερον. Διότι πράγματι καὶ στὰ σωστὰ ἐμαζεύθησαν κατὰ τοῦ ἁγίου παιδός σου Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖον ἔχρισες Λυτρωτὴν καὶ Σωτῆρα, ὁ Ἡρῴδης καὶ ὁ Πόντιος Πιλᾶτος μαζὶ μὲ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ μὲ λαὸν ἀπὸ ὅλας τὰς φυλᾶς τοῦ Ἰσραήλ.
28 ποιῆσαι ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισε γενέσθαι. 28 δια να πράξουν όχι όλα όσα αυτοί εν τη πονηρία των ήθελαν, αλλά όσα η παντοδύναμος δεξιά σου και η πάνσοφος ιδική σου θέλησις είχε προορίσει να γίνουν. 28 Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἐμαζεύθησαν ὅλοι αὐτοί, δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν τίποτε παραπάνω ἀπὸ ὅσα τὸ πανίσχυρον καὶ παντοδύναμον χέρι σου καὶ ἡ πάνσοφος ἀπόφασίς σου ὥρισαν ἐκ προτέρου νὰ γίνουν.
29 καὶ τὰ νῦν, Κύριε, ἔπιδε ἐπὶ τὰς ἀπειλὰς αὐτῶν, καὶ δὸς τοῖς δούλοις σου μετὰ παρρησίας πάσης λαλεῖν τὸν λόγον σου 29 Και τώρα, Κυριε, ρίξε το βλέμμα σου εις τας απειλάς των, με τας οποίας μας φοβερίζουν και δώσε στους δούλους σου δύναμιν και φωτισμόν να λαλούν με κάθε παρρησίαν και να κηρύττουν το θέλημά σου, 29 Καὶ τώρα, Κύριε, ρίψε τὸ προστατευτικὸν δι’ ἡμᾶς βλέμμα σου εἰς τὰς ἀπειλάς των καὶ δῶσε εἰς τοὺς δούλους σου ἐνίσχυσιν καὶ χάριν διὰ νὰ λαλοῦν τὸν λόγον σου μὲ θάρρος καὶ μὲ ἀφοβίαν ἀπέναντι ὁποιασδήποτε ἀπειλῆς.
30 ἐν τῷ τὴν χεῖρά σου ἐκτείνειν σε εἰς ἴασιν καὶ σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου παιδός σου Ἰησοῦ. 30 καθ' ον χρόνον συ θα απλώνης το χέρι σου εις θαυματουργικήν θεραπείαν και θα γίνωνται με την επίκλησιν του ονόματος του αγίου παιδός σου Ιησού καταπληκτικά και αποδεικτικά σημεία και θαύματα”. 30 Καὶ ἔτσι νὰ κηρύττουν αὐτοὶ τὴν ἀλήθειαν, ἐνῷ σὺ θὰ ἑξαπλώνῃς τὸ παντοδύναμόν σου χέρι πρὸς θαυματουργικὴν θεραπείαν τῶν ἀσθενειῶν καὶ ἐνῷ θὰ γίνωνται σημεῖα ἀποδεικτικὰ καὶ θαύματα καταπληκτικὰ διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου παιδός σου Ἰησοῦ.
31 καὶ δεηθέντων αὐτῶν ἐσαλεύθη ὁ τόπος ἐν ᾧ ἦσαν συνηγμένοι, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἐλάλουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ μετὰ παρρησίας. 31 Και όταν αυτοί έτσι παρεκάλεσαν τον Θεόν, εσείσθη ο τόπος, στον οποίον ήσαν συγκεντρωμένοι, και έλαβαν πλουσίως όλοι Αγιον Πνεύμα, διεποτίσθησαν από αυτό και εκήρυτταν τον λόγον του Θεού με θάρρος. 31 Καὶ ὅταν οὗτοι μὲ τὴν προσευχὴν αὐτὴν ἐπεκαλέσθησαν τὸν Θεόν, ἐσείσθη ὁ τόπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἦσαν συναθροισμένοι, καὶ ἐπληρώθησαν ὅλοι μὲ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ ἐλάλουν μὲ ἄφοβον θάρρος τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
32 Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. 32 Ολο δε εκείνο το πλήθος των πιστών είχε μια καρδιά και μια ψυχή, ώστε να αποτελούν μίαν αρμονικήν και πνευματικήν κοινωνίαν· και κανείς δεν έλεγεν ότι και το ελάχιστον από τα υπάρχοντα του είναι ιδικόν του, αλλά ήσαν τα πάντα εις αυτούς κοινά και διετίθεντο δια την εξυπηρέτησιν όλων. 32 Συγχρόνως ὅμως καὶ τὸ πλῆθος ἐκείνων ποὺ εἶχαν πιστεύσει εἰς τὸ εὐαγγέλιον, εἶχαν ἁρμονικὴν καὶ ἀδιάσπαστον ὁμοφροσύνην καὶ τόσον αἱ καρδίαι, ὅσον καὶ ὁλόκληρος ἡ πνευματικὴ ὑπαρξις ὅλων ἦσαν ἐνωμένα εἰς ἔν, ἐπεκράτει δηλαδὴ μεταξύ των πλήρης συμφωνία καὶ ἁρμονία φρονημάτων καὶ συναισθημάτων. Καὶ δὲν εὑρίσκετο κανεὶς ἀπὸ αὐτούς, ποὺ νὰ λέγῃ, ὅτι καὶ τὸ ἐλάχιστον ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὴν περιουσίαν τοῦ ἦτο ἰδικόν του, ἀλλὰ τὰ εἶχαν μεταξύ των ὅλα εἰς κοινὴν ὠφέλειαν καὶ χρῆσιν.
33 καὶ μεγάλῃ δυνάμει ἀπεδίδουν τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς. 33 Και με μεγάλην δύναμιν και ως καθήκον ιερόν και μέγα προσέφεραν οι Απόστολοι την μαρτυρίαν των δια την ανάστασιν του Κυρίου Ιησού. Μεγάλη δε χάρις Θεού ήτο εις όλους τους πιστούς. 33 Καὶ μὲ δύναμιν μεγάλην, ποὺ ἔπειθε τοὺς ἀκροατὰς καὶ ἔφερε μεγάλα ἀποτελέσματα εἰς τὰς ψυχάς των, ἔδιδαν οἱ ἀπόστολοι ὡς χρέος ὀφειλόμενον καὶ καθῆκον ἐπιβεβλημένον τὴν μαρτυρίαν περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καὶ χάρις Θεοῦ μεγάλη, ἡ ὁποία τοὺς συνέδεε διὰ τῆς ἀγάπης σφιγκτά, ἦτο εἰς ὅλους αὐτοὺς τοὺς πιστούς.
34 οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· 34 Απόδειξις δε τούτου ήτο ότι δεν υπήρχε μεταξύ αυτών, κανένας που να στερήται, διότι όσοι ήσαν ιδιοκτήται χωραφιών η σπιτιών τα επωλούσαν και έφερναν το αντίτιμον των πωλουμένων και το έθεταν με ευλάβειαν πολλήν κατά γης, κοντά εις τα πόδια των Αποστόλων. 34 Καὶ ἀπόδειξις τῆς χάριτος αὐτῆς, ποὺ ἐκαρποφόρει τὴν ἀγάπην, ἦτο, ὅτι δὲν ἡπῆρχε κανεὶς μεταξὺ αὐτῶν, ποὺ νὰ στερῆται τὰ πρὸς συντήρησιν. Διότι ὅσοι ἦσαν ἰδιοκτῆται χωραφιῶν ἢ σπιτιῶν, τὰ ἐπώλουν καὶ ἔφερον τὴν εἰς χρήματα ἀξίαν τῶν πωλουμένων κτημάτων καὶ ἐπειδὴ ἐξ εὐλαβείας ἀπέφευγον νὰ τὴν παραδώσουν εἰς χεῖρας τῶν Ἀποστόλων, ἔθετον αὐτὴν κατὰ γῆς κοντὰ εἰς τὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων·
35 διεδίδοτο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν. 35 Εμοιράζετο δε κατόπιν αυτό το χρήμα στον καθένα ανάλογα με την ανάγκην που είχε. 35 διεμοιράζετο δὲ τὸ χρῆμα εἰς ἕκαστον σύμφωνα μὲ τὴν ἀνάγκην ποὺ εἶχεν.
36 Ἰωσὴς δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ὑπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευῒτης, Κύπριος τῷ γένει, 36 Ο Ιωσής δε, ο οποίος ωνομάσθηκε από τους Αποστόλους Βαρνάβας, που σημαίνει εις την ελληνικήν υιός παρηγορίας και ενισχύσεως και ο οποίος ήτο Λευΐτης γεννηθείς εις την Κυπρον, 36 Ὁ Ἰωσῆς δέ, ποὺ ἐπωνομάσθη ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Βαρνάβας, ὅνομα ποὺ μεταφράζεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν υἱὸς παρηγορίας καὶ οἰκοδομητικῆς προτροπῆς, καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο Λευίτης καὶ εἶχε γεννηθῇ εἰς τὴν Κύπρον,
37 ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ, πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων. 37 είχε ένα αγρόν. Και αφού τον επώλησε, έφερε τα χρήματα και τα έθεσεν εμπρός εις τα πόδια των Αποστόλων. 37 εἶχεν εἰς τὴν κυριότητά του ἕνα ἀγρόν. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπώλησεν, ἔφερε τὸ χρῆμα, ποὺ εἰσέπραξε, καὶ τὸ ἔθεσεν ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων.