Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48 (ΜΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 (Μασ. ΜΑ´) ΚΑΙ ἐγένετο τῷ μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ ἦλθεν ᾿Ισμαὴλ υἰὸς Ναθανίου υἱοῦ ᾿Ελεασὰ ἀπὸ γένους τοῦ βασιλέως καὶ δέκα ἄνδρες μετ' αὐτοῦ πρὸς Γοδολίαν εἰς Μασσηφά, καὶ ἔφαγον ἐκεῖ ἄρτον ἅμα. 1 Κατά τον έβδομον μήνα ο Ισμαήλ, ο υιός του Ναθανίου, υιού του Ελεασά, καταγόμενος από την βασιλικήν οικογένειαν, ήλθεν αυτός και δέκα άνδρες μαζή του, προς τον Γοδολίαν εις Μασσηφά και συνέφαγον εκεί όλοι μαζή. 1 Κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα τοῦ ἑβραϊκοῦ ἔτους «Σεπτέμβριον - Ὀκτώβριον τοῦ 587 π.Χ.» ὁ Ἰσμαήλ, ὁ υἱὸς τοῦ Ναθανίου, υἱοῦ τοῦ Ἐλεασά, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὴν βασιλικὴν οἰκογένειαν, ἦλθε μὲ ἄλλους δέκα ἄνδρες πρὸς τὸν Γοδολίαν εἰς τὴν Μασσηφά, καὶ ἐκεῖ συνέφαγαν ὅλοι μαζί.
2 καὶ ἀνέστη ᾿Ισμαὴλ καὶ οἱ δέκα ἄνδρες, οἳ ἦσαν μετ' αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξαν τὸν Γοδολίαν, ὃν κατέστησε βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐπὶ τῆς γῆς, 2 Ηγέρθη ο Ισμαήλ και οι δέκα άνδρες, που ήσαν μαζή του, και εθανάτωσαν τον Γοδολίαν, τον οποίον ο βασιλεύς της Βαβυλώνος είχε καταστήσει κυβερνήτην της Ιουδαίας. 2 Ἐσηκώθη δὲ ὁ Ἰσμαὴλ καὶ οἱ δέκα ἄνδρες, ποὺ ἦσαν μαζί του, καὶ ἐφόνευσαν τὸν Γοδολίαν, τὸν ὁποῖον ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος εἶχεν ἐγκαταστήσει κυβερνήτην τῆς Ἰουδαίας.
3 καὶ πάντας τοὺς ᾿Ιουδαίους τοὺς ὄντας μετ' αὐτοῦ ἐν Μασσηφᾷ καὶ πάντας τοὺς Χαλδαίους τοὺς εὑρεθέντας ἐκεῖ. - 3 Εφόνευσεν επίσης και όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήσαν μαζή με τον Γοδολίαν εις την Μασσηφά, όπως και όλους τους Χαλδαίους, που έτυχε να ευρίσκωνται εκεί. 3 Ἐφόνευσαν ἐπίσης ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μαζί του εἰς τὴν Μασσηφά, καὶ ὅλους τοὺς Χαλδαίους, οἱ ὁποῖοι συνέπεσε νὰ εὑρεθοῦν ἐκεῖ.
4 Καὶ ἐγένετο τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ πατάξαντος αὐτοῦ τὸν Γοδολίαν, καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἔγνω, 4 Κατά την δευτέραν ημέραν, αφού εθανάτωσεν ο Ισμαήλ τον Γοδολίαν, κανείς άνθρωπος δεν επληροφορήθη το γεγονός. 4 Κατὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν τῆς δολοφονίας τοῦ Γοδολία, καὶ ἐνῷ ἀκόμη οὐδεὶς εἶχε πληροφορηθῆ τὸ γεγονός,
5 καὶ ἤλθοσαν ἄνδρες ἀπὸ Συχὲμ καὶ ἀπὸ Σαλὴμ καὶ ἀπὸ Σαμαρείας, ὀγδοήκοντα ἄνδρες, ἐξυρημένοι πώγωνας καὶ διερρηγμένοι τὰ ἱμάτια καὶ κοπτόμενοι, καὶ μαναὰ καὶ λίβανος ἐν χερσὶν αὐτῶν τοῦ εἰσενεγκεῖν εἰς οἶκον Κυρίου. 5 Τοτε ήλθον από την Συχέμ, από την Σαλήμ και την Σαμάρειαν, ογδοήκοντα άνδρες που είχαν εξυρισμένον το γένειόν των, σχισμένα τα ενδύματα των και εντομάς στο σώμα των, κατά την συνήθειαν των ειδωλολατρών, εις δε τας χείρας των είχαν δώρα και λίβανον, δια να προσφέρουν αυτά αναίμακτον θυσίαν στον ναόν του Κυρίου. 5 ἦλθαν ἀπὸ τὴν Συχὲμ καὶ ἀπὸ τὴν Σαλὴμ καὶ ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν ὀγδόντα ἄνδρες μὲ ξυρισμένα τὰ γένεια των, μὲ σχισμένα τὰ ροῦχα των καὶ μὲ ἐντομὲς εἰς τὸ σῶμα των - δείγματα βαρυτάτου πένθους διὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ Ναοῦ καὶ τῆς Ἱερουσαλήμ.Αὐτοὶ ἐκρατοῦσαν εἰς τὰ χέρια των δῶρα «δημητριακοὺς καρπούς» καὶ λιβάνι, διὰ νὰ τὰ προσφέρονν ὡς ἀναίμακτον θυσίαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου.
6 καὶ ἐξῆλθεν εἰς ἀπάντησιν αὐτοῖς ᾿Ισμαήλ· αὐτοὶ ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰσέλθετε πρὸς Γοδολίαν. 6 Ο Ισμαήλ εξήλθεν εις απάντησιν αυτών. Εκείνοι καθώς εβαδιζαν έχλαιον. Ο Ισμαήλ είπε προς αυτούς· “εισέλθετε προς τον Γοδολίαν”. 6 Ὁ Ἰσμαὴλ ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Μασσηφὰ διὰ νὰ τοὺς συναντήσῃ.Οἱ ἄνδρες αὐτοί, καθὼς ἐπήγαιναν, ἔκλαιαν διὰ τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλήμ.Ὅταν ὁ Ἰσμαὴλ τοὺς συνήντησε, τοὺς εἶπεν: «Εἰσέλθετε πρὸς τὸν Γοδολίαν».
7 καὶ ἐγένετο εἰσελθόντων αὐτῶν εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως, ἔσφαξεν αὐτοὺς εἰς τὸ φρέαρ. 7 Ενῷ εκείνοι ειήλθον και ευρίσκοντο στο μέσον της πόλεως, αυτός τους έσφαξε και έρριξε τα πτώματά των στο φρέαρ. 7 Ὅταν δὲ ἐκεῖνοι ἐπροχώρησαν καὶ ἔφθασαν εἰς τὸ κέντρον τῆς πόλεως, τῆς Μασσηφά, ὁ Ἰσμαὴλ τοὺς ἔσφαξε καὶ ἔρριξε τὰ πτώματά των εἰς τὸ πηγάδι!
8 καὶ δέκα ἄνδρες εὑρέθησαν ἐκεῖ καὶ εἶπαν τῷ ᾿Ισμαήλ· μὴ ἀνέλῃς ἡμᾶς, ὅτι εἰσὶν ἡμῖν θησαυροὶ ἐν ἀγρῷ, πυροὶ καὶ κριθαί, μέλι καὶ ἔλαιον· καὶ παρῆλθε καὶ οὐκ ἀνεῖλεν αὐτοὺς ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν. 8 Δέκα άνδρες όμως από αυτούς, που ευρέθησαν εκεί, είπαν εις τν Ισμαήλ· “μη μας θανατώσης, διότι ημείς έχομεν μεγάλας προμηθείας εκεί στους αγρούς, προμηθείας σίτου, κριθής, μέλιτος και ελαίου”, Τους αντιπαρήλθεν ο Ισμαήλ, τους αφήκε και δεν τους εφόνευσε μαζή με τους άλλους αδελφούς των, τους Ιουδαίους. 8 Δέκα ὅμως ἄνδρες, ποὺ συνέπεσε νὰ εὑρεθοῦν ἐκεῖ μεταξύ των, εἶπαν εἰς τὸν Ἰσμαήλ: «Μὴ μᾶς φονεύσῃς, διότι ἐμεῖς ἔχομεν σημαντικὲς ποσότητες σιταριοῦ καὶ κριθαριοῦ καὶ μελιοῦ καὶ λαδιοῦ κρυμμένες ἔξω εἰς κάποιο χωράφι».Ὁ Ἰσμαὴλ τότε τοὺς ἐπροσπέρασε καὶ δὲν τοὺς ἐφόνευσε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἰσραηλῖτες.
9 καὶ τὸ φρέαρ, εἰς ὃ ἔρριψεν ἐκεῖ ᾿Ισμαὴλ πάντας, οὓς ἐπάταξε, φρέαρ μέγα τοῦτό ἐστιν, ὃ ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς ᾿Ασὰ ἀπὸ προσώπου Βαασὰ βασιλέως ᾿Ισραήλ· τοῦτο ἐνέπλησεν ᾿Ισμαὴλ τραυματιῶν. 9 Το φρέαρ δε εκείνο, όπου ο Ισμαήλ έρριψεν όλους εκείνους τους οποίους εθανάτωσεν, είναι πολύ μεγάλο φρέαρ. Το είχε κατασκευάσει ο βασιλεύς Ασά ως ένα μέσον αμύνης κατά του βασιλέως του Ισραήλ Βαασά. Αυτό, λοιπόν, ο Ισμαήλ το εγέμισεν από πτώματα εκτελεσθέντων. 9 Τὸ πηγάδι, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Ἰσμαὴλ ἔρριψεν ὅλους ὅσους ἐφόνευσεν, εἶναι μεγάλο· εἶναι δὲ αὐτὸ τὸ πηγάδι ποὺ κατεσκεύασε παλαιὰ ὁ Ἀσά, ὁ βασιλιᾶς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ βασιλείου, διὰ νὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ τὸν Βαασά, τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ βασιλείου.Αὐτὸ λοιπὸν τὸ πηγάδι ἐγέμισεν ὁ Ἰσμαὴλ μὲ τὰ πτώματα ἐκείνων ποὺ ἐφόνευσε.
10 καὶ ἀπέστρεψεν ᾿Ισμαὴλ πάντα τὸν λαὸν τὸν καταλειφθέντα εἰς Μασσηφὰ καὶ τὰς θυγατέρας τοῦ βασιλέως, ἃς παρακατέθετο ὁ ἀρχιμάγειρος τῷ Γοδολίᾳ υἱῷ ᾿Αχεικάμ, καὶ ᾤχετο εἰς τὸ πέραν υἱῶν ᾿Αμμών. - 10 Ο Ισμαήλ συνέλαβε και μετέφερεν αιχμάλωτον όλον τον λαόν, ο οποίος είχεν απομείνει εις Μασσηφά και τας θυγατέρας του βασιλέως, τας οποίας είχεν εμπιστευθή ο αρχιμάγειρας στον Γοδολίαν, υιόν του Αχεικάμ, και ανεχώρησε δια την πέραν του Ιορδάνου χώραν, που ανήκεν στους Αμμωνίτας. 10 Κατόπιν ὁ Ἰσμαὴλ συνέλαβεν ὡς αἰχμαλώτους ὅλους ὅσοι εἶχαν ἀπομείνει εἰς τὴν Μασσηφὰ καὶ τὶς θυγατέρες τοῦ βασιλιᾶ Σεδεκία «τὶς πριγκίπισσες», τὶς ὁποῖες ὁ ἀρχιμάγειρος Ναβουζαρδὰν εἶχεν ἀναθέσει ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Γοδολία, υἱοῦ τοῦ Ἀχεικάμ, καὶ ἀνεχώρησε διὰ τὴν ἀνατολικῶς τοῦ Ἰορδάνου χώραν «δηλαδὴ ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου ἐξεκίνησεν», ἡ ὁποία ἀνῆκεν εἰς τοὺς Ἀμμωνῖτες.
11 Καὶ ἤκουσεν ᾿Ιωανὰν υἱὸς Καρηὲ καὶ πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως οἱ μετ' αὐτοῦ πάντα τὰ κακά, ἃ ἐποίησεν ᾿Ισμαήλ, 11 Ο Ιωανάν, υιός του Καρηέ, και όλοι οι αρχηγοί του στρατού, οι οποίοι ευρίσκοντο μαζή του, επληροφορήθησαν αυτά τα κακά, τα οποία διέπραξεν ο Ισμαήλ. 11 Ὅταν ὁ Ἰωανάν, ὁ υἱὸς τοῦ Καρηέ, καὶ ὅλοι οἱ στρατιωτικοὶ ἀρχηγοὶ ποὺ ἦσαν μαζί του ἐπληρυφορήθησαν ὅλα τὰ ἐγκλήματα ποὺ διέπραξεν ὁ Ἰσμαήλ.
12 καὶ ἤγαγον ἅπαν τὸ στρατόπεδον αὐτῶν καὶ ᾤχοντο πολεμεῖν αὐτὸν καὶ εὗρον αὐτὸν ἐπὶ ὕδατος πολλοῦ ἐν Γαβαών. 12 Και, λοιπόν, ωδήγησαν όλον τον στρατόν των και εβάδισαν, δια να πολεμήσουν τον Ισμαήλ. Τον εύρον δε πλησίον των πολλών υδάτων εις την Γαβαών. 12 συνεκέντρωσαν ὅλον τὸν στρατόν των, ἐτέθησαν ἐπὶ κεφαλῆς του καὶ ἐπορεύθησαν διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν.Τὸν συνήντησαν δὲ κοντὰ εἰς πολλὰ ὕδατα, εἰς τὴν Γαβαών.
13 καὶ ἐγένετο ὅτε εἶδε πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετὰ ᾿Ισμαὴλ τὸν ᾿Ιωανὰν καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς δυνάμεως τῆς μετ' αὐτοῦ, 13 Τοτε όλος ο λαός, ο οποίος ευρίσκετο με τον Ισμαήλ, όταν είδε τον Ιωανάν και τους αρχηγούς της στρατιωτικής δυνάμεως, που ήτο μαζή του, 13 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ὅταν ὅλος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος ἦταν μὲ τὸν Ἰσμαήλ, εἶδε τὸν Ἰωανὰν καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ στρατοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν μαζί του,
14 καὶ ἀνέστρεψαν πρὸς ᾿Ιωανάν. 14 επέστρεψαν προς το μέρος του Ιωανάν. 14 ἐπέστρεψαν καὶ προσεχώρησαν εἰς τὸν Ἰωανάν.
15 καὶ ᾿Ισμαὴλ ἐσώθη σὺν ὀκτὼ ἀνθρώποις καὶ ᾤχετο πρὸς τοὺς υἱοὺς ᾿Αμμών. - 15 Ο δε Ισμαήλ διεσώθη με οκτώ μόνον άνδρας και κατέφυγε προς τους Αμμωνίτας. 15 Ὅμως ὁ Ἰσμαὴλ μὲ ὀκτὼ μόνον ἄνδρες διεσώθη καὶ κατέφυγε πρὸς τοὺς Ἀμμωνῖτες.
16 Καὶ ἔλαβεν ᾿Ιωανὰν καὶ πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως οἱ μετ' αὐτοῦ πάντας τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ, οὓς ἀπέστρεψεν ἀπὸ ᾿Ισμαήλ, δυνατοὺς ἄνδρας ἐν πολέμῳ καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ λοιπὰ καὶ τοὺς εὐνούχους, οὓς ἀπέστρεψαν ἀπὸ Γαβαών, 16 Ο Ιωανάν και όλοι οι αρχηγοί της στρατιωτικής δυνάμεως, που ήσαν μαζή του, επήραν όλους τους απολειφθέντας από τον λαόν, αυτούς τους οποίους είχεν απαγάγει ο Ισμαήλ από την Μασσηφά, άνδρας δυνατούς στον πόλεμον, τας γυναίκας και τα υπόλοιπα παιδιά και τους ευνούχους, τους οποίους παρέλαβον από την Γαβαών. 16 Ο Ἰωανὰν καὶ ὅλοι οἱ στρατιωτικοὶ ἀρχηγοὶ ποὺ ἦσαν μαζί του παρέλαβαν ὅλους ὅσοι εἶχαν ἀπομείνει, τοὺς ὁποίους εἶχεν ἀπαγάγει ὡς αἰχμαλώτους ὁ Ἰσμαὴλ ἀπὸ τὴν Μασσηφὰ «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Τοὺς ὁποίους ὁ Ἰωανὰν ἀνέκτησε καὶ πάλιν ἀπὸ τὸν Ἰσμαήλ», ἄνδρες πολεμιστές, καὶ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ ὑπόλοιπα παιδιὰ καὶ τοὺς εὐνούχους· τοὺς παρέλαβεν ἀπὸ τὴν Γαβαὼν καὶ τοὺς ἔφερε πίσω.
17 καὶ ᾤχοντο καὶ ἐκάθισαν ἐν Γαβηρώθ - Χαμαὰμ τῇ πρὸς Βηθλεὲμ τοῦ πορευθῆναι εἰς Αἴγυπτον 17 Επειτα ανεχώρησαν και εγκατεστάθησαν εις την Γαβηρώθ- Χαμαάμ πλησίον εις την Βηθλεέμ, δια να φύγουν από εκεί και μεταβούν εις την Αίγυπτον, 17 Ὅλοι δὲ αὐτοὶ ἀνεχώρησαν, καθ’ ὁδὸν δὲ ἐστάθμευσαν εἰς Γαβηρώθ - Χαμαάμ, κοντὰ εἰς τὴν Βηθλεέμ, μὲ σκοπὸν νὰ προχωρήσουν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ καταφύγουν εἰς τὴν Αἴγυπτον,
18 ἀπὸ προσώπου τῶν Χαλδαίων, ὅτι ἐφοβήθησαν ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι ἐπάταξεν ᾿Ισμαὴλ τὸν Γοδολίαν, ὃν κατέστησεν ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν τῇ γῇ. 18 μακράν από τους Χαλδαίους, διότι τους εφοβήθησαν, επειδή ο Ισμαήλ εφόνευσε τον Γοδολίαν, αυτόν τον οποίον ο βασιλεύς της Βαδυλώνος είχεν εγκαταστήσει κυβερνήτην της Ιουδαίας. 18 διὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους διότι τοὺς ἐφοβήθησαν, ἐπειδὴ ὁ Ἰσμαὴλ ἐφόνευσε τὸν Γοδολίαν, τὸν ὁποῖον ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος ἐγκατέστησε κυβερνήτην τῆς Ἰουδαίας.