Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (ΚΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ω οἱ ποιμένες οἱ διασκορπίζοντες καὶ ἀπολλύοντες τὰ πρόβατα τῆς νομῆς μου. 1 Αλλοίμονον εις σας τους ποιμένας, οι οποίοι διασκορπίζετε και καταστρέφετε τα πρόβατα της ποίμνης μου ! 1 Αλλοίμονον εἰς τοὺς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι διασκορπίζουν καὶ καταστρέφουν τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης μου!
2 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ τοὺς ποιμαίνοντας τὸν λαόν μου· ὑμεῖς διεσκορπίσατε τά πρόβατά μου καὶ ἐξώσατε αὐτὰ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθε αὐτά, ἰδοὺ ἐγὼ ἐκδικῶ ἐφ' ὑμᾶς κατὰ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν· 2 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον εις σας, που ποιμαίνετε τον λαόν μου· Σεις διεσκορπίσατε τα πρόβατά μου, τα εξεδιώξατε, δεν εφροντίσατε με στοργήν δι' αυτά. Δια τούτο ιδού εγώ, θα αποστείλω εναντίον σας δικαίας τιμωρίας, σύμφωνα με τα πονηρά σας έργα. 2 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ἐναντίον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ποιμαίνουν τὸν λαόν μου: «Σεῖς διεσκορπίσατε τὰ πρόβατά μου καὶ τὰ ἐξεδιώξατε ἀπὸ τὴν θεοσεβῆ πολιτείαν καὶ καθόλου δὲν τὰ ἐφροντίσατε.
3 καὶ ἐγὼ εἰσδέξομαι τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ μου ἐπὶ πάσης τῆς γῆς, οὗ ἔξωσα αὐτοὺς ἐκεῖ, καὶ καταστήσω αὐτοὺς εἰς τὴν νομὴν αὐτῶν, καὶ αὐξηθήσονται καὶ πληθυνθήσονται· 3 Θα δεχθώ όμως κατόπιν τους απομείναντας από τον λαόν μου από όλην την γην. Θα τους επαναφέρω από εκεί, όπου τους είχα εξορίσει και θα εγκαταστήσω αυτούς εις την περιοχήν, την οποίαν προηγουμένως ασφαλείς ενέμοντο. Και θα αυξηθούν και θα πληθυνθούν. 3 Ἐγὼ ὅμως θὰ δεχθῶ κατόπιν ὅσους θὰ ἔχουν ἀπομείνει ἀπὸ τὸν λαόν μου, ἀπὸ ὅλες τὶς χῶρες, εἰς τὶς ὁποῖες τοὺς εἶχα ἐξορίσει, καὶ θὰ τοὺς ἐγκαταστήσω εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἦσαν ἐγκατεστημένοι προηγουμένως, δηλαδὴ εἰς τὴν πατρίδα των.Ἐκεῖ θὰ αὐξηθοῦν καὶ θὰ πολλαπλασιασθοῦν.
4 καὶ ἀναστήσω αὐτοῖς ποιμένας, οἳ ποιμανοῦσιν αὐτούς, καὶ οὐ φοβηθήσονται ἔτι οὐδὲ πτοηθήσονται, λέγει Κύριος. 4 Θα αναδείξω και θα φέρω εις αυτούς ποιμένας, οι οποίοι θα τους ποιμάνουν με στοργήν και έτσι αυτοί ούτε θα φοβηθούν, ούτε θα πτοηθούν, λέγει ο Κυριος. 4 Καὶ θὰ ἀναδείξω μεταξύ των ποιμένας, οἱ ὁποῖοι θὰ τοὺς ποιμαίνουν.Καὶ ὁ λαὸς πλέον, ἐφ’ ὅσον θὰ ἔχουν δικαίους καὶ στοργικοὺς ποιμένας, οὔτε θὰ φοβοῦνται οὔτε θὰ πτοοῦνται, λέγει ὁ Κύριος.
5 ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἀναστήσω τῷ Δαυὶδ ἀνατολὴν δικαίαν, καὶ βασιλεύσει βασιλεὺς καὶ συνήσει καὶ ποιήσει κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐπὶ τῆς γῆς. 5 Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, κατά τας οποίας εγώ θα φέρω και θα αναδείξω εις τη οικογενειάν του Δαδίδ βλαστόν δίκαιον και αυτός θα βασιλεύση ως πραγματικός βασιλεύς. Θα γνωρίση και θα πραγματοποίηση ευθυκρισίαν και δικαιοσύνην εις όλην την γην. 5 Ἰδού· ἔρχονται ἡμέρες, λέγει ὁ Κύριος, κατὰ τὶς ὁποῖες θὰ ἀναδείξω καὶ θὰ ἐγκαταστήσω εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβὶδ ἄνδρα «ἀπόγονον», ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ἀνατολή «βλαστός» τῆς δικαιοσύνης· καὶ θὰ βασιλεύσῃ ὡς πραγματικὸς βασιλιᾶς· θὰ ἐνεργήσῃ μὲ σύνεσιν καὶ σοφίαν, θὰ δικάζῃ δὲ καὶ θὰ κυβερνᾷ μὲ εὐθυκρισίαν καὶ θὰ ἀσκῇ δικαιοσύνην ἐπὶ τῆς γῆς.
6 ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ σωθήσεται ᾿Ιούδας, καὶ ᾿Ισραὴλ κατασκηνώσει πεποιθώς, καὶ τοῦτο τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ὃ καλέσει αὐτὸν Κύριος ᾿Ιωσεδέκ. 6 Κατά τας ημέρας του βασιλέως αυτού θα σωθούν οι Ιουδαίοι· και ο Ισραηλιτικός λαός θα κατασκήνωση ασφαλής και ήσυχος. Τούτο δε είναι το όνομα, το οποίον ο Κυριος θα δώση εις αυτόν· Ιωσεδέκ, δηλαδή “Θεός δικαιοσύνης”. 6 Κατὰ τὴν περίοδον τῆς βασιλείας τοῦ ἀπογόνου αὐτοῦ τοῦ Δαβὶδ θὰ σωθῇ καὶ θὰ θριαμβεύσῃ ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ κατασκηνώσῃ μὲ ἀσφάλειαν καὶ εἰρήνην.Τοῦτο δὲ θὰ εἶναι τὸ ὄνομα, τὸ ὁποῖον θὰ δώσῃ ὁ Κύριος εἰς τὸν βλαστὸν αὐτὸν τοῦ Δαβίδ· «Ἰωσεδέκ», ποὺ σημαίνει: «Ὁ Κύριος εἶναι ἡ σώζουσα δικαιοσύνη μας».
9 ᾿Εν τοῖς προφήταις συνετρίβη ἡ καρδία μου, ἐν ἐμοὶ ἐσαλεύθη πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἐγενήθην ὡς ἀνὴρ συντετριμμένος καὶ ὡς ἄνθρωπος συνεχόμενος ἀπὸ οἴνου ἀπὸ προσώπου Κυρίου καὶ ἀπὸ προσώπου εὐπρεπείας δόξης αὐτοῦ. 9 Εξ αιτίας των ψευδοπροφητών συνετρίβη η καρδία μου, λέγει ο Ιερεμίας, εσαλευθησαν και έφυγαν από την θέσιν των όλα τα οστά μου, έγινα ως άνθρωπος συντετριμμένος, ως άνθρωπος, ο οποίος διατελεί υπό την επήρειαν του οίνου ενώπιον του Κυρίου, ενώπιον της μεγαλοπρεπούς δόξης του προσώπου του. 7 Διὰ τοῦτο, ἰδού! ἔρχονται ἡμέρες, λέγει ὁ Κύριος, κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν θὰ λέγουν πλέον· «Ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ ἀκούει, ὁ Ὁποῖος ἐλευθέρωσε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου»,
10 ὅτι ἀπὸ προσώπου τούτων ἐπένθησεν ἡ γῆ, ἐξηράνθησαν αἱ νομαὶ τῆς ἐρήμου, καὶ ἐγένετο ὁ δρόμος αὐτῶν πονηρὸς καὶ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν οὐχ οὕτως. 10 Διότι εξ αιτίας των ψευδοπροφητών αυτών επενθησεν η χώρα μας, εξηράνθησαν αι βοσκαί των ακατοίκητων περιοχών. Ο δρόμος αυτών έγινε πονηρός, οδηγεί προς το κακόν, η δε δύναμις των δεν χρησιμοποιείται, όπως θέλει ο Θεός. 8 ἀλλὰ θὰ λέγουν: «Ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ ἀκούει.Αὐτὸς συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ «ὅλους τοὺς Ἰσραηλῖτες» ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ Βορρᾶ καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες χῶρες, εἰς τὶς ὁποῖες τοὺς εἶχεν ἐξορίσει, καὶ τοὺς ἀποκατέστησεν εἰς τὴν ἰδικήν των χώραν».
11 ὅτι ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐμολύνθησαν καὶ ἐν τῷ οἴκῳ μου εἶδον πονηρίας αὐτῶν. 11 Οι ιερείς και οι προφήται εμολύνθησαν και είδον εγώ έντος του ναού μου τας πονηράς αυτών πράξεις. 9 Ἕνεκα τῶν ψευδοπροφητῶν, λέγει ὁ Ἱερεμίας, ἔχω καταλυπηθῇ, κατέπεσε τὸ ἠθικόν μου, ἔτριξαν, ἔφυγαν ἀπὸ τὴν θέσιν τῶν ὅλα τὰ κόκκαλά μου, ἔγινα ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει συντριβῆ καὶ καταβληθῇ, ὡς ἄνθρωπος ποὺ εὑρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν μεθυστικὴν ἐπενέργειαν τοῦ κρασιοῦ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἐμπρὸς εἰς τὴν λαμπρὰν καὶ ἔνδοξον μεγαλειότητα τοῦ παναγίου προσώπου του!
12 διὰ τοῦτο γενέσθω ἡ ὁδὸς αὐτῶν αὐτοῖς εἰς ὀλίσθημα ἐν γνόφῳ, καὶ ὑποσκελισθήσονται καὶ πεσοῦνται ἐν αὐτῇ· διότι ἐπάξω ἐπ' αὐτοὺς κακὰ ἐν ἐνιαυτῷ ἐπισκέψεως αὐτῶν, φησὶ Κύριος. 12 Δια τούτο ας γίνη ο δρόμος των γλύστρημα μέσα στο σκοτάδι. Θα περιπλεχθούν και θα πέσουν στον δρόμον των, διότι εγώ θα επιφέρω εναντίον των συμφοράς κατά το έτος, κατά το οποίον θα τους επισκεφθώ, δια να τους τιμωρήσω, λέγει ο Κυριος. 10 Διότι ἕνεκα τῶν ψευδοπροφητῶν αὐτῶν ἡ χώρα μας προσέλαβε πένθιμον ὄψιν, οἱ βοσκότοποι τῶν ἀκατοικήτων περιοχῶν ἐξηράνθησαν οἱ προσπάθειες, ὁ ζῆλος, οἱ ἀσχολίες τῶν ψευδοπροφητῶν αὐτῶν εἶναι πονηρές, δὲν ἀποβλέπουν εἰς τὸ καλόν, ἡ δὲ δύναμις καὶ οἱ ἐπιδιώξεις των δὲν στοχεύουν ἐκεῖ ὅπου πρέπει καὶ ὅπως θέλει ὁ Θεός.
13 καὶ ἐν τοῖς προφήταις Σαμαρείας εἶδον ἀνομήματα· ἐπροφήτευσαν διὰ τῆς Βάαλ καὶ ἐπλάνησαν τὸν λαόν μου ᾿Ισραήλ. 13 Και μεταξύ των προφητών της Σαμαρείας είδα παρανομίας. Επροφήτευσαν αυτοί εν ονόματι και εις δόξαν του Βααλ και παρεπλάνησαν τον Ισραηλιτικον λαόν μου εις οδούς ειιδωλολατρείας και παρανομίας. 11 Διότι καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ προφῆται διεφθάρησαν ἠθικῶς καὶ πνευματικῶς, μέσα δὲ εἰς τὸν ἅγιον Ναόν μου εἶδα καὶ ἐπεσήμανα τὰ ἀνόσια καὶ σιχαμερὰ ἔργα των.
14 καὶ ἐν τοῖς προφήταις ῾Ιερουσαλὴμ ἑώρακα φρικτά, μοιχωμένους καὶ πορευομένους ἐν ψεύδεσι καὶ ἀντιλαμβανομένους χειρῶν πονηρῶν τοῦ μὴ ἀποστραφῆναι ἕκαστον ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς· ἐγενήθησάν μοι πάντες ὡς Σόδομα καὶ οἱ κατοικοῦντες αὐτὴν ὥσπερ Γόμορρα. 14 Και μεταξύ των προφητών της Ιερουσαλήμ είδα φρικτάς αμαρτίας, είδα ανθρώπους να εκτρέπωνται εις την μοιχείαν, να πορεύωνται στο ψεύδος και στους ψευδείς θεούς, να ενισχύουν και να υποστηρίζουν τα πονηρά χέρια, ώστε να μη μετανοήση και επιστρέψη ο καθένας από τον δρόμον των πονηριών του. Ολοι αυτοί έγιναν δι' εμέ ώσαν τα Σοδομα, ώσαν κύτους οι οποίοι κατοικούσαν τα Γομορρα. 12 Διὰ τοῦτο ἂς γίνῃ ὁ δρόμος δι' αὐτοὺς γλιστερὸς μέσα εἰς σκοτεινὸν σύννεφον· θὰ περιπλεχθοῦν καὶ θὰ πέσουν εἰς τὸν δρόμον αὐτόν.Διότι θὰ ἐπιφέρω ἐναντίον των δεινὰ καὶ συμφορὲς κατὰ τὸ ἔτος ποὺ θὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσω, λέγει ὁ Κύριος.
15 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ψωμιῶ αὐτοὺς ὀδύνην καὶ ποτιῶ αὐτοὺς ὕδωρ πικρόν, ὅτι ἀπὸ τῶν προφητῶν ῾Ιερουσαλὴμ ἐξῆλθε μολυσμὸς πάσῃ τῇ γῇ. 15 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα δώσω εις αυτούς ως άρτον οδύνην και πόνον. Θα τους ποτίσω αντί ύδατος με πικρίαν, διότι άπό τους προφήτας της Ιερουσαλήμ εξεχύθη εις όλην την χώραν ο μολυσμός της ασεβείας ! 13 Καὶ μεταξὺ τῶν προφητῶν τῆς Σαμαρείας «πρωτευούσης τοῦ βορείου βασιλείου» εἶδα παρανομίες.Ἐπροφήτευσαν ἐν ὀνόματί της εἰδωλολατρικῆς θεᾶς Βάαλ καὶ παρεπλάνησαν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν μου.
16 οὕτως λέγει Κύριος παντοκράτωρ· μὴ ἀκούετε τοὺς λόγους τῶν προφητῶν, ὅτι ματαιοῦσιν ἑαυτοῖς ὅρασιν, ἀπὸ καρδίας αὐτῶν λαλοῦσι καὶ οὐκ ἀπὸ στόματος Κυρίου. 16 Ετσι ομιλεί και λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ· Μη ακούετε τους λόγους των ψευδοπροφητών, διότι παραπλανούν τον εαυτόν των με ψευδή οράματα, ομιλούν σύμφωνσα με τας υπαγορεύσεις της πονηράς καρδίας των και όχι από το στόμα εμού του Κυρίου. 14 Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν προφητῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ εἶδα χειρότερα· εἶδα φοβερὰ καὶ φρικτά.Εἶδα ἀνθρώπους νὰ διαπράττουν μοιχεῖες «σαρκικὲς καὶ πνευματικές, δηλαδὴ νὰ ἀποστατοῦν ἀπὸ τὸν Θεόν» καὶ νὰ βαδίζουν μέσα εἰς τὸ ψεῦδος καὶ εἰς τὴν λατρείαν τῶν ψευδῶν θεῶν «τῶν εἰδώλων»· ἀκόμη δὲ νὰ ὑποστηρίζουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὰ ἐγκληματικὰ καὶ κακοποιὰ χέρια, ὥστε νὰ μὴ ἐπιστρέψῃ ὁ καθένας καὶ ἀπαρνηθῇ τὰ πονηρά του ἔργα.Ὅλοι αὐτοὶ ἔγιναν εἰς Ἐμὲ κακοὶ καὶ σιχαμεροὶ ὅπως οἱ ἔκφυλοι κάτοικοι τῶν Σοδόμων, οἱ δὲ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ ὅπως οἱ ἀσεβεῖς κάτοικοι τῶν Γομόρρων.
17 λέγουσι τοῖς ἀπωθουμένοις τὸν λόγον Κυρίου· εἰρήνη ἔσται ὑμῖν· καὶ πᾶσι τοῖς πορευομένοις τοῖς θελήμασιν αὐτῶν, παντὶ τῷ πορευομένῳ πλάνῃ καρδίας αὐτοῦ εἶπαν· οὐχ ἥξει ἐπὶ σὲ κακά. 17 Λέγουν εις εκείνους, οι οποίοι απωθούν και αρνούνται να ακούσουν τον λόγον Κυρίου· “ειρήνη θα είναι εις σας”. Και εις όλους εκείνους, οι οποίοι βαδίζουν σύμφωνα με τα πονηρά των θελήματα, εις κάθε ένα που πορεύεται σύμφωνα με την πλάνην της καρδίας αυτού είπαν· “δεν θα συμβούν συμφοραί”. 15 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ἰδού, Ἐγὼ θὰ τοὺς διαθρέψω, ἀντὶ μὲ ἄρτον, μὲ ὀδύνην καὶ πόνον, καὶ θὰ τοὺς ποτίσω, ἀντὶ μὲ νερόν, μὲ βάσανα καὶ πικρίες, διότι ἀπὸ τοὺς προφῆτες τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπλώθηκε εἰς ὅλην τὴν χώραν ὁ μολυσμὸς τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς ἀσεβείας».
18 ὅτι τίς ἔστη ἐν ὑποστήματι Κυρίου καὶ εἶδε τὸν λόγον αὐτοῦ; τίς ἠνωτίσατο καὶ ἤκουσεν; 18 Διότι ποιός από αυτούς εστάθη κοντά στο υποπόδιον του Κυρίου και εγνώρισε τον λόγον του Θεού; Ποιός από αυτούς έβαλεν εις τα αυτιά του και ήκουσε την διδασκαλίαν του; Κανείς. 16 Ἔτσι λέγει ὁ παντοκράτωρ Κύριος πρὸς τὸν λαὸν τῆς Ἱερουσαλήμ: «Μὴ ἀκούετε καὶ μὴ προσέχετε τὰ λόγια τῶν ψευδοπροφητῶν, διότι αὐτοὶ προσφέρουν τὶς μάταιες προφητεῖες καὶ δαιμονικὲς δράσεις ὡς ἀληθινές, διότι ὁμιλοῦν σύμφωνα μὲ τὶς κλίσεις καὶ διαθέσεις τῆς ἰδικῆς των ἁμαρτωλῆς καρδίας καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὰ λόγια, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ παναληθὲς στόμα Ἐμοῦ, τοῦ Κυρίου.
19 ἰδοὺ σεισμὸς παρὰ Κυρίου καὶ ὀργὴ ἐκπορεύεται εἰς συσσεισμόν, συστρεφομένη ἐπὶ τοὺς ἀσεβεῖς ἥξει. 19 Ιδού, λοιπόν, ότι σεισμός έρχεται εκ μέρους του Κυρίου, οργή εκπορεύεται να συγκλονίση την γην. Ανεμοστρόβιλος εναντίον των ασεβών θα επέλθη. 17 Οἱ ψευδοπροφῆται αὐτοὶ λέγουν εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται, παραμερίζουν καὶ περιφρονοῦν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: «Εἰρήνη θὰ εἶναι εἰς σᾶς».Καὶ εἰς ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι βαδίζουν σταθερὰ σύμφωνα μὲ τὶς πονηρὲς θελήσεις τῆς καρδίας των, καὶ εἰς καθένα, ὁ ὁποῖος βαδίζει σύμφωνα μὲ τὰ πλανεμένα σκιρτήματα καὶ τοὺς πόθους τῆς καρδίας του, λέγουν: «Δὲν θὰ σὲ κτυπήσουν συμφορὲς καὶ καταστροφές».
20 καὶ οὐκ ἔτι ἀποστρέψει ὁ θυμὸς Κυρίου, ἕως ἂν ποιήσῃ αὐτὸ καὶ ἕως ἂν στήσῃ αὐτὸ ἀπὸ ἐγχειρήματος καρδίας αὐτοῦ· ἐπ' ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν νοήσουσιν αὐτά. 20 Και ο θυμός αυτός του Κυρίου δεν θα σταματήση και δεν θα φύγη, μέχρις ότου κάμη το έργον του, μέχρις ότου ολοκλήρωση τα σχέδια της καρδίας του. Εκείνοι θα εννοήσουν αυτά κατά το τέλος των ημέρων των. 18 Ἀλλὰ ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδοπροφῆτες αὐτοὺς ἐπλησίασε καὶ ἐστάθη μὲ ἅγιον φόβον καὶ εἰλικρίνειαν ἐμπρὸς εἰς τὸν δικαιοκρίτην Κύριον, ἀναμένων θείαν ἐνέργειαν, καὶ ἀξιώθηκε νὰ δεχθῇ φωτισμὸν καὶ νὰ γνωρίσῃ τὸν λόγον Του; Ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς ἔβαλε αὐτί, ἐπρόσεξε καὶ ἄκουσε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ; Κανείς!
21 οὐκ ἀπέστελλον τοὺς προφήτας, καὶ αὐτοὶ ἔτρεχον· οὐδὲ ἐλάλησα πρὸς αὐτούς, καὶ αὐτοὶ ἐπροφήτευον. 21 Δεν έστειλα εγώ τους ψευδοπροφήτας· και όμως αυτοί έτρεχαν προς εκείνους. Δεν ωμίλησα εγώ προς αύτους· και όμως αυτοί εδίδασκον εξ ονόματός μου. 19 Ἕνεκα τούτου, ἰδού! Σεισμὸς ἔρχεται ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου καὶ ὀργὴ ἐκπορεύεται, ὥστε νὰ προκαλέσῃ ἰσχυρότατον ἄνεμον, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπέλθῃ κατὰ τῶν ἀσεβῶν ὡς αἰφνίδιος ἀνεμοστρόβιλος.
22 καὶ εἰ ἔστησαν ἐν τῇ ὑποστάσει μου καὶ εἰ ἤκουσαν τῶν λόγων μου, καὶ τὸν λαόν μου ἂν ἀπέστρεφον αὐτοὺς ἀπὸ τῶν πονηρῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν. 22 Εάν αυτοί είχαν σταθή και υποταχθή εις την ιδικήν μου βουλήν, εάν είχαν ακούσει τους λόγους μου, θα απεμάκρυναν τον λαόν μου από τα κακά αυτού έργα. 20 Καὶ ὁ θυμὸς τῆς σφοδρᾶς ἀγανακτήσεως τοῦ Κυρίου δὲν θὰ ὑποχωρήσῃ, μέχρις ὅτου ἐπιτελέσῃ τὸ τιμωρητικὸν αὐτὸ ἔργον καὶ μέχρις ὅτου ὁλοκληρώσῃ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐσχεδίασεν εἰς τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς Του.Ἐκεῖνοι δὲ θὰ ἐννοήσουν καθαρὰ ὅλα αὐτὰ κατὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες των «ἢ κατὰ τὶς τελευταῖες ἡμέρες, ποὺ θὰ προηγηθοῦν τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου».
23 Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμι, λέγει Κύριος, καὶ οὐχὶ Θεὸς πόρρωθεν. 23 Εγώ είμαι ο Θεός, που πλησιάζω τους ανθρώπους, στέκομαι κοντά των, λέγει ο Κυριος. Δεν είμαι Θεός, ο οποίος ευρίσκομαι μακράν και παρακολουθώ με αδιαφοριαν. 21 «Ἐνῷ Ἐγὼ δὲν ἀπέστελλα τοὺς ψευδοπροφῆτες, αὐτοὶ ἀπεναντίας ἔτρεχαν μὲ αὐθάδειαν νὰ προφητεύσουν· καὶ ἐνῷ Ἐγὼ δὲν ὠμιλοῦσα πρὸς αὐτούς, αὐτοὶ ἐπροφήτευαν διὰ λογαριασμόν μου.
24 εἰ κρυβήσεταί τις ἐν κρυφαίοις, καὶ ἐγὼ οὐκ ὄψομαι αὐτόν; μὴ οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ; λέγει Κύριος. 24 Είναι, λοιπόν, δυνατόν να κρυφθή κανείς εις απόκρυφον μέρος και εγώ να μη τον ίδω; Μηπως εγώ με την άπειρον παρουσίαν μου δεν πληρώ τον ουρανόν και την γην; Λέγει ο Κυριος. 22 Ἐὰν αὐτοὶ ἔμεναν σταθερὰ μαζί μου καὶ ὑπετάσσοντο εἰς τὴν ἀγαθὴν βουλήν μου, ἐὰν δὲ ἔμεναν πιστοὶ εἰς τὸν ἅγιον νόμον μου καὶ ἐδέχοντο τὴν χάριν μου, τότε θὰ ἐδίδασκαν τὴν εὐσέβειαν καὶ θὰ ἀπεμάκρυναν τὸν λαόν μου ἀπὸ τὰ πονηρὰ καὶ ἁμαρτωλὰ ἔργα του.
25 ἤκουσα ἃ λαλοῦσιν οἱ προφῆται, ἃ προφητεύουσιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου ψευδῆ λέγοντες· ἠνυπνιασάμην ἐνύπνιον. 25 Ηκουσα αυτά, τα οποία διδάσκουν οι ψευδοπροφήται, αυτά τα ψεύδη τα οποία προφητεύουν εν τω ονόματί μου λέγοντες· Είδον αποκαλυπτικόν όνειρον ! 23 Ἑγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εὑρίσκομαι κοντά σας, λέγει ὁ Κύριος, καὶ ὄχι Θεός, ὁ ὁποῖος στέκομαι καὶ παρακολουθῶ ἀπὸ μακριὰ καὶ ἀδιάφορα τὰ ὅσα συμβαίνουν.
26 ἕως πότε ἔσται ἐν καρδίᾳ τῶν προφητῶν τῶν προφητευόντων ψευδῆ καὶ ἐν τῷ προφητεύειν αὐτοὺς τὰ θελήματα τῆς καρδίας αὐτῶν; 26 Εως πότε θα υπάρχη η πονηρία εις την καρδίαν των ψευδοπροφήτων, οι οποίοι διδάσκουν το ψεύδος και κηρύττουν στους ανθρώπους, όχι το ιδικόν μου θέλημα, αλλά τα πονηρά θελήματα της διεστραμμένης καρδίας των; 24 Ἐφ' ὅσον λοιπὸν εἶμαι κοντά σας καὶ πανταχοῦ παρών, εἶναι δυνατὸν νὰ κρυφθῇ κανεὶς εἰς ἀπόκρυφον τόπον καὶ Ἐγὼ νὰ μὴ τὸν ἴδω μὲ τὸ βλέμμα μου, ποὺ βλέπει τὰ πάντα: Μήπως Ἐγὼ δὲν εἶμαι Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος γεμίζει μὲ τὴν ἄπειρον καὶ ἁπανταχοῦ παρουσίαν του τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν; Λέγει ὁ Κύριος.
27 τῶν λογιζομένων τοῦ ἐπιλαθέσθαι τοῦ νόμου μου ἐν τοῖς ἐνυπνίοις αὐτῶν, ἃ διηγοῦντο ἕκαστος τῷ πλησίον αὐτοῦ, καθάπερ ἐπελάθοντο οἱ πατέρες αὐτῶν τοῦ ὀνόματός μου ἐν τῇ Βάαλ; 27 Αυτοί σκέπτονται και επιθυμούν να κάμουν τους ανθρώπους, να λησμονήσουν τον Μομον μου με τα ψευδή ενύπνιά των, τα οποία διηγούνται ο καθένας στον πλησίον του. Να τους κάμουν να λησμονήσουν εμέ, όπως ακριβώς και οι πατέρες των με ελησμόνησαν, ακολουθήσαντες την λατρείαν του Βααλ. 25 Ἄκουσα, γνωρίζω καλὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα διδάσκουν καὶ λέγουν οἱ ψευδοπροφῆται, ὅσα ψευδῆ προφητεύουν δῆθεν ἐξ Ὀνόματός μου, λέγοντες: «Εἶδα ἀποκαλυπτικὸν ὄνειρον»!
28 ὁ προφήτης, ἐν ᾧ τὸ ἐνύπνιόν ἐστι, διηγησάσθω τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ, καὶ ἐν ᾧ ὁ λόγος μου πρὸς αὐτόν, διηγησάσθω τὸν λόγον μου ἐπ' ἀληθείας. τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον; οὕτως οἱ λόγοι μου, λέγει Κύριος. 28 Ο ψευδοπροφήτης, ο οποίος είδε το όνειρον, ας διηγηθή το ενύπνιόν του· και ο αληθής προφήτης, στον οποίον υπάρχει ο ιδικός μου λόγος, ας διηγηθή με πλήρη αλήθειαν τον λόγον μου. Και τότε θα ίδουν οι άνθρωποι, ποία διαφορά υπάρχει μεταξύ του αχύρου και του σίτου. Ετσι είναι και οι λόγοι μου, λέγει ο Κυριος, απέναντι των λόγων των ψευδοπροφητών. 26 Μέχρι πότε θὰ ὑπάρχουν τὰ ψέματα καὶ οἱ ἀπάτες εἰς τὴν καρδίαν τῶν ψευδοπροφητῶν καὶ μέχρι πότε αὐτοὶ θὰ συνεχίζουν νὰ ἐξαγγέλλουν εἰς τὸν λαὸν ὄχι τὸ ἰδικόν μου ἅγιον θέλημα, ἀλλὰ τὰ θελήματα τῆς διεφθαρμένης καρδίας των;
29 οὐκ ἰδοὺ οἱ λόγοι μου ὥσπερ πῦρ φλέγον, λέγει Κύριος, καὶ ὡς πέλυξ κόπτων πέτραν; 29 Ιδού, οι λόγοι μου δεν είναι ωσάν το πυρ, λέγει ο Κυριος, ωσάν πέλεκυς, ο οποίος κόπτει και αυτόν ακόμη τον βράχον; 27 Ἕως πότε θὰ σκέπτωνται καὶ θὰ σχεδιάζουν, ὥστε ὁ λαὸς νὰ παραπλανηθῇ καὶ νὰ λησμονήσῃ τὸν ἅγιον νόμον μου μὲ τὰ δῆθεν ἀποκαλυπτικά των ὄνειρα, τὰ ὁποῖα διηγοῦνται ὁ καθένας εἰς τὸν πλησίον του; Νὰ λησμονήσῃ δηλαδή, ὅπως ἐλησμόνησαν καὶ οἱ προπάτορές των τὸ Ὄνομά μου, τὸ ὁποῖον ἀντικατέστησαν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Βάαλ;
30 ἰδοὺ ἐγὼ διὰ τοῦτο πρὸς τοὺς προφήτας, λέγει Κύριος ὁ Θεός, τοὺς κλέπτοντας τοὺς λόγους μου ἕκαστον παρὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ. 30 Δια τούτο, ιδού εγώ, λέγει ο Κυριος, εξεγείρομαι εναντίον των προφητών, οι οποίοι κλέπτουν τους λόγους μου ο καθένας από τον άλλον. 28 Ὁ ψευδοπροφήτης, ὁ ὁποῖος εἶδε δῆθεν ἀποκαλυπτικὸν ὄνειρον, ἂς διηγηθῇ τὸ ὄνειρόν του· ἀλλὰ καὶ ὁ ἀληθινὸς καὶ γνήσιος προφήτης, ὁ ὁποῖος ἄκουσε τὸν ἰδικόν μου λόγον καὶ ἐδέχθη τὸ μήνυμά μου, ἂς διηγηθῇ καὶ ἂς κηρύξῃ τὸν λόγον μου μὲ ἀκρίβειαν καὶ πιστότητα.«Καὶ τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ διαπιστώσουν τὴν διαφορὰν μεταξὺ τῶν ἰδικῶν των προφητειῶν καὶ τοῦ ἰδικοῦ μου λόγου».Τί διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ ἀχύρου καὶ τοῦ σιταριοῦ; Ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀξιόπιστα λόγια μου, συγκρινόμενα μὲ τὰ ἀπατηλὰ λόγια τῶν ψευδοπροφητῶν, λέγει ὁ Κύριος.
31 ἰδοὺ ἐγὼ πρὸς τοὺς προφήτας τοὺς ἐκβάλλοντας προφητείας γλώσσης καὶ νυστάζοντας νυσταγμὸν ἑαυτῶν. 31 Ιδού εγώ επέρχομαι εναντίον των ψευδοπροφητών, οι οποίοι εκβάλλουν δια της γλώσσης των ψευδείς διδασκαλίας και κοιμώνται τον ύπνον των, δια να ίδουν ενύπνια σύμφωνα με τας επιθυμίας της πονηράς αυτών καρδίας. 29 Μήπως δὲν εἶναι οἱ λόγοι μου ἐνεργεῖς καὶ δυνατοί, ὅπως ἡ ἀναμμένη φωτιὰ ποὺ κατακαίει, λέγει ὁ Κύριος, καὶ ὅπως τὸ τσεκούρι, ποὺ σπάζει καὶ κόβει καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν σκληρὰν πέτραν;
32 ἰδοὺ ἐγὼ πρὸς τοὺς προφήτας τοὺς προφητεύοντας ἐνύπνια ψευδῆ καὶ διηγοῦντο αὐτὰ καὶ ἐπλάνησαν τὸν λαόν μου ἐν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς πλάνοις αὐτῶν καὶ ἐγὼ οὐκ ἀπέστειλα αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς καὶ ὠφέλειαν οὐκ ὠφελήσουσι τὸν λαὸν τοῦτον. 32 Ιδού εγώ, εναντίον των ψευδοπροφητών, οι οποίοι διδάσκουν ψευδή ενύπνια και διηγούνται αυτά, δια των οποίων παραπλανούν τον λαόν μου εις τας ψευδολογίας των και εις τας πλάνας των, ενώ εγώ δεν τους έχω αποστείλει ως προφήτας και δεν έδωσα εις αυτούς καμμίαν εντολήν. Αυτοί καμμίαν ωφέλειαν δεν πρόκειται να προσφέρουν στούτον τον λαόν. 30 Διὰ τοῦτο, ἰδού! Ἐγὼ ἔρχομαι ἐναντίον τῶν προφητῶν, λέγει Κύριος ὁ Θεός, οἱ ὁποῖοι κλέπτουν τοὺς λόγους μου ὁ καθένας ἀπὸ τὸν πλησίον του.
33 καὶ ἐὰν ἐρωτήσωσί σε ὁ λαὸς οὗτος ἢ ἱερεὺς ἢ προφήτης λέγων· τί τὸ λῆμμα Κυρίου; καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐστε τὸ λῆμμα καὶ ράξω ὑμᾶς, λέγει Κύριος. 33 Εάν σε ερωτήση ο λαός αυτός η κανένας ιερεύς, η κανένας ψευδοπροφήτης λέγων ειρωνικώς· Ποία είναι σήμερα η απειλητική απόφασις και προφητεία του Κυρίου; Θα απαντήσης· σεις είσθε το αντικείμενον της απειλητικης εκ μέρους του Κυρίου προφητείας θα σας συντρίψω, λέγει ο Κυριος. 31 Ἰδού! Ἐγὼ ἔρχομαι ἐναντίον τῶν προφητῶν, οἱ ὁποῖοι φλυαροῦν καὶ διατυπώνουν μὲ τὴν γλῶσσαν των ψευδεῖς προφητεῖες καὶ διδασκαλίες καὶ οἱ ὁποῖοι κοιμῶνται, προκειμένου νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ διηγηθοῦν κατόπιν ὄνειρα, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες τῆς ἄνομης καρδίας των.
34 ὁ προφήτης καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ λαός, οἳ ἂν εἴπωσι· λῆμμα Κυρίου, καὶ ἐκδικήσω τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ. 34 Τον ψευδοπροφήτην εκείνον και τους ιερείς και τον λαόν, οι οποίοι ειρωνικώς θα ομιλήσουν δια την απειλητικήν προφητείαν του Κυρίου, εγώ θα τιμωρήσω τον άνθρωπον εκείνον και την οικογενειάν του. 32 Ἰδού! Ἐγὼ ἔρχομαι ἐναντίον τῶν ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι προφητεύουν μὲ βάσιν ὄνειρα ψευδῆ, ποὺ διηγοῦνται, καὶ οἱ ὁποῖοι παρεπλάνησαν τὸν λαόν μου μὲ τὰ ψεύδη των, τὶς καυχησιολογίες καὶ τὶς πλάνες των· ἀσφαλῶς Ἐγὼ οὐδέποτε τοὺς ἀπέστειλα, οὔτε καὶ καμμίαν ἐντολὴν τοὺς ἔδωσα ἢ ἀποστολὴν τοὺς ἀνέθεσα.Οἱ ψευδοπροφῆται αὐτοὶ οὐδεμίαν ὠφέλειαν θὰ προσφέρουν εἰς τὸν λαὸν τοῦτον.
35 ὅτι οὕτως ἐρεῖτε ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ καὶ ἕκαστος πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· τί ἀπεκρίθη Κύριος, καὶ τί ἐλάλησε Κύριος; 35 Σεις, που πιστεύετε εις εμέ, έτσι θα λέγετε ο ενας προς τον πλησίον του, ο αδελφός προς τον αδελφόν του· Τι απήντησεν ο Κυριος; Τι ελάλησε σήμερον; 33 Καὶ ἐὰν ὁ λαὸς αὐτὸς ἢ κάποιος ἱερεὺς ἢ κάποιος ψευδοπροφήτης σὲ ἐρωτήσουν εἰραινικῶς λέγοντες· «Ποῖος εἶναι ὁ θεόπνευστος, προφητικὸς καὶ τιμωρητικὸς λόγος, ὁ ὁποῖος παρελήφθη ἀπὸ τὸν Κύριον;» Ἐσὺ θὰ τοὺς ἀπαντήσῃς: «Σεῖς εἶσθε τὸ ἀντικείμενον τοῦ θεοπνεύστου, προφητικοῦ καὶ τιμωρητικοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ θὰ σᾶς συντρίψω χτυπῶντας σας κατὰ γῆς», λέγει ὁ Κύριος!
36 καὶ λῆμμα Κυρίου μὴ ὀνομάζετε ἔτι, ὅτι τὸ λῆμμα τῷ ἀνθρώπῳ ἔσται ὁ λόγος αὐτοῦ· 36 Ποτέ δε μη ομιλήτε ανευλαβώς δια τας προφητείας και τους λόγους του Κυρίου, διότι ανευλαβής λόγος εκ μέρους του ανθρώπου, θα επιφέρη δι' αυτόν τιμωρίαν από τον Θεόν. Ετσι θα ερωτήσης τον Προφήτην· 34 Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς τὸν προφήτην ἐκεῖνον, τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαόν, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐκφρασθοῦν εἰρωνικῶς διὰ τὸν θεόπνευστον, προφητικὸν καὶ ἀπειλητικὸν λόγον τοῦ Κυρίου, αὐτοὺς θὰ τοὺς τιμωρήσω· καὶ δὲν θὰ τιμωρήσω μόνον τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ἀλλὰ καὶ τὴν οἰκογένειάν του.
37 καὶ διατί ἐλάλησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν; 37 Και περί τίνος ωμίλησε Κυριος ο Θεός μας; 35 Σεῖς, οἱ ὁποῖοι πιστεύετε εἰς Ἐμέ, αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ λέγετε ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον καὶ καθένας πρὸς τὸν ἀδελφόν του: «Τί ἀπάντησιν ἔδωκεν ὁ Κύριος;» Καί, «τί εἶπεν ὁ Κύριος;»
38 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν· ἀνθ' ὧν εἴπατε τὸν λόγον τοῦτον· λῆμμα Κυρίου, καὶ ἀπέστειλα πρὸς ὑμᾶς λέγων· οὐκ ἐρεῖτε· λῆμμα Κυρίου, 38 Δια τούτο αυτά λέγει Κυριος ο Θεός σας· Επειδή ειρωνικώς είπατε τον λόγον αυτόν, λήμμα Κυρίου, προφητεία και απόφασις του Κυρίου, εγώ δε έστειλα προς σας προφήτην λέγων· δεν θα πήτε ειρωνικώς λήμμα Κυρίου, φορτίου δηλαδή και βάρος Κυρίου. 36 Σταματῆστε δὲ νὰ χρησιμοποιῆτε πλέον εἰρωνικῶς τὴν φράσιν «θεόπνευστος, προφητικὸς καὶ ἀπειλητικὸς λόγος τοῦ Κυρίου», διότι διὰ κάθε ἀνευλαβῆ καὶ εἰρωνικὸν λόγον, ποὺ λέγει κάθε ἄνθρωπος, εἶναι ὑπεύθυνος ὁ ἴδιος· ὁ Θεὸς θὰ τὸν τιμωρήσῃ.
39 διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ λαμβάνω καὶ ράσσω ὑμᾶς καὶ τὴν πόλιν, ἣν ἔδωκα ὑμῖν καὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν, 39 Δια τούτο εγώ θα σας πάρω και θα σας συντρίψω, σας και την πόλιν, την οποίαν έδωσα εις σας και τους προγόνους σας. 37 Σεῖς λοιπὸν μὲ προσοχὴν καὶ φόβον καὶ ὄχι μὲ εἰρωνικὴν διάθεσιν, ἔτσι θὰ ἐρωτᾶτε τὸν Προφήτην: «Ποίαν ἀπάντησιν ἔδωκεν ὁ Κύριος; Τί εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεός μας;»
40 καὶ δώσω ἐφ' ὑμᾶς ὀνειδισμὸν αἰώνιον καὶ ἀτιμίαν αἰώνιον, ἥτις οὐκ ἐπιλησθήσεται. - 40 Θα επιφέρω εναντίον σας αιώνιον ονειδισμόν και καταισχύνην αιωνίαν, η οποία ποτέ δεν θα λησμονηθή. 38 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ἠμῶν: «Ἐπειδὴ εἴπατε εἰρωνικῶς τὴν φράσιν αὐτήν, «θεόπνευστος, προφητικὸς καὶ ἀπειλητικὸς λόγος τοῦ Κνρίου», ἐνῷ Ἐγὼ σᾶς συνέστησα καὶ σᾶς προειδοποίησα νὰ μὴ λέγετε ἀσεβῶς καὶ εἰρωνικῶς, «θεόπνευστος, προφητικὸς καὶ ἀπειλητικὸς λόγος τοῦ Κυρίου»,
7 Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ οὐκ ἐροῦσιν ἔτι· ζῇ Κύριος, ὃς ἀνήγαγε τὸν οἶκον ᾿Ισραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου, 7 Δια τούτο ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, και δεν θα πουν πλέον οι Ισραηλίται “ζη Κυριος”, ο οποίος έβγαλε ελεύθερον τον ισραηλιτικον λαόν από την γην της Αιγύπτου, 39 διὰ τοῦτο, Ἰδού! Ἐγὼ θὰ σᾶς παραλάβω καὶ θὰ σᾶς συντρίψω κτυπῶντας σας κατὰ γῆς, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν πόλιν, τὴν ὁποίαν ἔδωκα εἰς σᾶς καὶ εἰς τοὺς πατέρας σας·
8 ἀλλά· ζῇ Κύριος, ὃς συνήγαγε πᾶν τὸ σπέρμα ᾿Ισραὴλ ἀπὸ γῆς βορρᾶ καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν χωρῶν, οὗ ἔξωσεν αὐτοὺς ἐκεῖ. καὶ ἀποκατέστησεν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν αὐτῶν. 8 άλλα “ζη Κυριος”, ο οποίος συνεκέντρωσεν όλους τους απογόνους του Ισραήλ από την χώραν του βορρά και από όλας τας άλλας χώρας, όπου τους είχεν εξορίσει εκεί, τους επανέφερε και τους αποκατέστησεν εις την χώραν των. 40 καὶ θὰ σᾶς προσάψω αἰώνιον ὀνειδισμὸν καὶ μομφήν, ὅπως ἐπίσης καὶ αἰωνίαν ἐντροπὴν καὶ καταισχύνην, Ἡ ὁποία θὰ μείνῃ ἀλησμόνητος».