Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν 1 Εγώ, ω Θεόφιλε, στο πρώτον βιβλίον που έγραψα, δηλαδή στο Ευαγγέλιον, έκαμα λόγον δι' όλα όσα έπραξε και εδίδαξεν ο Ιησούς από την αχήν 1 Τὸ πρῶτον βιβλίον, τὸ ὁποῖον καλεῖται Εὐαγγέλιον, συνέγραψα, ὦ Θεοφίλε, διὰ νὰ ἐξιστορήσω εἰς αὐτὸ περιληπτικῶς ὅλα, ὅσα ἔκαμε καὶ ἐδίδαξεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς δημοσίας δράσεώς του
2 ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· 2 μέχρι την ημέραν, που ανελήφθη στους ουρανούς, αφού προηγουμένως έδωκε, δια μέσου του Αγίου Πνεύματος, εντολάς στους Αποστόλους, τους οποίους ο ίδιος είχεν εκλέξει. 2 μέχρι τῆς ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανούς, ἀφοῦ προηγουμένως μὲ συνεργὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔδωκεν ἐντολὰς εἰς τοὺς ἀποστόλους, τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ἐξέλεξεν.
3 οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 3 Εις αυτούς δε και παρουσίασε τον ευατόν του ζωντανόν, ύστερα από το σωτήριον πάθος του, και έδωσε πολλάς αποδείξεις, ότι ήτο πράγματι ζωντανός. Επί σαράντα δε ημέρας παρουσιάζετο εις αυτούς και τους εδίδασκε αληθείας περί της βασιλείας του Θεού. 3 Εἰς αὐτοὺς δὲ τοὺς ἰδίους παρουσίασε τὸν ἑαυτόν του ζωντανὸν μετὰ τὸ πάθημά του. Καὶ διὰ μέσου πολλῶν ἀποδείξεων τοὺς ἐβεβαίωσεν, ὅτι πράγματι ἦτο ζωντανός. Παρουσιάζετο δὲ κατὰ διαλείμματα ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας ἐνεφανίζετο εἰς αὐτοὺς καὶ ὡμίλει περὶ τῶν ἀληθειῶν καὶ μυστηρίων τῶν ἀναφερομένων εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
4 καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· 4 Και καθώς συνανεστρέφετο και συνέτρωγε συχνά με αυτούς, τους έδωκε παραγγελίαν· “να μη απομακρύνεσθε από την Ιερουσαλήμ, αλλά να περιμένετε την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως του Πατρός, την αποστολήν δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, δια την οποίαν με έχετε ακούσει να σας ομιλώ. 4 Καὶ ἐνῷ ἔτρωγε μαζί τους τὴν αὐτὴν μὲ ἐκείνους τροφήν, τοὺς ἔδωκε τὴν παραγγελίαν νὰ μὴ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ περιμένουν τὴν πραγματοποίησιν τῆς ὑποσχέσεως περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον θὰ ἔστελλεν ὁ Πατὴρ καὶ τὴν ὁποίαν ὑπόσχεσιν, ἔλεγεν εἰς αὐτοὺς ὁ ἀναστὰς Κύριος, ἠκούσατε ἀπὸ τὸ στόμα μου.
5 ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. 5 Διότι ο μεν Ιωάννης εβάπτισε με νερό μόνον, χωρίς να μεταδώση αναγέννησιν και πνευματικήν ζωήν. Σεις όμως θα βαπτισθήτε με το Πνεύμα το Αγιον, ύστερα από ολίγας ημέρας”. 5 Εἶναι δὲ ἀνάγκη νὰ περιμένετε, ὅπως λάβετε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διότι ὁ Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε μὲ ἁπλοῦν νερὸν καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ συνεπῶς δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἀναγεννήσῃ ἐκείνους, ποὺ τὸ ἐλάμβανον. Σεῖς ὅμως θὰ βαπτισθῆτε μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὄχι πολλὰς ἡμέρας ὕστερον ἀπὸ αὐτάς, ποὺ διερχόμεθα.
6 οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; 6 Επειτα από αυτά τα λόγια του Κυρίου ήλθαν όλοι μαζή οι μαθηταί προς αυτόν και τον ηρώτησαν λέγοντες· “Κυριε, πες μας, εάν στον καιρόν τούτον, που διερχόμεθα, πρόκειται να αποκαταστήσης πάλιν ένδοξον την βασιλείαν του Ισραήλ;” 6 Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ τὰς ἐλπίδας αὐτάς, ποὺ ἔδωκεν ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς μαθητάς του, ἦλθαν ὅλοι μαζὶ καὶ τὸν ἠρώτων λέγοντες· Κύριε, εἰπέ μας, ἐὰν κατὰ τὸ χρονικὸν διάστημα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν πρόκειται νὰ ἀποκαταστήσῃς εἰς τὴν παλαιάν της δύναμιν καὶ δόξαν τὴν βασιλείαν διὰ τὸν Ἰσραήλ;
7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, 7 Ο Ιησούς όμως τους είπε· “δεν είναι ιδικόν σας έργον και δικαίωμα να γνωρίσετε τα χρόνια η τους ωρισμένους καιρούς, τους οποίους ο Πατήρ εκράτησε εις την ιδικήν του εξουσίαν και παγγνωσίαν. 7 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε πρὸς αὐτούς: Δὲν ἀνήκει εἰς σᾶς καὶ δὲν εἶναι ἰδικόν σας δικαίωμα νὰ γνωρίσετε τὰ χρόνια ἢ τοὺς ὡρισμένους μῆνας καὶ ἡμέρας, τὰ ὁποῖα ὁ Πατὴρ ἐκράτησεν εἰς τὴν ἀποκλειστικὴν ἐξουσίαν του, ὥστε αὐτὸς μόνος νὰ τὰ γνωρίζῃ καὶ αὐτὸς μόνος νὰ φέρῃ εἰς πέρας ὅσα κατὰ τὴν διαρκειαν αὐτῶν θὰ συντελεσθοῦν.
8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. 8 Θα λάβετε όμως δύναμιν, όταν έλθη εις σας το Πνεύμα το Αγιον, και τότε θα γίνετε μάρτυρές μου, οι οποίοι θα διδάξετε τα περί εμού εις την Ιερουσαλήμ και όλην την Ιουδαίαν και Σαμάρειαν και έως τα πλέον μακρυνά και απομονωμένα σημεία της γης”. 8 Θὰ λάβετε ὅμως ἐνίσχυσιν καὶ δύναμιν, ὅταν ἔλθῃ ἐπάνω σας τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ θὰ εἶσθε μάρτυρες τοῦ βίου μου καὶ τῆς διδασκαλίας μου καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν καὶ εἰς τὴν Σαμάρειαν καὶ ἕως τὸ ἔσχατον καὶ τὸ πλέον μακρυνὸν σημεῖον τῆς γῆς.
9 καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 9 Και αφού είπεν αυτά, ενώ εκείνοι τον έβλεπαν, υψώθηκε εις τα επάνω και ένα σύννεφον ολόφωτον τον παρέλαβε εκ των κάτω και τον απέκρυψε από τα μάτια των. 9 Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτά, ἐνῷ ἐκεῖνοι τὸν ἔβλεπαν, ὑψώθη πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ σύννεφον παρουσιάσθη σὰν ἄλλο ὄχημα ὑποκάτω του καὶ τὸν ἐπῆρεν ἀπὸ τὰ μάτια τους.
10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, 10 Και καθώς εκείνος ανελαμβάνετο και οι μαθηταί είχαν καρφωμένα τα βλέμματα των στον ουρανόν, ιδού εστάθησαν κοντά των ντυμένοι ολόλευκα φορέματα δύο άνδρες, οι οποίοι ήσαν άγγελοι εκ του ουρανού, 10 Καὶ ἐνῷ εἶχαν καρφωμένα τὰ βλέμματά τους εἰς τὸν οὐρανόν, τότε ἀκριβῶς, ποὺ ἀνέβαινεν ἐκεῖ ὁ Κύριος, ἰδοὺ δύο ἄγγελοι, ποὺ ἐνεφανίσθησαν ὡς ἄνδρες, ἐστάθησαν κοντά τους μὲ φορέματα λευκά.
11 οἳ καὶ εἶπον· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ’ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανὸν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. 11 και είπαν προς αυτούς· “άνδρες Γαλιλαίοι, διατί εσταθήκατε εδώ με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανόν; Αυτός ο Ιησούς, ο οποίος προ ολίγου ανελήφθη εκ μέσου υμών στον ουρανόν, θα έλθη και πάλιν έτσι, όπως τον είδατε ένδοξον επάνω εις ένα σύννεφον να πηγαίνη προς τον ουρανόν”. 11 Καὶ εἶπαν οὗτοι πρὸς αὐτούς· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, διατὶ στέκεσθε καὶ παρατηρεῖτε μὲ βλέμμα ἀκίνητον εἰς τὸν οὐρανόν; Ὁ Ἰησοῦς αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀνελήφθη ἀπὸ σᾶς εἰς τὸν οὐρανόν, θὰ ἔλθῃ κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον, μὲ τὸ σῶμα του δηλαδὴ καὶ καθήμενος ἐπάνω εἰς σύννεφον, ὅπως καὶ τώρα γεμᾶτοι θαυμασμὸν καὶ κατάπληξιν τὸν εἴδατε νὰ πηγαίνῃ εἰς τὸν οὐρανόν.
12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς Ἱερουσαλὴμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν. 12 Τοτε οι μαθηταί επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ από το όρος, που ελέγετο Ελαιών και το οποίον είναι πλησίον της Ιερουσαλήμ, εις απόστασιν ενός και κάτι χιλιομέτρου, όσον δηλαδή επετρέπετο στους Ισραηλίτας να βαδίσουν κατά την ημέραν του Σαββάτου. 12 Τότε οἱ Ἀπόστολοι ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸ ὄρος, ποὺ ἐλέγετο Ἐλαιών, καὶ εἶναι πλησίον τῆς Ἱερουσαλήμ εἰς ἀπόστασιν τὀσην, ὅση ἐπετρέπετο να βαδίσουν οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τὸ Σάββατον.
13 καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, Ἰάκωβος Ἁλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ Ἰούδας Ἰακώβου. 13 Και όταν εισήλθαν εις την πόλιν, ανέβηκαν στο γνωστόν υπερώον, όπου συνήθως συνηντώντο και παρέμεναν οι μαθηταί, ο Πετρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο Ανδρέας, ο Φιλιππος και ο Θωμάς, ο Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου και ο Σιμων ο Ζηλωτής και ο Ιούδας ο υιός του Ιακώβου. 13 Καὶ ὅταν ἐμβῆκαν εἰς τὴν πόλιν, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον, εἰς τὸ ἐπάνω δηλαδὴ πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου τακτικὰ συνηθροίζοντο ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ ὅπου συνηντῶντο καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀνδρέας, ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Θωμάς, ὁ Βαρθολομαῖος καὶ ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰάκωβος ὁ υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου καὶ ὁ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ὁ Ἰούδας ὁ υἱὸς τοῦ Ἰακώβου.
14 οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ. 14 Ολοι αυτοί με μια ψυχή και με μια καρδιά ακούραστα προσηύχοντο και εδέοντο στον Θεόν μαζή και με άλλας ευσεβείς γυναίκας, που είχαν ακολουθήσει τον Κυριον, όπως επίσης μαζή με την Μαρίαν την μητέρα του Ιησού και με αυτούς, που ενομίζοντο αδελφοί του. 14 Αὐτοὶ ὅλοι μὲ μίαν ψυχὴν καὶ καρδίαν καὶ μὲ τὰ αὐτὰ αἰσθήματα καὶ διαθέσεις παρέμεναν ἀκούραστοι καὶ καρτερικοὶ εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὴν δέησιν μαζὶ μὲ τὰς εὐσεβεῖς γυναῖκας, ποὺ ἠκολούθησαν τὸν Κύριον ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν, καὶ μὲ τὴν Μαρίαν τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ καὶ μαζὶ μὲ τοὺς νομιζομένους ἀδελφούς του.
15 Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἀναστὰς Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν εἶπεν· ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσιν· 15 Και κατά τας ημέρας αυτάς εσηκώθηκε ο Πετρος στο μέσον των μαθητών και είπε· ήσαν δε εκεί συνηθροισμένοι εκατόν είκοσι περίπου πρόσωπα· 15 Καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς, ποὺ ἐπηκολούθησαν εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, ἐσηκώθη ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν καὶ εἶπεν· (Ἦσαν δὲ συνηθροισμένοι εἰς τὸ αὐτὸ μέρος περίπου ἑκατὸν εἴκοσι πρόσωπα).
16 Ἄνδρες ἀδελφοί, ἔδει πληρωθῆναι τὴν γραφὴν ταύτην ἣν προεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον διὰ στόματος Δαυῒδ περὶ Ἰούδα τοῦ γενομένου ὁδηγοῦ τοῖς συλλαβοῦσι τὸν Ἰησοῦν, 16 “άνδρες αδελφοί, έπρεπε να εκπληρωθή ακριβώς η προφητεία της Γραφής, την οποίαν προείπε το Πνεύμα το Αγιον με το στόμα του Δαυίδ δια τον Ιούδαν, ο οποίος έγινε οδηγός εκείνων, που συνέλαβαν τον Ιησούν. 16 Ἄνδρες ἀδελφοί· Ἀφοῦ ἦτο θεόπνευστος, ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθῇ ἐπακριβῶς καὶ ἐξ ὁλόκληρου ὁ λόγος τῆς Γραφῆς, τὸν ὁποῖον προεῖπε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τοῦ στόματος τοῦ Δαβὶδ περὶ τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος κατήντησε νὰ γίνῃ ὁδηγὸς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν.
17 ὅτι κατηριθμημένος ἦν σὺν ἡμῖν καὶ ἔλαχε τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης. 17 Η προφητεία λέγει, ότι είχε και αυτός συμπεριληφθή στον αριθμόν μας και έλαβεν εκ μέρους του Θεού ως τιμητικήν δωρεάν, ωσάν θείον λαχνόν, μέρος εις την αποστολικήν αυτήν διακονίαν. 17 Ἡ προφητεία αὐτὴ ὁμιλεῖ περὶ ἀξιώματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξέπεσεν ὁ Ἰούδας. Διότι εἶχε συγκαταριθμηθῆ μαζὶ μὲ ἡμᾶς καὶ ἔλαβεν ὅχι ἀπὸ ἰδικήν του ἀξιομισθίαν, ἀλλὰ σὰν λαχεῖον κατὰ θείαν χάριν, τὴν ὁποίαν δὲν ἐξετίμησε, τὸ μερίδιον του εἰς τὴν διακονίαν αὐτὴν τὴν ἀποστολικήν.
18 οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ. 18 Αυτός μεν, λοιπόν, απέκτησε με τα χρήματα της προδοσίας του κάποιο χωράφι. Και όταν εκρεμάσθη, έπεσε πρηνής κάτω στο χώμα, διερράγη στο μέσον του σώματός του και εχύθηκαν έξω όλα τα σπλάγχνα του. 18 Αὐτὸς λοιπὸν ἀπέκτησε κάποιο χωράφιον ἀπὸ τὸν μισθὸν καὶ τὴν ἀμοιβήν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπληρώθη ἡ ἀδικία καὶ τὸ ἔγκλημα τῆς προδοσίας του. Καὶ ὅταν ηὐτοκτόνησεν, ἔπεσεν ἀπ’ ἐκεῖ, ποὺ ἐκρεμάσθη, μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ ἔπαθε διάρρηξιν εἰς τὸ μέσον τοῦ σώματος καὶ ἐχύθησαν ἔξω ὅλα τὰ σπλάγχνα του.
19 καὶ γνωστὸν ἐγένετο πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ, ὥστε κληθῆναι τὸ χωρίον ἐκεῖνο τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτῶν Ἀκελδαμᾶ, τουτέστι, χωρίον αἵματος. 19 Το φρικτόν αυτό τέλος του Ιούδα, όπως και η αγορά του χωραφιού με τα χρήματα της προδοσίας, έγιναν γνωστά εις όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ώστε να ονομασθή από αυτούς, εις την ιδικήν των γλώσσαν, το χωράφι εκείνο Ακελδαμά, δηλαδή χωράφι που έχει αγορασθή με το τίμημα αίματος, του αίματος δηλαδή του Χριστού. 19 Καὶ τὸ ἄθλιον αὐτὸ τέλος τοῦ Ἰούδα, καθὼς καὶ τὸ ὅτι ἠγοράσθη ὁ ἀγρὸς μὲ τὴν ἀμοιβὴν τῆς προδοσίας του, ἔγιναν γνωστὰ εἰς ὅλους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ, ὥστε νὰ ὁνομασθῇ τὸ χωράφι ἐκεῖνο εἰς τὴν ἰδικήν τους Ἀραμαϊκὴν γλῶσσαν Ἀκελδαμᾶ, τουτέστι χωράφιον αἵματος, ἐπειδὴ μὲ τὸ τίμημα τοῦ αἵματος τοῦ Ἰησοῦ εἶχεν ἀγορασθῆ.
20 γέγραπται γὰρ ἐν βίβλῳ ψαλμῶν· γενηθήτω ἡ ἔπαυλις αὐτοῦ ἔρημος καὶ μὴ ἔστω ὁ κατοικῶν ἐν αὐτῇ· καί· τὴν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος. 20 Διότι είναι γραμμένο στο βιβλίον των ψαλμών· Ας γίνη η αγροτική του οικία έρημη και κανένας ας μη κατοική πλέον εις αυτήν· και το αποστολικόν του αξίωμα ας το πάρη άλλος. 20 Καὶ αὐτὰ ὅλα συνέβησαν ἀκριβῶς, ὅπως εἶχαν προφητευθῆ. Διότι εἶχε γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον τῶν Ψαλμῶν· ἂς γίνῃ τὸ ἀγρόκτημά του ἔρημον καὶ ἂς μὴ κατοικῇ κανένας εἰς αὐτό· καὶ ἂς λάβῃ ἄλλος τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμά του.
21 δεῖ οὖν τῶν συνελθόντων ἡμῖν ἀνδρῶν ἐν παντὶ χρόνῳ ᾧ εἰσῆλθε καὶ ἐξῆλθεν ἐφ’ ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς, 21 Δια να εκπληρωθή και η τελευταία αυτή φράσις της προφητείας, πρέπει να πάρη την θέσιν του Ιούδα μεταξύ των Αποστόλων ένας από τους άνδρας εκείνους, οι οποίοι ήσαν μαζή μας όλον τον καιρόν, από τότε που ο Κυριος εισήλθε εις την δημοσίαν δράσιν μέχρι την ημέραν, που έφυγε από ημάς. 21 Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ τὸν θάνατον τοῦ Ἰούδα καὶ τὴν ἐρήμωσιν τοῦ χωραφιοῦ του ἐπληρώθη ἡ πρώτη προφητεία, πρέπει διὰ νὰ πληρωθῇ καὶ ἡ τελευταία αὐτὴ προφητεία νὰ γίνῃ ἀντικατάστασις τοῦ Ἰούδα. Ἀπὸ τοὺς ἄνδρας δηλαδὴ ἐκείνους, ποὺ ἦσαν μαζί μας καὶ παρηκολούθησαν καθ’ ὅλον τὸν χρόνον τῆς δράσεως τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸν ὁποῖον ἔμπαινε καὶ ἔβγαινε μεταξύ μας ὁ Κύριος Ἰησοῦς,
22 ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος Ἰωάννου ἕως τῆς ἡμέρας ἧς ἀνελήφθη ἀφ’ ἡμῶν, μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ γενέσθαι σὺν ἡμῖν ἕνα τούτων. 22 Δηλαδή από την ημέραν της βαπτίσεώς του υπό του Ιωάννου, μέχρι και της ημέρας, που ανελήφθη στους ουρανούς. Αυτός δε που θα πάρη τώρα το αποστολικόν αξίωμα πρέπει να γίνη μάρτυς και κήρυξ, μαζή με ημάς, της αναστάσεως του Κυρίου”. 22 ἀπὸ τὸν καιρὸν ποὺ ἔκαμε τὴν ἀρχὴν τῆς δημοσίας δράσεώς του, δηλαδὴ ἀπὸ τῆς βαπτίσεώς του ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου μέχρι τῆς ἡμέρας κατὰ τὴν ὁποίαν ἀνελήφθη καὶ μᾶς ἔφυγε, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς λοιπὸν ἕνας πρέπει νὰ ἐκλεγῇ καὶ νὰ γίνῃ μαζὶ μὲ ἡμᾶς μάρτυς τῆς Ἀναστάσεώς του.
23 Καὶ ἔστησαν δύο, Ἰωσὴφ τὸν καλούμενον Βαρσαββᾶν, ὃς ἐπεκλήθη Ἰοῦστος, καὶ Ματθίαν, 23 Και επρότειναν δύο, τον Ιωσήφ, που ελέγετο Βαρσαββάς και έλαβε κατόπιν το επώνυμον Ιούστος, και τον Ματθίαν. 23 Καὶ ἐπρότειναν ὡς ὑποψηφίους δύο, τὸν Ἰωσήφ, ποὺ ἐκαλεῖτο Βαρσαββᾶς, ὁ ὁποῖος ἔλαβε καὶ τὸ ἐπώνυμον Ἰοῦστος, καὶ τὸν Ματθίαν.
24 καὶ προσευξάμενοι εἶπον· Σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα, 24 Και προσηυχήθησαν οι μαθηταί και είπαν· “Συ, Κυριε, που γνωρίζεις τας καρδίας όλων, φανέρωσε και ανάδειξε εκείνον, που εδιάλεξες, ένα από τους δύο τούτους, 24 Καὶ προσευχήθησαν καὶ εἶπαν· Σύ, Κύριε, ποὺ γνωρίζεις τὰς καρδίας ὅλων, φανέρωσε καθαρὰ ἐκεῖνον, ποὺ ἐξέλεξες, ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο,
25 λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς, ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον. 25 δια να λάβη, σαν θείον λαχνόν, το αξίωμα της υπηρεσίας αυτής, δηλαδή το αποστολικόν, από το οποίον εξέπεσε ο Ιούδας, δια να πορευθή στον τόπον της καταδίκης, που του ήρμοζε”. 25 διὰ νὰ πάρῃ τὸ κατὰ θείαν βουλὴν καὶ χάριν καὶ σὰν ἄλλον λαχνὸν παρεχόμενον ἀξίωμα τῆς διακονίας ταύτης, τουτέστι τὸ ἀποστολικόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξέπεσεν ὁ Ἰούδας διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον τῆς αἰωνίας καταδίκης, ποὺ τοῦ ἤξιζε καὶ τὸν ὁποῖον μόνος του ἐδιάλεξε.
26 καὶ ἔδωκαν κλήρους αὐτῶν, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ Ματθίαν, καὶ συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων. 26 Και έβαλαν κλήρους με τα ονόματα των δύο και έπεσε ο κλήρος στον Ματθίαν, ο οποίος και κατετάχθη μαζή με τους ένδεκα Αποστόλους. 26 Καὶ ἔρριψαν κλήρους μὲ τὰ ὀνόματά των καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος εἰς τὸν Ματθίαν καὶ κατετάχθη οὗτος μὲ τοὺς ἕνδεκα ἀποστόλους.