Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ἐν τῷ τριακοστῷ ἔτει, ἐν τῷ τετάρτῳ μηνὶ πέμπτῃ τοῦ μηνὸς καὶ ἐγὼ ἤμην ἐν μέσῳ τῆς αἰχμαλωσίας ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβάρ, καὶ ἠνοίχθησαν οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδον ὁράσεις Θεοῦ. 1 Κατά το τριακοστόν έτος, την πέμπτην ημέραν του τετάρτου μηνός, καθώς ευρισκόμην μεταξύ των Ιουδαίων συναιχμαλώτων μου, πλησίον στον ποταμόν Χοβάρ, εκεί ηνοίχθησαν οι ουρανοί και είδον οράματα παρά Θεού. 1 Κατὰ τὸ τριακοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας μου καὶ συγκεκριμένως κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν τὸν τετάρτου μηνὸς ἐκείνου τοῦ ἔτους, ἐνῷ ἐζοῦσα μαζὶ μὲ ἄλλους αἰχμαλώτους συμπατριώτας μου πλησίον τοῦ ποταμοῦ Χοβάρ, συνέβη νὰ ἀνοίξουν οἱ οὐρανοὶ καὶ νὰ ἰδῶ ὁράματα, ποὺ μοῦ ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός.
2 πέμπτῃ τοῦ μηνός (τοῦτο τό ἔτος τὸ πέμπτον τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ βασιλέως ᾿Ιωακείμ) καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς ᾿Ιεζεκιὴλ υἱὸν Βουζεί, τὸν ἱερέα, ἐν γῇ Χαλδαίων ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβάρ· 2 Κατά την πέμπτην ημέραν του προμνημονευθέντος μηνός και έτους (αυτό δε το έτος είναι το πέμπτον έτος της αιχμαλωσίας του βασιλέως Ιωακείμ), ήλθε λόγος παρά Κυρίου προς εμέ τον Ιεζεκιήλ, τον ιερέα, υιόν Βουζεί, παραμένοντα εις την χώραν των Χαλδαίων, πλησίον στον ποταμόν Χοβάρ. 2 Κατὰ τὴν πέμπτην λοιπὸν ἡμέραν τοῦ μηνὸς ἐκείνου καὶ κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ « τὸ ὁποῖον μάλιστα συνέπιπτε μὲ τὸ πέμπτον ἔτος τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας Ἰωακεὶμ εἰς τὴν Βαβυλῶνα» ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν ἱερέα Ἰεζεκιήλ, τὸν υἱὸν τοῦ Βουζεῖ, εἰς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων, πλησίον τοῦ ποταμοῦ Χοβάρ.
3 καὶ ἐγένετο ἐπ᾿ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου, 3 Ηπλωσεν ο Κυριος το αποκαλυπτικόν του χέρι επάνω μου 3 Τὴν ὥραν ἐκείνην μὲ ἐπεσκίασε τὸ παντοδύναμον χέρι τὸν Κυρίου, διὰ νὰ μοῦ ἀναθέσῃ τὸ ἔργον τοῦ Προφήτου.
4 καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ πνεῦμα ἐξαῖρον ἤρχετο ἀπὸ βορρᾶ, καὶ νεφέλη μεγάλη ἐν αὐτῷ, καὶ φέγγος κύκλῳ αὐτοῦ καὶ πῦρ ἐξαστράπτον, καὶ ἐν τῷ μέσῳ αὐτοῦ ὡς ὅρασις ἠλέκτρου ἐν μέσῳ τοῦ πυρὸς καὶ φέγγος ἐν αὐτῷ. 4 και παρετήρησα και είδα βίαιον ανεμοστρόβιλον, που εσαρωνε τα πάντα, να κατέρχεται από τον βορράν και μέσα εις αυτόν ήτο ένα μεγάλο νέφος. Γυρω από αυτό υπήρχεν ένα πυρ, που αστραποβολούσε, εις δε το κέντρον αυτού υπήρχε κάτι, που ωμοίαζε με ήλεκτρον ευρισκόμενον εντός του πυρός, το οποίον και εφεγγοβολούσεν. 4 Καὶ ἀμέσως ἔστρεψα τὸ βλέμμα μου καὶ εἶδα νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν βορρᾶν ἀνεμοστρόβιλος, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον ὑπῆρχε μεγάλο σύννεφον καὶ φῶς ὁλόγυρά του καὶ φωτιὰ ποὺ ἀστραποβολοῦσε.Καὶ εἰς τὸ μέσον τοῦ ἀνεμοστρόβιλον αὐτοῦ ἐφαίνετο κάτι ποὺ ὠμοίαζε μὲ « ἤλεκτρον», μὲ ἀστραπτερὸν δηλαδὴ μεῖγμα ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν μέσην τῆς φωτιᾶς καὶ ἀκτινοβολοῦσε.
5 καὶ ἐν τῷ μέσῳ ὡς ὁμοίωμα τεσσάρων ζῴων, καὶ αὕτη ἡ ὅρασις αὐτῶν· ὁμοίωμα ἀνθρώπου ἐπ᾿ αὐτοῖς, 5 Εις το μέσον δε αυτού υπήρχον ωσάν ομοιώματα τεσσάρων ζώων, τα οποία είχαν την εξής εμφάνισιν· Η μορφή των ήτο ωσάν μορφή ανθρώπων. 5 Εἰς τὸ μέσον δὲ αὐτοῦ τοῦ ἀκτινοβόλου μείγματος ἐφαίνοντο μορφαὶ ποὺ ὠμοίαζαν μὲ τέσσερα ζῶα.Ἐπρόσεξα καλύτερα καὶ διέκρινα τὰ ἑξῆς: Τὰ ὄντα αὐτὰ ὠμοίαζαν μὲ ἄνθρωπον.
6 καὶ τέσσαρα πρόσωπα τῷ ἑνί, καὶ τέσσαρες πτέρυγες τῷ ἑνί. 6 Το καθένα από αυτά είχε τέσσερα πρόσωπα και τέσσαρας πτέρυγας. 6 Τὸ καθένα ὅμως εἶχε τέσσερα πρόσωπα, καὶ τέσσερα πτερὰ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτά.
7 καὶ τὰ σκέλη αὐτῶν ὀρθά, καὶ πτερωτοὶ οἱ πόδες αὐτῶν, καὶ σπινθῆρες ὡς ἐξαστράπτων χαλκός, καὶ ἐλαφραὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν. 7 Τα πόδια των όρθια, όπως των ανθρώπων, ήσαν πτερωτά. Εσπινθηροβολούσαν, όπως ο απαστράπτων γυαλισμένος χαλκός, αι δε πτέρυγες των ήσαν ελαφραί και ταχυκίνητοι. 7 Τὰ σκέλη των ἦσαν ὄρθια, ὑπῆρχαν δὲ πτερὰ καὶ εἰς τὰ πόδια των.Ἀπὸ τὰ πόδια τῶν ἔβγαιναν σπινθῆρες καὶ ἐφαίνοντο ὡσὰν ἀστραπτερὸς χαλκός. Τὰ δὲ πτερά των ἦσαν ἐλαφρά, δηλαδὴ πολὺ εὐκίνητα.
8 καὶ χεὶρ ἀνθρώπου ὑποκάτωθεν τῶν πτερύγων αὐτῶν ἐπὶ τὰ τέσσαρα μέρη αὐτῶν· καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν τῶν τεσσάρων 8 Κατω από τας πτέρυγάς των και εις τα τέσσερα μέρη είχαν χέρια όμοια προς τα χέρια του ανθρώπου, δύο εις κάθε ώμον. Τα πρόσωπά των ήσαν τέσσαρα 8 Κάτω ἀπὸ τὰ πτερά των αὐτά, εἰς τέσσερα μέρη ὑπῆρχαν χέρια ἀνθρώπινα.Τὰ δὲ πρόσωπα τῶν τεσσάρων αὐτῶν ὑπάρξεων, ποὺ ἦσαν τέσσερα,
9 οὐκ ἐπεστρέφοντο ἐν τῷ βαδίζειν αὐτά, ἕκαστον ἀπέναντι τοῦ προσώπου αὐτῶν ἐπορεύοντο. 9 και δεν εστρέφοντο καθώς εβάδιζαν, αλλά το καθένα εβάδιζε κατ' ευθείαν εμπρός, κατά πρόσωπον. 9 δὲν ἐστρέφοντο πρὸς ἄλλας κατευθύνσεις, καθὼς ἐβάδιζαν· ἀλλὰ ἐπροχωροῦσαν καθένα πρὸς τὰ ἐκεῖ ὅπου ἔβλεπε τὸ πρόσωπόν του.
10 καὶ ὁμοίωσις τῶν προσώπων αὐτῶν· πρόσωπον ἀνθρώπου καὶ πρόσωπον λέοντος ἐκ δεξιῶν τοῖς τέσσαρσι καὶ πρόσωπον μόσχου ἐξ ἀριστερῶν τοῖς τέσσαρσι καὶ πρόσωπον ἀετοῦ τοῖς τέσσαρσι. 10 Ως προς δε την μορφήν των προσώπων των και τα τέσσαρα είχαν πρόσωπον ανθρώπου και πρόσωπον λέοντος εκ δεξιών, πρόσωπον μόσχου από τα αριστερά και πρόσωπον αετού όπισθεν. 10 Ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου των ἐφαίνετο ὡς ἐξῇς: Καὶ τὰ τέσσερα πρὸς τὰ ἐμπρὸς εἶχαν ὄψιν ἀνθρώπου, πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ τὰ τέσσερα ἐφαίνοντο ὡσὰν λεοντάρια, πρὸς τὰ ἀριστερὰ ἐφαίνοντο καὶ τὰ τέσσερα ὡσὰν μοσχάρια καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ τὰ τέσσερα ἐφαίνοντο ὡσὰν ἀετοί.
11 καὶ αἱ πτέρυγες αὐτῶν ἐκτεταμέναι ἄνωθεν τοῖς τέσσαρσιν, ἑκατέρῳ δύο συνεζευγμέναι πρὸς ἀλλήλας, καὶ δύο ἐπεκάλυπτον ἐπάνω τοῦ σώματος αὐτῶν. 11 Δυο από τας πτέρυγάς των ήσαν απλωμέναι επάνω από τα τέσσερα έμψυχα αυτά ζώντα όντα, και ηνούντο μεταξύ των εις τα άκρα. Αι δε δύο άλλαι πτέρυγες εσκέπαζον το έμπροσθεν μέρος του σώματός των. 11 Τὰ δὲ πτερά των ἦσαν ἀπλωμένα ἐπάνω καὶ ἀπὸ τὰ τέσσερα αὐτὰ ζῶα, ἀνὰ δύο πτερὰ ἑνωμένα μεταξύ των εἰς τὰ ἄκρα τῶν ἐπάνω ἀπὸ τὸ καθένα· τὰ ἄλλα δὲ δύο πτερὰ ἐκάλυπταν τὸ σῶμα των.
12 καὶ ἑκάτερον κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπορεύετο· οὗ ἂν ἦν τὸ πνεῦμα πορευόμενον, ἐπορεύοντο καὶ οὐκ ἐπέστρεφον. 12 Καθένα από τα ζώντα όντα, προς οιανδήποτε κατεύθυνσιν και αν επορεύετο, επορεύετο πάντοτε κατά την κατεύθυνσιν ενός εκ των προσώπων του· όπου δε το πνεύμα επορεύετο, επορεύοντο και εκείνα, χωρίς να στρέφουν αριστερά η δεξιά. 12 Καθένα δὲ ἀπὸ τὰ πτερωτὰ αὐτὰ ὄντα ἐπροχωροῦσε πρὸς τὴν κατεύθυνσιν ποὺ ἦτο ἐμπρός του, πρὸς τὰ ἐκεῖ ὅπου ἔπνεε καὶ ἐκινεῖτο τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.Ἡ πορεία των πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἦτο συνεχής· δὲν ἔστρεφαν πίσω, οὔτε δεξιὰ ἢ ἀριστερά.
13 καὶ ἐν μέσῳ τῶν ζῴων ὅρασις ὡς ἀνθράκων πυρὸς καιομένων, ὡς ὄψις λαμπάδων συστρεφομένων ἀναμέσον τῶν ζῴων καὶ φέγγος τοῦ πυρός, καὶ ἐκ τοῦ πυρὸς ἐξεπορεύετο ἀστραπή. 13 Ανάμεσα δε εις τα ζώα αυτά εφαίνετο κάτι σαν αναμμένοι άνθρακες, που εκαίοντο, ώσαν συστρεφόμεναι φλόγες ανάμεσα εις τα ζώα αυτά. Και το πυρ αυτό ακτινοβολούσε φως. Εξεπορεύετο από το πυρ λάμψις ζωηρά, ωσάν της αστραπής. 13 Εἰς τὸ μέσον δὲ τῶν ὑπάρξεων αὐτῶν ἐφαίνετο φῶς, ὡσὰν τὴν φωτιὰ ἀναμμένων ἀνθράκων.Ἐνόμιζες ὅτι ἔβλεπες ἀναμμένους πυρσούς, ποὺ περιεστρέφοντο εἰς τὸ μέσον τῶν ζώων καὶ εἶχαν ζωηρὸν φῶς φωτιᾶς· αὐτὴ δὲ ἡ φωτιὰ ἀστραποβολοῦσε.
15 καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ τροχὸς εἷς ἐπὶ τῆς γῆς ἐχόμενος τῶν ζῴων τοῖς τέσσαρσι· 15 Και ιδού είδον, ότι πλησίον των τεσσάρων αυτών ανθρωπίνων ζώντων ομοιωμάτων υπήρχε και ένας τροχός στηριζόμενος στο έδαφος. 15 Ἐπρόσεξα δὲ καλύτερα καὶ εἶδα ὅτι καθένα ἀπὸ τὰ τέσσερα αὐτὰ ζῶα εἶχε μαζί του καὶ ἕνα τροχόν, μὲ τὸν ὁποῖον ἤγγιζε τὴν γῆν.
16 καὶ τὸ εἶδος τῶν τροχῶν ὡς εἶδος θαρσείς, καὶ ὁμοίωμα ἐν τοῖς τέσσαρσι, καὶ τὸ ἔργον αὐτῶν ἦν καθὼς ἂν εἴη τροχὸς ἐν τροχῷ. 16 Και η μορφή και η εμφάνισις των τροχών αυτών ήτο ωσάν από πολύτιμον λίθον θαρσείς. Οι τέσσαρες αυτοί τροχοί ήσαν όμοιοι μεταξύ των, η δε κατασκευή των ήτο τοιαύτη, ώστε ο ένας ο τροχός ήτο εντός του άλλου εις σχήμα σταυρού. 16 Ἡ ὄψις τῶν τροχῶν ὡμοίαζε μὲ τὸν πολύτιμον λίθον « χρυσόλιθον», ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν περιοχὴν Θαρσεῖς « Ἰσπανίαν».Οἱ τροχοὶ αὐτοὶ ἦσαν ὅμοιοι ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον καὶ τοποθετημένοι σταυρωτὰ ὁ ἕνας μέσα εἰς τὸν ἄλλον.
17 ἐπὶ τὰ τέσσαρα μέρη αὐτῶν ἐπορεύοντο, οὐκ ἐπέστρεφον ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτά, 17 Οταν επροχωρούσαν επορεύοντο προς τας τέσσαρας πλευράς των, χωρίς να στρέφουν καθώς προχωρούσαν. 17 Αὐτοὶ δὲ οἱ τροχοί, ποὺ ἦσαν ἔτσι κατεσκευασμένοι καὶ προσηρμοσμένοι μεταξύ των, ἐπροχωροῦσαν καὶ πρὸς τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος, χωρὶς νὰ στρέφουν κατὰ τὴν πορείαν των.
18 οὐδ᾿ οἱ νῶτοι αὐτῶν, καὶ ὕψος ἦν αὐτοῖς· καὶ εἶδον αὐτά, καὶ οἱ νῶτοι αὐτῶν πλήρεις ὀφθαλμῶν κυκλόθεν τοῖς τέσσαρσι. 18 Και δεν έστρεφαν τα όντα αυτά καθώς προχωρούσαν ούτε τα σώματα των. Το ύψος δε αυτών ήτο πολύ μεγάλο. Παρετήρησα και είδα με έκπληξίν μου, ότι τα σώματα των τεσσάρων αυτών ανθρωπίνων ομοιωμάτων ήσαν κύκλω γεμάτα οφθαλμούς. 18 Δὲν ἔστρεφαν δὲ οὔτε τὰ νῶτα των τὰ ζῶα αὐτά· ἦσαν μάλιστα ὑψηλόσωμα· τὰ ἐπρόσεξα δὲ καὶ εἶδα ὅτι τὰ νῶτα καὶ τῶν τεσσάρων ὁλόγυρα ἦσαν γεμᾶτα μὲ ὀφθαλμούς.
19 καὶ ἐν τῷ πορεύεσθαι τὰ ζῷα ἐπορεύοντο οἱ τροχοὶ ἐχόμενοι αὐτῶν, καὶ ἐν τῷ ἐξαίρειν τὰ ζῶα ἀπὸ τῆς γῆς ἐξῄροντο οἱ τροχοί. 19 Οτε τα υπερφυσικά αυτά ζώντα όντα επορεύοντο στο έδαφος, έτρεχαν και οι τροχοί πλησίον αυτών. Οταν αυτά ανήρχοντο επάνω από την γην, ανέβαιναν μαζή των και οι τροχοί. 19 Ὅταν δὲ ἐπροχωροῦσαν κατὰ γῆς τὰ ζῶα αὐτά, τὰ ἀκολουθοῦσαν εἰς τὴν πορείαν των καὶ οἱ τροχοί· ὅταν ὑψώνοντο τὰ ζῶα ἀπὸ τὴν γῆν, ὑψώνοντο καὶ οἱ τροχοί.
20 οὗ ἂν ἦν ἡ νεφέλη, ἐκεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ πορεύεσθαι· ἐπορεύοντο τὰ ζῷα καὶ οἱ τροχοὶ καὶ ἐξῄροντο σὺν αὐτοῖς, διότι πνεῦμα ζωῆς ἐν τοῖς τροχοῖς. 20 Οπου κατηυθύνετο η νεφέλη, εκεί επορεύετο και το πνεύμα. Εκεί μαζή επορεύοντο τα ζώα και οι τροχοί, οι οποίοι και υψώνοντο μαζή των. Τούτο δέ, διότι υπήρχε πνεύμα ζωής στους τροχούς, το οποίον και τους εκίνει. 20 Ὅπου εὑρίσκετο ἡ νεφέλη, πρὸς τὰ ἐκεῖ ὠθοῦσε τὸ Πνεῦμα το Θεοῦ νὰ πορευθῇ καὶ τὸ ἅρμα τοῦτο.Ἐπροχωροῦσαν τὰ ἀνθρωπόμορφα αὐτὰ ζῶα, μαζί των δὲ ἐκινοῦντο καὶ ὑψώνοντο καὶ οἱ τροχοί, διότι μέσα εἰς τοὺς τροχοὺς ὑπῆρχε πνοὴ ζωῆς, ποὺ τοὺς ἐκινοῦσε.
21 ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὰ ἐπορεύοντο, καὶ ἐν τῷ ἑστάναι αὐτὰ εἱστήκεισαν καὶ ἐν τῷ ἐξαίρειν αὐτὰ ἀπὸ τῆς γῆς ἐξῄροντο σὺν αὐτοῖς, ὅτι πνεῦμα ζωῆς ἦν ἐν τοῖς τροχοῖς. 21 Οταν τα υπερφυσικά αυτά όντα επορεύοντο εις την γην, μαζή των επορεύοντο και οι τροχοί. Οταν αυτά ίσταντο, εσταματούσαν και εκείνοι. Οταν αυτά επετούσαν και ανέβαιναν επάνω από την γην, ανέβαιναν μαζή με αυτά και οι τροχοί, διότι υπήρχε πνεύμα ζωής στους τροχούς. 21 Ὅταν ἐπροχωροῦσαν τὰ ζῶα, ἐπροχωροῦσαν καὶ οἱ τροχοί· ὅταν ἐστέκοντο αὐτά, ἐσταματοῦσαν καὶ αὐτοί· καὶ ὅταν ὑψώνοντο ἀπὸ τὴν γῆν αὐτά, ὑψώνοντο μαζί των καὶ οἱ τροχοί, διότι ὑπῆρχεν εἰς αὐτοὺς κινητήριος πνοὴ ζωῆς.
22 καὶ ὁμοίωμα ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτοῖς τῶν ζῴων ὡσεὶ στερέωμα ὡς ὅρασις κρυστάλλου ἐκτεταμένον ἐπὶ τῶν πτερύγων αὐτῶν ἐπάνωθεν· 22 Επάνω δε από την κεφαλήν των υπερφυσικών και παραδόξων αυτών ζώντων όντων, υπήρχε κάτι, που ωμοίαζε με το στερέωμα του ουρανού. Κατι διαφανές και λάμπον ωσάν κρύσταλλον, το οποίον ηπλώνετο επάνω από τας πτέρυγάς των. 22 Ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τῶν ζώων αὐτῶν, ὡσὰν ἐξέδρα μετέωρος, ὑπῆρχε κάτι ὡσὰν λαμπερὸς κρύσταλλος, ἀπλωμένος ἐπάνω ἀπὸ τὰ πτερά των.
23 καὶ ὑποκάτωθεν τοῦ στερεώματος αἱ πτέρυγες αὐτῶν ἐκτεταμέναι, πτερυσσόμεναι ἑτέρα τῇ ἑτέρᾳ, ἑκάστῳ δύο συνεζευγμέναι ἐπικαλύπτουσαι τὰ σώματα αὐτῶν. 23 Ετσι δε κάτω από το ουράνιον αυτό στερέωμα υπήρχον απλωμέναι αι δύο πτέρυγες των ζώντων αυτών όντων, αι οποίαι ήγγιζον η μία την άλλην. Αι δε δύο άλλαι πτέρυγες ήσαν αναδιπλωμέναι και εκάλυπτον τα σώματα αυτών. 23 Κάτω δὲ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κρυστάλλινον « οὐρανόν» ἦσαν ἀπλωμένα τὰ πτερά των, τὰ ὁποῖα ἐπτερύγιζαν τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο, ἀνὰ δύο πτερὰ εἰς τὸ καθένα συνεζευγμένα, ποὺ ἐκάλυπταν τὰ σώματά των.
24 καὶ ἤκουον τὴν φωνὴν τῶν πτερύγων αὐτῶν ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὰ ὡς φωνὴν ὕδατος πολλοῦ· καὶ ἐν τῷ ἑστάναι αὐτὰ κατέπαυον αἱ πτέρυγες αὐτῶν. 24 Καθώς δε εκείνα επορεύοντο, ήκουα την βοήν των πτερύγων των ωσάν ύδατα καταρράκτου, που πίπτουν μετά πατάγου. Οταν τα υπερφυσικά αυτά όντα εσταματούσαν, έπαυε και η βοή των πτερύγων των. 24 Καθὼς δὲ ἐκινοῦντο τὰ ζῶα αὐτά, ἤκουα τὸν θόρυβον ποὺ ἔκαμναν τὰ πτερά των ποὺ ἐπτερύγιζαν, ὁ ὁποῖος ὠμοίαζε μὲ τὴν βοὴν μεγάλης νεροποντῆς ἡ καταρράκτου.Ὅταν ἐστέκοντο, ἔπαυαν νὰ πτερυγίζουν τὰ πτερά των.
25 καὶ ἰδοὺ φωνὴ ὑπεράνωθεν τοῦ στερεώματος τοῦ ὄντος ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτῶν. 25 Και ιδού, ηκούσθη φωνή, που προήρχετο από το στερέωμα, το επάνω από τας κεφαλάς των. 25 Καὶ ξαφνικὰ ἠκούσθη φωνὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸν κρυστάλλινον οὐρανὸν « ἐξέδραν», ποὺ ὑπῆρχεν ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν των.
26 ὡς ὅρασις λίθου σαπφείρου ὁμοίωμα θρόνου ἐπ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ τοῦ ὁμοιώματος τοῦ θρόνου ὁμοίωμα ὡς εἶδος ἀνθρώπου ἄνωθεν. 26 Και επάνω στο ωσάν ουρανόν αυτό στερέωμα υπήρχε κάποιο πράγμα λαμπρόν, όπως ο σάπφειρος, εις σχήμα θρόνου και επάνω στο ομοίωμα αυτό του λαμπρού θρόνου εκάθητο κάποιος, που είχε μορφήν ανθρώπου. 26 Ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν ἐξέδραν ἐφαίνετο κάτι ποὺ ὠμοίαζε μὲ θρόνον, κατεσκεαασμένον ἀπὸ τὸν πολύτιμον λίθον σάπφειρον.Ἐπάνω δὲ εἰς αὐτὸ ποὺ ὠμοίαζε μὲ θρόνον ἐφαίνετο νὰ ὑπάρχῃ μία μορφή, ποὺ ὡμοίαζεν ἀπὸ ἐπάνω μὲ ἄνθρωπον.
27 καὶ εἶδον ὡς ὄψιν ἠλέκτρου ἀπὸ ὁράσεως ὀσφύος καὶ ἐπάνω, καὶ ἀπὸ ὁράσεως ὀσφύος καὶ ἕως κάτω εἶδον ὡς ὅρασιν πυρὸς καὶ τὸ φέγγος αὐτοῦ κύκλῳ. 27 Και είδον και ιδού, η όψις αυτού, που εκάθητο επάνω στον θρόνον, από την μέσην και επάνω έλαμπεν ωσάν το ήλεκτρον και από την μέσην έως κάτω είχε την εμφάνισιν πυρός, που ακτινοβολούσε ολόγυρα. 27 Ἐπρόσεξα καλύτερα καὶ εἶδα ὅτι ἡ μορφὴ αὐτὴ ἀπὸ τὴν ὄψιν τῆς μέσης καὶ ἄνω ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ ἦτο ἀστραπτερὸν μεῖγμα ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι « ἤλεκτρον»· ἐνῷ ἀπὸ τὴν ὄψιν τῆς μέσης καὶ ἕως κάτω ἐφαίνετο ὡσὰν φωτιὰ καὶ ἀκτινοβολοῦσε ὁλόγυρα.
28 ὡς ὅρασις τόξου, ὅταν ᾖ ἐν τῇ νεφέλῃ ἐν ἡμέραις ὑετοῦ, οὕτως ἡ στάσις τοῦ φέγγους κυκλόθεν. αὕτη ἡ ὅρασις ὁμοιώματος δόξης Κυρίου· καὶ εἶδον καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου καὶ ἤκουσα φωνὴν λαλοῦντος. 28 Οπως δε φαίνεται το ουράνιον τόξον εις τα νέφη κατά τας βροχεράς ημέρας, έτσι ήτο και η εμφάνισίς του φωτός, που ακτινοβολούσε ολόγυρα. Αυτή ήτο η εμφάνισις του ομοιώματος της δόξης του Κυρίου. Είδα εγώ αυτά και κατεπλάγην, έπεσα κάτω με το πρόσωπον στο έδαφος και ήκουσα μίαν φωνήν, την φωνήν του Κυρίου, ο οποίος μου ωμιλούσε. 28 Τὸ σχῆμα ποὺ εἶχεν ὁλόγυρα αὐτὴ ἡ ἀκτινοβολία ὠμοίαζε μὲ οὐράνιον τόξον, ποὺ ἐμφανίζεται εἰς τὸ σύννεφον εἰς καιρὸν βροχῆς.Αὐτὴ ἡ ὀπτασία τοῦ ὁμοιώματος τῆς δόξης τοῦ Κυρίου ἦτο ἐνώπιόν μου.Μόλις τὴν ἀντίκρυσα, ἔπεσα μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ ἤκουσα φωνήν, ἡ ὁποία ὠμιλοῦσε μὲ ἀνθρωπίνην γλῶσσαν.