Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (Κ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἤκουσε Πασχὼρ ὁ υἱὸς ᾿Εμμὴρ ὁ ἱερεύς - καὶ οὗτος ἦν καθεσταμένος ἡγούμενος οἴκου Κυρίου - τοῦ ῾Ιερεμίου προφητεύοντος τοὺς λόγους τούτους. 1 ο Πασχώρ, υιός του Εμμήρ, ο Ιερεύς, αυτός πο Υ είχε διορισθ αρχηγός και επόπτης του ναού του Κυρίου, ήκουσε τον Ιερεμίαν να προφητεύη τους απειλητικούς αυτούς λόγους. 1 Ο ἱερεὺς Πασχώρ, ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἐμμήρ - αὐτὸς ὁ Πασχὼρ ἦταν διωρισμένος ὡς ἀρχηγὸς τῆς ἀστυνομίας τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου, τὸ πρόσωπον ποὺ ἐπέβλεπε τὴν τάξιν καὶ τὴν ἡσυχίαν εἰς τὸν Ναόν — ἄκουσε τὸν Ἱερεμίαν, καθὼς ἐπροφήτευε τὰ ἀπειλητικὰ αὐτὰ λόγια «ποὺ ἀνεφέρθησαν εἰς τοὺς στίχους 14-15 τοῦ προηγουμένου κεφαλαίου».
2 καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἐνέβαλεν αὐτὸν εἰς τὸν καταρράκτην, ὃς ἦν ἐν πύλῃ οἴκου ἀποτεταγμένου τοῦ ὑπερῴου, ὃς ἦν ἐν οἴκῳ Κυρίου. 2 Τον εμαστίγωσε και έβαλε τους πόδας και τας χείρας, αυτού στο βασανιστικόν ξύλον, που υπήρχε μέσα εις δωμάτιον μεμονωμένον υπεράνω από την αυλήν του ναού του Κυρίου. 2 Ὁ Πασχὼρ λοιπὸν αὐτὸς ἐκτύπησε τὸν Ἱερεμίαν καὶ κατόπιν ἔβαλε «τὰ χέρια καί» τὰ πόδια του εἰς τὸ βασανιστικὸν ξύλον, τὸν καταρράκτην, ποὺ ὑπῆρχεν εἰς ἀπομονωμένον δωμάτιον τῆς φνλακῆς, ποὺ εὑρίσκετο ἐπάνω ἀπὸ τὴν πύλην τοῦ τεῖχους, ἡ ὁποία ὠδηγοῦσε εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου.
3 καὶ ἐξήγαγε Πασχὼρ τὸν ῾Ιερεμίαν ἐκ τοῦ καταρράκτου, καὶ εἶπεν αὐτῷ ῾Ιερεμίας· οὐχὶ Πασχὼρ ἐκάλεσε Κύριος τὸ ὄνομά σου, ἀλλ' ἢ Μέτοικον. 3 Κατόπιν ο Πασχώρ έβγαλε τον Ιερεμίαν από το βασανιστικόν αυτό ξύλον και είπε προς αυτόν ο Ιερεμίας· Ο Κυριος δεν σου έδωσε το όνομα Πασχώρ, αλλά το όνομα Μέτοικος, 3 Κατόπιν «τὴν ἑπομένην» ὁ Πασχὼρ ἔβγαλε τὸν Ἱερεμίαν ἀπὸ τὸν βασανιστικὸν καταρράκτην, ὁ δὲ Ἱερεμίας εἶπεν εἰς αὐτόν: «Ὁ Κύριος δὲν σὲ ὠνόμασε Πασχώρ, ἀλλὰ Μέτοικον.
4 διότι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμί σε εἰς μετοικίαν σὺν πᾶσι τοῖς φίλοις σου, καὶ πεσοῦνται ἐν μαχαίρᾳ ἐχθρῶν αὐτῶν, καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου ὄψονται, καὶ σὲ καὶ πάντα ᾿Ιούδαν δώσω εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ μετοικιοῦσιν αὐτοὺς καὶ κατακόψουσιν ἐν μαχαίραις. 4 διότι αυτά λέγει ο Κυριος· ιδού, εγώ θα σε παραδώσω εις μετοικεσίαν μαζή με τους φίλους σου, οι οποίοι φίλοι σου θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας των εχθρών των. Αυτά θα τα ίδουν οι οφθαλμοί σου. Σε τον ίδιον και όλους τους Ιουδαίους θα παραδώσω αιχμαλώτους εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος, οι άνδρες του οποίου θα απαγάγουν εις μετοικεσίαν και σε και αυτούς· πολλούς δε θα κατακόψουν με τας μαχαίρας. 4 Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ἰδού: Ἐγὼ πρόκειται νὰ σὲ μετοικίσω μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς φίλους σου, οἱ ὁποῖοι θὰ σφαγοῦν ἀπὸ τὸ μαχαίρι τῶν ἐχθρῶν των· τὰ δὲ μάτια σου θὰ ἴδουν ὅλα αὐτά.Σὲ δέ, ὅπως ἐπίσης καὶ κάθε Ἰουδαῖον, θὰ παραδώσω αἰχμαλώτους εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, οἱ ἄνδρες τοῦ ὁποίου θὰ μεταφέρουν καὶ θὰ ἐγκαταστήσουν εἰς μετοικεσίαν αὐτοὺς καὶ σὲ τὸν ἴδιον, θὰ κατασφάξουν δὲ καὶ θὰ κατακόψουν μὲ μαχαίρια.
5 καὶ δώσω τὴν πᾶσαν ἰσχὺν τῆς πόλεως ταύτης καὶ πάντας τοὺς πόνους αὐτῆς καὶ πάντας τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλέως ᾿Ιούδα εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτοῦ, καὶ ἄξουσιν αὐτοὺς εἰς Βαβυλῶνα. 5 Θα παραδώσω δε όλην την δύναμιν της πόλεως αυτής, όλους τους κόπους της, όλους τους θησαυρούς του βασιλέως Ιούδα, εις τα χέρια των εχθρών του, οι οποίοι εχθροί του θα οδηγήσουν αυτούς αιχμαλώτους εις την Βαβυλώνα. 5 Ἐπίσης ὅλον τὸν πλοῦτον τῆς πόλεως αὐτῆς καὶ ὅλα τὰ ἀγαθά της καὶ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα θὰ παραδώσω εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν του, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ λεηλατήσουν ὅλα αὐτά, θὰ τὰ μεταφέρουν ὡς λάφυρα εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
6 καὶ σὺ καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν τῷ οἴκῳ σου πορεύσεσθε ἐν αἰχμαλωσίᾳ, καὶ ἐν Βαβυλῶνι ἀποθανῇ καὶ ἐκεῖ ταφήσῃ, σὺ καὶ πάντες οἱ φίλοι σου, οἷς ἐπροφήτευσας αὐτοῖς ψευδῆ. 6 Και συ και όλοι, όσοι κατοικούν στο σπίτι σου, θα πορευθήτε εις αιχμαλωσίαν, εις την Βαβυλώνα εκεί θα αποθάνης, εκεί και θα ταφής συ και όλοι οι φίλοι σου, στους οποίους είπες ψευδείς προφητείας. 6 Σὺ δέ, Πασχώρ, καὶ ὅλοι, ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὸν οἶκόν σου, θὰ ὁδηγηθῆτε εἰς αἰχμαλωσίαν.Καὶ εἰς τὴν Βαβυλῶνα θὰ ἀποθάνῃς καὶ ἐκεῖ θὰ ταφῇς σὺ καὶ ὅλοι οἱ φίλοι σου, εἰς τοὺς ὁποίους ἐπροφήτευσες προφητεῖες ψευδεῖς».
7 ᾿Ηπάτησάς με, Κύριε, καὶ ἠπατήθην, ἐκράτησας καὶ ἠδυνάσθης· ἐγενόμην εἰς γέλωτα, πᾶσαν ἡμέραν διετέλεσα μυκτηριζόμενος· 7 Παραπονούμενος ο προφήτης απευθύνεται προς τον Κυριον και λέγει· Κυριε, με εξηπάτησες σχετικώς με το προφητικον έργον και ηπατήθην. Επέμεινες να αναλάβω το έργον του προφήτου και επεκράτησεν η γνώμη σου. Ιδού όμως, ότι εγώ έγινα αντικείμενον γέλωτος· όλην την την μέραν ύπήρξα αντικείμενον εξευτελισμού και χλευασμού. 7 «Ὁ Ἱερεμίας, παραπονούμενος εἰς τὸν Κύριον, λέγει»: Μὲ ἀπάτησες, Κύριε, διότι κατὰ τὴν κλῆσίν μου εἰς τὸ προφητικὸν ἔργον δὲν μοῦ ἀνέφερες τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ θὰ ἀντιμετώπιζα· ἐνῷ δὲ μοῦ ὑπεσχέθης βοήθειαν, δὲν μὲ ἐβοήθησες.Μὲ ἀπάτησες, καὶ ἐγὼ ἀπατήθηκα ἀποδεχόμενος τὴν κλῆσιν.Ἐπέμεινες εἰς τὴν ἄποψίν σου καί, ὡς παντοδύναμος ποὺ εἶσαι, ὑπερίσχυσεν ἡ γνώμη σου, χωρὶς ἐγὼ νὰ δυνηθῶ νὰ ἀντισταθῶ.Ἰδοὺ ὅμως, ὅτι ἔγινα ἀντικείμενον γέλωτος, ὅλην τὴν ἡμέραν δέχομαι εἰρωνεῖες καὶ χλευασμούς.
8 ὅτι πικρῷ λόγῳ μου γελάσομαι, ἀθεσίαν καὶ ταλαιπωρίαν ἐπικαλέσομαι, ὅτι ἐγενήθη λόγος Κυρίου εἰς ὀνειδισμὸν ἐμοὶ καὶ εἰς χλευασμὸν πᾶσαν ἡμέραν μου. 8 Με πικρούς και δηκτικούς λόγους θα με χλευάσουν, θα γίνω περίγελως, διότι εγώ ήλεγχα την παρανομίαν και την καταδυνάστευσιν. Αλλ' ιδού ότι ο λόγος, τον οποίον έθεσεν στο στόμα μου ο Κυριος, εγινε δι' εμέ αιτία ονειδισμού. Ολας τας ημέρας της ζωής μου θα με χλευάζουν. 8 Διότι κάθε φορὰν ποὺ ὁμιλῶ καὶ προφητεύω, μὲ περιγελοῦν καὶ μὲ χλευάζουν μὲ πικρὰ λόγια ὡς ἄνθρωπον ποὺ λέγει ψέματα, ἐπειδὴ ἐλέγχω τὴν παρανομίαν, τὴν καταπίεσιν καὶ τυραννίαν τοῦ λαοῦ ἐκ μέρους τῶν ἰσχυρῶν καὶ τῶν πλουσίων.Δι’ ἐμὲ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖον ἔθεσεν εἰς τὸ στόμα μου, ἔγινε αἰτία ὀνειδισμῶν καὶ ὕβρεων καὶ ἐπὶ πλέον χλευασμῶν ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου.
9 καὶ εἶπα· οὐ μὴ ὀνομάσω τὸ ὄνομα Κυρίου καὶ οὐ μὴ λαλήσω ἔτι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. καὶ ἐγένετο ὡς πῦρ καιόμενον φλέγον ἐν τοῖς ὀστέοις μου, καὶ παρεῖμαι πάντοθεν καὶ οὐ δύναμαι φέρειν. 9 Και είπα τότε από μέσα μου· Δεν θα αναφέρω άλλην φοράν το όνομα του Κυρίου και δεν θα λαλήσω πλέον εν τω Ονόματι αυτού. Αλλά η σκέψις μου αυτή έγινεν ώσαν πυρκαϊά καιομένη, φλέγουσα, μέσα εις τα οστά μου. Παρέλυσα από παντού και δεν ημπορώ να υποφέρω αυτήν την φλόγα. 9 Καὶ τότε, ὑπὸ τὸ κράτος ὅλων αὐτῶν τῶν πικρῶν συναισθημάτων, εἶπα μέσα μου: «Δὲν θὰ ἀναφέρω ἄλλην φορὰν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ δὲν θὰ ὁμιλήσω πλέον ἐξ ὀνόματός του».Ἀλλά, μόλις ἐσκέφθηκα κάτι τέτοιο, ἔνοιωσα μέσα μου κάτι ὡσὰν πυρκαϊὰ νὰ φλογίζῃ καὶ νὰ κατακαίῃ τὰ ὀστά μου· ἐξαντλήθηκα, παρέλυσα ἀπὸ παντοῦ καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ ὑποφέρω αὐτὴν τὴν πυρκαϊάν.
10 ὅτι ἤκουσα ψόγον πολλῶν συναθροιζομένων κυκλόθεν· ἐπισύστητε καὶ ἐπισυστῶμεν αὐτῷ, πάντες ἄνδρες φίλοι αὐτοῦ· τηρήσατε τὴν ἐπίνοιαν αὐτοῦ, εἰ ἀπατηθήσεται καὶ δυνησόμεθα αὐτῷ καὶ ληψόμεθα τὴν ἐκδίκησιν ἡμῶν ἐξ αὐτοῦ. 10 Διότι ήκουσα ψευδείς κατηγορίας και αυστηράς επιτιμήσεις πολλών, οι οποίοι είχον συγκεντρωθή ολόγυρά μου. Επιτεθήτε εναντίον του, έλεγαν, και ημείς επίσης θα ριφθώμεν εναντίον του, όλοι οι άνδρες οι φίλοι του. Παρακολουθήσατε και κατασκοπεύσατε τας σκέψστου, μήπως τυχόν και παρασυρθή εις πλάνην και ψεύδος, οπότε θα κατακυριαρχήσωμεν εις αυτόν και θα πάρωμεν την εκδίκησίν μας εναντίον του. 10 Ἄκουσα κατηγορίες καὶ διαβολὲς πολλῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν συναθροισθῇ γύρω μου.Αὐτοὶ δὲ ἔλεγαν: «Ἐπιτεθῆτε ἐναντίον του! Καὶ ἐμεῖς θὰ ἐπιτεθῶμεν ἐναντίον του, ὅλοι οἱ ἄνδρες οἱ φίλοι του! Κατασκοπεύσατε μὲ προσοχήν τις σκέψεις του, τὶς κινήσεις του, τὰ λόγια του, μήπως πέσῃ εἰς κάποιο ψέμα ἢ ἀπερισκεψίαν καὶ ἀδεξιότητα, ἢ διαπράξῃ κάποιο λάθος, ὁπότε θὰ δυνηθῶμεν νὰ τὸν καταβάλωμεν καὶ νὰ τὸν ἐκδικηθῶμεν!»
11 ὁ δὲ Κύριος μετ' ἐμοῦ καθὼς μαχητὴς ἰσχύων· διὰ τοῦτο ἐδίωξαν καὶ νοῆσαι οὐκ ἠδύναντο· ᾐσχύνθησαν σφόδρα, ὅτι οὐκ ἐνόησαν ἀτιμίας αὐτῶν, αἳ δι' αἰῶνος οὐκ ἐπιλησθήσονται. 11 Αλλα ο Κυριος ήτο μαζή μου ισχυρός υπερασπιστής. Δια τούτο αυτοί με κατεδίωξαν, χωρίς να με καταβάλουν. Δεν ημπόρεσαν να εννοήσουν ότι ο Κυριος ήτο μαζή μου. Κατησχύνθησαν πάρα πολύ, διότι δεν συνησθάνθησαν τας ατιμίας των, αι οποίαι εν τούτοις δεν θα λησμονηθούν δια μέσου των αιώνων. 11 Ἄλλα ὁ Κύριος ἦταν μαζί μου ὡς ἰσχυρὸς προστάτης καὶ πολεμιστής.Διὰ τοῦτο οἱ ἐχθροί μου μὲ κατεδίωξαν, χωρὶς ὅμως νὰ ἐπιτύχουν τοῦ σκοποῦ των, καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἐννοήσουν ὅτι ἡ ἀποτυχία των ὠφείλετο εἰς τὸ ὅτι ὁ Κύριος ἦταν μαζί μου.Ἐντροπιάσθησαν πάρα πολύ, διότι δὲν συνησθάνθησαν καὶ δὲν ἀνεγνώρισαν τὶς ἐπαίσχυντες ἐνέργειές των, οἱ ὁποίες δὲν πρόκειται νὰ λησμονηθοῦν ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
12 Κύριε, δοκιμάζων δίκαια, συνίων νεφροὺς καὶ καρδίας, ἴδοιμι τὴν παρὰ σοῦ ἐκδίκησιν ἐν αὐτοῖς, ὅτι πρὸς σὲ ἀπεκάλυψα τὰ ἀπολογήματά μου. - 12 Κυριε, συ είσαι εκείνος, ο οποίος εξετάζεις με δικαιοσύνην και αποδίδστο δίκαιον. Γνωρίζεις και τα απόκρυφα των ανθρώπων, τους νεφρούς και τας καρδίας. Ας ίδω λοιπόν στελλομένην από σε τιμωρίαν εναντίον αυτών των ανθρώπων, διότι εγώ προς σε εφανέρωσα τας θλίψεις μου, τους διωγμούς μου, όπως και τας απολογίας μου. 12 Κύριε, Σὺ ὁ ὁποῖος ἐξετάζεις μὲ δικαιοσύνην, Σὺ ὁ ὁποῖος ἐρευνᾷς νεφροὺς καὶ καρδίας, καὶ ἄρα γνωρίζεις τοὺς μυστικοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς πιὸ βαθειὲς σκέψεις καὶ ἀπόκρυφες ἐπιθυμίες καὶ τὰ συναισθήματα τῶν ἀνθρώπων, κάμε ὥστε νὰ ἴδω τὴν ἐκ μέρους Σου τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, διότι εἰς Σὲ τὸν δικαιοκρίτην ἐφανέρωσα καὶ ἀνέθεσα τὶς ὑποθέσεις καὶ τὰ ζητήματα ποὺ μὲ ἀπασχολοῦν.
13 ῎ᾼσατε τῷ Κυρίῳ, αἰνέσατε αὐτῷ, ὅτι ἐξείλατο ψυχὴν πένητος ἐκ χειρὸς πονηρευομένων. - 13 Δοξολογήσατε τον Κυριον, δοξολογήσατέ τον, διότι έσωσε την ζωήν εμού, του πτωχού και αδυνάτου, από τα χέρια πονηρών και κακών ανθρώπων. 13 Ψάλατε πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου, ὕμνους ἐπαινετικοὺς ἀναπέμψατε εἰς Αὐτόν, διότι ἔσωσε καὶ ἐλευθέρωσε τὴν ζωὴν Ἐμοῦ, τοῦ πτωχοῦ καὶ ταπεινωμένου, ἀπὸ τὰ χέρια πονηρῶν καὶ κακοποιῶν ἀνθρώπων.
14 ᾿Επικατάρατος ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἐτέχθην ἐν αὐτῇ· ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἔτεκέ με ἡ μήτηρ μου, μὴ ἔστω ἐπευκτή. 14 Κατηραμένη ας είναι η ημέρα κατά την οποίαν εγεννήθην. Η ημέρα κατά την οποίαν με εγέννησεν η μήτηρ μου ας μη είναι ευλογημένη. 14 Ἂς εἶναι καταραμένη ἡ ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθηκα! Ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν μὲ ἐγέννησεν ἡ μητέρα μου, ἂς μὴ εἶναι ἀξία εὐχῆς καὶ εὐλογίας.
15 ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος ὁ εὐαγγελισάμενος τῷ πατρί μου λέγων· ἐτέχθη σοι ἄρσην, εὐφραινόμενος. 15 Κατηραμένος ας είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος έφερεν στον πατέρα μου την χαρμόσυνον είδησιν και του είπε χαίρων· απέκτησες αρσενικόν παιδί. 15 Ἂς εἶναι καταράμενος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μετέφερε τὴν χαρούμενην ἀγγελίαν εἰς τὸν πατέρα μου καὶ τοῦ εἶπε γεμᾶτος χαράν: «Ἐγεννήθη διὰ σέ «ἀπέκτησες» παιδὶ ἀρσενικόν»!
16 ἔστω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὡς αἱ πόλεις, ἃς κατέστρεψε Κύριος ἐν θυμῷ καὶ οὐ μετεμελήθη· ἀκουσάτω κραυγῆς τῷ πρωΐ καὶ ἀλαλαγμοῦ μεσημβρίας, 16 Ας είναι ο άνθρωπος εκείνος, όπως αι πόλεις, τας οποίας ο Κυριος εν τη δικαία του οργή κατέστρεψε και δεν μετενόησε δια την καταστροφήν των. Ας ακούση ο άνθρωπος αυτός το πρωί κραυγάς συναγερμού και την μεσημβρίαν αλαλαγμούς πολέμου. 16 Εἴθε νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅπως οἱ πόλεις, τὶς ὁποῖες κατέστρεψεν ὁ Κύριος μὲ θυμὸν καὶ ὀργὴν καὶ δὲν μετενόησε διὰ τὴν ἐρήμωσίν των.Εἴθε νὰ ἀκούσῃ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τὸ μὲν πρωῒ πολεμικὴν κραυγὴν τῶν στρατιωτῶν, τὸ δὲ μεσημέρι ἀλαλαγμοὺς τοῦ πολέμου,
17 ὅτι οὐκ ἀπέκτεινέ με ἐν μήτρᾳ μητρὸς καὶ ἐγένετό μοι ἡ μήτηρ μου τάφος μου καὶ ἡ μήτρα συλλήψεως αἰωνίας. 17 Διότι δεν με εθανάτωσε μέσα εις την μήτραν της μητρός μου, ώστε να γίνη η μητέρα μου τάφος μου και η μήτρα της παντοτεινή φυλακή μου. 17 διότι δὲν μὲ ἐφόνευσεν, ἐνῷ ἀκόμη εὐρισκόμουν εἰς τὴν μήτραν τῆς μητέρας μου, ὥστε νὰ ἐγίνετο ἡ μητέρα μου τάφος μου, καὶ ἡ μήτρα της χῶρος παντοτινῆς συλλήψεώς μου χωρὶς τοκετόν!
18 ἱνατί τοῦτο ἐξῆλθον ἐκ μήτρας τοῦ βλέπειν κόπους καὶ πόνους, καὶ διετέλεσαν ἐν αἰσχύνῃ αἱ ἡμέραι μου; 18 Διατί εγεννήθην, διατί εβγήκα από την μητράν; Δια να βλέπω κόπους και να διέρχωμαι τας ημέρας της ζωής μου με καταισχύνην και εξευτελισμόν; 18 Διατὶ συνέβη τοῦτο, διατὶ ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν μήτραν «τῆς μητέρας μου» διὰ νὰ ἀντικρύζω κόπους, ἀδυναμίες καὶ πόνους, ζωὴν βασανισμένην, καὶ νὰ περνῷ τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου μέσα εἰς τὴν ἐντροπὴν καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς;