Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΛΕΥΙΤΙΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 (ΚΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 1 Ο Κυριος ομίλησε προς τον Μωϋσήν λέγων· 1 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
2 εἶπον ᾿Ααρὼν καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ· καὶ προσεχέτωσαν ἀπὸ τῶν ἁγίων τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ οὐ βεβηλώσουσι τὸ ὄνομα τὸ ἅγιόν μου, ὅσα αὐτοὶ ἁγιάζουσί μοι· ἐγὼ Κύριος. 2 “ειπέ στον Ααρών και τους υιούς του τους ιερείς· Να προσέχουν τας θυσίας, τας οποίας προσφέρουν οι Ισραηλίται, ώστε να είναι καθαραί και άγιαι, δια να μη μολύνουν το άγιον όνομά μου με όσα αυτοί θα μου προσφέρουν. Εγώ είμαι ο Κυριος ! 2 «Νὰ εἰπῇς εἰς τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς υἱούς του νὰ προσέχουν ἰδιαιτέρως ὡς πρὸς τὰς ἱερὰς προσφοράς, ποὺ προσφέρουν οἱ Ἰσραηλῖται, διὰ νὰ μὴ βεβηλώνουν τὸ ἅγιον Ὄνομά μου μὲ ὅσα αὐτοὶ ξεχωρίζουν καὶ μοῦ προσφέρουν. Ἐγώ, ὁ ἅγιος καὶ μόνος Κύριος, τὸ ὁρίζω.
3 εἶπον αὐτοῖς· εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν πᾶς ἄνθρωπος, ὃς ἂν προσέλθῃ ἀπὸ παντὸς τοῦ σπέρματος ὑμῶν πρὸς τὰ ἅγια, ὅσα ἂν ἁγιάζωσιν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τῷ Κυρίῳ, καὶ ἡ ἀκαθαρσία αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτῷ ᾖ, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἀπ᾿ ἐμοῦ· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. 3 Ειπέ εις αυτούς· εάν εις τας δια μέσου των αιώνων γενεάς σας ένας άνθρωπος εκ των απογόνων της ιερατικής φυλής σας προσέλθη προς τα Αγια της Σκηνής του Μαρτυρίου, δια να προσφέρη τας θυσίας, τας οποίας οι Ισραηλίται φέρουν δια τον Θεόν, και είναι αυτός ακάθαρτος, θα εξολοθρευθή ο ιερεύς εκείνος από εμέ. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος διατάσσω αυτά. 3 Νὰ τοὺς εἰπῇς συγκεκριμένως τὰ ἑξῆς: Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀπογόνους σας εἰς τὰς γενεᾶς σας, ἀπὸ τὰς ὁποίας προέρχονται οἱ ἱερεῖς, ἔχῃ ἐπάνω του κάποιαν ἀκαθαρσίαν καὶ πλησιάζῃ τὰς ἁγίας προσφοράς, ποὺ προσφέρουν εἰς τὸν Κύριον οἱ Ἰσραηλῖται, θὰ θανατώνεται καὶ θὰ ἑξαφανίζεται ἀπὸ ἐμπρός μου ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ἐγὼ ὁ Θεός σας, ποὺ τὸ διατάσσω, εἶμαι ὁ μόνος Κύριος.
4 καὶ ἄνθρωπος ἐκ τοῦ σπέρματος ᾿Ααρὼν τοῦ ἱερέως καὶ οὗτος λεπρᾷ ἢ γονορρυεῖ, τῶν ἁγίων οὐκ ἔδεται, ἕως ἂν καθαρισθῇ· καὶ ὁ ἁπτόμενος πάσης ἀκαθαρσίας ψυχῆς ἢ ἄνθρωπος, ᾧ ἂν ἐξέλθῃ ἐξ αὐτοῦ κοίτη σπέρματος, 4 Ανθρωπος, απόγονος του αρχιερέως Ααρών, λεπρός η γονορρυής, δεν θα φάγη από τας αγίας θυσίας, μέχρις ότου καθαρισθή. Εκείνος επίσης ο οποίος εγγίζει ακάθαρτον άνθρωπον η ο ίδιος είναι ακάθαρτος, διότι έπαθε νυκτερινήν ρεύσιν, 4 Καὶ καθένας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀαρών, τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ ἱερατικοῦ γένους, ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ λέπραν ἢ γονόρροιαν, δὲν πρέπει νὰ τρώγῃ ἀπὸ τὰς προσφορὰς τῶν θυσιῶν, ἕως ὅτου ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν καὶ ἀκαθαρσίαν του. Καὶ ἐκεῖνος ἐπίσης ποὺ ἐγγίζει κάθε πτῶμα ἀνθρώπου, ποὺ θεωρεῖται ἀκάθαρτον, ἢ ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ πάθῃ ρεῦσιν τοῦ σπέρματός του, ἐνῷ θὰ εἶναι εἰς τὸ κρεββάτι του.
5 ἢ ὅστις ἂν ἅψηται παντὸς ἑρπετοῦ ἀκαθάρτου, ὃ μιανεῖ αὐτόν, ἢ ἐπ᾿ ἀνθρώπῳ, ἐν ᾧ μιανεῖ αὐτὸν κατὰ πᾶσαν ἀκαθαρσίαν αὐτοῦ· 5 η εκείνος ο οποίος θα εγγίση οιονδήποτε ακάθαρτον ζώον, το οποίον θα μολύνη αυτόν η άνθρωπος ο οποίος κατά κάποιον οιονδήποτε τρόπον κατέστη ακάθαρτος και μολυσμένος από κάποιον άλλον, 5 Τὸ ἴδιον ἰσχύει καὶ δι' αὐτὸν ποὺ θὰ ἐγγίσῃ ὁποιοδήποτε ἀκάθαρτον ἑρπετόν, ποὺ θὰ τὸν μολύνῃ, ἢ θὰ ἔλθῃ εἰς ἐπικοινωνίαν μὲ ἀκάθαρτον ἄνθρωπον, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας θὰ μολυνθῇ αὐτὸς ἀπὸ ὁποιανδήποτε ἀκαθαρσίαν τοῦ ἄλλου.
6 ψυχὴ ἥτις ἐὰν ἅψηται αὐτῶν, ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας· οὐκ ἔδεται ἀπὸ τῶν ἁγίων, ἐὰν μὴ λούσηται τὸ σῶμα αὐτοῦ ὕδατι 6 Ο άνθρωπος αυτός ο οποίος, έστω και ακουσίως, ήγγισεν αυτούς, θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. Δεν θα φάγη από τα προσφερθέντα άγια, εάν πρώτον δεν λούση το σώμα αυτού με νερό. 6 Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ἐγγίσῃ αὐτὰ τὰ ἀκάθαρτα, θὰ εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας. Δὲν θὰ φάγῃ ἀπὸ τὰς προσφορὰς τῶν θυσιῶν, ἐὰν δεν λούσῃ προηγουμένως τὸ σῶμα του μὲ νερό.
7 καὶ δύῃ ὁ ἥλιος καὶ καθαρὸς ἔσται, καὶ τότε φάγεται τῶν ἁγίων, ὅτι ἄρτος αὐτοῦ ἐστι. 7 Θα δύση ο ήλιος και τότε αυτός θα είναι καθαρός, οπότε και θα δυνηθή να φάγη από τας προσφερθείσας θυσίας διότι αυταί είναι η καθημερινή του διατροφή. 7 Καὶ ὅταν δύσῃ ὁ ἥλιος, θὰ εἶναι πλέον καθαρὸς καὶ θὰ ἔχῃ δικαίωμα νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰς προσφορὰς τῶν θυσιῶν, διότι μὲ αὐτὰς τρέφεται καὶ συντηρεῖται.
8 θνησιμαῖον καὶ θηριάλωτον οὐ φάγεται, μιανθῆναι αὐτὸν ἐν αὐτοῖς· ἐγὼ Κύριος. 8 Θνησιμαίον και ζώον κατασπαραχθέν από θηρίον δεν θα φάγη ο ιερεύς, δια να μη μολυνθή με αυτά. Εγώ είμαι ο Κυριος ! 8 Κρέατα ζώου ποὺ ἐψόφησεν ἢ κατεσπαράχθη ἀπὸ ἄγρια θηρία, δὲν πρέπει νὰ τὰ φάγῃ ὁ ἱερεύς, διότι, ἐὰν φάγῃ, θὰ μολύνῃ τὸν ἑαυτόν του μὲ αὐτά. Ἐγώ, ὁ Κύριος, τὸ διατάσσω.
9 καὶ φυλάξονται τὰ φυλάγματά μου, ἵνα μὴ λάβωσι δι᾿ αὐτὰ ἁμαρτίαν καὶ ἀποθάνωσι δι᾿ αὐτά, ἐὰν βεβηλώσωσιν αὐτά· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ἁγιάζων αὐτούς. 9 Θα φυλάξουν τα προστάγματά μου, δια να μη διαπράξουν αμαρτίαν και τιμωρηθούν με θάνατον, εάν τα παραβούν. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός, ο οποίος καθιστώ και θέλω αγίους τους ιερείς. 9 Πρέπει νὰ φυλάξουν οἱ ἱερεῖς τὰ προστάγματά μου, διὰ νὰ μὴ ἔχουν ἐνοχὴν ἁμαρτιῶν καὶ παραβάσεων καὶ νὰ μὴ θανατωθοῦν ἐξ αἰτίας των, ἐὰν βεβηλώσουν τὰ ἅγιά μου. Ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός, εἶμαι Ἐκεῖνος, ποὺ ξεχωρίζω ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς καὶ ἐζαγιάζω τοὺς ἱερεῖς.
10 καὶ πᾶς ἀλλογενὴς οὐ φάγεται ἅγια· πάροικος ἱερέως ἢ μισθωτὸς οὐ φάγεται ἅγια. 10 Κανένας που δεν κατάγεται από ιερατικόν γένος, δεν θα φάγη από τας αγιασθείσας αυτάς τροφάς ούτε ο φιλοξενούμενος ξένος του ιερέως ούτε ο ημερομίσθιος εργάτης θα φάγη ιεράς τροφάς. 10 Κάθε δὲ ἄνθρωπος, ποὺ ἀνήκει εἰς ἄλλο γένος ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἱερατικόν, δὲν δικαιοῦται νὰ τρώγῃ ἀπὸ τὰς προσφορὰς τῶν θυσιῶν. Ὁ ξένος ἐπίσης ποὺ διαμένει μὲ τὸν ἱερέα, ἢ ὁ μισθωτὸς ὑπηρέτης του δεν ἠμποροῦν νὰ τρώγουν ἀπὸ τὰς προσφορὰς τῶν θυσιῶν.
11 ἐὰν δὲ ἱερεὺς κτήσηται ψυχὴν ἔγκτητον ἀργυρίου, οὗτος φάγεται ἐκ τῶν ἄρτων αὐτοῦ· καὶ οἱ οἰκογενεῖς αὐτοῦ, καὶ οὗτοι φάγονται τὸν ἄρτον αὐτοῦ. 11 Εάν όμως ο ιερεύς αγοράση δια χρημάτων και αποκτήση άνθρωπον ως δούλον, αυτός ημπορεί να φάγη από τας ηγιασμένας τροφάς του ιερέως. Επίσης όσοι, γεννηθούν στον οίκον του ιερέως από τον δούλον του και θα είναι δούλοι του ημπορούν να φάγουν από τας τροφάς αυτάς. 11 Ἐὰν ὅμως ὁ ἱερεὺς ἀγοράσῃ μὲ χρήματα κάποιον δοῦλον ὡς ἰδιοκτησίαν του, ὁ δοῦλος αὐτὸς ἠμπορεῖ νὰ τρώγῃ ἀπὸ τὰς τροφάς, ποὺ τρώγει καὶ ὁ ἱερεύς. Τὰ δὲ παιδιὰ τῶν δούλων, ποὺ θὰ γεννηθοῦν εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἱερέως, δικαιοῦνται καὶ αὐτὰ νὰ τρώγουν ἀπὸ τὰς τροφάς του.
12 καὶ θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἀλλογενεῖ, αὐτὴ τῶν ἀπαρχῶν ἁγίου οὐ φάγεται. 12 Θυγάτηρ ιερέως, η οποία ήθελεν υπανδρευθή άνδρα μη ανείκοντα εις την φυλήν Λευϊ, δεν δύναται να φάγη από τας προσφερομένας στον ναόν θυσίας. 12 Ἡ δὲ κόρη ἐνὸς ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἱερεύς, ἡ ὁποία θὰ ὑπανδρευθῇ μὲ κάποιον ἄνδρα ἄλλου γένους, ἐκτὸς τοῦ ἱερατικοῦ, δεν ἔχει πλέον αὐτὴ δικαίωμα νὰ τρώγῃ ἀπὸ τὰς ἀπαρχάς, ποὺ προσφέρονται εἰς τὸ θυσιαστήριον διὰ τὸν Κύριον.
13 καὶ θυγάτηρ ἱερέως ἐὰν γένηται χήρα ἢ ἐκβεβλημένη, σπέρμα δὲ μὴ ᾖ αὐτῇ, ἐπαναστρέψει ἐπὶ τὸν οἶκον τὸν πατρικὸν κατὰ τὴν νεότητα αὐτῆς, ἀπὸ τῶν ἄρτων τοῦ πατρὸς αὐτῆς φάγεται· καὶ πᾶς ἀλλογενὴς οὐ φάγεται ἀπ᾿ αὐτῶν. 13 Εάν όμως η θυγάτηρ του ιερέως χηρεύση η διαζευχθή, δεν έχη δε αποκτήσει παιδί και επιστρέψη στον πατρικόν της οίκον, δύναται να φάγη από την τροφήν του πατρός της. Αλλά κανείς μη ανήκων εις την ιερατικήν οικογένειαν, κανείς δηλαδή εξ άλλης φυλής, δεν πρέπει να φάγη από αυτά. 13 Ἡ κόρη ὅμως τοῦ ἱερέως, ποὺ θὰ χηρεύσῃ ἢ θὰ διαζευχθῇ καὶ δὲν θὰ ἔχῃ ἀποκτήσει παιδιά, θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πατρικήν της οἰκογένειαν, ὅπως ἦτο κατὰ τὴν νεότητά της, καὶ θὰ ἠμπορῇ νὰ τρώγῃ ἀπὸ τὰς τροφὰς τοῦ πατρός της. Κάθε ἄλλος ὅμως, ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς τὸ ἱερατικὸν γένος, δὲν θὰ τρώγῃ ἀπὸ αὐτὰς τὰς ἱερὰς τροφάς.
14 καὶ ἄνθρωπος, ὃς ἂν φάγῃ ἅγια κατ᾿ ἄγνοιαν, καὶ προσθήσει τὸ ἐπίπεμπτον αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτὸ καὶ δώσει τῷ ἱερεῖ τὸ ἅγιον. 14 Ο Ισραηλίτης, ο οποίος από άγνοιαν θα φάγη από τας αγίας τροφάς του ιερέως, θα επιστρέψη την τροφήν αυτήν, προσθέτων ως πρόστιμον το εν πέμπτον επί πλέον της τροφής και θα τα δώση στον ιερέα. 14 Ὁ δὲ ἄνθρωπος ποὺ θὰ φάγῃ ἐν ἀγνοία του ἀπὸ τὰς προσφορὰς τῶν θυσιῶν, θὰ πρέπῃ νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν ἱερέα προσφορὰν ὁμοίαν πρὸς αὐτὴν ποὺ ἔφαγε καὶ ἐπὶ πλέον καὶ τὸ ἐν πέμπτον τῆς ἀξίας τῆς ὡς πρόστιμον.
15 καὶ οὐ βεβηλώσουσι τὰ ἅγια τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, ἃ αὐτοὶ ἀφαιροῦσι τῷ Κυρίῳ, 15 Δεν πρέπει όσοι δεν είναι ιερείς να τρώγουν και να βεβηλώνουν έτσι τας ηγιασμένας προσφοράς, τας οποίας οι Ισραηλίται αφιερώνουν στον Κυριον, 15 Πρέπει νὰ προσέχουν ὅλοι καὶ ἰδιαιτέρως οἱ ἱερεῖς, ὥστε νὰ μὴ βεβηλώνωνται ἀπὸ ἀλλογενεῖς αἱ προσφοραὶ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ τὰς ξεχωρίζουν καὶ τὰς προσφέρουν ὡς δῶρον διὰ τὸν Κύριον.
16 καὶ ἐπάξουσιν ἐφ᾿ ἑαυτοὺς ἀνομίαν πλημμελείας ἐν τῷ ἐσθίειν αὐτοὺς τὰ ἅγια αὐτῶν· ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων αὐτούς. 16 διότι άλλως θα επισύρουν την τιμωρίαν εκ μέρους του Θεού δια την παρανομίαν των αυτήν και την αμαρτίαν των να φάγουν τας ηγιασμένας τροφάς. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός, ο οποίος αγιάζω τους ιερείς και διατάσσω αυτά”. 16 Ἐὰν ἀδιαφοροῦν καὶ μάλιστα οἱ ἱερεῖς, θὰ παίρνουν ἐπάνω των τὴν ἐνοχὴν διὰ τὴν ἀνομίαν τῆς παραβάσεως, ποὺ θὰ διαπράττεται μὲ τὸ νὰ τρώγουν ἀλλογενεῖς τὰς ἁγίας προσφοράς, ποὺ ἀνήκουν μόνον εἰς τὸ ἱερατικὸν γένος. Χρειάζεται προσοχή, διότι Ἐγὼ ποὺ ὁρίζω αὐτά, εἶμαι ὁ ἅγιος Κύριος, ποὺ ἑξαγιάζω τοὺς ἱερεῖς».
17 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 17 Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν λέγων· 17 Καὶ ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
18 λάλησον ᾿Ααρὼν καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ πάσῃ συναγωγῇ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ἄνθρωπος ἄνθρωπος ἀπὸ τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, ἢ τῶν προσηλύτων τῶν προσκειμένων πρὸς αὐτοὺς ἐν ᾿Ισραήλ, ὃς ἂν προσενέγκῃ τὰ δῶρα αὐτοῦ κατὰ πᾶσαν ὁμολογίαν αὐτῶν ἢ κατὰ πᾶσαν αἵρεσιν αὐτῶν, ὅσα ἂν προσενέγκωσι τῷ Θεῷ εἰς ὁλοκαύτωμα, 18 “ομίλησε προς τον Ααρών, προς τους υιούς του τους ιερείς και προς όλον τον λαόν του Ισραήλ και ειπέ προς αυτούς· Εάν ένας άνθρωπος από τους Ισραηλίτας η από τους ξένους οι οποίοι κατοικούν μεταξύ σας προσφέρη την θυσίαν αυτού δι' οιονδήποτε τάξιμόν του η δια χάποιαν άλλην αυτοπροαίρετον προσφοράν, αυτά τα οποία θα προσφέρουν οι ιερείς ως ολοκαυτώματα προς τον Κυριον 18 «Νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς υἱούς του καὶ πρὸς ὅλον τὸ πλῆθος τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, ἢ ἀπὸ τοὺς ξένους ποὺ τιμᾷ τὴν θρησκείαν των καὶ ἔχει προσκολληθῇ εἰς τὸν Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος θὰ προσφέρῃ τὰς προσφοράς του, εἴτε πρόκειται δι’ ἐκπλήρωσιν κάποιου τάματός του, εἴτε διὰ θυσίαν ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ προσφέρῃ μόνος του, ὅσα γενικῶς θὰ προσφέρουν εἰς τὸν Θεὸν ὡς θυσίας ὁλοκαυτώματος,
19 δεκτὰ ὑμῖν ἄμωμα ἄρσενα ἐκ τῶν βουκολίων ἢ ἐκ τῶν προβάτων καὶ ἐκ τῶν αἰγῶν. 19 θα γίνωνται δεκτά από σας, εάν είναι άρρενα χωρίς κανένα σωματικόν ελάττωμα από την αγέλην των βοών η των προβάτων η των αιγών σας. 19 θὰ γίνωνται δεκτὰ ἀπὸ σᾶς τοὺς ἱερεῖς, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀρσενικά, χωρὶς σωματικὸν ἐλάττωμα, καὶ προέρχονται ἀπὸ τὰ βόδια, ἢ ἀπὸ τὰ πρόβατα, ἢ ἀπὸ τὰ γίδια.
20 πάντα, ὅσα ἂν ἔχῃ μῶμον ἐν αὐτῷ, οὐ προσάξουσι Κυρίῳ, διότι οὐ δεκτὸν ἔσται ὑμῖν. 20 Εάν κανένα από αυτά έχη σωματικόν τι ελάττωμα, δεν θα το προσφέρουν στον Κυριον, διότι δεν θα γίνεται δεκτόν από σας. 20 Ὅλα ὅμως τὰ ζῶα, ποὺ ἔχουν κάποιο σωματικὸν ἐλάττωμα, δὲν θὰ τὰ προσφέρουν εἰς τὸν Κύριον, διότι δεν πρέπει νὰ γίνεται δεκτὸν ἀπὸ σᾶς τοὺς ἱερεῖς κανένα ἀπὸ αὐτά.
21 καὶ ἄνθρωπος ὃς ἂν προσενέγκῃ θυσίαν σωτηρίου τῷ Κυρίῳ διαστείλας εὐχὴν ἢ κατὰ αἵρεσιν ἢ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑμῶν, ἐκ τῶν βουκολίων ἢ ἐκ τῶν προβάτων ἄμωμον ἔσται εἰσδεκτόν, πᾶς μῶμος οὐκ ἔσται ἐν αὐτῷ. 21 Ανθρωπος, ο οποίος θα προσφέρη ειρηνικήν ευχαριστήριον θυσίαν προς τον Κυριον εις εκτέλεσιν ταξίματός του η άλλης τινός καλής επιθυμίας του η λόγω των εορτών σας, το προσφερόμενον προς θυσίαν ζώον από την αγέλην των βοών η των προβάτων θα γίνεται δεκτόν από σας, εφ' όσον θα είναι σωματικώς αρτιμελές. Ουδέν ελάττωμα πρέπει να υπάρχη εις αυτό. 21 Ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος θέλῃ νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν Κύριον θυσίαν «σωτηρίου», ἐπειδὴ ἔχει κάνει τάμα, ἢ ἐπειδὴ ἔχει τὴν διάθεσιν νὰ προσφέρῃ μίαν θυσίαν, ἢ ἐπειδὴ τελεῖται τὰς ἡμέρας ἐκείνας μία ἀπὸ τὰς ἑορτάς σας, τὸ δὲ ζῶον ποὺ προσφέρει εἶναι ἀπὸ τὰ βόδια ἢ ἀπὸ τὰ πρόβατα, χωρὶς σωματικὸν ἐλάττωμα, θὰ εἶναι εὐπρόσδεκτος ἢ προσφορά του. Χρειάζεται προσοχή, διότι δεν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα εἰς τὸ ζῶον.
22 τυφλὸν ἢ συντετριμμένον ἢ γλωσσότμητον ἢ μυρμηκιῶντα ἢ ψωραγριῶντα ἢ λειχῆνας ἔχοντα, οὐ προσάξουσι ταῦτα τῷ Κυρίῳ. καὶ εἰς κάρπωσιν οὐ δώσετε ἀπ᾿ αὐτῶν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ. 22 Ζώον τυφλόν η έχον κάταγμα η κομμένην την γλώσσαν, πάσχον από φαγούραν η από αγρίαν ψώραν η έχει λειχήνας, δεν θα προσφέρουν τέτοια ζώα στον Κυριον. Δεν θα τα δώσετε να θυσιασθούν στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων ως πρόσφοράν στον Κυριον. 22 Ζῶον ποὺ δεν βλέπει, ἢ ποὺ ἔχει κάταγμα, ἢ ἔχει κομμένην τὴν γλῶσσαν του, ἢ ὑποφέρει ἀπὸ φαγούραν, ἢ ἔχει ἀγρίαν ψώραν ἢ λειχῆνα, δὲν πρέπει να τὸ προσφέρουν ὡς θυσίαν εἰς τὸν Κύριον. Δὲν θὰ προσφέρετε κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐλαττωματικὰ ζῶα ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον, διὰ νὰ καοῦν ὡς θυσία εἰς τὸν Κύριον.
23 καὶ μόσχον ἢ πρόβατον ὠτότμητον ἢ κολοβόκερκον σφάγια ποιήσεις αὐτὰ σεαυτῷ, εἰς δὲ εὐχήν σου οὐ δεχθήσεται. 23 Μοσχάρι η πρόβατον που έχουν κομμένα τα αυτιά των η κολοβήν την ουράν των θα τα δεχθήτε και θα τα σφάξετε ως τροφήν ιδικήν σας. Ως θυσίαν όμως δια το τάξιμόν σου δεν θα γίνωνται δεκτά. 23 Τὸ μοσχάρι ἢ τὸ πρόβατον, ποὺ ἔχουν κομμένο αὐτὶ ἢ κολοβὴν οὐράν, θὰ τὰ σφάζῃς διὰ τὸν ἑαυτόν σου πρὸς διατροφήν σου. Δὲν θὰ γίνωνται ὅμως δεκτὰ δι’ ἐκπλήρωσιν τάματός σου.
24 θλαδίαν καὶ ἐκτεθλιμμένον καὶ ἐκτομίαν καὶ ἀπεσπασμένον οὐ προσάξεις αὐτὰ τῷ Κυρίῳ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ὑμῶν οὐ ποιήσετε. 24 Ζώον του οποίου οι όρχεις είναι ολίγον η πολύ σπασμένοι δια συνθλίψεως η κομμένοι η απεσπασμένοι, δεν θα το προσφέρης στον Κυριον και εις την περιοχήν που κατοικείτε δεν θα κάμνετε σεις δι' ευνουχισμού τέτοια ζώα. 24 Ζῶον, τοῦ ὁποίου τὰ γεννητικὰ ὄργανα εἶναι σπασμένα, ἢ μωλωπισμένα, ἢ κομμένα, ἢ ξεκολλημένα, δὲν θὰ τὸ προσφέρῃς ὡς θυσίαν εἰς τὸν Κύριον. Καὶ δὲν θὰ κάμνετέ ποτὲ εἰς τὴν χώραν σας εὐνουχισμὸν ζώων.
25 καὶ ἐκ χειρὸς ἀλλογενοῦς οὐ προσοίσετε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀπὸ πάντων τούτων, ὅτι φθάρματά ἐστιν ἐν αὐτοῖς, μῶμος ἐν αὐτοῖς, οὐ δεχθήσεται ταῦτα ὑμῖν. 25 Και από τα χέρια ξένου δεν θα δεχθήτε τέτοια ζώα, δια να τα προσφέρετε θυσίαν στον Θεόν, διότι αυτά έχουν υποστή φθοράν, ακρωτηριασμόν· υπάρχει σωματικόν ελάττωμα εις αυτά. Δεν θα τα δεχθήτε, δια να τα προσφέρετε θυσίαν”. 25 Ὅταν δὲ ἄνθρωποι ἄλλου γένους προσφέρουν ἐλαττωματικὰ ζῶα, σὰν τὰ προηγούμενα, δὲν θὰ τὰ παίρνετε, διὰ νὰ τὰ προσφέρετε ὡς δῶρα εἰς τὸν Θεόν σας, διότι εἶναι ἐφθαρμένα. Ὑπάρχει ἐλάττωμα ἐπάνω των. Δὲν πρέπει νὰ γίνωνται δεκτὰ πρὸς θυσίαν ἀπὸ σᾶς τοὺς ἱερεῖς».
26 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 26 Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν λέγων· 26 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
27 μόσχον ἢ πρόβατον ἢ αἶγα, ὡς ἂν τεχθῇ, καὶ ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας ὑπὸ τὴν μητέρα, τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ καὶ ἐπέκεινα δεχθήσεται εἰς δῶρα, κάρπωμα Κυρίῳ. 27 “μοσχάρι η πρόβατον η, ερίφιον, όταν γεννηθή, θα μείνη επτά ημέρας κοντά εις την μητέρα του. Από την ογδόην ημέραν και πέραν δύναται να προσφερθή και να γίνη δεκτόν ως θυσία δια τον Κυριον. 27 «Ὅταν γεννηθῇ ἕνα μοσχάρι, ἢ πρόβατον» ἢ κατσίκι, πρέπει νὰ μείνῃ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας κάτω ἀπὸ τὴν προστασίαν τῆς μητέρας του καὶ μόνον ἀπὸ τὴν ὀγδόην ἡμέραν καὶ ἐξῇς θὰ γίνεται δεκτὸν ὡς δῶρον καὶ προσφορὰ διὰ τὸν Κύριον.
28 καὶ μόσχον καὶ πρόβατον, αὐτὴν καὶ τὰ παιδία αὐτῆς, οὐ σφάξεις ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ. 28 Μοσχάρι και πρόβατον, την μητέρα και τα τέκνα της δεν θα τα σφάξης κατά την αυτήν ημέραν. 28 Δὲν πρέπει νὰ σφάξῃς κατὰ τὴν ἰδίαν ἡμέραν μοσχάρι ἢ πρόβατον μαζὶ μὲ τὴν μητέρα των.
29 ἐὰν δὲ θύσῃς θυσίαν εὐχὴν χαρμοσύνην Κυρίῳ, εἰσδεκτὸν ὑμῖν θύσετε αὐτό· 29 Εάν προσφέρης θυσίαν στον Κυριον εις εκπλήρωσιν χαρμοσύνου τάματος, θα την προσφέρης κατά τον πρέποντα τρόπον, ώστε να γίνη δεκτή από τον Θεόν. 29 Ἐὰν δὲ προσφέρῃς θυσίαν, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἕνα τάμα σου διὰ κάποιο χαρμόσυνον γεγονός, πρέπει νὰ προσφερθῇ ἢ θυσία αὐτὴ κατὰ τρόπον εὐπρόσδεκτον εἰς τὸν Κύριον.
30 αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ βρωθήσεται, οὐκ ἀπολείψετε ἀπὸ τῶν κρεῶν εἰς τὸ πρωΐ· ἐγώ εἰμι Κύριος. 30 Θα φαγωθή η θυσία αυτή κατά την ημέραν, κατά την οποίαν και θα προσφερθή. Δεν θα αφήσετε υπολείμματα από τα κρέατα αυτά έως το πρωί της επομένης ημέρας. Εγώ είμαι ο Κυριος! 30 Τὸ ὑπόλοιπον τῆς θυσίας αὐτῆς πρέπει νὰ φαγωθῇ εἰς τὸ διάστημα τῆς ἰδίας ἡμέρας. Δὲν θὰ ἀφήσετε τίποτε ἀπὸ τὰ κρέατα διὰ τὸ πρωΐ. Ἐγώ, ποὺ τὸ διατάσσω, εἶμαι ὁ Κύριος.
31 Καὶ φυλάξετε τὰς ἐντολάς μου καὶ ποιήσετε αὐτάς. 31 Θα φυλάξετε τας εντολάς μου και θα τας εφαρμόσετε. 31 Πρέπει λοιπὸν νὰ φυλάξετε τὰς ἐντολάς μου καὶ νὰ τὰς τηρήσετε.
32 καὶ οὐ βεβηλώσετε τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, καὶ ἁγιασθήσομαι ἐν μέσῳ τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ· ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς, 32 Τηρούντες αυτάς δεν θα μολύνετε το άγιον όνομά μου. Ετσι θα είμαι άγιος μεταξύ σας και θα δοξάζωμαι από τους Ισραηλίτας. Εγώ είμαι ο Κυριος, ο οποίος σας ηγίασα και σας καθιέρωσα εις την διακονίαν μου. 32 Καὶ δὲν θὰ βεβηλώσετε τὸ ὄνομά μου καὶ ὀτιδήποτε ἀνήκει εἰς Ἐμέ, τὸν ἅγιον Θεόν σας, καὶ ἔτσι θὰ δοξασθῶ καὶ θὰ ἀναγνωρισθῶ ὡς ἅγιος μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἐγώ, ὁ Κύριος, εἶμαι Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς ἑξαγιάζω
33 ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὥστε εἶναι ὑμῶν Θεός, ἐγὼ Κύριος. 33 Εγώ είμαι εκείνος, ο οποίος σας έβγαλα από την δουλείαν της Αιγύπτου, ώστε να είμαι ο Θεός σας. Εγώ είμαι ο Κυριος. 33 καὶ ὁ Ὁποῖος σᾶς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ εἶμαι Θεός σας. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος ὅλων».